Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


Δημοσιεύθηκε στον τόμο του συλλόγου 13, «Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ», Οι ιδιωτικοποιήσεις και η πολιτική εξόδου από την κρίση, Αθήνα, 2013, σελ. 33-61

Η σημερινή καπιταλιστική κρίση που χτύπησε με ιδιαίτερη οξύτητα τη χώρα μας και οι οδυνηρές της συνέπειες στην καθημερινή ζωή των πλατιών λαϊκών στρωμάτων αναδεικνύουν ανάγλυφα την ανάγκη χάραξης μιας διαφορετικής πορείας. Ο αμυντικός αγώνας των εργαζομένων πρέπει να δεθεί διαλεκτικά με την αντεπίθεσή τους, με σκοπό την έξοδο από την κρίση σε όφελος του λαού.


Α. ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ:
ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΙΛΟΛΑΪΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Αφετηρία της ανάλυσης των σημερινών αναγκών είναι μια παραδοχή. Μια παραδοχή που επιβεβαιώνεται πλήρως, συντριπτικά θα έλεγε κανείς, από την πραγματικότητα. Η άρχουσα τάξη της χώρας μας δεν μπορεί και δεν θέλει να εκπονήσει ένα σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης και, πολύ περισσότερο, ένα σχέδιο ανάπτυξης σε όφελος του λαού αφού α. ο καπιταλισμός στην Ελλάδα είχε πάντοτε σχετικά χαμηλή υλικοτεχνική βάση, β. τα τελευταία χρόνια δυνάμωσε η εξάρτηση από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, γ. το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο ελέγχει την ελληνική οικονομία και βασικούς τομείς της χώρας, δ. η χώρα έχει προσαρμόσει την οικονομία της, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, ε. η βιομηχανική παραγωγική βάση της χώρας συρρικνώνεται.
Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει αναπόφευκτα να ξεκινά από την αντίθεση με τις πολιτικές της ΕΕ και του ΔΝΤ που μας έφεραν ως εδώ, που διέλυσαν τη βιομηχανική  και αγροτική οικονομία της χώρας, που όξυναν τις κοινωνικές ανισότητες. Πρέπει να ξεκινά από την αποδέσμευση από κάθε οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση, από την αναζήτηση και αξιοποίηση της συνεργασίας άλλων διεθνών παραγόντων, πάντα σε πνεύμα ανεξαρτησίας και όχι υποτέλειας.


Οι έξι πυλώνες της φιλολαϊκής ανάπτυξης

Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει έξι βασικούς πυλώνες:
Πρώτος βασικός πυλώνας:
  1. Η αντίθεση και απειθαρχία στα μέτρα και στις κατευθύνσεις της ΕΕ, η έξοδος τελικά από την ΕΕ.
  2. Η ακύρωση των δανειακών συμβάσεων και η άρνηση της πληρωμής του χρέους.
3.      Η ακύρωση όλων των μνημονίων, των εφαρμοστικών νόμων και των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
Δεύτερος βασικός πυλώνας: Η εθνικοποίηση των τραπεζών, όλου του τραπεζικού συστήματος, που είναι ο μοναδικός τρόπος για να ελεγχθεί βαθμιαία η καρδιά της οικονομίας, να γίνει προσπάθεια να προσανατολιστεί σε άλλου τύπου ανάπτυξη, να αρχίσει ο περιορισμός της ασυδοσίας και της κυριαρχίας των ξένων και ντόπιων μονοπωλίων. Μόνο έτσι μπορεί να χτυπηθεί η ασυδοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου, να χρηματοδοτηθεί η οικονομία με βάση τις προτεραιότητες που θα χαράξει μια λαϊκή κυβέρνηση. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με το αίτημα της διαγραφής του χρέους, την αντίθεση στην τρόικα και την αποδέσμευση τελικά από την ΕΕ ώστε να αποκτήσει η χώρα τα αναγκαία νομισματικά και αναπτυξιακά εργαλεία.
Τρίτος βασικός πυλώνας: Πρέπει να εθνικοποιηθούν οι ΔΕΚΟ, οι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, ο ορυκτός πλούτος της χώρας, το νερό και όλες οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές ώστε να αποκτήσει ο λαός τον έλεγχο των πιο σημαντικών τομέων της οικονομίας και τα κέρδη των επιχειρήσεων να μην τροφοδοτούν πλέον τις καταθέσεις των κεφαλαιοκρατών στην Ελβετία αλλά την κοινωνική πολιτική και ένα επενδυτικό πρόγραμμα ανάπτυξης σε όφελος του λαού.
Ειδικά για τον ορυκτό πλούτο, τα πετρελαϊκά κοιτάσματα που πιθανολογούνται, έχει σημασία το παράδειγμα της Βενεζουέλας και της Βολιβίας που κατοχύρωσαν και συνταγματικά τη δημόσια ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών και εξασφάλισαν έτσι την ισότιμη συνεργασία με τις ξένες εταιρείες, όπου αυτή ήταν αναγκαία λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας.
Τέταρτος βασικός πυλώνας: Η εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων των οποίων η ιδιοκτησία αδυνατεί, ή ισχυρίζεται πως αδυνατεί, να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων. Αυτές οι επιχειρήσεις πρέπει να ενταχθούν στο πανεθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Ο δημόσιος τομέας μπορεί και πρέπει να αναλάβει, με τη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος, την εκπόνηση και υλοποίηση ενός μεγάλου αναπτυξιακού σχεδίου παραγωγικών επενδύσεων (και όχι μόνο τουρισμός, δρόμοι και διαμετακομιστικά κέντρα όπως εννοεί η άρχουσα τάξη την ανάπτυξη) με βάση:
1. ένα επιστημονικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης,
2. ένα σχέδιο που θα χαράσσεται με γνώμονα τα συμφέροντα του λαού,
3. ένα σχέδιο με βάση τις δυνατότητες της χώρας,
4. με ισότιμη συνεργασία με άλλες χώρες,
5. που θα αξιοποιεί το επιστημονικό δυναμικό της πατρίδας μας.
Ο δημόσιος τομέας πρέπει να γίνει ο μοχλός και ο βασικός παράγοντας της ανάπτυξης.
Πέμπτος βασικός πυλώνας: Το σχέδιο αυτό θα στοχεύει στην ανάπτυξη της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής. Θα εντάσσει εκεί τη μικρή και μεσαία επιχείρηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να στηριχθούν, να ενθαρρυνθούν να συμμετέχουν στο πανεθνικό σχέδιο ανάπτυξης, να παροτρύνονται στη συνεταιριστικοποίηση με διάφορες μορφές, να ελέγχονται από την κυβέρνηση και το λαό ότι δεν σπαταλούν τη βοήθεια αυτή και ότι σέβονται πλήρως τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πρέπει να προστατευθεί η ντόπια παραγωγή, να τονωθεί η εσωτερική αγορά.
Έκτος βασικός πυλώνας: η γενναία κρατική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων καθώς και της έρευνας. Χωρίς τη βαθμιαία, σχεδιασμένη ανάπτυξη του επιστημονικού και τεχνολογικού δυναμικού της χώρας, δεν μπορεί να επιτευχθεί μια μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.


Αναγκαία διευκρίνιση:

Δεν υποστηρίζουμε το χτεσινό και σημερινό δημόσιο τομέα ο οποίος αποτελεί μοχλό μεταφοράς πλούτου στα ξένα και ντόπια μονοπώλια, εξασφάλισης πολιτικής πελατείας για τα καθεστωτικά κόμματα, κατασπαταλεί τους δημόσιους πόρους και την εργατική δύναμη.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για μια φιλολαϊκή στροφή είναι κυρίως τρεις:
1. ο εθνικοποιημένος τομέας της οικονομίας να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με το εγχώριο και ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, να τεθεί στην υπηρεσία του λαού,
2. πολύ σημαντικό, να βασίζεται στη δημοκρατική διαχείριση και στον εργατικό και γενικότερο λαϊκό έλεγχο. Μόνο ο πολύμορφος έλεγχος του λαού και των μαζικών φορέων του (κυρίως από τα κάτω) μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα χτυπηθεί η γραφειοκρατία, η κακοδιαχείριση, η σπατάλη, οι καταχρήσεις, τα ρουσφέτια και ότι τελικά - και με κριτήρια οικονομικής αποδοτικότητας - ο εθνικοποιημένος τομέας θα δείξει την υπεροχή του.
3. Το ίδιο το σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να είναι καρπός παλλαϊκής, δημοκρατικής συζήτησης και απόφασης. Δεν μπορεί να είναι, ορθότερα δεν μπορεί να υπάρξει, ως μια στενά κοινοβουλευτική υπόθεση ή μια κυβερνητική πρωτοβουλία και απόφαση.
Ο εκδημοκρατισμένος και υπό λαϊκό – εργατικό έλεγχο δημόσιος τομέας πρέπει να αναπτύξει πολύπλευρη συνεργασία με όλες τις χώρες για να σπάσει την εξάρτηση από τον αμερικανικό και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, να σπάσει τα δεσμά της υποτέλειας σε ΕΕ και ΗΠΑ, να ενισχύσει τη διεθνή θέση της χώρας, να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και τους εκβιασμούς του ιμπεριαλισμού.
Μόνο έτσι η παραγωγική βάση της οικονομίας θα πάψει να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της συρρίκνωσης, εξάρθρωσης και αποσύνθεσης, θα πάψει η χώρα να αποτελεί “ξέφραγο αμπέλι” των πολυεθνικών. Μόνο έτσι μπορεί να χαραχθεί ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της οικονομίας σε αντιμονοπωλιακή βάση, με σεβασμό στο περιβάλλον. Μόνο έτσι μπορεί να ανακτηθεί η εσωτερική αγορά κατά πρώτο λόγο εκεί που υπάρχει ή μπορεί να αναπτυχθεί η εγχώρια παραγωγή. Αυτός είναι η μόνη διέξοδος για να προστατευθεί και να ανέβει το βιοτικό επίπεδο του λαού αλλά και για να ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη κοινωνική οργάνωση, για την εξάλειψη της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας, δηλαδή για μια σοσιαλιστική κοινωνία.


Ποιος θα το εφαρμόσει;

Ένα τέτοιο οικονομικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης μπορεί να συσπειρώσει την εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, τους διανοούμενους και καλλιτέχνες, τη νεολαία και τις γυναίκες, τα διάφορα κοινωνικά κινήματα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από επίμονους, σκληρούς λαϊκούς αγώνες.
Πώς πραγματικά μπορεί να επιβληθεί ένα τέτοιο οικονομικό, αναπτυξιακό πρόγραμμα σε όφελος του λαού; Το βέβαιο είναι ότι στο σύνολό του, ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τις κυβερνήσεις των μνημονίων με την πολιτική των οποίων βρίσκεται σε απόλυτη, ριζική αντίθεση. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε από ενδεχόμενες «αριστερές» ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις οι οποίες αποδέχονται την υποταγή της χώρας στην ΕΕ.
Οι παραπάνω κατηγορίες κυβερνήσεων δεν θέλουν και δεν μπορούν να έρθουν σε ρήξη με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ακόμη και όταν βρέθηκαν (παλιότερα, στο πλαίσιο της κεϋνσιανής πολιτικής) στην ανάγκη να κρατικοποιήσουν κάποια επιχείρηση αυτό το έκαναν μόνο για προβληματικές επιχειρήσεις προκειμένου να φορτώσουν τα χρέη στο δημόσιο ταμείο και να τις αποδώσουν στη συνέχεια ξανά στους ιδιώτες. Το ίδιο συνέβη με τις κρατικοποιήσεις τραπεζών που έγιναν στις ΗΠΑ και άλλες χώρες κατά την παρούσα κρίση. Κριτήριο ήταν η διάσωσή τους. Ο μηχανισμός μεταφοράς πλούτου από τις δημόσιες επιχειρήσεις στις μεγάλες ιδιωτικές παρέμεινε άθικτος ή μάλλον έγινε προσπάθεια να βελτιωθεί.
Κατά συνέπεια, το παραπάνω οικονομικό πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο από μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται και θα εκφράζει τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον από μια τέτοια πολιτική. Αυτές, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι άλλες από την εργατική τάξη, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, τη μικρομεσαία αγροτιά, την εργαζόμενη διανόηση, τα κοινωνικά κινήματα της νεολαίας, των γυναικών, του περιβάλλοντος κλπ. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις έχουν συμφέρον να χαράξουν και να υλοποιήσουν μια αναπτυξιακή πορεία που θα στρέφεται ενάντια στην κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Επομένως, μόνο μια κυβέρνηση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού μπορεί να υλοποιήσει ένα τέτοιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα.


Ποια κυβέρνηση;

Εκ των πραγμάτων τίθεται το ερώτημα πώς και υπό ποιούς όρους μπορεί να αναδειχθεί μια τέτοια κυβέρνηση. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κορυφωθούν οι λαϊκοί αγώνες και να οδηγήσουν σε μια επαναστατική κατάληψη της εξουσίας από το λαό. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση αυτή, το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης που έχει προκύψει με τέτοιο τρόπο θα μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί και να επιλύσει ευρύτερα ζητήματα.
Στις σημερινές όμως συνθήκες, με το δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων, με τη σχετικά μακρόχρονη παράδοση του κοινοβουλευτισμού είναι λογικό να επιδιωχθεί η ισχυρή εκλογική παρουσία και στη συνέχεια η εκλογική επικράτηση των αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό υπαγορεύεται κυρίως από το γεγονός ότι ο λαός αντιλαμβάνεται το Κοινοβούλιο ως το κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, άσχετα με το αν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η Κομμουνιστικής Διεθνής, στο 4ο συνέδριό της, όταν ακόμη ζούσε ο Λένιν και συμμετείχε στις εργασίες της, δεν είχε αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Χωρίς να θεωρεί υποχρεωτική, νομοτελειακή μια τέτοια εξέλιξη, έκανε λόγο για τη δυνατότητα ανάδειξης εργατικής κυβέρνησης μέσα από το Κοινοβούλιο. «Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα)»[1]. «Η εργατική κυβέρνηση στηριζόμενη στους ένοπλους εργάτες πρέπει να πραγματοποιήσει μια σειρά οικονομικά, πολιτικά και δημοσιονομικά μέτρα, που, χωρίς να βγαίνουν τυπικά έξω από τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, στην ουσία περιορίζουν τα δικαιώματα των κεφαλαιοκρατών να διαχειρίζονται την ιδιοχτησία τους και το ίδιο το κεφαλαιοκρατικό κέρδος. Η αντίσταση της αστικής τάξης θα αναγκάσει, φυσικά, την εργατική κυβέρνηση, να βγει από τα πλαίσια των ημίμετρων και να οδηγήσει τις μάζες στην κατανόηση της ανάγκης ολοκληρωτικής κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, στην κατανόηση της ανάγκης συντριβής του παλιού αστικού κρατικού μηχανισμού…
 Η εργατική κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, αλλά σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης, μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης, στηριζόμενη στις μάζες και δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα”.
Έχει σημασία να σημειωθεί ότι “το Συνέδριο υπογράμμισε ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν γενικό σύνθημα ζύμωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού. Σαν επίκαιρο όμως πολιτικό σύνθημα έχει σημασία στις χώρες, όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στους εργάτες και στην αστική τάξη βάζει στην ημερήσια διάταξη τη λύση του προβλήματος της κυβέρνησης σαν πρακτική ανάγκη. Στα καθήκοντα της εργατικής κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμα κυβέρνηση της προλεταριακής διχτατορίας, ανήκαν ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης, ο αφοπλισμός των αστικών αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η μεταβίβαση του κυριότερου βάρους των φόρων στις τάξεις των πλουσίων και η κατάπνιξη της αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των μέτρων, θα συνέβαλλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων και στη συσπείρωσή τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα, και θα μπορούσε να προετοιμάσει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση»[2].
Είναι σίγουρο λοιπόν ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι ένας κοινοβουλευτικός περίπατος. Η στοιχειώδης ιστορική γνώση πείθει ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις θα κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Για παράδειγμα, είναι γνωστά τα σχέδια αποσταθεροποίησης που εφαρμόστηκαν στην Ιταλία, στην Πορτογαλία, στη Χιλή πριν την εκλογή του Αλλιέντε. Κάποια από αυτά απέδωσαν περισσότερο, άλλα λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση οι αντιμονοπωλιακές, αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν πρέπει, στο όνομα του ρεαλισμού, εκ των προτέρων να παραιτηθούν από την προσπάθεια κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ή να νοθεύσουν το ριζοσπαστικό τους πρόγραμμα και να οδηγηθούν στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης.
Αλλά και μετά την ανάδειξη μιας κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι θα είναι μεγάλοι. Η πλουτοκρατική ολιγαρχία και οι ξένοι προστάτες της δεν θα επιτρέψουν να εφαρμοστεί ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα που θίγει τα συμφέροντα και την εξουσία τους. Θα κάνουν τα πάντα για να την ανατρέψουν. Η εμπειρία της κυβέρνησης Αλλιέντε στη Χιλή το δείχνει αυτό ξεκάθαρα[3]. Προσπάθησαν να εξαγοράσουν κάποιες από τις κυβερνητικές δυνάμεις, να τις ωθήσουν στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, να τις διασπάσουν. Χρησιμοποίησαν το οικονομικό σαμποτάζ, τις συκοφαντικές εκστρατείες, την τρομοκρατία και, τέλος, το πραξικόπημα.


Οι πολιτικές αλλαγές

Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι οι οικονομικές αλλαγές που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω δεν μπορούν να υλοποιηθούν αν δεν συνοδεύονται από ένα τολμηρό πρόγραμμα πολιτικών μεταβολών. Η κυβέρνηση των αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα πρέπει να προωθήσει ένα επαναστατικό δημοκρατικό πρόγραμμα που θα τείνει να διαρρήξει τις δομές της αστικής κρατικής εξουσίας και να εγκαθιδρύσει μια δημοκρατία στο κέντρο της οποίας θα βρίσκεται η εργατική τάξη και ο λαός.
Αυτό πρέπει να γίνει για άμεσους, πρακτικούς λόγους. Ο υπάρχων κρατικός μηχανισμός είναι διεφθαρμένος, γραφειοκρατικός, συνδεδεμένος με χίλια δυο νήματα με την ολιγαρχία. Έτσι, η προσπάθεια να εφαρμοστεί ένα φιλολαϊκό αναπτυξιακό πρόγραμμα όπως το παραπάνω θα προσκρούσει στις αντιδράσεις αυτού του μηχανισμού. Θα απαιτηθεί λοιπόν να εισέλθει ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο με οργανωμένο και δυναμικό τρόπο τόσο μέσα από τις υπάρχουσες οργανώσεις του (συνδικάτα, άλλοι μαζικοί φορείς) όσο και μέσα από νέες που θα εμφανιστούν στην πορεία των κοινωνικών αγώνων.
Απαιτούνται επομένως μια σειρά αλλαγές που θα διευκολύνουν την έλευση του λαού στο πολιτικό προσκήνιο. Μερικές από τις αλλαγές που θα βοηθούσαν στην κατεύθυνση αυτή είναι:
Πρώτος άξονας: Η αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών που σαρώθηκαν τα τελευταία χρόνια. (πχ. η πλήρης και απόλυτη κατοχύρωση του δικαιώματος στην απεργία, στη συνδικαλιστική και πολιτική δράση στο χώρο δουλειάς, στις συλλογικές συμβάσεις, στη διαδήλωση, η κατάργηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, των Συνθηκών Σένγκεν, Ευρωπόλ κλπ).
Δεύτερος άξονας: Ο ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός γενικότερα των συνταγματικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού συστήματος, της Δικαιοσύνης. Ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων και το επίπεδο ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος μπορεί να περιλαμβάνει: την υιοθέτηση της απλής αναλογικής για κάθε είδους εκλογές, την εισαγωγή του θεσμού των λαϊκών συνελεύσεων ως βάσης του πολιτικού συστήματος, την εισαγωγή του θεσμού της ανάκλησης των αντιπροσώπων, την υιοθέτηση ενός νέου Συντάγματος μέσα από διαδικασίες λαϊκών συνελεύσεων, δημοψηφίσματος και εκλογής Συντακτικής Συνέλευσης[4].
Τρίτος άξονας: Ο ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών μηχανισμών, με την ενεργό συμμετοχή της εργατικής τάξης και του λαού. Αυτό σημαίνει την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία και όλα τα όργανα του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων, την ανασυγκρότησή του σε επαναστατική δημοκρατική βάση και, ιδίως, την εισαγωγή θεσμών παλλαϊκής πολιτοφυλακής και άμυνας.
Τέταρτος άξονας: Ο κοινωνικός έλεγχος σε όλες τις μορφές πληροφόρησης. Στήριξη πρωτοβουλιών των κοινωνικών φορέων και της αυτοδιοίκησης στον τομέα της ενημέρωσης. Ενίσχυση και αναβάθμιση των δημόσιων ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Περιορισμός έως και κατάργηση της δυνατότητας δράσης του μεγάλου κεφαλαίου στον τομέα αυτόν.
Πέμπτος άξονας: Η υπεράσπιση και κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, η έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από το έδαφός της και η ακύρωση όλων των παλαιότερων και πρόσφατων συμφωνιών.

            Ένα τέτοιο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα θα ανακουφίσει το λαό από τη φτώχεια και την ανέχεια, θα του δώσει ώθηση να αναλάβει την τύχη του στα χέρια του. Θα του ανοίξει με λίγα λόγια το δρόμο για επαναστατική αλλαγή, για την οικοδόμηση μιας διαφορετικής κρατικής εξουσίας, όπου η εργατική τάξη θα είναι η ηγεμονική δύναμη, και μιας κοινωνίας που θα καταργήσει την εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία.


B. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ:
Ο ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

Η διατύπωση, όπως παραπάνω, αιτημάτων και διεκδικήσεων προσέγγισης προς τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι θέμα που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τη συζήτηση μεταξύ μαρξιστών και γενικότερα τη ριζοσπαστική σκέψη. Αποτελεί ένα πολύ σοβαρό, θεωρητικό και πρακτικό, θέμα. Η μελέτη των σχετικών θεωρητικών αναζητήσεων και της ιστορικής εμπειρίας βοηθά στη διαλεύκανση του ερωτήματος: έχουν κάθε φορά τεθεί με ορθό και αποτελεσματικό τρόπο τα ερωτήματα και οι απαντήσεις των σύγχρονων προβλημάτων;
Η αξιοποίηση των αναλύσεων και της πρακτικής πολιτικής πείρας του Λένιν έχει ουσιαστική σημασία.Η εγκυρότητα της λενινιστικής ανάλυσης έχει εξάλλου επιβεβαιωθεί από κάθε επαναστατική εμπειρία (επιτυχή ή όχι) που γνώρισε έκτοτε η ανθρωπότητα.
Από αυτή την άποψη, χρήσιμη και επίκαιρη είναι η επανεξέταση της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συζήτησης και αντιπαράθεσης απόψεων ανάμεσα στον Λένιν και στον Μπουχάριν που διεξήχθη μόλις δεκαπέντε μέρες πριν την Οχτωβριανή επανάσταση. Σε αυτή τη συζήτηση ο Μπουχάριν υποστήριζε ότι, λίγο πριν την εκδήλωση της επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, δεν υπάρχει ανάγκη διατύπωσης στο πρόγραμμα του κόμματος ενός συνόλου μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό με τη μορφή ενός προγράμματος - μίνιμουμ, όπως χαρακτηριζόταν στην πολιτική γλώσσα της εποχής[5].
Ο Λένιν, αντίθετα, υποστήριζε πάγια ότι στο δρόμο προς την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας υπάρχει ανάγκη διατύπωσης μιας δέσμης μεταβατικών μέτρων, ενός προγράμματος μίνιμουμ που θα είναι βέβαια διαλεκτικά δεμένο με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης. Πρόκειται για μια γέφυρα που βοηθά να περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη του ποταμού.
Τι περιλαμβάνει αυτό; Περιλαμβάνει μια σειρά μέτρα, μια δέσμη διεκδικήσεων που 1. Παίρνουν υπόψη τους τις υπάρχουσες, αντικειμενικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, τόσο τις εσωτερικές όσο και τις διεθνείς. 2. Λαμβάνουν υπόψη τους το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού. Εννοείται πως οι ανωτέρω παράγοντες επιβάλλουν τη διαφοροποίηση του περιεχομένου των μεταβατικών αιτημάτων ανάλογα με τη διαφοροποίηση των παραπάνω παραγόντων.
Πολλά από τα αιτήματα αυτά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επιτευχθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων. Το σύνολο όμως των αιτημάτων για να υλοποιηθεί, οδηγεί αντικειμενικά, ωθεί προς τη ρήξη με το αστικό σύστημα, θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της εξουσίας.


Το περιεχόμενο

Έτσι, το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, όπως τροποποιήθηκε μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, περιλάμβανε μια σειρά πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις. Οι διεκδικήσεις αυτές διατυπώθηκαν με βάση τους δυο παραπάνω άξονες.
Οι πολιτικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν μέτρα που έθεταν στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης «το άμεσο καθήκον της πάλης για μια κρατική συγκρότηση που εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την οικονομική ανάπτυξη και τα δικαιώματα του λαού γενικά, όσο και τη δυνατότητα του πιο ανώδυνου περάσματος στο σοσιαλισμό ιδιαίτερα»[6]. Οι προτάσεις έπαιρναν υπόψη τους την αντικειμενική οικονομική πραγματικότητα της Ρωσίας (το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού), τον επαναστατικό αναβρασμό στον οποίο βρισκόταν ο λαός αλλά και την επιρροή της προσωρινής κυβέρνησης, την εξαγγελία της για σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης, τα οξυμμένα οικονομικά προβλήματα που είχε προκαλέσει ο πόλεμος.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Λένιν και το πρόγραμμα των μπολσεβίκων που τελικά υιοθετήθηκε περιλάμβανε 16 σημεία[7]. Πρότεινε να υιοθετηθεί ένα «σύνταγμα της λαοκρατικής δημοκρατίας» που θα είχε τα εξής χαρακτηριστικά: η ανώτατη κρατική εξουσία θα ανήκει σε μια μόνο βουλή της οποίας οι αντιπρόσωποι θα εκλέγονται από το λαό με αναλογική, θα είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή από αυτόν. Το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και με όλα τα τοπικά όργανα εξουσίας, τους δικαστές, η αμοιβή όλων των κρατικών στελεχών να γίνεται με συνηθισμένο εργατικό μισθό. Παράλληλα, πρότεινε την αντικατάσταση της αστυνομίας και του στρατού από τον καθολικά εξοπλισμένο λαό[8].
Μαζί με αυτές, τις κομβικής σημασίας προτάσεις υπήρχαν και άλλες για την κατοχύρωση του απαραβίαστου του ατόμου, την πλήρη ελευθερία των συγκεντρώσεων, του τύπου, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος κλπ.
Στο οικονομικό επίπεδο οι προτάσεις ξεκινούσαν από την επιβολή προοδευτικής φορολογίας για να εισάγουν την κομβικής σημασίας διεκδίκηση της εθνικοποίησης των τραπεζών και των τραστ, των πολύ μεγάλων δηλαδή επιχειρήσεων.
Συνολικά οι οικονομικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν 13 σημεία, συν επιπλέον 4 που αφορούσαν τους αγρότες. Σε αυτά περιέχονταν το οκτάωρο, η απαγόρευση των υπερωριών, της νυχτερινής εργασίας (με κάποιες εξαιρέσεις), της παιδικής εργασίας, η επιβολή κοινωνικής ασφάλισης, η οργάνωση επιθεώρησης εργασίας από τους ίδιους τους εργάτες κλπ[9].
Ιδιαίτερη σημασία απέδιδαν ο Λένιν και το μπολσεβίκικο κόμμα στην εθνικοποίηση των τραπεζών και των πιο μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων καθώς και στον εργατικό έλεγχο τόσο των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων όσο και γενικότερα. Ο εργατικός έλεγχος είχε αναδειχθεί από τον Λένιν ως εκείνο το πεδίο της ταξικής πάλης, εκείνος ο μοχλός, που θα εξασφάλιζε την παρέμβαση της εργατικής τάξης στην οικονομία για την αντιμετώπιση των επειγόντων προβλημάτων. Το αίτημα του εργατικού ελέγχου συνδεόταν με εκείνο του περιορισμού της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, της δήμευσης των υπερκερδών των ισχυρών καπιταλιστών από τον πόλεμο.
«Τα μέτρα αυτά δεν σημαίνουν ακόμη σοσιαλισμό», τόνιζε ο Λένιν[10]. Όμως, μέσω αυτών διαπαιδαγωγείται η εργατική τάξη στην ανάγκη να αναλάβει η ίδια την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Γι’ αυτό τόνιζε (τον Απρίλιο του 1917) ότι ο εργατικός έλεγχος πρέπει να επιβληθεί και να προετοιμαστεί το έδαφος για την εθνικοποίηση[11]. Στη συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων τον Απρίλιο του 1917 υπογράμμιζε επίσης ότι το κύριο λάθος των επαναστατών ήταν ότι «το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα»[12]. «Όχι «εφαρμογή» του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά πέρασμα αμέσως μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων απομέρους του Σοβιέτ των εργατών βουλευτών»[13].


Μεταβολή των μεταβατικών αιτημάτων ανάλογα με τις συνθήκες

Έχει σημασία να σημειωθεί πώς ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων μετέβαλλαν τα μεταβατικά αιτήματά τους ανάλογα με την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών και των διαθέσεων του λαού. Με διαφορετικό τρόπο έθεταν τα πολιτικά αιτήματα πριν την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917[14] που γκρέμισε τον τσαρισμό και με διαφορετικό τρόπο μετά από αυτήν.
Μετά την επανάσταση αυτή και την άνοδο του λαϊκού κινήματος που έφερε την εμφάνιση των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων (σοβιέτ), επόμενο ήταν η θέση να αλλάξει. Η εμπειρία της ταξικής πάλης είχε εμφανίσει τα συμβούλια (σοβιέτ) στα οποία συσπειρωνόταν η μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Τα συμβούλια (σοβιέτ) είχαν το χαρακτηριστικό ότι στηρίζονταν στις συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, έδιναν τη δυνατότητα στο λαό για πολύ πιο άμεση συμμετοχή στις αποφάσεις, εξασφάλιζαν τη δυνατότητα ελέγχου των αντιπροσώπων σε όλα τα επίπεδα, έδιναν τη δυνατότητα ανάκλησής τους από το λαό.
Ήταν λογικό, από τη στιγμή που εμφανίστηκαν και είχαν τέτοια προωθημένα δημοκρατικά χαρακτηριστικά, το βασικό αίτημα των μπολσεβίκων να διαμορφωθεί στη λογική της ανάπτυξης και εδραίωσης αυτών των χαρακτηριστικών. Έτσι, στο πρόγραμμα του μπολσεβίκικου κόμματος που αναθεωρήθηκε τον Απρίλιο – Μάιο του 1917 και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αναφέρονται οι εξής διεκδικήσεις:
1. «Το Κόμμα παλεύει για μια πιο δημοκρατική προλεταριακή – αγροτική δημοκρατία, στην οποία η αστυνομία και ο τακτικός στρατός καταργούνται ολοκληρωτικά και αντικατασταίνονται από τον καθολικά εξοπλισμένο λαό, από την παλλαϊκή πολιτοφυλακή»[15]. Το μέτρο αυτό είχε εν μέρει υλοποιηθεί ήδη με τη δυναμική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φεβρουαρίου. Η παλλαϊκή πολιτοφυλακή υπήρχε ήδη, ο στρατός και η αστυνομία όμως του αστικού κράτους υφίσταντο εξίσου.
2. Όλοι οι δημόσιοι αξιωματούχοι πρέπει να είναι αιρετοί και ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και η αμοιβή τους δεν θα πρέπει να ξεπερνά αυτή ενός καλού εργάτη.
3. «Τα κοινοβουλευτικά – αντιπροσωπευτικά σώματα αντικατασταίνονται βαθμιαία από τα Σοβιέτ των αντιπροσώπων του λαού».
4. «Το Σύνταγμα της λαοκρατικής δημοκρατίας της Ρωσίας» έπρεπε να εξασφαλίζει ότι η κρατική εξουσία θα συγκεντρώνεται «σε μια μόνο Βουλή», «δίχρονη διάρκεια των Κοινοβουλίων», «αναλογική αντιπροσώπευση σε όλες τις εκλογές», «οι αντιπρόσωποι και οι εκλεγμένοι να μπορούν να ανακληθούν σε οποιαδήποτε στιγμή με απόφαση της πλειοψηφίας των εκλογέων τους»[16].
Φαίνεται λοιπόν πως ο Λένιν διατύπωνε μια σειρά πολιτικές διεκδικήσεις που, στο σύνολό τους, έτειναν να υπερβούν τη λογική και το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Τα διατύπωνε βέβαια με βάση την διαμορφωμένη πραγματικότητα και το επίπεδο συνείδησης του λαού. Κριτήριό του ήταν ότι τα αιτήματα αυτά πρέπει να εισάγουν ένα επίπεδο δημοκρατίας που να μην «περιοριστεί στην αστική-κοινοβουλευτική ρεπουμπλικανική δημοκρατία»[17].
Ο Λένιν δεν αρκούνταν στην προβολή της ανάγκης της επιβολής της κρατικής εξουσίας της εργατικής τάξης αλλά διατύπωνε συγκεκριμένα βήματα, προσαρμοσμένα στις κάθε φορά συνθήκες, που οδηγούν αναπόφευκτα προς αυτή την κατεύθυνση. Στο κορυφαίο θεωρητικό του έργο για το κράτος που έγραψε λίγο πριν την επανάσταση, αναφερόταν στον Ένγκελς για να τονίσει: «ο Ένγκελς επαναλαβαίνει εδώ με εξαιρετικά παραστατική μορφή τη βασική εκείνη ιδέα που περνάει σαν κόκκινη κλωστή μέσα απ’ όλα τα έργα του Μαρξ, και συγκεκριμένα ότι η λαοκρατική δημοκρατία είναι η πιο κοντινή πρόσβαση προς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Γιατί αυτή η δημοκρατία, χωρίς να παραμερίζει καθόλου την κυριαρχία του κεφαλαίου, συνεπώς και την καταπίεση των μαζών και την ταξική πάλη, οδηγεί αναπόφευκτα σε τέτιο πλάταιμα, ξετύλιγμα, φανέρωμα και όξυνση της πάλης, που μια και γεννιέται η δυνατότητα να ικανοποιηθούν τα βασικά συμφέροντα των καταπιεζόμενων μαζών, η δυνατότητα αυτή πραγματοποιείται αναπότρεπτα και μοναδικά με τη δικτατορία του προλεταριάτου»[18].
Το σημαντικό για τους επαναστάτες, έγραφε ο Λένιν, είναι «η εξεύρεση της μορφής για το πέρασμα ή για το πλησίασμα στην προλεταριακή επανάσταση»[19]. Το ζήτημα δηλαδή κατά τον Λένιν ήταν να βρει κάθε φορά εκείνα τα δημοκρατικά αιτήματα που ήταν κατάλληλα, ξεκινώντας από την εκάστοτε πραγματικότητα, για να οδηγήσουν σε μια βαθιά, επαναστατική δημοκρατία. Η πραγματική συμμετοχή της εργατικής τάξης και του λαού, που διασφαλίζεται μέσα από λαογέννητους θεσμούς που διευκολύνουν τη συμμετοχή αυτή και την κάνουν ουσιαστική, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Έγραφε το Σεπτέμβριο του 1917, ένα μήνα πριν την οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση και επανέλαβε τη θέση αυτή και μετά τη νίκη της επανάστασης: στις συνθήκες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, «το επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος, δηλαδή το κράτος που καταλύει επαναστατικά κάθε λογής προνόμια, που δεν φοβάται να πραγματοποιήσει επαναστατικά τον πιο πλήρη δημοκρατισμό… σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό!»[20]. Και βέβαια, κανείς δεν διανοήθηκε στα σοβαρά να κατηγορήσει τον Λένιν για “σταδιοποίηση” και για εισαγωγή μιας ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στην αστική και την εργατική!
Με αυτές τις σκέψεις ο Λένιν δεν εισήγαγε ένα καινούργιο τύπου κράτους, ανάμεσα στο αστικό και στο εργατικό κράτος. Απλούστατα τόνιζε τη σημασία των μεταβατικών αιτημάτων που οδηγούν στην επαναστατική ρήξη, που καθιστούν κατανοητό στο λαό το δρόμο που πρέπει να βαδίσει, που οδηγούν στην ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης και στην εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.
Στα οικονομικά αιτήματα, η αιτιολόγηση της διεκδίκησης της εθνικοποίησης των τραπεζών βασιζόταν σε τρία επιχειρήματα:
1. την υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού,
2. το χάος και τη δυστυχία που δημιούργησε ο πόλεμος,
3. το γεγονός ότι εξαιτίας των δυο προηγούμενων «προβάλλεται από παντού το αίτημα της επιβολής κρατικού και κοινωνικού ελέγχου στην παραγωγή και τη διανομή των σπουδαιότερων προϊόντων, υποχρεώνει το Κόμμα να ζητάει την εθνικοποίηση των τραπεζών, των καπιταλιστικών συνδικάτων (των τραστ) κτλ.» (υπογρ. ΔΚ)[21]. Είναι φανερό από το παραπάνω κείμενο ότι ο Λένιν χρησιμοποιούσε τις κατάλληλες εκφράσεις και επιχειρήματα προκειμένου να δέσει το αίτημα της εθνικοποίησης με τις ανάγκες και τις διαθέσεις του λαού. Παράλληλα ήξερε πως οι διεκδικήσεις αυτές ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό και την περαιτέρω εθνικοποίηση του μεγάλου κεφαλαίου και όχι μόνο, όπως δείχνει αυτό το «κτλ».


Η κριτική προς τα δεξιά

Ο Λένιν ασκούσε κριτική στις δεξιόστροφες αναγνώσεις της δέσμης των μεταβατικών μέτρων που θεωρούσαν ότι η υλοποίησή τους συνιστά πέρασμα στο νέο κοινωνικό σύστημα. Το Δεκέμβριο του 1916 έγραφε: «ούτε όλο το σύνολο των διεκδικήσεων του μίνιμουμ προγράμματος δεν δημιουργούν «το πέρασμα σε θεμελιακά άλλο κοινωνικό σύστημα»  Μπορεί μόνο να πούμε ότι στην πράξη το πιθανότερο απ’ όλα είναι ότι από κάθε σοβαρή πάλη για τις μεγάλες διεκδικήσεις του προγράμματος – μίνιμουμ θα φουντώσει η πάλη για το σοσιαλισμό και ότι εμείς αυτό το επιδιώκουμε οπωσδήποτε»[22].
Τα μεταβατικά αιτήματα περιλαμβάνουν λοιπόν μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς. Η διαφορά με τους ρεφορμιστές είναι ότι είναι έτσι διατυπωμένα ώστε να ανοίγουν το δρόμο για την επαναστατική πάλη του λαού, να διευκολύνουν τη σύνδεσή τους με την προοπτική της επαναστατικής αλλαγής. Βοηθούν το λαό να κατανοήσει την ανάγκη συμμετοχής στον αγώνα και επιπλέον, να κατανοήσει την ανάγκη της επανάστασης[23].
Γι’ αυτό ό Λένιν τόνιζε, λίγο πριν την επανάσταση του 1917, ότι οι μαρξιστές «είμαστε οπαδοί ενός τέτιου προγράμματος μεταρρυθμίσεων που πρέπει να στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές. Οι οπορτουνιστές θα ένιωθαν μόνο χαρά, αν αφήναμε μονάχα σ’ αυτούς τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις»[24].
«Για έναν πραγματικό επαναστάτη ο πιο μεγάλος κίνδυνος –ίσως μάλιστα και ο μοναδικός κίνδυνος- είναι να υπερβάλλει την επαναστατικότητα, να ξεχνά τα όρια και τους όρους για μια κατάλληλη και επιτυχημένη εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων. Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες φορές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχιζαν να γράφουν την «επανάσταση» με κεφαλαίο γράμμα, να εξαίρουν την «επανάσταση» σαν κάτι το σχεδόν θεϊκό, να χάνουν τα μυαλά τους, να χάνουν την ικανότητα να σκέπτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να περνούν στη μεταρρυθμιστική δράση»[25].
Ο Λένιν γνώριζε βέβαια ότι η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να εκφυλίσει τον εργατικό έλεγχο αλλά και συνολικά το πρόγραμμα αυτών των μεταβατικών αιτημάτων, ακόμη και το αίτημα για τη δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής[26]. Για να μη γίνει αυτό έχει σημασία α. η ίδια η οργάνωση της εργατικής τάξης και του λαού που θα τείνει να αναλάβει την υλοποίηση του εργατικού ελέγχου και γενικά των αιτημάτων αυτών μόνη της και β. η σύνδεση του εργατικού ελέγχου και των αιτημάτων αυτών με την προοπτική της ανάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό.
Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα μέτρα του μεταβατικού προγράμματος. Δεν αρκεί η διατύπωσή τους. Καίρια σημασία έχει η διεκδίκηση εφαρμογής και υλοποίησής τους να γίνεται από τον ίδιο το λαό και τις οργανώσεις του: τα συνδικάτα, τους μαζικούς του φορείς ή και από πιο προωθημένες μορφές οργάνωσης όπως ήταν τα συμβούλια (σοβιέτ), όταν βέβαια αυτά εμφανίζονται μέσα στην ταξική πάλη με όρους μαζικότητας.
Στο πνεύμα αυτό ο Λένιν αναγνώριζε ότι τέτοια μεταβατικά αιτήματα μπορεί υποκριτικά να διατυπώσουν τα αστικά και μικροαστικά κόμματα. «Αναγκάζονται να δεχτούν το πρόγραμμα του «τρομερού» μπολσεβικισμού, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει άλλο πρόγραμμα διεξόδου από την πραγματικά επερχόμενη, την πραγματικά φοβερή καταστροφή, όμως … όμως οι καπιταλιστές «αναγνωρίζουν» αυτό το πρόγραμμα για να μην το εκτελέσουν»[27]. Αυτός προφανώς δεν είναι λόγος για να εγκαταλείψουν οι επαναστάτες τη διατύπωση και διεκδίκηση τέτοιων αιτημάτων.


Η κριτική προς τα «αριστερά»

Ο Λένιν ασκούσε σταθερά κριτική και σε όσους αρνούνταν την ανάγκη των μεταβατικών μέτρων και ήταν «ενάντια στο πρόγραμμα - μίνιμουμ (δηλ. ενάντια στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις και δημοκρατία), επειδή αντιφάσκει προς τη σοσιαλιστική επανάσταση»[28].
Στις 21 Οκτωβρίου 1917, δυο εβδομάδες πριν την επανάσταση, ο Λένιν χαρακτήρισε «πολύ «ριζοσπαστική», φαινομενικά, και πολύ αστήρικτη» την πρόταση των Μπουχάριν και Σμιρνόφ να εξαλειφθεί το πρόγραμμα - μίνιμουμ[29]. «Γι’ αυτό είναι ακριβώς γελοίο να πετάμε το πρόγραμμα – μίνιμουμ, που είναι απαραίτητο, όσο ζούμε ακόμη στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, όσο δεν έχουμε ακόμη καταστρέψει αυτά τα πλαίσια, όσο δεν έχουμε πραγματοποιήσει το βασικό για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, όσο δεν έχουμε τσακίσει τον εχθρό (την αστική τάξη) και, τσακίζοντάς τον, δεν τον έχουμε συντρίψει»[30].
Μέχρι λοιπόν την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και το λαό είναι αναγκαίο ένα «πρόγραμμα μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό», η διεκδίκηση «μετασχηματισμών»[31]. «Χωρίς αυτούς τους μεταβατικούς «συνδυασμένους τύπους» δεν θα τα βγάλουμε πέρα» ακόμη και μετά την κατάληψη της εξουσίας ξεκαθάριζε ο Λένιν[32].
«Στον καπιταλισμό είναι συνηθισμένες όχι σαν ξεχωριστές περιπτώσεις, αλλά σαν τυπικό φαινόμενο, οι συνθήκες όπου είναι αδύνατο για τις καταπιεζόμενες τάξεις να «ασκήσουν» τα δημοκρατικά τους δικαιώματα… Το δικαίωμα να εκλέγει κανείς τους «δικούς του» λαϊκούς δικαστές, δημόσιους υπάλληλους, δασκάλους, ενόρκους κτλ είναι  επίσης απραγματοποίητο στις συνθήκες του καπιταλισμού, ακριβώς εξαιτίας της οικονομικής καταπίεσης των εργατών και των αγροτών. Το ίδιο ισχύει και για τη λαοκρατούμενη δημοκρατία: το πρόγραμμά μας την «ανακηρύσσει» σαν «λαϊκή κυριαρχία», αν και όλοι οι σοσιαλδημοκράτες ξέρουν θαυμάσια ότι  στον καπιταλισμό και η πιο λαοκρατούμενη δημοκρατία δεν οδηγεί παρά μόνο στην εξαγορά των δημοσίων υπαλλήλων από την αστική τάξη και στη συμμαχία του Χρηματιστηρίου με την κυβέρνηση». Και συνέχιζε ο Λένιν: «Μόνο άνθρωποι εντελώς ανίκανοι να σκέπτονται ή τελείως ανίδεοι από μαρξισμό συμπεραίνουν από δω: άρα το δημοκρατικό πολίτευμα δεν αξίζει τίποτε, η δημοκρατία δεν αξίζει τίποτε»[33].
Ο Λένιν είχε επανειλημμένα ασκήσει κριτική σε όσους υποστήριζαν ότι είναι περιττό ή και επιζήμιο για την επαναστατική υπόθεση να προβάλει κανείς τέτοια αιτήματα επειδή η υλοποίησή τους μπορεί να γίνει μόνο στο σοσιαλισμό[34]. Τόνιζε ότι κάποια από τα μεταβατικά αιτήματα μπορεί πράγματι να μην μπορεί να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Αυτό όμως, σημείωνε, δεν πρέπει να οδηγεί στην εγκατάλειψή τους[35]. Αντίθετα, τέτοια αιτήματα αποτελούν το δρόμο που βοηθά την εργατική τάξη και το λαό να κατανοήσει έμπρακτα την ανάγκη της πάλης για το σοσιαλισμό, ανοίγουν το δρόμο προς τη σοσιαλιστική επανάσταση. “Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι δυνατό να ανατραπούν με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο “ιδανικούς”, αλλά μόνο με μια οικονομική ανατροπή. Το προλεταριάτο όμως, που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή[36].
Η λενινιστική ανάλυση είναι επομένως διαυγής. Αυτό που σήμερα χρειάζεται είναι η συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης, η διατύπωση των αιτημάτων που θα αποτελέσουν πόλο συσπείρωσης των αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων και θα ανοίγουν το δρόμο για επαναστατικές αλλαγές. Απαιτείται κυρίως η συνάντηση των δυνάμεων αυτών και η συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου.




[1] Βλ. τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), Αθήνα, εκδ. Εργατική πάλη, χ.χρ., σελ. 396. Βλ. και ΔΚ, «Από την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς: το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης»,http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/694-2013-02-18-13-05-08.
[2]               Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χρ., σελ. 175-176 και τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), Αθήνα, εκδ. Εργατική πάλη, χ.χρ., σελ. 396-398.
[3]               Βλ. Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, ηλεκτρονική έκδοση Εργατικός Αγώνας, 2012.
[4]               Βλ. αναλυτικότερες προτάσεις Δ. Καλτσώνης, «Η αναγκαιότητα Συντακτικής Συνέλευσης και η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης» στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Η Συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ' άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (Τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 7-14, προσβάσιμο στοwww.kaltsonis.blogspot.com.
[5] Μια πρώτη παρουσίαση του μέρους αυτού βλ. ΔΚ, Ο Λένιν για την αναγκαιότητα των μεταβατικών αιτημάτων,http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-06-29/663-2013-01-29-17-53-27.
[6]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141.

[7]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 152-155.

[8]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141-142 και 152-155.

[9]               Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 155-161.

[10]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Γράμματα από μακριά», Άπαντα, τ. 31, σελ. 44.

[11]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας και τα καθήκοντα του προλεταριάτου», Άπαντα, τ. 31, σελ. 203.

[12]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ)», Άπαντα, τ. 31, σελ. 356.

[13]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση», Άπαντα, τ. 31, σελ. 116.

[14]             Βλ. ενδεικτικά Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τ. 11, σελ. 1 επ.

[15]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 141-142, 153-154.

[16]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 153-154.

[17]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 153.

[18]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 70-71.

[19]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο Αριστερισμός», Άπαντα, τ. 41, σελ. 77.

[20]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα, τ. 34, σελ. 191 επ. και Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Άπαντα, τ. 36, σελ. 302.

[21]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 155-156.

[22]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Παρατηρήσεις απ’ αφορμή το άρθρο για το μαξιμαλισμό», Άπαντα, τ. 30, σελ. 386.

[23]             «Το λάθος του καουτσκισμού είναι ότι θέτει με ρεφορμιστικό τρόπο τέτιες διεκδικήσεις και σε μια τέτια στιγμή, (υπογρ. ΔΚ) που δεν είναι δυνατό να τεθούν παρά επαναστατικά» Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για την εμφανιζόμενη κατεύθυνση του «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 64.

[24]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για το σύνθημα του «αφοπλισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 158 και Β.Ι.Λένιν, «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» Άπαντα, τ. 30, σελ. 139.

[25]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», Άπαντα, τ. 44 , σελ. 223.

[26]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ξέχασαν το κυριότερο», Άπαντα, τ. 32, σελ. 23 επ. και Β.Ι.Λένιν, «Πάνε να μας προλάβουν»,Άπαντα, τ. 32, σελ. 38.

[27]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Μας απειλεί οικονομική καταστροφή», Άπαντα, τ. 32, σελ.75-76.

[28]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για την εμφανιζόμενη κατεύθυνση του «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 59.

[29]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ.372.

[30]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 32, σελ.375.

[31]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 34, σελ. 374, 376.

[32]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος», Άπαντα, τ. 34, σελ.374, 375.
[33]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 126-127.
[34]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απάντηση στον Π. Κίεβσκι (Γ. Πιατακόφ)», Άπαντα, τ. 30, σελ. 70-73.
[35]             “πάρα πολλές διεκδικήσεις του δικού μας προγράμματος – minimum “δεν είναι πραγματοποιήσιμες” κι ωστόσο είναι υποχρεωτικές”, βλ. Β.Ι.Λένιν, «Προς τον Κ. Μπ. Ράντεκ», Άπαντα, τ. 47, σελ. 267.
[36]             Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απάντηση στον Π. Κίεβσκι (Γ. Πιατακόφ)», Άπαντα, τ. 30, σελ. 71.


ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION