Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Αυγούστου 2020

 εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/8/2020

Με τη φράση αυτή ο αμερικανός ψυχίατρος Μπόουεν εννοούσε ότι δεν φέρνει αποτέλεσμα η διαρκής προσπάθεια προσέγγισης με κάποιον, αν ο τελευταίος δείχνει σαφή σημάδια απομάκρυσης. Η επίμονη προσπάθεια θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Καθώς εντείνεται η επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος, θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να μεταφερθεί η έννοια αυτή στις σχέσεις της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς της συμμάχους, που αποστασιοποιούνται πάγια από τις ελληνικές θέσεις και ανησυχίες. Απομακρύνονται από εμάς, έχουν τη δική τους ατζέντα, ενώ εμείς εμμένουμε παρακαλώντας να στηρίξουν τα αιτήματά μας.

Ας κάνουμε έλεγχο πραγματικότητας. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν ούτε το αυτόνοητο δικαίωμα της Ελλάδας για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. Αντέδρασαν χλιαρά ακόμη και στην κορυφαία πρόκληση του -έξω από κάθε λογική διεθνούς δικαίου- τουρκολιβυκού συμφώνου. Η Γερμανία εξέφρασε ουσιαστικά την ενόχλησή της ακόμη και για τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την μερική οριοθέτηση ΑΟΖ. Τα σύνορα της Ελλάδας και της Κύπρου δεν αποδείχθηκαν σύνορα της ΕΕ, όπως υποστηρίζουν πολλοί, αφού οι παραβιάσεις της Τουρκίας είναι επανειλημμένες, καθημερινές και προκλητικές. Οι ΗΠΑ, παρά τις δυσκολίες συνεννόησης με τον Ερντογάν, θεωρούν την Τουρκία θεμελιώδη ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο. Και όπως όλα δείχνουν, αυτό δεν θα αλλάξει ακόμη και αν στις προσεχείς εκλογές επικρατήσει ο Μπάιντεν.

Παράλληλα, η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα κρατά το κλειδί των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει την τουρκική επιθετικότητα. Η θεωρία αυτή έχει παταγωδώς διαψευστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990. Πρώτο, επειδή η Ελλάδα δεν είναι εκείνη που λαμβάνει τις αποφάσεις στην ΕΕ. Ο ρόλος της είναι απολύτως δευτερεύων, ειδικά μετά την κρίση. Δεύτερο, επειδή η τουρκική άρχουσα τάξη είναι αρκετά ισχυρή ώστε να χαράσσει αυτοτελώς τους οικονομικούς και πολιτικούς της στόχους. Δεν είναι κυρίαρχη για αυτήν η προσέγγιση με την ΕΕ.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όσο πιο πειθήνια είναι η Ελλάδα στα κελεύσματα των ισχυρών της συμμάχων, τόσο πιο ευάλωτη αποδεικνύεται έναντι της Τουρκίας. Το 1922, η Ελλάδα δέχτηκε να παίξει το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Όταν οι τελευταίες τα βρήκαν με τον Κεμάλ, κυριολεκτικά μας πούλησαν και ακολούθησε η καταστροφή. Το 1974 η ελληνική χούντα ήταν ένα πλήρως φιλοαμερικάνικο καθεστώς. Σύμφωνα με τον Χ. Τάσκα, πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα κατά τη δικτατορία, “δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως η Ελλάδα που να προσφέρει τις διευκολύνσεις που έχουμε”. Το αποτέλεσμα ήταν η κατοχή του 40% της Κύπρου.

ΗΠΑ και ΕΕ είναι οι “απομακρυνόμενοι φίλοι” μας. Ας μην επιδιώκουμε τον απομακρυνόμενο. Είναι καιρός για αναπροσανατολισμό. Μια πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας είναι αυτή που, όχι χωρίς δυσκολίες, θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή, την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων, την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με το λαό της Τουρκίας και όλους τους γείτονες. Κυρίως όμως θα μας εξασφαλίσει τον αυτοσεβασμό.

 

εφημ. Documento, 23/8/2020

Είναι, νομίζω, κοινά αποδεκτό, πως οι νέοι επέδειξαν εξαιρετική ωριμότητα και αξιοθαύμαστη υπεθυνότητα κατά τη διάρκεια της δίμηνης καραντίνας αλλά και αμέσως μετά. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος μπορώ από την πλευρά μου να το επιβεβαιώσω, μέσα από την εμπειρία και την επαφή με τους φοιτητές μου. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους, να ακούσω τους προβληματισμούς και να αφουγκραστώ τις ανησυχίες τους. Αυτή η στάση αφορά την πλειονότητα βέβαια, αφού σε κάθε κοινωνική κατηγορία εμφανίζονται αναπόφευκτα διαφορετικές τάσεις συμπεριφοράς.

Η στάση των νέων έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με το γεγονός ότι τα κόμματα εξουσίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η κυρίαρχη ιδεολογία εν γένει στις διάφορες αποχρώσεις της, ενσταλάζουν στις συνειδήσεις συστηματικά τον ατομικισμό, την αδιαφορία για τους άλλους, τον ακραίο ανταγωνισμό, τη λογική της κυβίστησης, του συμβιβασμού και της υποταγής στους ισχυρούς. Αυτοί οι ίδιοι παράγοντες ευθύνονται για την ανεργία, τους μισθούς πείνας, την κατάργηση των δικαιωμάτων, το πελατειακό σύστημα, την περιφρόνηση προς τη νεολαία. Ενίοτε αυτά συνδυάζονται με τη διάδοση αντιεπιστημονικών και σκοταδιστικών αντιλήψεων. Σίγουρα πάντως δεν καλλιεργούν στους νέους τις αξίες της συλλογικότητας, της κοινής προσπάθειας, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας, της επιστημονικής ανάλυσης των κοινωνικών συνθηκών.

Η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα να στοχοποιήσει τους νέους ως υπεύθυνους για τη διάδοση του κορονοϊού και να μεταθέσει έτσι τις δικές της ευθύνες, καθώς δεν έλαβε μέτρα πραγματικής αναβάθμισης της δημόσιας υγείας, για να ενισχυθούν οι υποδομές της, να προσληφθεί το τόσο αναγακαίο προσωπικό. Χαλάρωσε τα μέτρα με τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μεγαλοξενοδόχων, των εφοπλιστών, των αεροπορικών εταιρειών. Όποια άλλα μέτρα έλαβε είναι προφανέστατα ελλειπή και αποσπασματικά. Επιπλέον, η επιλεκτική εφαρμογή τους αφήνει στο απυρόβλητο τους ισχυρούς, ενώ οι νέοι αντιμετωπίζονται με την αστυνομική βαναυσότητα.

Υπόλογη στον ελληνικό λαό είναι η κυβέρνηση, όχι οι νέοι. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που αρνείται να χρηματοδοτήσει και εφαρμόσει μια πολιτική τακτικών δωρεάν τεστ, μαζικής κλίμακας, σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, σε σχολεία και πανεπιστήμια. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που δεν επιβάλλει τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα στους εργασιακούς χώρους για να μην θίξει τους ισχυρούς επιχειρηματίες.

Οι νέοι, αντίθετα, μπορούν ίσως να αναδειχθούν πρωτοπόροι σε μια υπεύθυνη κοινωνική στάση, αν τους μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, αν τους δείξουμε με τις πράξεις μας το δρόμο. Δεν αποκλείω ακόμη στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας να αποτελέσουν οι νέοι εκείνη την κοινωνική δύναμη που θα λειτουργήσει ως ο πολιορκητικός κριός του λαού στις συλλογικές, αγωνιστικές διεκδικήσεις και στη δημιουργία ενός τόσο αναγκαίου κινήματος για τη ζωή.

Οι νέοι μπορούν πιο εύκολα να υπερβούν προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και ξεπερασμένες περιχαρακώσεις του παρελθόντος, να αναδείξουν και αγκαλιάσουν ενωτικές μορφές συλλογικής δραστηριότητας. Έχει αποδειχθεί ιστορικά πολλές φορές με κορυφαία την εθνική αντίσταση και το ρόλο της ΕΠΟΝ καθώς και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μιας γενιάς που κάποιοι την χαρακτήριζαν “χαμένη”. Η ελπίδα βρίσκεται στους νέους.

 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 20/8/2020

Η ΕΕ αποδείχθηκε τελικά πιστή στην παράδοσή της. Αλληλεγγύη, αποκλιμάκωση, διάλογος ήταν η προτροπή της τηλεδιάσκεψης του Συμβουλίου Εξωτερικών. Σε ανάλογο μήκος κύματος αναμένεται να εξελιχθούν και οι επικείμενες σύνοδοι των Υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών. Για όσους δεν τρέφονται με αυταπάτες, δεν πρόκειται για έκπληξη. Η πολιτική των “ίσων αποστάσεων” χαρακτήριζε με συνέπεια την ΕΟΚ ήδη από το 1976, την περίοδο που προηγήθηκε της ένταξης της χώρας μας σε αυτήν. Η θέση της ήταν ότι "η ΕΟΚ δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μέρος του προβλήματος Ελλάδος-Τουρκίας".

Η Γερμανία, ο πανίσχυρος καθοδηγητής της ΕΕ και προεδρεύουσα αυτή την περίοδο, έχει σήμερα ξεχωριστό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την πολιτική. Ο υπουργός εξωτερικών της απέρριψε το προσχέδιο που Έλληνα υπουργού που χαιρέτιζε έστω αυτή την προβληματική ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία σε αντιπαράθεση προς το παράνομο Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο. Για κυρώσεις ούτε λόγος. Ίσως πιο ενδεικτικός της λογικής που διέπει τη γερμανική κυβέρνηση να είναι ο σκαιός τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο υπουργός εξωτερικών της κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο δοκιμαζόμενο Λίβανο: κραδαίνοντας στους “ιθαγενείς” μεγέθυνση φωτοτυπίας μιας επιταγής 1 εκατ. ευρώ και δηλώνοντας έτοιμος για επενδύσεις. Πρόκειται για έκφραση νεοαποικιοκρατικής νοοτροπίας που συνοδεύει την προσπάθεια του Βερολίνου για κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή μας.

Στο φως αυτών των δεδομένων αποτελεί ματαιοπονία να αναμένουμε στήριξη από πλευράς ΕΕ. Αντίθετα, μας ωθεί συστηματικά στην κατεύθυνση του διαλόγου εφ’ όλης της ύλης με την Τουρκία. Ο διάλογος από μόνος του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, ούτε πανάκεια ούτε εξοβελιστέος. Αλλά η θεματολογία, το πλαίσιο και οι συνθήκες του διαλόγου έχουν καθοριστική σημασία.

Αν πρόκειται να τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης αδιαμφισβήτητα δικαιώματα της χώρας μας, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Για παράδειγμα, οι κατά το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς “γκρίζες ζώνες” δεν μπορούν να τεθούν υπό συζήτηση. Το δικαίωμα της Ελλάδας με βάση το διεθνές δίκαιο για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. επίσης δεν μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση. Ούτε το δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ μπορεί να τεθεί σε συζήτηση. Η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 είναι ξεκάθαρη. Και μην ξεχνάμε ότι φέρει ορατά τα σημάδια της επιρροής των κρατών του τρίτου κόσμου και προοδευτικών κυβερνήσεων που με τις διατάξεις της ήθελαν να θέσουν όρια στην ασυδοσία των ισχυρών. Όχι τυχαία ενάντια στη Σύμβαση είχαν ταχθεί οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και η Τουρκία.

Με αυτή την έννοια, όσοι επιμένουν να αναμένουν από την ΕΕ θετική συμβολή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προσφέρουν κακή υπηρεσία. Το ίδιο και όσοι αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη σημασία των κατά το διεθνές δίκαιο κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Ο ελληνικός λαός δεν θα είναι “ευκολόπιστος και πάντα προδομένος”.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 13/8/2020


Τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας δεν ανήκουν σε κανένα προσωρινό διαχειριστή. Ανήκουν στον ελληνικό λαό, στις μελλοντικές γενιές. Καμιά προσωρινή ανάγκη, καμιά εξωτερική ή εσωτερική πίεση δεν επιτρέπεται να αμφισβητεί τη θεμελιώδη αυτή αρχή. Τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν καθορίζονται αυθαίρετα, ούτε σε βάρος άλλων γειτονικών λαών, της Τουρκίας ή όποιου άλλου. Καθορίζονται, ως γνωστό, από το διεθνές δίκαιο, ιδίως από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, το οποίο εφαρμόζει και σέβεται η συντριπτική πλειονότητα των κρατών της γης.

Εννοείται πως οι υποχωρήσεις στην πολιτική, στη διεθνή πολιτική ειδικότερα δεν είναι έξω από την πραγματικότητα. Ωστόσο, έχουν νόημα μόνο όταν υπηρετούν τον συνολικό σκοπό. Πιο συγκεκριμένα στα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων οι όποιες υποχωρήσεις πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και οπωσδήποτε να υπηρετούν την κατοχύρωση και διαφύλαξη της κυριαρχίας. Με αυτή την έννοια η πρόσφατη υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας - Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ και μάλιστα με την μειωμένη επήρεια της Κρήτης και την εξαίρεση της Ρόδου βρίσκεται σε λαθεμένη κατεύθυνση. Θα μπορούσε βέβαια να αντιτάξει κανείς ότι με τον τρόπο αυτό η συμφωνία αυτή μπαίνει σφήνα, δυσκολεύει κατά κάποιο τρόπο την υλοποίηση της παράνομης συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης. Είναι όμως έτσι; Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε - και πάλι με επιφύλαξη- να ευσταθεί, αν εντασσόταν πρωτίστως σε μια πολιτική ξεκάθαρης υπεράσπισης της αιγιαλίτιδας ζώνης των 12 ν.μ., άρσης του τουρκικού casus belli. Αλλά ανεξάρτητα και από αυτό, η μειωμένη επήρεια της Κρήτης, που δεν αποτελεί με κανένα τρόπο ειδική περίπτωση για την οποία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί απόκλιση από το διεθνές δίκαιο, ανοίγει επικίνδυνους δρόμους.

Ωστόσο, για μια ακόμη φορά η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων επαφίεται στους μεγάλους συμμάχους, ειδικότερα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Μπορεί βέβαια οι ΗΠΑ να κάλεσαν τητν Τουρκία να αποσύρει το Ορούτς Ρέις αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεγελάσει κανένα. Πρώτο γιατί πρόκειται για μια εξαιρετικά αναιμική αντίδραση των ΗΠΑ. Ας σκεφτούμε πόσο πιο δυναμικά αντέδρασαν σε άλλες περιπτώσεις σε άλλα μέρη του πλανήτη. Δεύτερο γιατί είναι αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι μια δήλωση ανατρέπει μια πολιτική δεκαετιών “ίσων αποστάσεων”.

Η Γερμανία πάλι, με τις παρασκηνιακές της παρεμβάσεις και διαπραγματεύσεις ωθεί προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Η γερμανική δήλωση που αναφερόταν σε “διαφιλονικούμενα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας», προσπεράστηκε αθόρυβα. Αντίθετα, εκεί κρύβεται όλη η ουσία γιατί έτσι πήρε το μέρος της Τουρκίας αναγνωρίζοντας και άλλα ζητήματα πλην της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, (πχ. τα 12 ν.μ.;).

Γερμανία και ΗΠΑ επιθυμούν τη συνδιαχείριση των πόρων της περιοχής, προς δικό τους πρωτίστως όφελος, έξω από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Διαπραγματεύονται επίσης με την Τουρκία, στις πλάτες της Ελλάδας, και άλλες συναφείς εκκρεμότητες στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, η χώρα μας σύρεται επί της ουσίας σε μια διαπραγμάτευση εφόλης της ύλης, δηλαδή επί όλων των διεκδικήσεων της Τουρκίας, ώστε να ισορροπήσει η όλη κατάσταση σε μια κατάσταση συνδιαχείρισης. Θα βγάλουμε άρα έγκαιρα τα συμπεράσματά μας;


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 4/8/2020

Η απόσυρση του Ορούτς Ρέις φαντάζει σε κάποιους ως ένδειξη ότι η Τουρκία υποχωρεί, προσωρινά έστω, από τις απαιτήσεις της και ότι αυτό ανοίγει την πόρτα του διαλόγου. Ακούγεται και γράφεται επίσης ότι στην αποκλιμάκωση συνέβαλαν οι συμμαχίες της Ελλάδας και ιδίως η Γερμανία.
Στην πραγματικότητα όμως αποκλιμάκωση δεν υπάρχει. Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την εναλλαγή όλων των μορφών πίεσης, και της διπλωματικής, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του: αμφισβήτηση της κυριαρχίας πολλών νησιών του Αιγαίου, άρνηση στην Ελλάδα να ασκήσει το δικαίωμά της για χωρικά ύδατα 12 ν.μ., επιβολή της τουρκικής εκδοχής -και όχι του διεθνούς δικαίου- στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
H άσκηση πίεσης στην Κύπρο μέσω της αποστολής του Μπαρμπαρός αποδεικνύει το προφανές. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το κυπριακό (πρόβλημα κατοχής του 40% του εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ), παρά τη σχετική του αυτοτέλεια, είναι ένα ζήτημα που ιστορικά και γεωγραφικά είναι διαλεκτικά δεμένο με την επιθετικότητα του αντιδραστικού τουρκικού καθεστώτος στο Αιγαίο.
Επομένως τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Δεν δικαιολογούν καμιά αισιοδοξία ότι η διαμεσολάβηση της Γερμανίας μπορεί να οδηγήσει σε κάποια λύση.
Πρώτο, γιατί με τον τρόπο αυτό παραγκωνίζεται η διεθνής κοινότητα. Έτσι η χώρα μας αποδέχεται εμμέσως ότι το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι η καταπάτηση του διεθνούς δικαίου από την πλευρά της, αλλά διμερής διαφορά(-ές;) που μπορεί να διευθετηθεί με άλλα κριτήρια, άρα όχι με εκείνα του διεθνούς δικαίου.
Δεύτερο, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο παραγκωνισμός της διεθνούς κοινότητας δεν οδήγησε ποτέ σε καλό. Ας θυμηθούμε τη βρετανική διαμεσολάβηση στο κυπριακό τα χρόνια πριν την τουρκική εισβολή ή την αμερικανοΝΑΤΟϊκή επιδιαιτησία στο Αιγαίο.
Τρίτο, με τον τρόπο αυτό παραγκωνίζονται άλλες ισχυρές χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία που θα μπορούσαν υπό όρους να αξιοποιηθούν.
Τέταρτο, είναι προφανές ότι το βασικό κριτήριο της Γερμανίας είναι η προώθηση των δικών της σχεδίων και όχι η τήρηση του διεθνούς δικαίου. Η όλη στάση της, πρόσφατη και παλαιότερη, δεν έχει δείξει αντίθετα δείγματα γραφής. Αν ήταν διαφορετικά, θα είχαν επανειλημμένα επιβληθεί κυρώσεις στην Τουρκία από την ΕΕ. Ακόμη και για την έξοδο του Μπαρμπαρός, η ΕΕ αρκέστηκε απλώς να διατυπώσει τη δυσαρέσκειά της.
Πέμπτο, η Γερμανία έχει δείξει επανειλημμένα ότι ενδιαφέρεται για την προώθηση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ρόλου της. Για το σκοπό αυτό δεν δίστασε τη δεκαετία του 1990 να οδηγήσει στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας με οδυνηρές συνέπειες για τους λαούς της περιοχής. Αξιοποίησε το ευρώ για δικό της όφελος σε βάρος των εταίρων της. Επέβαλε με χαρακτηριστική σκληρότητα στην Ελλάδα την πολιτική των Μνημονίων.
Κατά συνέπεια διάλογος με την Τουρκία μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο του ΟΗΕ, χωρίς διαμεσολαβητές που τείνουν να μετατραπούν σε πάτρωνες, μόνο στη βάση του διεθνούς δικαίου, για το μοναδικό ζήτημα υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Προϋπόθεση όποιου διαλόγου είναι η άρση του casus belli.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION