Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;,

Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023, σελ. 163-199


H ΕΕ αποδείχθηκε τελικά ένας “λάκκος λεόντων” σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό που της έδωσε ο Ηλίας Ηλιού ήδη τη δεκαετία του 19601. Από τη δεκαετία του 2010 και μετά αυτό άρχισε να γίνεται περισσότερο ορατό ακόμη και σε τμήματα του λαού που μέχρι τότε είχαν αυταπάτες για το ρόλο της. Τα θεμέλια, η δομή και ο μηχανισμός της εξυπηρετούν την ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε βάρος των λαών. Πραγματοποιούν παράλληλα μια αναδιανομή πλούτου από τις ασθενέστερες χώρες προς τις ισχυρότερες, ενώ οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών οικονομιών (Γερμανία, Γαλλία ιδίως) δίνουν συχνά τον τόνο των εξελίξεων στο εσωτερικό της.

Η ΕΕ εντείνει και παροξύνει στο έπακρο την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της χώρας μας, την ωθεί συστηματικά σε έναν υποδεέστερο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας εντείνοντας έτσι την καταλήστευση των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων2. Κερδισμένοι από τη διαδικασία αυτή αποτελούν το πολυεθνικό κεφάλαιο των κρατών της ΕΕ μαζί και το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο. Η εξάρτηση της Ελλάδας από την ΕΕ δεν είναι όμως μονοσήμαντη. Ταυτόχρονα με την ΕΕ, ως επικυρίαρχος λειτουργούν οι ΗΠΑ. Οι τελευταίες διατηρούν τον πρωτεύοντα ρόλο στην ελληνική οικονομία ενώ παράλληλα, σε γεωπολιτικό επίπεδο, κατορθώνουν μέχρι στιγμής να τιθασσεύουν τις προσπάθειες των ισχυρών της ΕΕ, όπως η Γερμανία, για αυτόνομη πορεία.

Η αντίθεση προς την ΕΕ και τις πολιτικές της, η διεκδίκηση της απελευθέρωσης - αποδέσμευσης από αυτήν αποτελούν αναγκαία βήματα για τη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από στόχους που ανοίγουν το δρόμο προς την υπέρβαση της βαθιάς κρίσης3. Από την άλλη, η αποδέσμευση της Ελλάδας από την επικυριαρχία της ΕΕ δεν μπορεί να είναι ουσιαστική, αν δεν είναι παράλληλα απελευθέρωση από την επικυριαρχία των ΗΠΑ. Επιπλέον, καθώς η άρχουσα αστική τάξη της χώρας μας είναι στενά συνδεδεμένη και συνυφασμένη με τους δύο αυτούς πόλους, η πραγματική απελευθέρωση της Ελλάδας μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο μια ευρύτερης, σύνθετης διαδικασίας βαθιών, επαναστατικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών.

Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να έχουν διπλό στόχο. Ο πρώτος είναι να πραγματοποιήσουν ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου στην κατεύθυνση της εξάλειψης των σχέσεων εκμετάλλευσης. Ο δεύτερος είναι να υλοποιήσουν την ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η οποία σήμερα παρεμποδίζεται από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο των καπιταλιστικών σχέσεων.

Η ουσία των επιδιωκόμενων αλλαγών δεν θα μεταβληθεί ακόμη και στο ενδεχόμενο αποδόμησης, διάσπασης ή και διάλυσης της ΕΕ κάτω από το βάρος των εσωτερικών της, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει να επιλύσει το ζήτημα της απαλλαγής από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία η οποία θα έχει λάβει τότε διαφορετική μορφή.



Οι συνθήκες υπέρβασης της επικυριαρχίας



Πώς και πότε μπορεί να επιλυθεί ο προαναφερόμενος κόμβος αντιθέσεων; Στις σημερινές συνθήκες, με τον υπάρχοντα συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο, ουτοπικό. Αλλά η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πόλεμοι για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της ιστορικής περιόδου που διανύουμε και θα μεταβάλλουν με ραγδαίο τρόπο τις εξελίξεις. Καθώς η κρίση βαθαίνει μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, η ανθρωπότητα βρίσκεται ήδη και θα βρεθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον αντιμέτωπη με νέα απότομη, μεγάλη επιδείνωση των συνθηκών ζωής. Ό,τι σήμερα φαίνεται εξωπραγματικό, αύριο μπορεί εκτός από αναγκαιότητα να αποτελεί δυνατότητα που τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες ο χρόνος πυκνώνει. Για δεκαετίες μπορεί να μην υπάρχουν μεγάλες εξελίξεις και μέσα σε λίγες βδομάδες ή μήνες να συμβούν κοσμοϊστορικά γεγονότα και αλλαγές.

Η επιδείνωση αυτή θα είναι ισχυρότερη στις χώρες που διακρίνονται για το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Όσο πιο φτωχή είναι μια χώρα τόσο περισσότερο έντονα θα είναι τα αποτελέσματα της κρίσης, αφού οι ισχυρές χώρες εντείνουν την καταλήστευσή τους και διοχετεύουν τα βάρη της κρίσης σε αυτές. Το ίδιο ισχύει και για τις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αν και όχι με την ένταση που εμφανίζεται το πρόβλημα στις πιο φτωχές χώρες.

Ακόμη και ακραιφνείς υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος προβλέπουν τέτοιες τεκτονικές αναταράξεις. Σε συνθήκες βαθιάς πολύπλευρης κρίσης, οι κοινωνικές αναταραχές, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι επαναστάσεις έρχονται στο προσκήνιο. Έως και το ΔΝΤ προβαίνει σε τέτοιες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Ήδη υπάρχουν πολλές ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σε διάφορες χώρες του κόσμου, και στην Ευρώπη4. Δεν μπορεί φυσικά να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιο θα είναι το γεωγραφικό πεδίο των όποιων ριζοσπαστικών και επαναστατικών εξελίξεων. Η Μέση Ανατολή, η βόρεια Αφρική, περιοχές της Ασίας και η Λ. Αμερική θεωρούνται από τη CIA οι πλέον ευάλωτες στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις5. Ειδικά η Λ. Αμερική, λόγω και των επαναστατικών της παραδόσεων και της συνεχούς κινητικότητας των λαϊκών κινημάτων ενδέχεται να αναδειχθεί σε κύριο πεδίο της ταξικής πάλης. Η εκρηκτικότητα των αντιθέσεων ενδέχεται να συνδυαστεί με την θετική και αρνητική πολιτική εμπειρία όλων των τελευταίων δεκαετιών.

Αλλά και στην Ευρώπη θα υπάρξουν με βεβαιότητα κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις. Η επίδραση των εξελίξεων σε άλλες περιοχές του πλανήτη θα επιδράσει επίσης τη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο είναι πιθανό οι αντιθέσεις να αμβλυνθούν, τουλάχιστο στις πιο ισχυρές χώρες, εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν ακόμη οι ισχυρότερες αστικές τάξεις της ηπείρου να διανέμουν στην εργατική τάξη έστω και ένα μικρό μέρος των υπερκερδών που αποκομίζουν από τη διεθνή αγορά.

Η Ελλάδα, όπως φάνηκε κατά τη δεκαετία του 2010, αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο κρίκο της ΕΕ, εκεί που με περισσότερη ένταση συσσωρεύονται και επιρρίπτονται οι συνέπειες της κρίσης. Για το λόγο αυτό η σχέση της χώρας μας με την ΕΕ, ζητήματα όπως η επιτροπεία, η άμεση ή έμμεση επιβολή σκληρών αντικοινωνικών μέτρων με πρωτοβουλιακό ρόλο της ΕΕ ή η θηλιά του χρέους μπορούν να αποτελέσουν τις θρυαλλίδες που θα οδηγήσουν σε μια ευρύτερη κρίση. Μπορεί επίσης να αποτελέσουν τους παράγοντες εκείνους που θα συμβάλλουν στη ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερων κοινωνικών τάξεων, από την εργατική τάξη μέχρι τα μεσαία στρώματα.

Η οικονομική κρίση και η καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και των συνθηκών ζωής του λαού θα συνδυαστεί πιθανότατα με βαθιά κρίση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, με δυσκολία των κρατούντων να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον παραδοσιακό τρόπο και με δυσφορία των κυβερνωμένων να συνεχίσουν να κυβερνώνται με τον παραδοσιακό τρόπο6.

Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με την έμπρακτη διάθεση των λαϊκών τάξεων για πολύ πιο ενεργητική δραστηριοποίηση στην πολιτική ζωή, τότε θα έχουμε τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης, όπως αυτή ορίζεται από τη λενινιστική ανάλυση. Η επαναστατική κατάσταση είναι μια αντικειμενικά διαμορφωμένη συνθήκη, δεν αποτελεί προϊόν υποκειμενικών παρεμβάσεων της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος. Οι κατάλληλες παρεμβάσεις ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα μπορούν όμως να μετατρέψουν τις συνθήκες αυτές σε επαναστατική αλλαγή7.

Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε μια τέτοια επαναστατική κατάσταση ενδέχεται να διαμορφωθεί ένας ριζικά διαφορετικός συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, στον οποίο θα υπερισχύουν οι επαναστατικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις. Ένας τέτοιος συσχετισμός θα είναι πιθανότατα ικανός να θέσει το ζήτημα της απελευθέρωσης της χώρας από τα δεσμά της ΕΕ, της επικυριαρχίας των ΗΠΑ και του συνδεδεμένου με αυτές εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου.

Η οικονομική λειτουργία του κράτους


Η παρούσα εργασία επιχειρεί να διερευνήσει το ρόλο του κράτους και ειδικά την οικονομική λειτουργία του στην ενδεχόμενη διαδικασία απαλλαγής της Ελλάδας από την επικυριαρχία της ΕΕ και ευρύτερα από τα κυρίαρχα (εγχώρια ή μη) κοινωνικά συμφέροντα. Για τη διερεύνηση του ρόλου του κράτους χρήσιμη είναι η μελέτη των επαναστατικών και ριζοσπαστικών εμπειριών του 20ού αιώνα προκειμένου να αντληθούν συμπεράσματα και να συναχθούν οι γενικές κατευθύνσεις της κρατικής παρέμβασης. Πρέπει βέβαια να αποφευχθούν οπωσδήποτε οι μηχανιστικές μεταφορές και απλουστεύσεις, να ληφθούν κριτικά υπόψη οι θετικές και αρνητικές εμπειρίες. Ιδιαίτερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό η μελέτη χωρών, οι οποίες παρά τις αναπόφευκτες και προφανείς διαφορές με τη σημερινή Ελλάδα, αντιμετώπισαν το πρόβλημα της απαλλαγής από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία.

Η αποδέσμευση από την ΕΕ επιτάσσει όχι μόνο την αυξημένη ποσοτικά παρέμβαση του κράτους αλλά και μια ποιοτική διαφοροποίηση σε αυτή την παρέμβαση. Η οικονομική λειτουργία του κράτους εκ των πραγμάτων θα αποκτήσει, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μια νέα διάσταση8. Η απελευθέρωση από τα δεσμά της ΕΕ και η υπέρβαση της κρίσης σε όφελος των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, η οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων απαιτεί την ενεργό κρατική παρέμβαση, τη δραστήρια αντεπίδραση της πολιτικής στην οικονομία. Κρίσιμη σημασία φυσικά έχουν τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας, με τη διαμόρφωση των οποίων θα ασχοληθεί στο τέλος αυτή η συμβολή.

Μια κάποια κρατική παρέμβαση στην οικονομία υπάρχει και στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ακόμη και ένας υποτυπώδης σχεδιασμός και προγραμματισμός9. Είναι ίσως περισσότερο έντονη στην κεϋνσιανή μορφή διαχείρισης της οικονομίας αλλά υπάρχει, με άλλο τρόπο, και στη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Σε συνθήκες κρίσης ο ρόλος του αστικού κράτους έτσι κι αλλιώς ενισχύεται. Η παρέμβασή του γίνεται πολύ πιο σημαντική καθώς πάντοτε λειτουργεί ως συλλογικός καπιταλιστής διασφαλίζοντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης. Αυτό διακρίνεται πολύ καθαρά σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων. Η κρατική παρέμβαση ενισχύεται, όπως συνέβη κατά τον α’, τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα με τη γεωπολιτική σύγκρουση στην Ουκρανία αλλά και σε άλλες κρισιακές καταστάσεις όπως για παράδειγμα στην πανδημία του covid-19. Τα αστικά κράτη παρεμβαίνουν δραστήρια, όχι μόνο στον αμυντικό τομέα αλλά και στον οικονομικό.

Μια ανάλογη κρισιακή, μεταβατική κατάσταση, όπου απαιτήθηκε δραστήρια παρέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία, υπήρξε η διαδικασία εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Το κράτος ανέλαβε ενεργητικό ρόλο, τόσο στη Βρετανία όσο και στις χώρες μέλη της ΕΕ, ιδίως στις πλέον ισχυρές και συνδεδεμένες οικονομικά με τη Βρετανία. Διαχειρίστηκε ως συλλογικός καπιταλιστής τη μετάβαση στις νέες συνθήκες, την επίλυση των προβλημάτων και των αντιθέσεων που ανέκυψαν από τη διαδικασία αυτή.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία σε περίπτωση εξόδου από την ΕΕ θα αποκτήσει βέβαια νέα, ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η διαχείριση της αποδέσμευσης από την ΕΕ απαιτεί κρατικές ρυθμίσεις προκειμένου να αποτραπούν προβλήματα που αναπόφευκτα θα προκύψουν από μια τέτοια μεταβατική κατάσταση. Θα απαιτηθούν κρατικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις όχι μόνο ποσοτικά περισσότερες αλλά και ποιοτικά διαφορετικές. Η Ελλάδα δεν είναι Βρετανία πρωτίστως λόγω διαφοράς οικονομικής ισχύος και θέσης στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί ότι εδώ πρόκειται για την έξοδο μιας αδύναμης χώρας και παράλληλα ότι θα πρόκειται για μια αντισυστημική έξοδο, που θα έχει λογικά να διαχειριστεί πιο έντονες και διαφορετικές συγκρουσιακές συνθήκες.

Γι’ αυτό η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να έχει τετραπλό στόχο. Πρώτο τη διακοπή των σχέσεων εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας έναντι των ισχυρότερων οικονομιών της ΕΕ και των ΗΠΑ, την αντιμετώπιση των κρισιακών καταστάσεων που θα προκύψουν είτε αντικειμενικά είτε εξαιτίας του οικονομικού πολέμου που θα εξαπολύσουν σε βάρος της χώρας μας η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Δεύτερο, την εναλλακτική οικοδόμηση διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας σε ισότιμη βάση. Τρίτο, την παραγωγική αναβάθμιση με την ενίσχυση της βιομηχανικής, τεχνολογικής και αγροτικής βάσης της εθνικής οικονομίας. Τέταρτο, τη ριζική αναδιανομή του πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Οι τέσσερεις αυτοί στόχοι και οι δράσεις για την εκπλήρωσή τους είναι από οικονομική και πολιτική άποψη αλληλοσυμπληρούμενοι. Κανείς από τους στόχους δεν μπορεί να επιτυγχάνεται αν δεν πραγματοποιούνται παράλληλα βήματα για την επίτευξη και των άλλων.

Τα βασικά εργαλεία - άξονες κρατικής παρέμβασης είναι ο οικονομικός σχεδιασμός - προγραμματισμός, η εθνικοποίηση επιχειρήσεων, ο εργατικός έλεγχος, η οικοδόμηση νέων διεθνών οικονομικών σχέσεων.



Οικονομικός σχεδιασμός

Ο οικονομικός σχεδιασμός (βραχυπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος) είναι ο πρώτος αναγκαίος άξονας κρατικής παρέμβασης προκειμένου να επιτευχθεί η απεξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η βαθμιαία οικοδόμηση ενός άλλου οικονομικού πλαισίου και συστήματος. Χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα κρισιακά φαινόμενα αλλά ούτε η διαχείριση της εξόδου από την ΕΕ. Το σχέδιο χρειάζεται για τη βαθμιαία ανάταξη και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και για την αντίστοιχη ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Σε όλες τις περιπτώσεις επαναστατικών, ριζοσπαστικών κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών χρειάστηκε ένα σχέδιο παρέμβασης στην οικονομία. Στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα, στη Νικαράγουα, στη Χιλή του Αλλιέντε, παντού χρειάστηκε η υιοθέτηση ενός σχεδίου10. Ιδιαίτερα η εμπειρία της μετεπαναστατικής Ρωσίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη. Η κατεστραμμένη από τον α’ παγκόσμιο, την ξένη επέμβαση και τον εμφύλιο πόλεμο Ρωσία κατάφερε να ορθοποδήσει βασισμένη στον οικονομικό σχεδιασμό. Με βάση αυτόν έγινε εφικτή η ανασυγκρότηση και στη συνέχεια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού11.

Ακόμη και σε μη επαναστατικά εγχειρήματα, όπως είναι οι κεϋνσιανού τύπου παρεμβάσεις, απαιτείται κάποιο σχέδιο. Το σχέδιο αυτό έχει διαφορετική στόχευση σε σχέση με το σχεδιασμό των επαναστατικών εγχειρημάτων. Είναι επίσης περισσότερο ελαστικό και ενδεικτικό, μη δεσμευτικό. Αυτό συνέβη κατά κόρον μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Κρατικός σχεδιασμός υπήρξε επίσης σε χώρες και περιόδους που επιχειρούσαν να εισέλθουν πιο δυναμικά στη βιομηχανική εποχή ή να απαλλαγούν από την ασφυκτική επικυριαρχία του ξένου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, της Αιγύπτου12.

Ο οικονομικός σχεδιασμός σε συνθήκες μετάβασης προς ένα άλλο, σοσιαλιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα είναι ένα πεδίο ταξικής πάλης. Από τη μια πλευρά βρίσκεται το κράτος και οι στόχοι που έχει χαράξει και από την άλλη οι δυνάμεις της αγοράς, εγχώριες και αλλοδαπές. Το κεφάλαιο αρνείται, όπως είναι αναμενόμενο, να υποταχθεί σε ένα σχεδιασμό ο οποίος στοχεύει στον περιορισμό της ελευθερίας δράσης του και τελικά στην κατάργησή του.

Βασικά εργαλεία του σχεδίου υπήρξαν σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις οι εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, ο εργατικός έλεγχος και η κινητοποίηση του λαού. Ειδικά η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας έχει πρωταρχικό, κομβικό ρόλο. Δεν μπορεί να νοηθεί οικονομικός σχεδιασμός χωρίς την επέκταση του δημόσιου τομέα της οικονομίας ή πολύ περισσότερο με συρρίκνωση του δημόσιου τομέα13.

Ο σχεδιασμός πρέπει παράλληλα να είναι δημοκρατικός, λαϊκός. Δεν αρκεί να είναι προϊόν της βούλησης και των επεξεργασιών της επαναστατικής, ριζοσπαστικής ηγεσίας και των ειδικευμένων επιστημόνων που συνεργάζονται μαζί της. Φυσικά ο ρόλος όλων των προαναφερόμενων είναι πρωταρχικός. Όμως η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι σε κάθε περίπτωση το οικονομικό σχέδιο πρέπει να αποκτήσει την πολιτική συναίνεση της πλειοψηφίας του λαού. Διαφορετικά, κινδυνεύει να είναι προϊόν βουλησιαρχίας, να αποκοπεί από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της κοινωνίας, η οποία θα κληθεί να στηρίξει έμπρακτα την εφαρμογή του14. Για το λόγο αυτό η δημόσια συζήτηση, η εξήγηση των στόχων του σχεδίου, η λήψη υπόψη των απόψεων, των ανησυχιών των εργαζομένων είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Οι διαδικασίες αυτές αποτελούν ουσιαστική πλευρά της δημοκρατίας.

Σε μια πρώτη περίοδο μπορούν να διεξάγονται άτυπα, όπως συνέβαινε τα πρώτα χρόνια μετά τη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, όταν ακόμη δεν είχαν θεσμοθετηθεί τα λαϊκά όργανα εξουσίας. Οι συζητήσεις διεξάγονταν στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, σε μεγάλες ή μικρές λαϊκές συγκεντρώσεις. Εξηγούνταν οι στόχοι, οι δυσκολίες αλλά ακούγονταν και λαμβάνονταν οι απόψεις του λαού. Σε μια μεταγενέστερη φάση, όταν οι συνθήκες εξομαλύνθηκαν και ο κίνδυνος ιμπεριαλιστικής επέμβασης χαλάρωσε κάπως, οι διαδικασίες αυτές θεσμοποιήθηκαν μέσω του Συντάγματος και άλλων θεσμών.

Στη χώρα μας η υπέρβαση της κρίσης και των σχέσεων υποτέλειας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ θα απαιτήσει ένα Εθνικό Σύστημα Σχεδιασμού, το οποίο θα πρέπει να εφαρμοστεί αλλά και να κατοχυρωθεί συνταγματικά και νομοθετικά15. Το κράτος μπορεί μέσω αυτού να κατευθύνει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Στο Εθνικό Σύστημα Σχεδιασμού θα πρέπει να συμμετέχουν οπωσδήποτε η Βουλή, τα εργατικά συνδικάτα (τοπικά, κλαδικά και πανεθνικά), οι επιστημονικές ενώσεις, οι φορείς των μικρών και μεσαίων επαγγελματιών. Ακόμη και φορείς των επιχειρήσεων που δεν έχουν ακόμη εθνικοποιηθεί θα μπορούν να συμμετέχουν, με στόχο την αρμονικότερη υποταγή τους στο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.

Όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων χωρών, η κατάρτιση και η εφαρμογή τόσο του γενικού σχεδίου όσο και των επιμέρους είναι μια σύνθετη επιστημονική και πολιτική διεργασία. Στις αρχικές φάσεις ο σχεδιασμός είναι αναπόφευκτα σε ένα βαθμό κατά προσέγγιση και όχι απόλυτα ακριβής. Αναγκαία είναι επίσης η διαρκής ανατροφοδότηση και αναπροσαρμογή του σχεδίου με βάση τα πραγματικά δεδομένα, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες κατά τη διαδικασία εφαρμογής του16.

Το σχέδιο θα κατευθύνει την παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Θα κατανέμει τους πόρους, τις επενδύσεις ανάλογα με τις προτεραιότητες οδηγώντας στη βαθμιαία βιομηχανική, τεχνολογική και αγροτική ανάπτυξη, για τη δημιουργία βασικών μονάδων βαριάς βιομηχανίας ιδίως στους τομείς της μεταλλουργίας, μηχανοκατασκευών, χημικής βιομηχανίας, ηλεκτρονικής και άλλων σύγχρονων κλάδων. Ο εθνικός δημοκρατικός σχεδιασμός θα συμβάλλει στην επιστημονική αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, του επιστημονικού και εργατικού δυναμικού. Θα λαμβάνει μέτρα για την ενθάρρυνση των συνεταιρισμών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για την ένταξή τους στο πανεθνικό σχέδιο. Θα φροντίζει για την κάθε φορά ισορροπημένη σχέση βαριάς και ελαφράς βιομηχανίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, την αποκατάσταση και προστασία του περιβάλλοντος, το χωροταξικό σχεδιασμό.

Σε σχέση με το ειδικότερο ζήτημα της ένταξης του ιδιωτικού κεφαλαίου στο σχεδιασμό πολύ χρήσιμη μπορεί να φανεί η εμπειρία της Κίνας κατά τη δεκαετία του 1950. Η επαναστατική εξουσία, αφού εθνικοποίησε όλες τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, επέτρεψε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα τη συνύπαρξη μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ο στόχος ήταν η εξασφάλιση ομαλής, βαθμαίας μετάβασης στην πλήρη εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις εντάχθηκαν στον οικονομικό σχεδιασμό. Μέσω του κρατικού ελέγχου (διοικητικού και οικονομικού) αλλά και του εργατικού ελέγχου αναγκάστηκαν να υποταχθούν στο σχέδιο και να συμβάλλουν έτσι στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Υπήρχαν φυσικά αντιδράσεις και χίλες δυο μεθοδεύσεις από την πλευρά των κεφαλαιοκρατών, οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν εν γένει επιτυχώς από την κυβέρνηση και τους εργαζόμενους17. Η επιτυχής διαχείριση του ζητήματος από την κινεζική επαναστατική κυβέρνηση θα πρέπει να μελετηθεί περισσότερο καθώς ενδέχεται να αφορά σε ένα βαθμό και με ένα τρόπο μια χώρα με σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όπως είναι η Ελλάδα.



Εθνικοποίηση επιχειρήσεων


Ο δεύτερος άξονας στον οποίο καλείται να παρέμβει το κράτος είναι η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας18.

Είναι όμως αποτελεσματικός ο δημόσιος τομέας; Οι εθνικοποιήσεις και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας έχουν συστηματικά συκοφαντηθεί δεκαετίες τώρα από τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Τα βασικά επιχειρήματά της είναι ότι το δημόσιο είναι οικονομικά αναποτελεσματικό και βασίζονται είτε σε παραδείγματα από την οικονομική πραγματικότητα των καπιταλιστικών κρατών της κεϋνσιανής ιδίως περιόδου είτε στην πραγματικότητα των σοσιαλιστικών κρατών των τελευταίων δεκαετιών.

Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι δεν είναι όλες οι κρατικές επιχειρήσεις στον καπιταλισμό προβληματικές αλλά αντίθετα υπάρχουν αξιόλογα παραδείγματα σε αντίθετη κατεύθυνση. Οι αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης κατά τη μεταπολεμική περίοδο περιελάμβαναν ισχυρές κρατικές επιχειρήσεις. Οι οικονομίες της Απω Ανατολής (Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν) βασίστηκαν επίσης στην ύπαρξη ισχυρού κρατικού τομέα που παρενέβαινε σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα. Η σημερινή Κίνα είναι από μόνη της ένα γιγαντιαίο παράδειγμα.

Οι εξίσου πολλές περιπτώσεις προβληματικών κρατικών επιχειρήσεων οφείλονται στο γεγονός ότι αυτές προορίζονται για τη δημιουργία συνθηκών μεταφοράς κερδών στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άλλες φορές αποτελούν αντικείμενο κακοδιαχείρισης από τις αστικές κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα με την πρόσληψη πλεονάζοντος, άχρηστου προσωπικού για να εξυπηρετηθούν πελατειακά δίκτυα.

Σε σχέση με το δημόσιο τομέα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα σοβαρά προβλήματα της λεγόμενης στασιμότητας προέκυψαν κατά τις τελευταίες μόνο δεκαετίες. Η αναζήτηση των αιτιών μας οδηγεί στη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση που επικράτησε από ένα σημείο και έπειτα, στην έλλειψη ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου και στην εισαγωγή μεθόδων διαχείρισης καπιταλιστικού τύπου οι οποίες ήταν ασύμβατες με τη σοσιαλιστική οικονομία19.

Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω, η οικονομική κρίση που ξέσπασε από τη δεκαετία του 2010 και μετά έχει περίτρανα αποδείξει την ολέθρια από οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική άποψη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στην ανθρωπότητα και στη φύση. Άλλωστε οι αστικές κυβερνήσεις (Ομπάμα, Μακρόν) προστρέχουν, επιλεκτικά βέβαια, στην εθνικοποίηση για να αποσοβηθούν περαιτέρω αρνητικές συνέπειες της κρίσης20. Επιπλέον, η δήθεν ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία είναι σε μεγάλο βαθμό κρατικά επιδοτούμενη είτε με τη μορφή οικονομικών και φορολογικών κινήτρων είτε με παρεμβάσεις μείωσης του μισθολογικού κόστους.

Πολύτιμη είναι στον τομέα των εθνικοποιήσεων η εμπειρία των επαναστάσεων και των κινημάτων του 20ού αιώνα. Στην Κούβα για παράδειγμα η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας αποτέλεσε καθοριστικό κρίκο στην προσπάθεια της χώρας να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία και να χαράξει ένα διαφορετικό δρόμο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης21. Η κυβέρνηση ξεκίνησε με την εθνικοποίηση επιχειρήσεων ιδιοκτησίας προσώπων που ήταν άμεσα εμπλεκόμενα με την ανατραπείσα δικτατορία. Το μέτρο αυτό ήταν εξαιρετικά ώριμο στη συνείδηση του λαού και προετοίμασε το δρόμο για τις περαιτέρω εθνικοποιήσεις.

Ακολούθησε μετά από πολύ λίγο η εθνικοποίηση της διύλισης πετρελαίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, που ελέγχονταν από ξένα κεφάλαια σε σύμπραξη με εγχώρια. Στη συνέχεια εθνικοποιήθηκαν επιχειρήσεις αμερικανικού κεφαλαίου όπως ήταν ιδίως οι επιχειρήσεις διύλισης πετρελαίου και ζάχαρης και το σύνολο του τραπεζικού συστήματος22.

Το πρώτο κύμα εθνικοποιήσεων, που πραγματοποιήθηκε το πρώτο περίπου εξάμηνο μετά την ανατροπή της δικτατορίας, έδωσε τη δυνατότητα στην κουβανική κυβέρνηση να ελέγξει στοιχειωδώς την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να αποκρούσει τις υπονομευτικές προσπάθειες των ΗΠΑ. Έδωσε επίσης τη δυνατότητα να αρχίσει να εφαρμόζει πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος σε όφελος των ασθενέστερων στρωμάτων του πληθυσμού. Η εθνικοποίηση των πρώτων μεγάλων επιχειρήσεων βοήθησε επιπλέον να ξεπεραστεί η δυσπιστία μέρους του πληθυσμού προς ένα τέτοιο κοινωνικο-οικονομικό πρόγραμμα, καθώς η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων υπό δημόσιο πλέον έλεγχο αυξήθηκε, όπως και η κοινωνική τους προσφορά. Αναδείχθηκε ακόμη έμπρακτα η ανάγκη συγκέντρωσης στο κράτος των βασικών οικονομικών μοχλών και επιχειρήσεων23.

Η βαθμιαία διεύρυνση του κύκλου των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων δημιούργησε μια αρκετά ισχυρή βάση για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Παρείχε τα μέσα και έδωσε σταδιακά τη δυνατότητα για να δημιουργηθούν νέες κρατικές επιχειρήσεις στους ίδιους ή άλλους κλάδους της οικονομίας. Διασφάλισε για τις επόμενες δεκαετίες, παρά τα αναπόφευκτα λάθη και διακυμάνσεις, ένα υψηλό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και μια σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού24.

Ανάλογα θετική ήταν η εμπειρία των εθνικοποιήσεων στη μετεπαναστατική Ρωσία, στην Κίνα αλλά και σε άλλες χώρες που επιχείρησαν να οικοδομήσουν ένα σοσιαλιστικό μοντέλο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια ελάχιστη πρώτη βάση για τη σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση της χώρας. Στη Σοβιετική Ένωση για παράδειγμα, το εθνικό εισόδημα από το 1918 έως το 1932 τετραπλασιάστηκε. Γενικότερα οι εθνικοποιήσεις επέδρασαν ευεργετικά σε όλες τις περιπτώσεις κοινωνικού μετασχηματισμού. Έτσι, η συμμετοχή των σοσιαλιστικών χωρών στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή, ενώ βρισκόταν το 1950 περίπου στο 20% της διεθνούς, κατόρθωσε να φτάσει το 1980 στο 40%25. Παράλληλα, τα επιτεύγματα αυτά αποτέλεσαν το βασικό μοχλό για την αναδιανομή του εισοδήματος σε όφελος της εργατικής τάξης και των λοιπών εργαζόμενων στρωμάτων. Σε μια διαφορετική ιστορική εμπειρία, στη Χιλή της κυβέρνησης Αλλιέντε, η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας έδωσε ώθηση στην εθνική οικονομία και συνέβαλε στην ανύψωση του πραγματικού μισθού και γενικότερα του βιοτικού επιπέδου του λαού26.

Αντίστοιχα, η έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ θα απαιτήσει την άμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, των ΔΕΚΟ, του κυκλώματος άντλησης, διύλισης, εμπορίας πετρελαίου, του τομέα της ενέργειας γενικά, της εξόρυξης, επεξεργασίας του ορυκτού πλούτου, του μεγάλου εξωτερικού εμπορίου27. Σε δεύτερη φάση, ή ίσως και ταυτόχρονα, θα απαιτηθεί η εθνικοποίηση και άλλων στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων σε ρυθμό ανάλογο με την όξυνση της αντιπαράθεσης με το ξένο και εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο. Η μέθοδος και ο ρυθμός εθνικοποίησης διαφέρουν σε κάθε ιστορική εμπειρία. Καθοριστικό ρόλο παίζουν οι αντικειμενικές συνθήκες της οικονομίας και της παραγωγικής δομής της χώρας αλλά και οι υποκειμενικές συνθήκες, ο συσχετισμός των δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς28.

Οι εθνικοποιήσεις θα δώσουν τη δυνατότητα: 1. να αντιμετωπιστούν τα άμεσα οξυμένα οικονομικά προβλήματα, 2. να ελεχθούν οι επιπτώσεις από την αλλαγή των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας, δηλαδή από το σπάσιμο των σχέσεων υποταγής και εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας καθώς και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα από την επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού εκ μέρους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, 3. να ληφθούν έκτακτα μέτρα για την προστασία και στη συνέχεια για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, 4. να αντιμετωπιστούν φαινόμενα οικονομικού σαμποτάζ, απόκρυψης εμπορευμάτων, επενδυτικής αποχής και άλλα παρόμοια 5. να δημιουργηθεί μια πρώτη βάση για την εκβιομηχάνιση και γενικότερα για την καθοδήγηση της οικονομίας, για την επέκταση του δημόσιου τομέα με τη συγκρότηση νέων κρατικών επιχειρήσεων στους υπάρχοντες ή σε άλλους κλάδους της οικονομίας, 6. να πειστεί ευρύτερα η κοινωνία μέσα από την εμπειρία της για την οικονομική αποτελεσματικότητα του νέου δημόσιου τομέα29.



Εργατικός έλεγχος


Ο τρίτος άξονας παρέμβασης είναι η εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου. Ο εργατικός έλεγχος διακρίνεται σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τον εργατικό έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δηλαδή εκείνων που για ένα ακόμη χρονικό διάστημα (μικρό ή μεγάλο, εξαρτάται) δεν έχουν εθνικοποιηθεί. Η δεύτερη αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των ήδη εθνικοποιημένων επιχειρήσεων.

Και εδώ η εμπειρία των επαναστάσεων και των κινημάτων του 20ού αιώνα είναι πολύ χρήσιμη. Κατά την επανάσταση στη Ρωσία, ο εργατικός έλεγχος είχε αναδειχθεί από τον Λένιν ως εκείνο το πεδίο της ταξικής πάλης που θα εξασφάλιζε την παρέμβαση της εργατικής τάξης στην οικονομία για την αντιμετώπιση των επειγόντων προβλημάτων. Το αίτημα του εργατικού ελέγχου συνδεόταν με εκείνο του περιορισμού της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, της δήμευσης των υπερκερδών των ισχυρών καπιταλιστών από τον πόλεμο. Αποτελούσε ένα καίριο πεδίο ταξικής πάλης που μπορούσε, ανάμεσα στα άλλα, να βοηθήσει αποφασιστικά στην κατανόηση της ανάγκης για εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων30, 31.

Σύμφωνα με τον Λένιν, «για ένα τέτιο έλεγχο είναι απαραίτητο, πρώτο, σε όλα τα όργανα που έχουν αποφασιστική σημασία να εξασφαλιστεί στους εργάτες μια πλειοψηφία όχι μικρότερη από τα τρία τέταρτα του συνόλου των ψήφων – με υποχρεωτική πρόσκληση για συμμετοχή τόσο των επιχειρηματιών που δεν αποσύρθηκαν από την επιχείρηση, όσο και του τεχνικού επιστημονικού προσωπικού, δεύτερο, οι επιτροπές στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, τα κεντρικά και τα τοπικά Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, καθώς και τα συνδικάτα να αποκτήσουν δικαίωμα συμμετοχής στον έλεγχο, να μπαίνουν στη διάθεσή τους όλα τα εμπορικά και τραπεζικά βιβλία και να τους δίνονται υποχρεωτικά όλα τα στοιχεία, τρίτο, αυτό το ίδιο δικαίωμα να το έχουν και οι εκπρόσωποι όλων των μεγάλων δημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων»32.

Μέσω του εργατικού ελέγχου ελήφθησαν μέτρα περιορισμού της εξουσίας της αστικής τάξης. Μερικά από αυτά ήταν η ονομαστικοποίηση των μετοχών, η προοδευτική φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, η κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, ο έλεγχος των λογιστικών βιβλίων και των αποθηκών33.

Στην Κούβα ο εργατικός έλεγχος άρχισε να εγκαθιδρύεται με την επικράτηση της επανάστασης. Αυθόρμητα οι εργαζόμενοι οδηγήθηκαν σε αυτόν και μόνο αργότερα η επαναστατική κυβέρνηση προσέτρεξε στη μελέτη και αξιοποίηση της σχετικής σοβιετικής εμπειρίας. Οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η μη διακοπή της τροφοδοσίας της αγοράς, η ομαλή συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας, η απόκρυψη εμπορευμάτων από τους επιχειρηματίες, η απόκρυψη κερδών για να μην φορολογηθούν, ακόμη και για να αποτραπούν φθορές στις παραγωγικές υποδομές.

Ο εργατικός έλεγχος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και ως μηχανισμός διαπαιδαγώγησης των εργαζομένων. Ριζοσπαστικοποίησε τη συνείδηση, προετοίμασε για μια πιο υπεύθυνη στάση απέναντι στην εργασία στις ήδη εθνικοποιημένες επιχειρήσεις. Συνέβαλε στην υλικοτεχνική προετοιμασία της εθνικοποίησης των λοιπών επιχειρήσεων.

Σημαντική είναι η εμπειρία της επαναστατικής Κίνας κατά την πρώτη δεκαετία μετά την επικράτηση της επανάστασης. Ο εργατικός έλεγχος στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν είχαν ακόμη εθνικοπoιηθεί, έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στον έλεγχο των επιχειρηματιών για την αποφυγή σαμποτάζ, απόκρυψης εμπορευμάτων, κερδών κλπ όσο και για την ένταξή τους στον οικονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης και μάλιστα με θετικά, όπως προαναφέρθηκε, οικονομικά αποτελέσματα.

Εργατικός έλεγχος δεν πρέπει να σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης αποκτούν τη δικαιοδοσία να λαμβάνουν μόνοι τους τις κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις για την επιχείρηση στην οποία εργάζονται34. Μια τέτοια πολιτική, ειδικά όταν η επιχείρηση είναι εθνικοποιημένη, θα οδηγούσε στον κατακερματισμό των προσπαθειών της κυβέρνησης, στην επικράτηση του επιχειρησιακού, τοπικού και κλαδικού εγωισμού σε βάρος των συνολικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαού. Ο εργατικός έλεγχος πρέπει να βρίσκεται σε διαλεκτική, δημοκρατική σχέση αλληλοτροφοδότησης με τον κεντρικό κοινωνικο-οικονομικό σχεδιασμό.

Η σημασία του εργατικού ελέγχου φαίνεται και από το γεγονός ότι κάποιες φορές προοδευτικές κυβερνήσεις δίστασαν να τον υιοθετήσουν κατανοώντας προφανώς ότι αποτελούσε ένα τολμηρό ριζοσπαστικό βήμα προς τα εμπρός. Αυτή είναι η περίπτωση της κυβέρνησης Τσάβες στη Βενεζουέλα, η οποία δεν υιοθέτησε τη σχετική πρόταση νόμου του συνεργαζόμενου με αυτήν ΚΚ Βενεζουέλας35.

Υπάρχουν επίσης εμπειρίες που καταδεικνύουν, μαζί με τα επιτεύγματα, τις δυσκολίες του εργατικού ελέγχου. Στην Χιλή κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τη “Λαϊκή Ενότητα” του Αλλιέντε ψηφίστηκε ο εργατικός έλεγχος, ο οποίος έδωσε ανάλογα σημαντικά αποτελέσματα. Παρατηρήθηκαν ωστόσο και φαινόμενα μειωμένης συμμετοχής και ενδιαφέροντος των εργαζομένων, τα οποία πιθανότατα οφείλονταν στο γεγονός ότι η άνοδος του επαναστατικού κινήματος δεν είχε ολοκληρωθεί καθώς και στο ότι ο παλαιός, αστικός κρατικός μηχανισμός δεν διευκόλυνε το εγχείρημα36.

Ο εργατικός έλεγχος θα καταστεί απόλυτα αναγκαίος σε περίπτωση εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού προγράμματος εξόδου από την ΕΕ. Θα δώσει τη δυνατότητα στο κράτος, μέσω των εργαζομένων, να αποκτήσει αμεσότερη εικόνα αλλά και δυνατότητα παρέμβασης στην οικονομία. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο όχι μόνο εξαιτίας της μετάβασης προς μια σοσιαλιστική οικονομία αλλά και για την αντιμετώπιση των τρεχόντων προβλημάτων και των κρισιακών καταστάσεων. Οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης είναι σε θέση να αναγνωρίζουν καλύτερα από την κυβέρνηση τις δυνατότητες και τα προβλήματα της κάθε επιχείρησης και του κάθε κλάδου.


Εναλλακτικές διεθνείς συνεργασίες


Η διακοπή των σχέσεων εκμετάλλευσης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα επιβάλλει μια διαφορετική διαχείριση των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Στη θέση των ανισότιμων, εκμεταλλευτικών σχέσεων το κράτος καλείται με βάση συγκεκριμένο σχέδιο να οικοδομήσει νέες οικονομικές σχέσεις θεμελιωμένες στην ισοτιμία (όσο αυτό είναι εφικτό στο πλαίσιο του καπιταλιστικού διεθνούς καταμερισμού εργασίας) και στον αμοιβαίο σεβασμό της κυριαρχίας.

Από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν μπορεί παρά να αναμένεται σφοδρή αντίδραση. Αυτή δεν προκύπτει μόνο επειδή θίγονται τα κατεστημένα συμφέροντά τους αλλά και επειδή οι κρατούντες των χωρών αυτών φοβούνται τη διάδοση του επαναστατικού παραδείγματος. Έτσι, κατά κανόνα, όπως διδάσκει η εμπειρία του 20ού αιώνα, ακολουθεί ο οικονομικός πόλεμος σε διάφορες μορφές ακόμη και η στρατιωτική πίεση.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο οικονομικός πόλεμος εξαπολύεται ακόμη και εναντίον χωρών που δεν επιδιώκουν μια ριζική κοινωνική αλλαγή αλλά απλώς μια επαναρρύθμιση των οικονομικών σχέσεών τους με κάποια ή κάποιες μεγάλες δυνάμεις. Για παράδειγμα, η βούληση του ελληνικού λαού να απαλλαγεί από το μοναρχικό θεσμό μετά τη μικρασιατική καταστροφή αντιμετωπίστηκε με απειλές για οικονομική ασφυξία. Αντίστοιχα ισχύει για το Ιράν μετά την καθεστωτική αλλαγή του 1979. Ακόμη και μεταξύ ισχυρών οικονομικών δυνάμεων οι πιέσεις και οι εκβιασμοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Αυτό μας έδειξε το παράδειγμα της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Το διαζύγιο φαινόταν βελούδινο αλλά δεν ήταν και τόσο.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συνθήκες εξαναγκάζουν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αναθεωρήσουν εν μέρει ή προσωρινά την πολιτική του οικονομικού πολέμου. Δεν πρόκειται για αλλαγή στη στρατηγική τους αλλά για τακτικό ελιγμό που επιβάλλεται από το συσχετισμό των δυνάμεων. Έχει ενδιαφέρον να θυμίσει κανείς ότι οι ΗΠΑ διαπραγματεύονταν με το Βιετνάμ, προς το τέλος του πολέμου, για το μελλοντικό καθεστώς οικονομικής συνεργασίας. Και αυτό μάλιστα συνέβαινε ενώ συνεχιζόταν η επέμβαση των ΗΠΑ. Οι τελευταίες, αντιλαμβανόμενες ότι έχουν χάσει τον πόλεμο, επιχειρούσαν με τον τρόπο αυτό να μην χάσουν κάθε οικονομικό έρεισμα στην περιοχή. Αντίστοιχα έπραξαν η Βρετανία, η Γερμανία και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μετά την αποτυχία τους να καταπνίξουν τη ρωσική επανάσταση, φρόντισαν να οικοδομήσουν οικονομικές σχέσεις μαζί της37.

Σε άλλες περιπτώσεις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις αξιοποιούν την απουσία του ανταγωνιστή τους προκειμένου να καλύψουν το οικονομικό κενό και να αντλήσουν οφέλη. Τέτοια είναι η περίπτωση των επιχειρήσεων που επενδύουν στον τομέα του τουρισμού στη σύγχρονη Κούβα. Ανάλογο παράδειγμα είναι οι σχέσεις της Κούβας με την καπιταλιστική Ρωσία από τη δεκαετία του 1990 και μετά.

Παρόμοιου χαρακτήρα είναι η πρόσφατη μερική στροφή των ΗΠΑ έναντι της Βενεζουέλας. Από τη δαιμονοποίηση της κυβέρνησης Μαδούρο και την παράνομη κατάσχεση των καταθέσεων που ανήκαν στην κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, πέρασαν στην αγορά πετρελαίου από τη χώρα αυτή κάτω από το βάρος των προβλημάτων που έφερε η αντιπαράθεση με τη Ρωσία στην Ουκρανία.

Σε συνθήκες ύπαρξης ομάδας σοσιαλιστικών κρατών, όπως συνέβαινε μετά το 1945, οι λαοί που διεκδικούσαν μια ριζική αλλαγή πορείας είχαν τη δυνατότητα να στηριχθούν σε σημαντικό βαθμό στα κράτη αυτά. Η συνεργασία μαζί τους ήταν πολύτιμη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ανέφελη, ότι δεν ανέκυπταν αντιθέσεις και προβλήματα.

Ακόμη και αστικά κράτη που επιδίωκαν μια λιγότερη εκμεταλλευτική σχέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, συνεργάζονταν στενά με τα σοσιαλιστικά κράτη. Κλασικό είναι το παράδειγμα της Ινδίας αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών οι οποίες διατηρούσαν πολύ καλές οικονομικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Παράλληλα οι επαναστατημένοι λαοί διεκδίκησαν μια ισότιμη σχέση συνεργασίας με τις καπιταλιστικές χώρες, εμπορικές συναλλαγές και συνεργασία μαζί τους. Στην περίπτωση της Κούβας, η επαναστατική κυβέρνηση διεκδίκησε και διεκδικεί ακόμη και σήμερα μια ισότιμη σχέση με τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, οι τελευταίες αρνήθηκαν από την αρχή πεισματικά μια τέτοια προοπτική. Όπως είναι γνωστό, απάντησαν με μεθόδους οικονομικού (αλλά και στρατιωτικο-πολιτικού) στραγγαλισμού. Σταμάτησαν αμέσως μετά την επανάσταση να αγοράζουν τη ζάχαρη και τα άλλα προϊόντα της Κούβας, διέκοψαν την τροφοδοσία της σε πετρέλαιο, ανταλλακτικά μηχανημάτων και άλλα προϊόντα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια της Κούβας να οικοδομήσει διεθνείς οικονομικές σχέσεις μετά το 1990 και τη διάλυση της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Η χώρα έχασε τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους. Όχι μόνο απώλεσε τις “δίκαιες εμπορικές σχέσεις” με τα σοσιαλιστικά κράτη38 αλλά βρέθηκε πλήρως απομονωμένη, χωρίς να μπορεί να πουλήσει ή να αγοράσει τα στοιχειώδη στην παγκόσμια αγορά. Ο οικονομικός αποκλεισμός των ΗΠΑ, που είχε επιβληθεί με την επικράτηση της επανάστασης και ήταν ήδη δυσβάσταχτος, απέκτησε καθολική, καταθλιπτική επίδραση. To ΑΕΠ της Κούβας έπεσε τουλάχιστον κατά 35%.

Στις δύσκολες αυτές συνθήκες η Κούβα ενέτεινε την προσπάθειά της σε δύο κατευθύνσεις στην εξωτερική οικονομική πολιτική της. Από αυτήν μπορούν να αντληθούν ωφέλιμα συμπεράσματα και για τη δική μας χώρα, καθώς η Κούβα κατόρθωσε σε ένα βαθμό να χαλαρώσει τον οικονομικό αποκλεισμό και να ανατάξει την οικονομία της.

Η πρώτη κατεύθυνση ήταν να αναζητήσει εμπορικούς εταίρους σε άλλες, πλην του δυτικού μπλοκ, ισχυρές ή αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες. Επαναθεμελίωσε για παράδειγμα τις σχέσεις της με την καπιταλιστική Ρωσία. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι φυσικά ανέφελες. Οι ανταγωνίστριες των ΗΠΑ δυνάμεις επιθυμούν να αξιοποιήσουν και να καλύψουν το κενό των ΗΠΑ στην περιοχή αλλά παράλληλα δεν είναι πάντοτε ικανές να το πράξουν. Ταυτόχρονα, η εκμεταλλευτική φύση των ισχυρών αυτών δυνάμεων θέτει προβλήματα στην κουβανική πλευρά, η οποία οφείλει να ελίσσεται διαρκώς προκειμένου να διασφαλίσει τις αναγκαίες συνεργασίες χωρίς όμως να κάνει υποχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας και αρχών. Πρόκειται για μια δύσκολη αλλά χρήσιμη και προπαντός αναγκαία συμβίωση.

Η δεύτερη κατεύθυνση στοχεύει στην οικοδόμηση πυκνών οικονομικών συναλλαγών με τις χώρες της Λ. Αμερικής και ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, με εκείνες που έχουν αναδείξει προοδευτικές κυβερνήσεις. Η στόχευση αυτή εκφράζεται με την απόρριψη των νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μορφών οικονομικής συνεργασίας και ολοκλήρωσης και με την προσπάθεια δημιουργίας εναλλακτικών μορφών οικονομικής περιφερειακής συνεργασίας39.

Οι συνεργασίες αυτές επιδιώκονταν από την Κούβα ακόμη και κατά την περίοδο πριν το 1990, όταν δηλαδή η Κούβα ήταν μέλος του Συμφώνου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας το οποίο συγκροτούσαν οι σοσιαλιστικές χώρες40. Ήταν βέβαια σαφές ότι η περιφερειακή οικονομική συνεργασία μπορούσε να οικοδομείται μόνο στο βαθμό που υπήρχαν προοδευτικές πολιτικές αλλαγές. Όσο πιο ριζοσπαστικές ήταν οι τελευταίες, τόσο περισσότερο θα διευκολυνόταν η οικονομική συνεργασία. Αλλά ακόμη και σε ένα πλαίσιο λιγότερο τολμηρών πολιτικών αλλαγών, μπορούσε να αναζητηθεί η οικονομική συνεργασία.

Μετά το 1990 η ανάγκη για περιφερειακή οικονομική συνεργασία έγινε ακόμη πιο πιεστική για την Κούβα, προκειμένου να σπάσει τις προσπάθειες οικονομικού στραγγαλισμού της. Πραγματοποιήθηκαν βήματα οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα σε λατινοαμερικανικά κράτη με διαφορετικό οικονομικό σύστημα. Η Κούβα είναι μια σοσιαλιστική οικονομία, αν και από παραγωγική άποψη λίγο αναπτυγμένη, ενώ στις άλλες συμμετέχουσες χώρες κυριαρχούν οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Η διαφορά με τις ιμπεριαλιστικές μορφές ολοκλήρωσης έγκειται στο γεγονός ότι οι εναλλακτικές αυτές μορφές συνεργασίας βασίστηκαν στην ισότιμη θέση της κάθε χώρας, στο σεβασμό προς την εθνική κυριαρχία και το κοινωνικο-οικονομικό της σύστημα, ενώ παράλληλα αντιστρατεύονταν λιγότερο ή περισσότερο την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού. Επρόκειτο για μια κοινή προσπάθεια ανάμεσα στην επαναστατική Κούβα, σε προοδευτικές κυβερνήσεις και σε αστικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής που επιθυμούσαν για τους δικούς τους λόγους να απαλλαγούν από την κηδεμονία των ΗΠΑ41. Η ALBA υπήρξε η πλέον προωθημένη από αυτές.

Η αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ λογικά δεν θα είναι αποτέλεσμα βελούδινου διαζυγίου. Μια ριζοσπαστική, επαναστατική ελληνική κυβέρνηση θα επιδιώξει βέβαια τον όσο το δυνατό πιο ανώδυνο χωρισμό, χωρίς βέβαια εκπτώσεις από την ουσία, δηλαδή από την ανάκτηση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας. Ωστόσο, τι θα γίνει τελικά εξαρτάται κυρίως από την άλλη πλευρά, από την απάντηση των ισχυρών και βέβαια από το συσχετισμό των δυνάμεων στην Ελλάδα, στα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά και παγκόσμια42. Δεν μπορεί δηλαδή να αποκλειστεί εντελώς ότι ένας ευνοϊκός διεθνής συσχετισμός δυνάμεων ή και οι οξυμένες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ καθώς και ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις ίσως ευνοήσουν μια λιγότερο συγκρουσιακή διέξοδο.

Ενδέχεται ακόμη, οι όποιες αναταράξεις προκληθούν από την αποδέσμευση της Ελλάδας, να έχουν μεγαλύτερες ή μικρότερες οικονομικές επιπτώσεις στις ισχυρές χώρες και συνολικά στην ΕΕ43. Αυτό θα είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό επιχείρημα για τη χώρα μας προκειμένου να διεκδικήσει έναν όσο το δυνατό πιο ήρεμο αποχωρισμό.

Έτσι κι αλλιώς ο ρόλος του κράτους θα είναι αποφασιστικός στη διαχείριση του ζητήματος των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας. Θα χρειαστούν γρήγορες και αποφασιστικές παρεμβάσεις, ακόμη και οργανωτικές αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό για να εξυπηρετηθεί ο στόχος της δημιουργίας εναλλακτικών οικονομικών σχέσεων. Θα απαιτηθεί οπωσδήποτε ο ισχυρός κρατικός έλεγχος επί του εξωτερικού εμπορίου της χώρας προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή ροή σε καύσιμα, μηχανολογικό εξοπλισμό, πρώτες ύλες και άλλα αναγκαία προϊόντα για την οικονομία και τη λαϊκή κατανάλωση44. Αυτό είναι ένα μέτρο που έλαβε η Κούβα ήδη το πρώτο διάστημα μετά την πτώση της δικτατορίας για να αντιμετωπίσει τον οικονομικό αποκλεισμό των ΗΠΑ. Στην ίδια κατεύθυνση είχε αναγκαστεί να κινηθεί και η κυβέρνηση Αλλιέντε εξαιτίας του οικονομικού πολέμου που της εξαπέλυσαν.

Κομβικής επίσης σημασίας είναι η διαχείριση από το κράτος του προβλήματος του εξωτερικού χρέους. Η διεκδίκηση διαγραφής του είναι όχι μόνο απολύτως αναγκαία για την Ελλάδα αλλά και ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο σε συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσπάθεια στο πεδίο των εναλλακτικών διεθνών οικονομικών σχέσεων σχετίζεται άμεσα με τους προηγούμενους άξονες παρεμβάσεων, δηλαδή με τις εθνικοποιήσεις, τον εργατικό έλεγχο και βέβαια με τον οικονομικό σχεδιασμό. Οι παρεμβάσεις σε κάθε πεδίο διευκολύνουν και τροφοδοτούν τις λοιπές. Για παράδειγμα, ο εργατικός έλεγχος μπορεί να παρέχει την αναγκαία και έγκυρη πληροφόρηση για τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και κάθε ξεχωριστού κλάδου σε εισαγωγές πρώτων υλών, ανταλλακτικών, μηχανημάτων και οτιδήποτε άλλο.

Στο βαθμό που οι οικονομικές σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ διαταραχθούν, θα υπάρξει ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλέγματος οικονομικών σχέσεων με άλλες χώρες τόσο για να διασφαλιστούν οι απαραίτητες εισαγωγές όσο και για τις εξαγωγές της χώρας μας. Ακόμη και για τον τουρισμό, η τυχόν υπονόμευσή του από τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ μπορεί άμεσα να αντιμετωπιστεί με τη στροφή προς την προσέλκυση τουριστών από άλλες χώρες αλλά και με την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού που θα προκύψει από την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η βήμα προς βήμα οικοδόμηση αυτού του νέου πλέγματος οικονομικών σχέσεων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μεθοδικής μελέτης και υλοποίησης από το κράτος. Και μάλιστα, αυτό θα πρέπει να γίνει ανεξάρτητα από το αν θα γίνει εφικτή, σε ένα χρονικό ορίζοντα, η διατήρηση κάποιων σχετικά ομαλών σχέσεων με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

Παράλληλα, όπως δείχνει η εμπειρία άλλων χωρών που προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να αναζητηθεί η οικοδόμηση οικονομικών σχέσεων με άλλες ισχυρές, μεγάλες δυνάμεις. Η Κίνα και η Ρωσία είναι οι πιο σημαντικές από αυτές. Αν οι δυο αυτές ή και άλλες ισχυρές χώρες είναι σήμερα επιφυλακτικές για διεύρυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, δεν θα παραμείνουν στην ίδια θέση όταν διαπιστώσουν μια ριζική στροφή και άρα ανοιχτό πεδίο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με τρόπο προσεκτικό, θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη και μπορεί να προσφέρει λύσεις σε προβλήματα, να εξουδετερώσει σε ένα βαθμό τις οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις που θα δεχθεί η χώρα μας.

Αναγκαία και εφικτή θα είναι η παράλληλη αναζήτηση περιφερειακών οικονομικών συνεργασιών και συμμαχιών στη νότια Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο. Η ριζοσπαστική αλλαγή στην Ελλάδα θα επιφέρει ανακατατάξεις σε όλες τις γειτονικές χώρες. Θα επιδράσει έτσι ώστε να ενισχυθούν τα κινήματα των λαών και αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει και οδηγήσει κάποιες κυβερνήσεις σε πολιτικούς ελιγμούς και σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να διαμορφωθεί μια δυναμική περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας σε αμοιβαία επωφελή και ισότιμη βάση. Όπως συνέβη στη Λ. Αμερική, κάποιες από τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών των Βαλκανίων, της νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου θα διακρίνουν σε αυτή τη δυναμική οικονομικές και πολιτικές ευκαιρίες. Ακόμη και η Τουρκία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ενδιαφερθεί για μια τέτοια προοπτική.

Σε κάθε περίπτωση, η επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος θα μπορεί να αναχαιτιστεί σημαντικά. Πρώτο γιατί οι φιλολαϊκές εξελίξεις στην Ελλάδα θα ασκούν επιρροή στο λαό της Τουρκίας και έμμεσα έτσι θα πιέζεται η κυβέρνησή της. Δεύτερο, γιατί η σημερινή επιθετικότητα της Τουρκίας βασίζεται πρωτίστως στην ανοχή έως υποστήριξη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και την αντίστοιχη αδυναμία της Ελλάδας να προτάξει αξιόπιστες συμμαχίες. Τρίτο, γιατί η χώρα μας θα οικοδομήσει ένα πολύ πιο αξιόπιστο σύστημα παλλαϊκής άμυνας και διεθνείς συνεργασίες που θα λειτουργούν αποτρεπτικά45.

Στο πλαίσιο της οικοδόμησης οικονομικών συνεργασιών μπορεί να αναζητηθεί η ποικιλόμορφη συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο σε ισότιμη βάση. Υπάρχει πλούσια εμπειρία τόσο από την πρώην Σοβιετική Ένωση46, την Κίνα αλλά και τις τελευταίες δεκαετίες από την Κούβα47. Οι ξένες επιχειρήσεις έλκονται από τις δυνητικά μεγάλες αγορές, όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα αλλά ακόμη και από πολύ μικρότερες όπως η Κούβα. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η αναζήτηση κερδοφορίας τις οδηγούν συχνά ακόμη και σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική των ιμπεριαλιστικών κρατών. Επιπλέον, μετά την αποδέσμευση της Ελλάδας αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ ή μεμονωμένες μεγάλες επιχειρήσεις ενδέχεται για καθαρά οικονομικούς λόγους να επιδιώξουν τη συνεργασία με τη χώρα μας. Δεν αποκλείεται ακόμη και να εισέλθουν σε έναν κάποιο ανταγωνισμό μεταξύ τους.



Αλλαγές στο κράτος: προς μια άλλη δημοκρατία


Η ιστορική εμπειρία έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι οι ριζικές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές δεν είναι σταθερές αν δεν συνοδεύονται από αντίστοιχης ποιότητας μετασχηματισμούς στο κράτος. Για να αλλάξει η οικονομική λειτουργία του κράτους πρέπει να αλλάξει το ίδιο το κράτος. Ο υπάρχων κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το είδος των παρεμβάσεων που προαναφέρθηκαν. Είναι συνδεδεμένος με χίλια νήματα με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Έχει γραφειοκρατική, αντιδημοκρατική δομή, είναι βαθιά διεφθαρμένος. Στην πραγματικότητα πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα ισοδυναμούν με την αντικατάστασή του από ένα νέο μηχανισμό με λαϊκά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον από τη σκοπιά αυτή να επισημανθεί το παράδειγμα της κυβέρνησης Αλλιέντε στη Χιλή. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προώθησε ένα τολμηρό, ριζοσπαστικό πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, οι αρμόδιοι μηχανισμοί των υπουργείων αλλά και γενικότερα του κρατικού μηχανισμού έθεταν μια σειρά εμπόδια στην εφαρμογή τους. Αυτό συνέβαινε μάλιστα παρά το γεγονός ότι πολλές φορές η πλειοψηφία των εργαζομένων σε αυτούς ήταν φιλικά προσκείμενη στην κυβέρνηση Αλλιέντε. Χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί πολιτικά αυτή η πλειοψηφία και άλλες φορές να δημιουργηθούν νέοι μηχανισμοί προκειμένου να καταστεί εφικτή η υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής.

Αλλά και στην Κούβα συνέβη σε ένα βαθμό το ίδιο τους πρώτους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας του Μπατίστα. Η εφαρμογή των προοδευτικών πολιτικών που προωθούσαν οι επανασταστικές δυνάμεις, υπονομευόταν από τον κρατικό μηχανισμό, o οποίος δεν είχε ακόμη αναμορφωθεί ριζικά. Ακόμη και η κυβέρνηση απαρτίζονταν όχι μόνο από στελέχη της επανάστασης αλλά και από αστούς δημοκράτες, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην εμβάθυνση των αλλαγών48.

Στην περίπτωση της χώρας μας θα απαιτηθεί, μαζί με τις δραστικές παρεμβάσεις στην οικονομία, να υλοποιηθούν μια σειρά βαθιές πολιτικές αλλαγές. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τον τρόπο και τη μορφή με τους οποίους θα καταστούν εφικτές οι μεταβολές αυτές. Δεν μπορεί να προβλεφθεί η μορφή με την οποία θα εκδηλωθεί μια βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση, που θα οδηγήσει σε ριζικές ανακατατάξεις. Έτσι κι αλλιώς όμως, οι επαναστατικές, ανατρεπτικές δημοκρατικές αλλαγές θα πρέπει να κινηθούν σε τρεις κατευθύνσεις.

Η πρώτη κατεύθυνση αφορά την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της λήψης όλων των αποφάσεων. Οι πολιτικοί και συνταγματικοί θεσμοί της σημερινής “σιδερόφρακτης δημοκρατίας” της ολιγαρχίας θα πρέπει να αντικατασταθούν από νέους, που θα δίνουν την ευχέρεια της πραγματικής συμμετοχής του λαού. Θα αναδεικνύουν ως πραγματικό κεντρικό όργανο εξουσίας τη Βουλή, θα εγκαθιδρύουν το συνεχή και αποτελεσματικό λαϊκό έλεγχο επ’ αυτής, θα συνδυάζουν οργανικά την αντιπροσωπευτική με την άμεση δημοκρατία. Μια διαδικασία σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης είναι ίσως η προσφορότερη δίοδος για κάτι τέτοιο, με στόχο την εγκαθίδρυση θεσμών που θα βασίζονται στην πλήρη αιρετότητα και ανακλητότητα, στο λαϊκό έλεγχο και στην κατάργηση των προνομίων των κυβερνώντων49.

Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά τις βαθιές αλλαγές που απαιτούνται στον κρατικό μηχανισμό, στη δομή, στη στελέχωση, στο προσωπικό, στην αντίληψη, στις πρακτικές. Τα διάφορα υπουργεία, οι δημόσιες υπηρεσίες θα χρειαστούν ριζοσπαστική, δημοκρατική αναμόρφωση με στόχο τον αναπροσανατολισμό της δημόσιας διοίκησης στην εξυπηρέτηση του λαού και όχι στην εξυπηρέτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και των πελατειακών σχέσεων, όπως συμβαίνει σήμερα. Θα καταστεί αναγκαία η κατάργηση ή η ριζική, εκ βάθρων αναδιαμόρφωση διάφορων διεφθαρμένων υπηρεσιών και τομέων της δημόσιας διοίκησης. Η στελέχωση, η νοοτροπία, η δομή θα πρέπει να υπόκεινται σε νέα κριτήρια που θα εξυπηρετούν τις προωθούμενες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές.

Παράλληλα, θα χρειαστεί μια νέα δημοκρατική δομή για να διασφαλίζει πλήρως τα συνδικαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων. Απαραίτητος θα καταστεί ο εκδημοκρατισμός μέσω της ψήφισης νέου δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, ο οποίος θα κατοχυρώνει εκτός των άλλων τη συμμετοχή των εργαζομένων με αιρετούς και οποτεδήποτε ανακλητούς εκπροσώπους.

Θα απαιτηθεί ταυτόχρονα ένας διαρκής αγώνας ενάντια στην τάση για αναγέννηση της γραφειοκρατίας. Η αλλαγή των δομών, των στελεχών, της κατεύθυνσης δράσης και στόχων δεν εξαλείφει όλα τα προβλήματα, όπως έχει δείξει περίτρανα η εμπειρία των πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Είναι πολύ χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή οι επισημάνσεις και επεξεργασίες του Λένιν κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, όταν επικέντρωσε την προσπάθειά του στη μάχη κατά της γραφειοκρατίας50.

Η τρίτη κατεύθυνση αφορά την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των βαθιών κοινωνικών αλλαγών έναντι επιβουλών που θα προέρχονται είτε από το εσωτερικό είτε και από το εξωτερικό. Είναι παραπάνω από προφανές ότι τέτοιες αλλαγές θα προκαλέσουν την ισχυρή αντίδραση τόσο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσο και της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας. Η αντίδραση αυτή θα λάβει όλες τις μορφές συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας βίαιης ανατροπής ενός τέτοιου εγχεριήματος, είτε μέσω πραξικοπήματος, είτε μέσω έξωθεν στρατιωτικής επέμβασης είτε μέσω της απόπειρας οργάνωσης εμφυλίου πολέμου51.

Για το λόγο αυτό απαιτείται ριζική αναμόρφωση των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Απαιτείται πρωτίστως η διάλυση των φασιστικών, παρακρατικών θυλάκων και μηχανισμών, η κατάργηση διεφθαρμένων υπηρεσιών και τομέων και οπωσδήποτε η διακοπή των σχέσεων με όλους τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (Schengen, Frontex, Europol, κ.ά.). Η ιστορική εμπειρία πολλών χωρών έχει δείξει πώς αυτοί οι μηχανισμοί και οι σχέσεις λειτουργούν υπονομευτικά για τη δημοκρατία.

Το σημαντικότερο είναι ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους θα πρέπει να εμπλακούν όχι μόνο στην εποπτεία αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή και άσκηση του έργου των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Είναι αναγκαία η διοχέτευση, καλλιέργεια και εμπέδωση μιας διαφορετικής νοοτροπίας. Τα συνδικάτα και οι μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή στο έργο της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας και τον έλεγχο των κρατικών μηχανισμών με τη θεσμοθέτηση συστήματος παλλαϊκής άμυνας, τη δημιουργία νέων θεσμών λαϊκού στρατού και πολιτοφυλακής.

Οι θεσμοί αυτοί θα πρέπει να βασίζονται στη δημοκρατία, στο σεβασμό της προσωπικότητας των υπηρετούντων σε αυτούς μαζί με την αναγκαία πειθαρχία. Χρειάζεται νέο νομικό πλαίσιο, το οποίο θα διέπει την οργάνωση, τη λειτουργία και τον προσανατολισμό των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων με δημοκρατική αναμόρφωση του σχετικού ποινικού και πειθαρχικού δικαίου, με δημιουργία δημοκρατικών δομών, οι οποίες θα καλλιεργούν στενές σχέσεις με το λαό και σχέσεις σεβασμού προς τον πολίτη.

Παράλληλα απαιτείται η ενσωμάτωση στους νέους θεσμούς των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας με την αναμόρφωση της εκπαίδευσής τους ώστε να παρέχεται υψηλό επιστημονικό και τεχνικό επίπεδο μόρφωσης παράλληλα με την εμπέδωση πνεύματος δημοκρατίας, προσήλωσης στο λαό, στην εθνική ανεξαρτησία και στο Σύνταγμα. Αναγκαία είναι επίσης η καλλιέργεια κλίματος που θα ευνοεί τις πολιτικές ελευθερίες και τη συνδικαλιστική δράση τόσο των μονίμων στελεχών όσο και των στρατευμένων, ένα νέο νομικό πλαίσιο που θα εμπεδώνει την αξιοκρατία και τη συμμετοχή των αξιωματικών σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα επαγγελματικά τους δικαιώματα.

Η οικοδόμηση μιας τέτοιας επαναστατικής δημοκρατίας, αυθεντικής έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, μπορεί να διασφαλίσει την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη παράλληλα με τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και τη συμβολή στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Σε αυτή τη δημοκρατία “όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται από το λαό52. Δεν πρόκειται για ουτοπία αλλά για δυνατότητα που ξεπροβάλλει μέσα από την ολοένα και πιο βαθιά, επικίνδυνη για το μέλλον της ανθρωπότητας, οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτική κρίση.

1Βλ. το συλλογικό τόμο Η Ελλάδα στο λάκκο των λεόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα, εκδ. Matura, 2019.

2Βλ. Β. Λιόσης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2012, σελ. 177 επ.

3Βλ. “Ευρωπαϊκή Ένωση και εθνική – πολιτική κυριαρχία: η επικαιρότητα της λενινιστικής προσέγγισης”, περ. Ουτοπία, τευχ. 96, 2011, σελ. 89 επ., προσβάσιμο στο https://kaltsonis.blogspot.com/2011/11/blog-post.html.

4“Οι λαοί θα ξαναβγούν στους δρόμους” κατά τον P. Boniface, Η γεωπολιτική του covid-19, Αθήνα, εκδ. Ροπή, 2020, σελ. 185 επ.

5Βλ. τις ίδιες τις επισημάνσεις της CIA στο Le monde en 2040 vu par la CIA, Εditions de Equateurs, 2021, σελ. 191 επ., 200. Βλ. και τις εκτιμήσεις των K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 92.

6Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς”, Άπαντα, τ. 26, σελ. 220, 223.

7Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Ο “αριστερισμός”, παιδική αρώστια του κομμουνισμού”, Άπαντα, τ. 41, σελ. 69-70.

8Για την οικονομική λειτουργία του κράτους γενικά βλ. Ν. Κοτζιάς, Κράτος και πολιτική, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 1993, σελ. 285 επ.

9Βλ. Β. Τσεπρακόφ, Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975, σελ. 185 επ. και Σ. Μαγκλιβέρας, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988, σελ. 15 επ.

10Βλ. Α. Σίλβα Λεόν, Σύντομη ιστορία της Κουβανικής επανάστασης (1959-2000), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2021, σελ. 62 επ. Για την ειδικότερη περίπτωση της επανάστασης στη Νικαράγουα, M. Harnecker, La revolucion social, Lenin y America Latina, 1986, σελ. 155.

11Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Το ΙΧ Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ), Άπαντα, τ. 40, σελ. 257 και Β.Ι.Λένιν, “Σημειώσεις για τον εξηλεκτρισμό”, Άπαντα, τ. 42, σελ. 227.

12Βλ. R. Wade, Governing the market: Economic theory and the rôle of government in East Asian industrialisation, Princeton University Press, 1992, σελ.73 επ., 195 επ. και J. Waterbury, The Egypt of Nasser and Sadat, Princeton University Press, 1983, σελ.57 επ.

13Βλ. Π. Ντούσκος, Η κοινωνικοποίηση, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 1988, σελ. 238 επ.

14Βλ. πλευρές της σοβιετικής εμπειρίας στο E.H.Carr, Μικρή ιστορία της ρώσικης επανάστασης, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 192 επ., 233 επ., 250 επ.

15Βλ. για παράδειγμα το προτεινόμενο άρθρο 106 στο Γ. Αυδίκος – Δ. Καλτσώνης, Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2022.

16Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Το VIII Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ”, Άπαντα, τ. 42, σελ. 157-161 και Β.Ι.Λένιν, “Για το ενιαίο οικονομικό σχέδιο”, Άπαντα, τ. 42, σελ. 339 επ.

17 Βλ. M.-C. Bergère, Capitalismes et capitalistes en Chine, Paris, Perrin, 2007, σελ. 188 επ. και Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 94 επ.

18Βλ. κάποιες μόνο από τις διαστάσεις του θέματος στο Γ. Τόλιος, Η μετάβαση στο “εθνικό νόμισμα”, Αθήνα, εκδ. Ταξιδευτής, 2016, σελ. 46 επ.

19Από την μεγάλη σχετική βιβλιογραφία βλ. πρόχειρα Α. Σαμάρσκιι, “Οι απόψεις του Αντόνοφ γαι την οικονομία του σοσιαλισμού”, περ. Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τευχ. 6/2017, komep.gr.

20Ακόμη και η κυβέρνηση Ρήγκαν είχε σχέδιο κρατικοποίησης των τραπεζών της Ν. Υόρκης για την περίπτωση κρίσης. Βλ. J. Galbraith, Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 54.

21Βλ. Α. Σίλβα Λεόν, Σύντομη ιστορία της Κουβανικής Επανάστασης (1959-2000), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2021, σελ. 42-43.

22Βλ. J. L. Rodriguez Garcia, A. Lopez Coll, L. Leal Diaz, H. Ayala Castro, J. Cruz Reyes, Cuba: Revolucion y economia 1959-1960, La Habana, Ciencias Sociales, 1985, σελ. 37.

23Βλ. J. L. Rodriguez Garcia, A. Lopez Coll, L. Leal Diaz, H. Ayala Castro, J. Cruz Reyes, Cuba: Revolucion y economia 1959-1960, La Habana, Ciencias Sociales, 1985, σελ. 49-50.

24Βλ. Φ. Κάστρο, Εισήγηση στο πρώτο συνέδριο του ΚΚ Κούβας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976, σελ. 143.

25Βλ. Πολυμερίδης, Επιστημονικός σοσιαλισμός, Αθήνα, εκδ. Εντός, 2011, σελ. 43, 155.

26Βλ. Δ. Καλτσώνης (επ.), Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2017, σελ. 116-118 και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία.

27Βλ. Σ. Μαυρουδέας, “Εναλλακτικά σενάρια δομικής προσαρμογής στην Ελλάδα και το πρόβλημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης”, στον τόμο του συνεδρίου Παραγωγική ανασυγκρότηση στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 120-121.

28Βλ. J. L. Rodriguez Garcia, A. Lopez Coll, L. Leal Diaz, H. Ayala Castro, J. Cruz Reyes, Cuba: Revolucion y economia 1959-1960, La Habana, Ciencias Sociales, 1985, σελ. 93.

29Βλ. Θ. Μαριόλης, Ένα πρόγραμμα νέας οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017 και Δ. Καλτσώνης – Θ. Μαριόλης – Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα δι-εξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017 και Θ. Μαριόλης, “Αργυροί και χρυσοί κανόνες της λύσης”, στον τόμο Έξοδος αδιέξοδος, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2018, σελ. 139 επ.

30 Βλ. Γ. Ρούσης, Συμμετοχή των εργαζομένων (πεδίο ταξικής πάλης ή ταξικής συνεργασίας;), Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984 και Δ. Καλτσώνης, “Χρειάζονται μεταβατικά αιτήματα στο δρόμο για την επαναστατική αλλαγή; η προσέγγιση του Λένιν”, στον τόμο Θεωρία της μετάβασης και σοσιαλιστική εναλλακτική, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2015, σελ. 89 επ.

31 Ο Λένιν επισήμαινε παράλληλα ότι η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να εκφυλίσει τον εργατικό έλεγχο αλλά και συνολικά το πρόγραμμα αυτών των μεταβατικών αιτημάτων, ακόμη και πιο προωθημένα αιτήματα όπως αυτό για τη δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής. «Οι κκ. καπιταλιστές πάνε να μας προλάβουν. Στους εργατικούς κύκλους αναπτύσσεται η συνείδηση της ανάγκης του προλεταριακού ελέγχου πάνω στις φάμπρικες και στα καπιταλιστικά συνδικάτα. Και στα «μεγαλοφυή» σκυλόψαρα του επιχειρηματικού κόσμου από τους υπουργικούς και παραϋπουργικούς κύκλους ήρθε η «μεγαλοφυής» ιδέα… Θα σκαρώσουμε ένα «κοινωνικό έλεγχο»». Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ξέχασαν το κυριότερο», Άπαντα, τ. 32, σελ. 23 επ. και Β.Ι.Λένιν, «Πάνε να μας προλάβουν», Άπαντα, τ. 32, σελ. 38.

32 Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απόφαση για τα οικονομικά μέτρα πάλης ενάντια στο οικονομικό χάος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 195-196.

33 Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Αναπόφευκτη καταστροφή και υπέρμετρες υποσχέσεις», Άπαντα, τ. 32, σελ. 107, 109.

34Βλ. Δ. Κατσορίδας, Εργατικός έλεγχος, κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση, Αθήνα, Εκδόσεις των συναδέλφων, 2016, σελ. 79.

35Βλ. την πρόταση νόμου για τα Σοσιαλιστικά Συμβούλια των Εργαζομένων στο Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 144 επ.

36Βλ. Δ. Καλτσώνης (επ.), Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2017, σελ. 117 και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία και Μ. Ράπτης (M. Pablo), Κρατισμός ή αυτοδιαχείριση (η εμπειρία της Χιλής), Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017.

37Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Το VIII Συνέδριο των Σοβιέτ”, Άπαντα, τ. 42, σελ. 101.

38Βλ. Φ. Κάστρο, Στην υπεράσπιση του σοσιαλισμού, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2008, σελ. 226.

39Βλ. F. Cobarrubia Gomez - J.A.Perez Garcia, «Integracion y cooperacion international», στον τόμο R. Hidalgo Fernandez (comp.), El pensamiento estrategico de Fidel Castro Ruz: valor y vigencia, La Habana, Edirota historia, 2021, σελ. 259 επ.

40L. Suarez Salasar, «Fidel Castro: aportes a las luchas de Nuestra America», στον τόμο R. Hidalgo Fernandez (comp.), El pensamiento estrategico de Fidel Castro Ruz: valor y vigencia, La Habana, Edirota historia, 2021, σελ. 298.

41Βλ. F. Castro, Unidad e independencia de America, Instituto de Historia de Cuba, 2010, σελ. 256 επ., 279.

42Βλ. Κ. Λαπαβίτσας, Ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2014, σελ. 50-51.

43Βλ. Κ. Λαπαβίτσας, Λέξη προς λέξη (κείμενα για την ελληνική κρίση), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ. 74 και Μ. Ιγνατίου, Τρόικα, ο δρόμος προς την καταστροφή, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2015, σελ. 50 επ. και J. Galbraith, Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 71, 225.

44Βλ. Γ. Τόλιος, Η μετάβαση στο “εθνικό νόμισμα”, Αθήνα, εκδ. Ταξιδευτής, 2016, σελ. 60 επ.

45Βλ. Κ. Ήσυχος – Δ. Καλτσώνης, Πόλεμος ή ειρήνη (6 σημεία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την εξωτερική πολιτική), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2020, σελ. 101 επ.

46Βλ. την επιμονή του Λένιν να κάμψει τις “υπερεπαναστατικές” αντιδράσεις συνεργατών του ενάντια στις εκχωρήσεις, Β.Ι.Λένιν, “Γράμμα για τις εκχωρήσεις πετρελαίου”, Άπαντα, τ. 42, σελ. 336 και Β.Ι.Λένιν, “Γράμμα προς τον Γκ. Πιατακόφ σχετικά με την εκχώρηση στον Λ. Ούρκαρτ”, Άπαντα, τ. 45, σελ. 216.

47Βλ. F. Castro, Un objetivo, un piensamiento, t. 1, La Habana, Editora Politica, 2016, σελ. 62 επ.

48Βλ. Α. Σίλβα Λεόν, Σύντομη ιστορία της Κουβανικής Επανάστασης (1959-2000), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2021, σελ. 40-41.

49Βλ. αναλυτικότερη ανάπτυξη του θέματος στο Δ. Καλτσώνης, “Τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;”, στον τόμο Έξοδος αδιέξοδος, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2018, σελ. 39 επ. αλλά και Γ. Αυδίκος – Δ. Καλτσώνης, Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2022.

50Βλ. Γ. Ρούσης, Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985 και την εκεί παραπεμπόμενη πλατιά βιβλιογραφία στον Λένιν.

51Πέρα από την πλούσια ιστορική εμπειρία βλ. μια πρόσφατη ομολογία σχεδιασμού πραξικοπημάτων από τις ΗΠΑ, https://www.kathimerini.gr/world/561954136/ipa-o-tzon-mpolton-paradechetai-oti-symmeteiche-ston-schediasmo-praxikopimaton-sto-exoteriko/.

52Έτσι όριζε το άρθρο 2 του Α’ Ψηφίσματος του Εθνικού Συμβουλίου στις 27 Μάη 1944. Βλ. και το άρθρο 1 παρ. 3 στο Γ. Αυδίκος – Δ. Καλτσώνης, Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2022.

 


ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION