Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

2021


 εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 15/12/2021


Ας εξετάσουμε πρώτα τα δεδομένα. Η Γερμανία είναι, ως γνωστό, βασικός οικονομικός μας εταίρος και ηγέτιδα δύναμη της ΕΕ. Κρατά σταθερά και αδιάλειπτα όχι απλώς θέση “ίσων αποστάσεων” έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας αλλά έμμεσα μια φιλοτουρκική στάση. Και αυτή την καθορίζουν πολύ συγκεκριμένα, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Τονίστηκε όμως γλαφυρά από την προχτεσινή δήλωση της νέας υπουργού εξωτερικών τη Γερμανίας ότι δεν πρόλαβε να μελετήσει τους σχετικούς φακέλους και έτσι δεν μπορεί να τοποθετηθεί για το ζήτημα. Ακόμη και αν κάνει εντατικό φροντιστήριο, πάλι η θέση της Γερμανίας δεν θα αλλάξει.

Οι ΗΠΑ από την άλλη, βασικός οικονομικός και στρατιωτικός σύμμαχος της Ελλάδας κρατούν επίσης την ίδια πολιτική “ίσων αποστάσεων”. Κάποιοι επιμένουν για πολλοστή φορά να βλέπουν απομάκρυνση των ΗΠΑ από την Τουρκία. Αν δεν εξαπατούν συνειδητά, τότε θα διαψευστούν για μια ακόμη φορά. Οι ΗΠΑ δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τα στρατηγικά τους συμφέροντα στο υπογάστριο της Ρωσίας και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, όπου χρειάζονται την Τουρκία.

Η Ελλάδα είναι απομονωμένη και από τους αντιπάλους των συμμάχων της. Δεν μπορεί να ψέξει κανείς τον εκπρόσωπο της Ρωσίας που δήλωσε πρόσφατα: “Το πρόβλημα είναι πολύ απλό. Συγκεντρώνονται όλο και περισσότεροι στρατιώτες του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στο έδαφός σας. Μεταφέρονται εκατοντάδες, χιλιάδες μονάδες στρατιωτικού εξοπλισμού μέσω της Αλεξανδρούπολης και ούτω καθεξής. Ανοίγετε νέες εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ και την ίδια στιγμή το ΝΑΤΟ μας κατονομάζει ως εχθρό και το ΝΑΤΟ προετοιμάζει τον βασικό σκοπό της συμμαχίας που δεν είναι άλλος από το να αναχαιτίσει τη Ρωσία. Αυτό μας ανησυχεί, πρέπει να μας καταλάβετε”. Με δυο λόγια, αν βοηθάτε στις πολεμικές προετοιμασίες εναντίον μας, πώς να σας στηρίξουμε και να ανακατευτούμε σε μια ενδονατοϊκή διαμάχη;

Ανάλογη λίγο πολύ, και για τους ίδιους λόγους, είναι η θέση της Κίνας. Όσο και αν ενοχλείται από το γεγονός ότι η Τουρκία θωπεύει τους αυτονομιστές Ουιγούρους, όσο και αν σε διπλωματικό επίπεδο τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, η πολιτική της παρέμβαση έχει όρια τα σύνορα του ΝΑΤΟ. Και εντός αυτών των συνόρων διατυπώνονται οι τουρκικές διεκδικήσεις και απειλές.

Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, συνειδητά ή όχι δεν έχει σημασία, τονίζουν πάντοτε πόσο η Ελλάδα απολαμβάνει της στήριξης των συμμάχων της αλλά και ευρύτερα. Πρόκειται για μια αυταπάτη που καλλιεργείται στην κοινή γνώμη και που σε κρίσιμες στιγμές έχει πληρωθεί ακριβά. Το κυπριακό και τα Ίμια είναι οι τρανότερες αποδείξεις. Στην πραγματικότητα η Ελλαδα είναι απομονωμένη.

Χρειάζεται επομένως στροφή προς μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και τη διάρρηξη της απομόνωσης. Εκτός αν δεχόμαστε αυτό που ο εκδότης της Καθημερινής έγραφε το 1947: "Ζήτημα ανεξαρτησίας δεν υπάρχει. Υπάρχει ζήτημα ένα και μόνον: αφεντικού”.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 8/12/2021


Με την πρόσφατη επιστολή Σινιρίογλου στον ΟΗΕ αμφισβητείται ξανά η κυριαρχία νησιών του Αιγαίου, παρότι με σαφήνεια η Συνθήκη της Λωζάννης (άρθρα 12, 16) ξεκαθάριζε ότι στην Τουρκία περιέρχονται μόνο τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Λαγούσες και όσα βρίσκονταν εντός 3 μιλίων από τις τουρκικές ακτές και δεν παραχωρούνταν ρητά στην Ελλάδα. Σε ότι αφορά τα Δωδεκάννησα, από την ιταλοτουρκική Συνθήκη του 1932 και τη Συνθήκη του Παρισιού του 1947 προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι τα νησιά περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια αφού η Ελλάδα υπήρξε ο καθολικός διάδοχος της Ιταλίας στην περιοχή.

Η Τουρκία κατηγορεί επίσης την Ελλάδα ότι έχει εξοπλίσει τα νησιά παρότι οι σχετικές Συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Πράγματι, η Συνθήκη της Λωζάννης όριζε τη μερική αποστρατιωτικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Η Συνθήκη του Παρισιού όριζε την ολική αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκαννήσων. Ωστόσο, με βάση το διεθνές δίκαιο, υφίσταται και μάλιστα υπερέχει το δικαίωμα κάθε κράτους στην αυτοάμυνα. Πρόκειται για ένα αυτονόητο δικαίωμα συνυφασμένο με την έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό κατοχυρώνεται εμφατικά στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και, μάλιστα, υπερισχύει όποιων άλλων δεσμεύσεων έχει αναλάβει ένα κράτος στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών. Αυτό ενισχύεται, αν λάβει κανείς υπόψη την πραγματική κατάσταση των διαρκών απειλών της Τουρκίας καθώς και της ιστορικά πρόσφατης εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής μέρους της Κύπρου.

Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι άλλο. Είναι ότι, τη στιγμή που το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει απτόητο να προωθεί τις παράνομες αξιώσεις του, η ελληνική κυβέρνηση, τυφλωμένη θαρρείς από άνομα συμφέροντα, περί άλλα τυρβάζει. Στέλνει πυραύλους στη Σαουδική Αραβία, ετοιμάζεται να στείλει στρατιώτες στην υποσαχάρια Αφρική! Συνεχίζει τη δική της επικίνδυνη κούρσα, παρέχοντας “γη και ύδωρ” στις ΗΠΑ. Επιτρέπει, και μάλιστα με τυμπανοκρουσίες, τη μεταφορά αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού και οπλικών συστημάτων μέσω της Αλεξανδρούπολης.

Πρόκειται για πρόκληση σε βάρος της Ρωσίας και ας το αρνήθηκε αυτό με κουτοπονηριά ο υπουργός Άμυνας. Οι ΗΠΑ σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Ρωσία και την Κίνα, ανεβάζουν την ένταση στο διεθνές σκηνικό, ασκούν στρατιωτικές πιέσεις για να μην χάσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Η συμμετοχή της χώρας μας σε αυτή την κλιμάκωση εκθέτει σε ανεπανόρθωτους κινδύνους τον ελληνικό λαό αλλά και τη διεθνή ειρήνη. Ποιός έχει το δικαίωμα, με τόση ευκολία να παίζει με τη φωτιά ενός ολοκαυτώματος; Υπερβολή; Οι πρωτεργάτες του α’ παγκοσμίου πολέμου, όταν ξεκίνησε, θεωρούσαν ότι θα διαρκέσει λίγες βδομάδες και όχι 4 χρόνια με κόστος 10 εκατομμύρια νεκρούς.

Οι επιστολές της τουρκικής διπλωματίας, τρεις στον αριθμό, καλό θα ήταν να μας αφυπνίσουν. Μια Ελλάδα ουδέτερη, έξω από κάθε στρατιωτικό συνασπισμό, μπορεί να συμβάλλει στην ειρήνη και να προασπίσει αποτελεσματικότερα την κυριαρχία της. Το ΝΑΤΟ δεν μας προστάτεψε ποτέ όταν χρειάστηκε.

εφημ. Documento/Hot doc History, 5/12/2021


Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία σημαδεύτηκε από την προσπάθεια των εγχώριων κύκλων της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας αλλά και των ΗΠΑ να ελέγξουν και χαλιναγωγήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί εξαιτίας της προδοσίας της Κύπρου από τη χούντα, των μεγάλων άλυτων κοινωνικών προβλημάτων, τη διαφθορά των χουντικών, τη σωρεία σκανδάλων, την καταπίεση που κορυφώθηκε με τη σφαγή στο Πολυτεχνείο1. Οι ΗΠΑ φοβούνταν ιδίως το ενδεχόμενο να ξεσπάσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις και να χαθεί η Ελλάδα από την επιρροή του δυτικού μπλοκ. Οι αμερικανοί είχαν έτοιμα ακόμη και σχέδια εκκένωσης των στρατιωτικών τους βάσεων2.

Και έτσι επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά εκείνο που είχε πει το 1841 ο τότε πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα: “μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα αποτελεί παραλογισμό3. Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ, όπως πρώτα ενορχήστρωσαν τη δικτατορία και την προδοσία της Κύπρου, στη συνέχεια ενορχήστρωσαν τη μετάβαση σε μια ελεγχόμενη δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πτώση της δικτατορικής κυβέρνησης προαναγγέλθηκε ουσιαστικά μια μέρα πριν σε συνέντευξη τύπου του Χ. Κίνινγκερ. Τώρα πλέον είναι γνωστές λεπτομέρειες για τις συναντήσεις αξιωματούχων των ΗΠΑ με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες (Κ. Καραμανλής, συγκεκριμένοι βιομήχανοι και εφοπλιστές, Α. Παπανδρέου κλπ) για να προετοιμάσουν τις εξελίξεις4. Ακόμη και η έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από την μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας εντασσόταν στην προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Υπό το κλίμα αυτό διαμορφώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν αυτή την πρώτη περίοδο μετά την πτώση της χούντας και που χαρακτήρισαν την μεταπολίτευση. Έθεσαν κατά κάποιο τρόπο και τα θεμέλια της κρίσης που διανύουμε από το 2009 και έπειτα.



Η οριοθέτηση του πολιτικού συστήματος


Το πρώτο χαρακτηριστικό αφορούσε στην οικοδόμηση ενός πολιτικού συστήματος το οποίο ήταν βέβαια σαφώς δημοκρατικότερο της μετεμφυλιακής περιόδου αλλά από την άλλη δεν έπαυε να έχει στοιχεία αντιδημοκρατικά και αυταρχικά. Το κύριο αυτό χαρακτηριστικό αποτυπώθηκε με τον πιο καθαρό τρόπο στο ίδιο το Σύνταγμα του 1975 και στη διαμόρφωση του κρατικού μηχανισμού αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας.

Η τάση φάνηκε ήδη με την υιοθέτηση της Συντακτικής Πράξης της 1/8/1974 “Περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της Χώρας”. Εκεί στο άρθρο 1 καθοριζόταν ότι επανερχόταν σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων που αφορούσαν στη μορφή του πολιτεύματος5.

Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Θα μπορούσαν να υπάρξουν εναλλακτικές επιλογές όπως για παράδειγμα να υιοθετηθεί προσωρινά ένα μέρος των διατάξεων του προγενέστερου αλλά πιο δημοκρατικού Συντάγματος, εκείνου της αβασίλευτης Δημοκρατίας του 1927. Με την επιλογή όμως του Συντάγματος του 1952 γινόταν προσπάθεια να οριοθετηθούν οι εξελίξεις. Υπογραμμιζόταν η συνέχεια του πολιτικού συστήματος, παρά την όποια ασυνέχεια λόγω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και των πολιτικών κομμάτων μέσω του ν.δ. 59/1974 “περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων”.

Το Σύνταγμα του 1952 ήταν βαθιά αντιδημοκρατικό, καρπός των μετεμφυλιοπολεμικών συνθηκών. Ήταν ένα Σύνταγμα που εκτός των άλλων, δεν κατοχύρωνε το δικαίωμα στην απεργία, την απαγόρευε ρητά για τους δημοσίους υπαλλήλους, έθετε δρακόντειους περιορισμούς στο δικαίωμα του συνδικαλισμού και όριζε στο άρθρο 100 ότι “ιδεολογίαι σκοπούσαι την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου”.

Η Συντακτική Πράξη του 1974 εξαιρούσε από την επαναφορά τις διατάξεις περί πολιτεύματος. Ο βασιλικός θεσμός, πηγή αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών παρεμβάσεων και σύμβολο της ξένης παρέμβασης, είχε τόσο φθαρεί στη συνείδηση του λαού ώστε ήταν αδύνατο να επανέλθει μετά τη δικτατορία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κάποιοι παράγοντες του Λευκού Οίκου πρότειναν την επαναφορά του βασιλιά αλλά δεν εισακούστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ6. Η θυσία του βασιλικού θεσμού ήταν προαποφασισμένη, μια παραχώρηση στην οργισμένη κοινή γνώμη.

Στο ίδιο πνεύμα βρισκόταν η οριοθέτηση της διαδικασίας ψήφισης νέου Συντάγματος ως αναθεωρητικής. Τι σήμαινε αυτό; Αποκλείστηκε δηλαδή η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης η οποία θα μπορούσε να υιοθετήσει ένα εντελώς νέο Σύνταγμα και, θεωρητικά τουλάχιστον, να απομακρυνθεί κατά πολύ από το Σύνταγμα του 1952, ακόμη και από τα πρότυπα της αστικής δημοκρατίας προς πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι το πρώτο Σύνταγμα της Πορτογαλίας (1976), που υιοθετήθηκε μετά την επανάσταση των γαριφάλων και την πτώση της εκεί δικτατορίας, ήταν εξαιρετικά ριζοσπαστικό. Προέβλεπε εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και μια σειρά άλλες ριζοσπαστικού ακόμη και επαναστατικού περιεχομένου διατάξεις7.

Αυτή ακριβώς την προοπτική ήθελαν οι κυβερνώντες να αποφύγουν. Παρότι υπήρξαν φωνές για σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης, ακολουθήθηκε μια ψευδοαναθεωρητική διαδικασία. Στην πραγματικότητα ήταν μια “συντακτική με περιορισμένη εντολή” καθώς στις θεμελιώδεις διατάξεις του περί πολιτεύματος (βασιλευόμενη δημοκρατία) απομακρύνθηκαν από το Σύνταγμα του 19528. Ούτε η διαδικασία αναθεώρησης που όριζε το Σύνταγμα του 1952 ακολουθήθηκε. Ανάλογη εμπειρία είχε η χώρα μας το 1911. Έγινε και τότε αναθεώρηση του Συντάγματος και όχι Συντακτική Συνέλευση, όπως απαιτούσε ο λαός από τον Βενιζέλο στη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος9. Ο σκοπός τότε ήταν να μην ριζοσπαστικοποιηθεί η διαδικασία και αμφισβητηθεί ο πυρήνας του πολιτεύματος, δηλαδή η μοναρχία, ο τοποτηρητής και εκφραστής των ξένων και εγχώριων μεγάλων συμφερόντων.



Η οριοθέτηση του οικονομικού συστήματος


Πιο χαρακτηριστική είναι η οριοθέτηση του οικονομικού συστήματος. Η πρόνοια της Συντακτικής Πράξης ήταν να κατοχυρωθεί όχι απλά η μακροημέρευση του κυρίαρχου οικονομικού συτήματος αλλά κάποιες ειδικότερες πλευρές του που χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν τη χώρα μας.

Έτσι, από τα μόλις 15 άρθρα της Συντακτικής Πράξης της 1/8/1974, το ένα (άρθρο 9) φρόντιζε να διατηρήσει ρητά σε εφαρμογή το άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952. Γιατί υπήρχε αυτή η ιδιαίτερη, ειδική μέριμνα και σπουδή; Γιατί απλούστατα το άρθρο 112 ήταν εκείνο που κατοχύρωνε συνταγματικά (και όχι μόνο σε επίπεδο κοινού νόμου) τα σκανδαλώδη φορολογικά και άλλα προνόμια του ξένου και του εφοπλιστικού κεφαλαίου.



Το αυταρχικό Σύνταγμα του 1975


Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους το πρώτο σχέδιο Συντάγματος που έφερε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση της ΝΔ, περιελάμβανε πολλές διατάξεις από τα χουντικά “συνταγματικά” κείμενα του 1968 και του 1973. Παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια της συζήτησης έγιναν βελτιωτικές παρεμβάσεις και αφαιρέθηκαν πολλές από αυτές, παρέμεινε ο αυταρχικός προσανατολισμός του Συντάγματος. Δεν μετεβλήθη κατά βάση ούτε στις επόμενες αναθεωρήσεις. Αυτός εντοπίζεται σε τέσσερεις κυρίως άξονες.


Πρώτος άξονας


Καθορίζει συνταγματικά μια μειωμένη εθνική κυριαρχία. Αυτό γίνεται με δυο τρόπους. Πρώτα με την παροχή δυνατότητας για εγκαθίδρυση ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος της χώρας στο άρθρο 27 παρ. 2. Πρόκειται βέβαια για ζήτημα που ταλάνιζε την πατρίδα μας και πριν το Σύνταγμα του 1975. Εξακολουθεί και σήμερα να απασχολεί ιδίως με τις πρόσφατες ελληνοαμερικανικές συμφωνίες οι οποίες παραβιάζουν το Σύνταγμα καθώς δίνουν αόριστες ευχέρειες για την αξιοποίηση στρατιωτικών και πολιτικών εγκαταστάσεων ανά την επικράτεια.

Δεύτερο, με τη δυνατότητα που δίνει το άρθρο 28 για παραχώρηση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Είναι ενδεικτικό ότι η τότε κυβερνητική πλειοψηφία αρνήθηκε τις προτάσεις της αντιπολίτευσης (που περιελάμβανε από την Ενωση Κέντρου και το ΠΑΣΟΚ μέχρι το ΚΚΕ και την ΕΔΑ), η οποία πρότεινε να επιτρέπεται η παραχώρηση μόνο με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Οι συνέπειες είναι γνωστές: επιβολή της ευρωενωσιακής νομοθεσίας στη χώρα μας, συρρίκνωση και καταστροφή των παραγωγικών της δυνατοτήτων, κρίση χρέους, επιτροπεία από την ΕΕ και το ΔΝΤ.


Δεύτερος άξονας


Δεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Οι πρώτες κιόλας εκλογές που διοργανώθηκαν μετά την πτώση της χούντας έγιναν με καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα. Η αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος μέσω των διάφορων εκλογικών συστημάτων συνοδεύει αδιάλειπτα το πολιτικό μας σύστημα. Διαμορφώνει μειοψηφίες κάτω του 50% σε κυβερνητικές πλειοψηφίες - δυνάστες της Βουλής και του λαού.

Εγκαθιδρύει μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία σε βάρος της Βουλής και των αντιπροσώπων του λαού. Αυτός ήταν μάλιστα ένας από τους κεντρικούς και ανοιχτά διατυπωμένους στόχους της αναθεωρητικής πλειοψηφίας10. Παρά το γεγονός ότι με την αναθεώρηση του 1986 αμβλύνθηκαν κάποιες πλευρές με την αφαίρεση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, το πρόβλημα παραμένει. Το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο και οι πανίσχυρες κυβερνήσεις δυσκολεύουν τον πραγματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και ακόμη περισσότερο τον λαϊκό έλεγχο.


Τρίτος άξονας


Στον τομέα των δικαιωμάτων, παρότι το Σύνταγμα του 1975 βρίσκεται μπροστά σε σχέση με εκείνο του 1952, ωστόσο σημαδεύτηκε και αυτό από τη λογική των περιορισμών έναντι του μη ανοιχτά πλέον ομολογημένου “εχθρού λαού”. Δεν είναι έτσι τυχαίοι οι περιορισμοί στο απεργιακό δικαίωμα που ενεγράφησαν στο άρθρο 23 ούτε οι περιορισμοί στο δικαίωμα στη συνάθροιση του άρθρου 11. Στο επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων επίσης το Σύνταγμα αποδείχθηκε φειδωλό σε σχέση με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής.


Τέταρτος άξονας


Στα ζητήματα της οικονομίας το Σύνταγμα ακολουθούσε την πεπατημένη. Κατοχύρωνε τα προνόμια του ξένου και εφοπλιστικού κεφαλαίου στο άρθρο 107. Στο άρθρο 106 προέβλεπε απλώς τη δυνατότητα εξαγοράς επιχειρήσεων που έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή κοινωφελή. Στην πραγματικότητα, όποιες κρατικοποιήσεις έγιναν την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή ή Παπανδρέου, είχαν στόχο τη μεταφορά των χρεών και των βαρών στο δημόσιο και την αντίστοιχη διάσωση των μεγαλοεπιχειρηματιών. Όπως τόνιζε στο αντισχέδιο Συντάγματος που κατέθεσε τότε το ΠΑΣΟΚ, το Σύνταγμα “θεωρεί σαν επιβεβλημένη και διατηρητέα την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της οικονομίας μας και μάλιστα στην πιο ανεξέλεγκτη μορφή της”.

Δεν υπήρξε πρόνοια ώστε ο δημόσιος τομέας να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της ριζικής άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αντίθετα, για παράδειγμα, το Πορτογαλικό Σύνταγμα του 1976 προέβλεπε την εθνικοποίηση επιχειρήσεων, το σχεδιασμό της οικονομικής ανάπτυξης και την πειθαρχία στις ξένες επενδύσεις με κριτήρια τα συμφέροντα των εργαζομένων και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους.



Η περιορισμένη αποχουντοποίηση


Στο καίριο και ακανθώδες ζήτημα της εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τους πραξικοπηματίες και τους συνεργάτες τους, ακολουθήθηκε στην ουσία η προτροπή του Κ. Τσάτσου, στενού συνεργάτη του Κ. Καραμανλή, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του Συντάγματος του 1975. Απευθυνόμενος σε βουλευτές της ΕΔΑ το 1958 (όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση) ο Κ. Τσάτσος είχε πει: “Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε τα χέρια και να παραδοθούμε. Θα σας αντιμετωπίσωμε με τα Σώματα Ασφαλείας και τα άλλα όργανα του κράτους”11.

Στη λογική αυτή η αποχουντοποίηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Ακόμη και οι κορυφαίοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων την εποχή της χούντας (Γκιζίκης, Μπονάνος κλπ) έμειναν στο απυρόβλητο σε μια μη ομολογημένη συμφωνία με την κυβέρνηση Καραμανλή12. Λίγοι χουντικοί δικάστηκαν και λίγοι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό. Κάπως μεγαλύτερη ήταν η αποχουντοποίηση μόνο στα πανεπιστήμια λόγω της μεγάλης πίεσης και του ρόλου του φοιτητικού κινήματος. Οι ίδιοι οι αρχιπραξικοπηματίες έπεσαν ουσιαστικά στα μαλακά όταν ο τότε πρωθυπουργός μετέτρεψε τη θανατική ποινή τους σε ισόβια.

Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο έρχονταν κατά καιρούς στην επιφάνεια της δημοσιότητας τα διάφορα χουντικά “σταγονίδια”. Είναι η σκληρή εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης που ανασύρεται με τον ένα ή άλλο τρόπο σε περιόδους κρίσεων. Μετά την κρίση του 2009 γνωρίσαμε το φαινόμενο της έξαρσης του νεοναζισμού και των διασυνδέσεών του με τον κρατικό μηχανισμό, ιδίως με τα σώματα ασφαλείας καμιά φορά ακόμη και με τη Δικαιοσύνη. Στην ίδια προβληματική εντάσσονται τα φαινόμενα παραβατικότητας και ατιμωρησίας των αστυνομικών που ιδιαίτερα τελευταία γνωρίζουν έξαρση.

Γενικότερα, το Σύνταγμα του 1975/86/01/19 αποτελεί μέρος του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού μας προβλήματος. Η ιδέα μιας Συντακτικής Συνέλευσης για την υιοθέτηση ενός ριζοσπαστικά δημοκρατικού νέου Συντάγματος, που θα άνοιγε νέους δρόμους, θα άξιζε να μας απασχολήσει κάποια στιγμή13.

1Βλ. Δ. Ελευθεράτος, Λαμόγια στο χακί, Αθήνα, εκδ. Τόπος,

2Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 532.

3Βλ. T. Marshall, Η δύναμη της γεωγραφίας, Αθήνα, εκδ. Διόπτρα, 2021, σελ. 196.

4Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 471, 491, 211, 148-149, 121, 495, 549.

5Βλ. περισσότερα Δ. Καλτσώνης, Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας (1821-2001), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, σελ. 250 επ.

6Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 483.

7Βλ. Δ. Καλτσώνης, Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας (1821-2001), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2017, σελ. 257-258.

8Βλ. Χ. Κουρουνδής, Το Σύνταγμα και η Αριστερά, Αθήνα, εκδ. Νήσος, 2018, σελ. 183, 212.

9Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Σάκκουλα, 1981, σελ. 101-102.

10Βλ. Σ. Βλαχόπουλος – Ε. Χατζηβασιλείου, Διλήμματα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 331 επ.

11Βλ. Χ. Κουρουνδής, Το Σύνταγμα και η Αριστερά, Αθήνα, εκδ. Νήσος, 2018, σελ. 111.

12Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 476.

13Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;”, στο συλλ. τόμο Λ. Βατικιώτης (επιμ.), Έξοδος αδιέξοδος, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2018, σελ. 39 επ. και Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017.

 


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 2/12/2021


Η εξωτερική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων υπακούει σε συγκεκριμένο σχεδιασμό: πρώτα η υπογραφή της ελληνογαλλικής συμφωνίας, στη συνέχεια η επέκταση των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ σε όλη την επικράτεια και η ελληνοαμερικανική συμφωνία.

Τώρα, στη σύνοδο υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ βλέπουμε ότι ως μία από τις περιοχές δράσης του αναδεικνύεται εντονότερα η υποσαχάρια Αφρική. Εκεί δραστηριοποιούνται γαλλικές και αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Το πρόσχημα είναι η καταπολέμηση των διάφορων ένοπλων, συνήθως ισλαμιστικών, κινημάτων. Στην πραγματικότητα είναι ο έλεγχος και η καταλήστευση της περιοχής, ιδίως η αποτροπή της κινεζικής διείσδυσης.

Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι ότι το πρόεδρος Μακρόν “ξέχασε” τη παλαιότερη δήλωσή του πως το ΝΑΤΟ είναι κλινικά νεκρό. Καρπός επίσης της συνεργασίας είναι η αναφορά της ελληνογαλλικής συμφωνίας πως εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, παρότι κάποιοι με επιτήδειο τρόπο προσπάθησαν να την παρουσιάσουν ως δήθεν αυτοτελή από τη ΝΑΤΟϊκή γραμμή.

Σε άμεση ενεργοποίηση λοιπόν του άρθρου 18 της ελληνογαλλικής συμφωνίας, ο Υπουργός Άμυνας της χώρας μας δήλωσε ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται να στείλει στρατό στην υποσαχάρια Αφρική. Το 2020 ο Μακρόν είχε δηλώσει πως η Γαλλία μετρά ήδη πολλούς νεκρούς στην περιοχή και πως οφείλουν να αναλάβουν βάρη και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Μένει επομένως να εξηγήσει η ελληνική κυβέρνηση πώς θεμελιώνει ηθικά την συμμετοχή της στα νεοαποικιοκρατικά σχέδια της Γαλλίας και των ΗΠΑ, που θα σωρεύσουν και άλλες συμφορές στους λαούς, και πώς θα αντιμετωπίσει τυχόν επικίνδυνες παράπλευρες επιπτώσεις, όπως για παράδειγμα τρομοκρατικά χτυπήματα που θα βάλουν στόχο τη χώρα μας εξαιτίας της συμμετοχής της.

Χρειάζεται ακόμη να εξηγήσει η κυβέρνηση πώς είναι δυνατό σε συνθήκες έντασης των απειλών εκ μέρους της Τουρκίας, η Ελλάδα να παραβιάζει μια θεμελιώδη αρχή, αυτή του μη διασκορπισμού των δυνάμεων. Να σημειωθεί επιπλέον ότι σε συνθήκες κρίσης του καθεστώτος Ερντογάν οι τυχοδιωκτισμοί του μπορεί να ενταθούν.

Μένει το τελευταίο επιχείρημα ότι η Γαλλία θα μας συμπαρασταθεί, αν χρειαστεί. Να όμως που και ο Μπρινό Τετρέ (αναλυτής στρατηγικών θεμάτων στο γαλλικό Ινστιτούτο Montaigne και πρώην σύμβουλος της ΝΑΤΟϊκής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης) υποστήριξε ότι η πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία δεν συνιστά σκλήρυνση της στάσης της Γαλλίας έναντι της Άγκυρας και ότι ακριβώς οι διατυπώσεις της συμφωνίας περιλαμβάνουν πολλές “ρήτρες διαφυγής”, όπως ακριβώς υποστηρίχθηκε από επικριτές της συμφωνίας καθώς και από τον γράφοντα. (ΤΑ ΝΕΑ 19/11/2021).

Υπογράμμισε επίσης ο Γάλλος αναλυτής ότι είναι εξαιρετικά ενδεικτικό το γεγονός ότι την ίδια μέρα που ο Έλληνας πρωθυπουργός βρισκόταν στο Παρίσι για να υπογράψει τη συμφωνία, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου Φρανκ Ριστέρ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για την πρώτη συνάντηση της Κοινής Επιτροπής Οικονομίας και Εμπορίου Γαλλίας – Τουρκίας από το 2018.

Τι απομένει; Η συμμετοχή της Ελλάδας σε τυχοδιωκτισμούς προς όφελος συγκριμένων αλλοδαπών και εγχώριων ισχυρών συμφερόντων. Ένας επικίνδυνος σχεδιασμός.


 

εφημ. Documento, 28/11/2021


Η βαθιά πολυεπίπεδη κρίση, στην οποία βυθιζόμαστε μέρα με τη μέρα, αναδεικνύει ανάγλυφα και τα αδιέξοδα της σύγχρονης δημοκρατίας. Υπάρχουν οκτώ βασικοί λόγοι που καθιστούν επιτακτική την αναγέννηση της δημοκρατίας.

1. Επειδή δεν μπορούμε να αφήσουμε να συνεχιστεί η παράνομη αστυνομική βία, οι συμπεριφορές τύπου συμμορίας, τα βασανιστήρια συλληφθέντων και κρατουμένων, η ατιμωρησία των αστυνομικών. Είναι στοιχειώδες για μια σύγχρονη κοινωνία που θέλει να προστατεύει τους πολίτες της. Χρειάζεται γι’ αυτό ριζική αναδόμηση των σωμάτων ασφαλείας, κατάργηση των διεφθαρμένων υπηρεσιών, αλλαγή προσανατολισμού, τολμηρός, επαναστατικός εκδημοκρατισμός.

2. Επειδή πρέπει και πάλι να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των εργαζομένων να διαμαρτύρονται, να συναθροίζονται, να διαδηλώνουν, να απεργούν χωρίς τους ασφυκτικούς και μάλιστα συσχνά αντισυνταγματικούς περιορισμούς των σχετικών νόμων και χωρίς τη συνεχή απειλή της αστυνομικής ράβδου, των χημικών, της αύρας, των δικαστικών διώξεων.

3. Επειδή πρέπει να σταματήσει η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα μέσα ενημέρωσης των ολιγαρχών. Οι ολιγάρχες πρέπει να εξοβελιστούν από το χώρο της ενημέρωσης. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα ουσιαστικής πληροφόρησης στους εργαζόμενους και στους φορείς τους.

4. Επειδή δεν μπορεί να συνεχιστεί να μας κυβερνά πάντα μια μειοψηφία (γύρω στο 40% περίπου κάθε φορά), που μέσω των καλπονοθευτικών εκλογικών συστημάτων μετατρέπεται σε πλειοψηφία. Στη Βουλή, στην τοπική αυτοδιοίκηση, παντού, πάγιο και συνταγματικά κατοχυρωμένο εκλογικό σύστημα να γίνει η απλή αναλογική.

5. Επειδή οι κυβερνώντες καταπατούν λίγο ή πολύ τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, πρέπει να εισαχθούν θεσμοί άμεσης δημοκρατίας με κορωνίδα τη δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών πριν το τέλος της βουλευτικής περιόδου, αν το εκλογικό σώμα κρίνει ότι δεν το υπηρετούν.

6. Επειδή δεν είναι δημοκρατία να υπαγορεύονται όλες οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας από ξένα κέντρα. Η επιβολή, ο έλεγχος, η επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ασφυκτική στρατιωτική παρουσία των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων δεν είναι σημάδια δημοκρατίας. Αντίθετα, προβάλλουν πιο καθαρά την ανάγκη της απελευθέρωσης.

7. Επειδή η δημοκρατία δεν πρέπει να είναι βιτρίνα που κρύβει επιμελώς την εξουσία και τον πλούτο των λίγων αλλά το εργαλείο των πολλών για να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Τι είδους οικονομική πολιτική θα ακολουθηθεί, αν για παράδειγμα θα κατοχυρώνει ολοένα και περισσότερα προνόμια στην ολιγαρχία ή αντίθετα αν θα προβαίνει στη δίκαιη, ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου είναι θέμα δημοκρατίας. Αν θα εξαϋλώνονται τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα ή αντίθετα αν θα προστατεύνται και θα ανθίζουν είναι θέμα δημοκρατίας.

8. Επειδή πρέπει να σταματήσει η αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος που θυσιάζεται στο βωμό των κερδών καθώς και οι ψευδο-οικολογικές αναζητήσεις που μόνο τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών προωθούν. Αποφάσεις που θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης μπορούν να ληφθούν μόνο αν υπάρχει αληθινή δημοκρατία.

Απέναντι λοιπόν στη σημερινή σιδερόφρακτη δημοκρατία της ολιγαρχίας, οι εργαζόμενοι ας αντιτάξουμε το δικό μας όραμα: την αναγέννηση της δημοκρατίας. Δεν αρκεί απλώς αναζωογόννηση, επιμέρους μέτρα βελτίωσης, κάποιες μόνο θεσμικές αλλαγές. Η δημοκρατία χρειάζεται να ξαναγεννηθεί. Και αυτό μπορεί να είναι έργο μιας ριζικής μεταβολής, πρώτα απ’ όλα στο συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Σήμερα αυτό ίσως φαντάζει ουτοπικό. Αλλά η επιστημονική ανάλυση δείχνει ότι η ανθρωπότητα όποτε έφτασε στο χείλος της αβύσσου, στην ακραία όξυνση των αντιθέσεων, αναζήτησε εναλλακτικά μοντέλα δημοκρατίας και κοινωνικής οργάνωσης. Η κρίση εξάλλου είναι παγκόσμια. Ότι σήμερα μοιάζει αδύνατο, αύριο θα φαίνεται αδήριτη, επιτακτική ανάγκη για την αποφυγή της ανθρωπιστικής και περιβαλλοντικής καταστροφής. Όταν οι πολλοί πραγματικά θα αποφασίζουν, η ζωή θα μπορεί να γίνει καλύτερη, πιο ανθρώπινη, αξιοπρεπής, αντάξια των δυνατοτήτων του 21ου αιώνα.


 

εφημ. Τα ΝΕΑ, 19/11/2021


Συνέρχεται σήμερα η τετραμερής Ελλάδας, Γαλλίας, Κύπρου, Αιγύπτου. Μια διάσκεψη στην οποία η ελληνική κυβέρνηση επενδύει πολλές ελπίδες. Σε αρκετούς μάλιστα η Γαλλία φαντάζει είτε ως αυτοτελής σύμμαχος – προστάτης της χώρας μας έναντι των τουρκικών απειλών είτε ως συμπληρωματικός προς τις ΗΠΑ.

Κεντρική φιγούρα της συνάντησης αναδεικνύεται φυσικά η Γαλλία η οποία προσπαθεί μεθοδικά να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον του καθεστώτος μεγάλης δύναμης που απολάμβανε στο παρελθόν. Η τετραμερής αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη φυσική συνέχεια της πρόσφατης ελληνογαλλικής συμφωνίας. Η ίδια η συμφωνία ωστόσο έχει τουλάχιστον τέσσερα επίμαχα σημεία.

Πρώτο, ξεκαθαρίζει στο άρθρο 3 ότι εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Άρα η Γαλλία δεν μπορεί να υπερβεί το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο και να πράξει τα δέοντα υπερασπίζοντας την Ελλάδα, αν χρειαστεί.

Δεύτερο, είναι αμφίβολο αν η Γαλλία έχει την αναγκαία δύναμη, στρατιωτική αλλά ιδίως οικονομική, να ασκήσει ένα τόσο αυτόνομο ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι παραπάνω από φανερό ότι οι κινήσεις της φτάνουν λίγο – πολύ μέχρι εκεί που το επιτρέπουν οι ΗΠΑ. Όσο και αν οι λεονταρισμοί του προέδρου Ε. Μακρόν κήρυξαν το ΝΑΤΟ κλινικά νεκρό, η Γαλλία παραμένει στο ΝΑΤΟ. Υπέστη μάλιστα την ταπεινωτική ακύρωση της συμφωνίας με την Αυστραλία. Από την άλλη, σε επίπεδο ΕΕ τίποτα δεν γίνεται, όσο και αν η Γαλλία προσπαθεί, αν δεν λάβει σε τελική ανάλυση την έγκριση της Γερμανίας.

Τρίτο, η ελληνογαλλική συμφωνία περιλαμβάνει κάποιες προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να ονομαστούν “ρήτρες διαφυγής”. Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι θα υπάρξει αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, αν κάτι τέτοιο διαπιστωθεί από κοινού. Και αν υπάρξει διχογνωμία, αν δηλαδή η γαλλική πλευρά δεν θεωρήσει επίθεση ένα συμβάν που η ελληνική το αποτιμά ως τέτοιο; Της δίνεται έτσι η ευκαιρία να αποποιηθεί των δεσμεύσεών της. Στα άρθρα 8, 10 και 20 ορίζεται ότι Ελλάδα και Γαλλία αναπτύσσουν τη συνεργασία τους “όποτε είναι δυνατό”. Αυτή η αυτονόητη αναφορά δεν είναι χωρίς σημασία. Υπογραμμίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα του ισχυρού μέρους να ξεφύγει από τις υποχρεώσεις του προς το ανίσχυρο μέρος (Ελλάδα), όταν το κρίνει αναγκαίο.

Τέταρτο, στο άρθρο 18 προβλέπεται η συμμετοχή της Ελλάδας σε θέατρα επιχειρήσεων που ενδιαφέρουν τη Γαλλία. Η Αν. Μεσόγειος και η υποσαχάρια Αφρική είναι δύο από αυτά, όπου εκτυλίσσονται οι κάθε άλλο παρά ενάρετες νεοαποικιοκρατικές βλέψεις της Γαλλίας.

Στο φως των παραπάνω η τετραμερής αποτελεί μάλλον ένα βήμα εμπλοκής της Ελλάδας στους σχεδιασμούς της Γαλλίας για την περιοχή παρά το αντίστροφο, δηλαδή δέσμευση της Γαλλίας στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Όπως σημειώνουν οι συνάδελφοι Αθ. Πλατιάς και Κ. Κολιόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο τους Η τέχνη της στρατηγικής, “οι συμμαχίες μπορεί να σε σώσουν μπορεί και να σε παγιδεύσουν”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη δεύτερη περίπτωση.


 στο Α. Σίλβα Λεόν, Σύντομη ιστορία της Κουβανικής επανάστασης (1959-2000), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2021, σελ. 11-16


Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ενδιαφέρει η μελέτη της κουβανικής επανάστασης. Ενδιαφέρει πρωτίστως γιατί αποτελεί μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του επαναστατικού, απελευθερωτικού κινήματος του 20ού αιώνα. Ο λαός και οι ηγετικές του φυσιογνωμίες, γνήσια τέκνα της εποχής και των συνθηκών, έβαλαν τη δική τους ιδιαίτερη πινελιά στις αναζητήσεις όχι μόνο του κουβανικού ή των άλλων λατινοαμερικανικών λαών αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Ενδιαφέρει επίσης επειδή τα κοινωνικά επιτεύγματα της επανάστασης αυτής ήταν και είναι πολύ σημαντικά. Αν συγκρίνει κανείς την Κούβα με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και ειδικά με εκείνες τις Καραϊβικής, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τα σπουδαία επιτεύγματά της. Σε κάποιους τομείς, όπως η παιδεία και η υγεία, η Κούβα συναγωνίζεται επάξια ή ξεπερνά τα αναπτυγμένα κράτη.

Ωστόσο, η μελέτη της κουβανικής επανάστασης, της ιστορίας, της πορείας της, των επιτευγμάτων και των αστοχιών της προσφέρει άφθονο υλικό για τις σημερινές εναγώνιες αναζητήσεις της ανθρωπότητας. Δεν αναρωτιέται κανείς μόνο για την επιβίωσή της μέσα από όλες τις αντιξοότητες, τις ασφυκτικές στρατιωτικές και οικονομικές πιέσεις του ιμπεριαλισμού, τα δικά της λάθη. Αναρωτιέται ακόμη γιατί η καπιταλιστική παλινόρθωση των ετών 1989-1990 στα (γραφειοκρατικά στρεβλωμένα) σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν κατάφερε να συμπαρασύρει την Κούβα. Πώς συνέβη αυτό; Τι διαφορετικό είχε η Κούβα από τη Σοβιετική Ένωση, τη Λαϊκή Δημοκρατία Βουλγαρίας ή άλλες χώρες της Αφρικής και της Ασίας;

Σίγουρα έπαιξαν ρόλο οι παραδόσεις και η κοινωνική νοοτροπία των Κουβανών και των λαών της Λατινικής Αμερικής, η ηθικο-πολιτική κληρονομιά προσωπικοτήτων όπως του Χοσέ Μαρτί. Σίγουρα επίσης επέδρασε το γεγονός ότι η κουβανική επανάσταση επικράτησε σε ένα διεθνές περιβάλλον ασύγκριτα πιο ευνοϊκό σε σύγκριση με της Ρωσίας το 1917 ή των άλλων χωρών μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η εμπειρία των προηγούμενων επαναστάσεων, θετική και αρνητική, έπαιξε επίσης ρόλο. Το αντιιμπεριαλιστικό αίσθημα της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας που κατακτήθηκε με την επανάσταση, έχει επιπλέον τη δική του συμβολή. Τέλος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στην ποιότητα των ηγετών της επανάστασης. Αυτή είναι αδιαμφισβήτητη και καταγεγραμμένη ιστορικά αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Οι ηγέτες είναι καρποί της εποχής τους.

Ωστόσο οι αιτίες δεν εντοπίζονται αποκλειστικά ή κυρίως στην τοπική ιστορική ιδιομορφία. Όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να εξηγήσουν ότι η επαναστατική Κούβα επέζησε των τεκτονικών αλλαγών του 1990. Κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι εκείνα που διαδραμάτισαν ειδικό καταλυτικό ρόλο και προσέδωσαν μακροβιότητα στην επανάσταση σε αυτή την φτωχή, “τριτοκοσμική” χώρα. Αυτά ακριβώς είναι εκείνα που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον και πρέπει να αναζητηθούν.

Σε μια εξαιρετικής επιστημονικής ακρίβειας ανάλυση και πρόβλεψη, ο Φ. Ένγκελς, στον πρόλογο που έγραψε στο έργο του Κ. Μαρξ Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, διαπίστωνε ότι η απομάκρυνση από την εφαρμογή των αρχών της Παρισινής Κομμούνας μπορεί να οδηγήσει στο να χάσει η επαναστατημένη εργατική τάξη την εξουσία1. Τίποτα δεν μπορεί επί μακρόν να γίνεται στο όνομα του λαού χωρίς τον ίδιο το λαό.

Αν κάτι κράτησε όρθια την Κούβα τρεις και πλέον δεκαετίες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι το γεγονός ότι αυτή η επανάσταση διατήρησε σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική σχέση του λαού με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε όλες τις περιόδους ο λαός, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ήταν παρών στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων. Οπωσδήποτε υπήρξαν στιγμές που η φωνή του δεν ακούστηκε επαρκώς. Μπορεί επίσης να υπήρξαν στιγμές γραφειοκρατικής σκουριάς στο πολιτικό σύστημα. Αλλά είναι βέβαιο, χωρίς να εξωραϊζει κανείς την κατάσταση, ότι η κουβανική δημοκρατία λειτούργησε πολύ πιο ουσιαστικά όχι μόνο από τις αστικές δημοκρατίες (πρώτα απ' όλα της αμερικανικής ηπείρου) αλλά και από τα πολιτικά συστήματα των άλλων σοσιαλιστικών χωρών2.

Η αιρετότητα, με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών υποψηφίων μη επιβαλλόμενων από το Κομμουνιστικό Κόμμα, η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων, η δυνατότητα ελεύθερης αντιπαράθεσης των απόψεων, η εναλλαγή των αντιπροσώπων, ο έλεγχος από τα κάτω μέσω των συνελεύσεων βάσης και η μη συγκέντρωση (όχι σημαντικών τουλάχιστον) μισθολογικών και άλλων προνομίων στους κυβερνώντες, ο ένοπλος λαός, υπήρξαν μερικά από τα στοιχεία της Κουβανικής επαναστατικής δημοκρατίας. Βέβαια προβλήματα παρουσιάζονται. Η αιρετότητα και η ανακλητότητα μπορεί κάποιες φορές να καθίστανται τυπικές, το ίδιο και η συζήτηση των διαφορετικών απόψεων.

Πάντως η υλοποίηση σε σημαντικό βαθμό των αρχών της Παρισινής Κομμούνας, παρόλες τις ατέλειες και ανεπάρκειες, υπήρξε καθοριστική ειδικά στις κρίσιμες στιγμές. Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο εκδηλώθηκε την κρίσιμη ειδική περίοδο μετά το 1991. Τότε η Κούβα έχασε όλους τους εμπορικούς εταίρους και τα πολιτικά της στηρίγματα. Ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ έγινε ολοκληρωτικός. Το ΑΕΠ έπεσε τουλάχιστον κατά 35%. Και όμως ο λαός δεν λύγισε, δεν παρασύρθηκε ούτε υπέκυψε στις σειρήνες της αντεπανάστασης, που ακούγονταν ελκυστικά αλλά επιφύλασσαν ένα ολέθριο μέλλον για τους πολλούς. Το πολιτικό σύστημα δεν βασίστηκε στη βία για να διατηρηθεί, ούτε θα μπορούσε άλλωστε. Βασίστηκε στην προσφυγή στο λαό, στην ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση για τα πολύ οξυμμένα προβλήματα και τη συλλογική αναζήτηση λύσεων. Ο Φιδέλ Κάστρο έκανε για μια ακόμη φορά το πρώτο βήμα οδηγώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη χώρα σε ένα μεγάλο κύκλο ανοιχτών, ουσιαστικών συνελεύσεων και συζητήσεων.

Στη σημερινή Κούβα, όσο το σύστημα των λαϊκών συνελεύσεων και της επαναστατικής δημοκρατίας διατηρεί και επαυξάνει τη ζωτικότητά του, ο έλεγχος του λαού στην κρατική ηγεσία θα καθίσταται αποτελεσματικός και θα αποτρέπονται φαινόμενα διαφθοράς. Έτσι το σύγχρονο, αναγκαστικό, περιορισμένο άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις θα μπορεί να είναι ελεγχόμενο και ιστορικά προσωρινό3.

Αν αντίθετα η λαϊκή εξουσία αποδυναμωθεί σοβαρά, η Κούβα θα ακολουθήσει το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης κι ένα βαθύ χάσμα κοινωνικής ανισότητας θα εμφανιστεί με τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων και τη βαθιά φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας με την κατάργηση των σημαντικών εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων της επανάστασης. Τότε η Κούβα θα μετατραπεί και πάλι σε χώρα υποτελή των ΗΠΑ, μαστιζόμενη από τη φτώχεια, την υπανάπτυξη και την εγκληματικότητα όπως οι γειτονικές χώρες πχ. η Αϊτή, η Δομινικανή Δημοκρατία ή το Πουέρτο Ρίκο4.

Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση των πραγμάτων στη σύγχρονη ιστορική περίοδο, τα στοιχεία της εμπειρίας της κουβανικής επανάστασης που προαναφέρθηκαν, αποτελούν, έστω και σε ατελή, εμβρυακή, μορφή πρόπλασμα των επαναστάσεων του μέλλοντος. Δείχνουν πώς οι λαοί συσσωρεύουν πολύτιμη εμπειρία από τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, από τις επιτυχίες και τα λάθη τους.

Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει κρίσιμα διλήμματα, πιο κρίσιμα και υπαρξιακά από κάθε άλλη φορά στην ιστορία της. Δεν είναι μόνο η βαθιά όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων την οποία επιτείνει και βαθαίνει απροσμέτρητα η παρούσα καπιταλιστική κρίση. Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι ακόμη και ο κίνδυνος ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Είναι ακόμη οι προκλήσεις της διαχείρισης της τεχνολογίας, της ρομποτικής, της βιοτεχνολογίας. Είναι πάνω από όλα η αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος στο βωμό των καπιταλιστικών κερδών. Οι κίνδυνοι για τους λαούς είναι θανάσιμοι. Γι' αυτό αναπότρεπτα θα εμφανιστούν νέα κύματα επαναστατικών αναζητήσεων. Θα είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Σε αυτές τις αναζητήσεις, η κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, των επιτευγμάτων της επιστήμης και μαζί η κατάκτηση μιας ουσιαστικής, επαναστατικής δημοκρατίας θα βρεθούν στο επίκεντρο της συζήτησης. Τέτοιες συνταρακτικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν ούτε να διατηρηθούν ή να βαθύνουν χωρίς την πραγματική συμμετοχή του λαού, χωρίς την ενότητα επαναστατικής ηγεσίας και λαού, χωρίς τον αδιάλειπτο έλεγχο των κυβερνώντων από τους καθημερινούς ανθρώπους. Η σωτηρία και η χειραφέτηση των λαών μπορεί να επιτευχθεί μόνο ως έργο των δικών τους χεριών και της δικής τους σκέψης. Αυτή είναι η παρακαταθήκη της κουβανικής επανάστασης. Αντικρίζουμε στα θετικά, ανεξέλιχτα χαρακτηριστικά της το πρόπλασμα του μέλλοντος.


1Βλ. Κ. Μαρξ Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 20.

2Βλ. σχετικά J.L. Guasch Estévez, “Εl burocratismo a la luz del socialismo en el siglo XXI», Temas, n. 60, 2009, σελ. 48 επ. και P. Prada, “Por que cayo el socialismo en Europa? Por que no cayo Cuba?”, 9/9/2015, Cubadebate, www.cubadebate.cu και J.L. Rodriguez, “La desaparicion de la URSS 25 anos despues: Algunas reflexiones”, Cubadebate, www.cubadebate.cu και J.L. Rodriguez, “La revolucion de Octubre y los primeros pasos de la economia socialista en la URSS” I, II, III, 5/1/2017, 10/11/2017, 5/12/2017, Cubadebate, www.cubadebate.cu και D. Kotz, “Socialism and capitalism: Lessons from the demise of state socialism in the Soviet Union and China”, in R. Pollin (edit.), Socialism and radical political economy: Essays in honor of Howard Sherman, Cheltenham and Northampton, Edward Elgar, 2000, σελ. 300 επ.

3Βλ. Κ. Κατζ, “Το κουβανικό έπος”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 30, 2020, σελ. 145 επ.

4Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Το νέο Κουβανικό Σύνταγμα του 2019”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 28, 2019, σελ. 408 επ.



 

εφημ. Documento, 14/11/2021 (Hot Doc History, τ. 105, σελ. 72-83)


Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη επέδρασαν σημαντικά σε δυο εμβληματικές χώρες: στην Κίνα και στην Κούβα. Με αυτές θα ασχοληθεί το παρόν άρθρο. Όπως θα φανεί, δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο με τη Σοβιετική Ένωση αλλά ούτε και μεταξύ τους. Οι υπόλοιπες, Βιετνάμ και Β. Κορέα, έχοντας τις δικές τους ιδιομορφίες (κυρίως η Κορέα με το καθεστώς του ασιατικού προσωπολατρικού καισαρισμού) ακολουθούν ένα δρόμο που αντλεί πολλά στοιχεία από την κινεζική οικονομική πολιτική του ανοίγματος στην αγορά.



Είναι η Κίνα σοσιαλιστική;


Κατά μία άποψη η Κίνα εξακολουθεί να είναι ένα σοσιαλιστικό κράτος. Άντεξε μετά το 1989 τους κλυδωνισμούς και συνεχίζει. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται με παραλλαγές τόσο από την κινεζική ηγεσία και το ΚΚ Κίνας όσο και από κάποιους μαρξιστές (αλλά και αστούς αναλυτές) στη Δύση. Ο βασικός πυρήνας της είναι ότι η Κίνα διανύει μια ιστορική περίοδο αντίστοιχη με την ΝΕΠ της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς είναι ιστορικά προσωρινό, περιορισμένο, αναστρέψιμο, με στόχο να υποβοηθήσει την άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων.

Για να ήταν βάσιμη η άποψη αυτή θα έπρεπε να πληρούνται τρεις όροι: 1. οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας να ανήκουν στο δημόσιο τομέα. 2. η κρατική εξουσία να διατηρεί κατά βάση τον εργατικό, λαϊκό χαρακτήρα της. 3. Να τίθεται ο στόχος (μακρο ή μεσοπρόθεσμος) της εθνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής που παραμένουν σε ιδιωτική ιδιοκτησία.

Όμως, πρώτο, η συμβολή της δημόσιας βιομηχανίας στη σημερινή Κίνα αφορά μεν στρατηγικούς τομείς και είναι σημαντική (το 1/3 της παραγωγής) αλλά τη δεκαετία του 1950 ή τέλη δεκαετίας 1970, όταν εφαρμοζόταν πολιτική τύπου ΝΕΠ, έφτανε το 70%. Δεύτερο, δεν μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί ότι υφίσταται λαϊκή εξουσία και ότι εφαρμόζονται έστω και στοιχειωδώς (καθώς ιδανικές καταστάσεις δεν υπάρχουν) οι αρχές της αιρετότητας, της ανακλητότητας ανά πάσα στιγμή των κυβερνώντων, του ελέγχου τους από το λαό, της εξάλειψης των προνομίων τους1. Αντίθετα, το ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα συνδυάζει πλέον τα πολιτικά και οικονομικά του προνόμια με διασυνδέσεις, νόμιμες ή παράνομες, με τη νεοεμφανισθείσα αστική τάξη.

Τρίτο, από τη μελέτη των κομματικών ντοκουμέντων φαίνεται ότι το κόμμα δεν αντιμετωπίζει το άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις ως ιστορικά προσωρινή υποχώρηση. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο «ο σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» ταυτίζεται με την υποτίθεται μεταβατική «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς»2.

Είναι επιπλέον ενδεικτικό ότι το μακροπρόθεσμο σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης του κόμματος δεν αναφέρεται στην επανεθνικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων βασικών μέσων παραγωγής. Ούτε στην πρώτη φάση 2020-2035 ούτε στη δεύτερη φάση 2035-2050 προβλέπεται κάτι τέτοιο. Για τη δεύτερη φάση υπάρχει μια γενικόλογη αναφορά στον μετασχηματισμό της Κίνας «σε μια μεγάλη σοσιαλιστική χώρα, όμορφη, μοντέρνα, ευημερούσα, ισχυρή, δημοκρατική, αρμονική, με υψηλό πολιτισμό»3. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε προοπτική εθνικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων.



Είναι η Κίνα καπιταλιστική;


Καθώς ο παγκόσμιος συσχετισμός μεταβαλλόταν με την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η κινεζική ηγεσία βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: να εμμείνει στην προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας και να κρατήσει μόνη το βάρος της αντιπαράθεσης με το ιμπεριαλιστικό σύστημα ή να μετεξελιχθεί ελεγχόμενα σε καπιταλιστική οικονομία;

Η πρώτη επιλογή θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να ενεργοποιήσει τον λαϊκό παράγοντα για να αντιμετωπίσει τόσο τις πολιτικές πιέσεις (ενδεχόμενα και στρατιωτικές) της Δύσης όσο και τις οικονομικές. Η ενεργοποίηση όμως του λαϊκού παράγοντα δεν μπορούσε να συμβεί χωρίς την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας, την επαναφορά της αρχής της αιρετότητας και ανακλητότητας σε όλη την κλίμακα του κράτους και τελικά τον περιορισμό έως και κατάργηση της προνομιούχας θέσης της ηγετικής γραφειοκρατίας.

Αυτό το δρόμο, αν και ίσως όχι ολοκληρωμένα, υπέδειξε ο υπέργηρος ηγέτης Τσεν Γιουν, που υπήρξε μέλος της ιστορικής ηγεσίας και του Πολιτικού Γραφείου, επικεφαλής του πρώτου επιτυχημένου πεντάχρονου οικονομικού σχεδίου της Κίνας αλλά και της οικονομικής της ανόρθωσης μετά το θάνατο Μάο και την υπέρβαση της ταραχώδους “πολιτιστικής επανάστασης”. Τασσόταν υπέρ του περιορισμένου προσωρινού και ελεγχόμενου ανοίγματος στις εμπορευματικές σχέσεις, ασκούσε κριτική στη γραφειοκρατία, αντιτάχθηκε στη χρήση βίας στην Τιεν Αν Μεν.

Αλλά το κοινωνικό στρώμα της ηγετικής (κομματικο-κρατικής) γραφειοκρατίας είχε ήδη συσσωρεύσει προνόμια, χρήμα και πλούτο που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικονομίας. Έτεινε εκ των πραγμάτων να μετατραπεί σε κεφαλαιοκρατική τάξη, όπως είχε συμβεί με το ηγετικό στρώμα στην ΕΣΣΔ. Διάλεξε το δεύτερο δρόμο που οριστικοποιήθηκε στο κομματικό συνέδριο του 1992 και στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1993.



Το “σύνδρομο Γκορμπατσόφ”


Στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας ωστόσο αναπτύχθηκαν προβληματισμοί όχι μόνο για το αν θα γίνει η μετάβαση στις καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά και για τον τρόπο μετάβασης σε αυτές. Η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων πρώην σοσιαλιστικών κρατών σημαδεύτηκε από τον κατακερματισμό, τις συγκρούσεις και τη ληστρική επιδρομή του ξένου κεφαλαίου.

Η ηγεσία της Κίνας διακατεχόταν και διακατέχεται ακόμη και σήμερα από το “σύνδρομο Γκορμπατσόφ”. Δεν ήθελε δηλαδή το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς να γίνει ανεξέλεγκτα και να οδηγήσει την Κίνα πίσω στην εποχή της αποικιοκρατίας, της καταλήστευσής της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στον πιθανό κατακερματισμό του κράτους, στην εποχή του “αιώνα της ταπείνωσης”. Έτσι, η μορφή των εξελίξεων διέφερε από εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Το άνοιγμα έγινε σταδιακά, ελεγχόμενα, βήμα προς βήμα. Σύμφωνα με την περίφημη φράση του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, “διασχίζουμε το ποτάμι, χτυπώντας ανιχνευτικά το μπαστούνι στις πέτρες”.

Το αποτέλεσμα ήταν η οικοδόμηση ενός ιδιόμορφου οικονομικού μοντέλου όπου κυριαρχούν η λογική και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς αλλά υφίσταται παράλληλα η έντονη κρατική παρέμβαση. Η τελευταία δεν αποτελεί μόνο απομεινάρι της σοσιαλιστικής περιόδου. Αντανακλά τη μακραίωνη παράδοση της κρατικής παρέμβασης και των μεγάλων κρατικών έργων (η Κίνα είναι ενιαίο κράτος από το 220 πΧ. περίπου). Διακρίνονται στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού που συναντιούνται γενικότερα στην Ασία, σχετίζονται με την χρονική καθυστέρηση ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων και με τις ιστορικές παραδόσεις. Συναντιούνται ακόμη και σε αναπτυγμένες οικονομίες όπως η ιαπωνική. Ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός στην Κίνα θα μπορούσε εντέλει να χαρακτηριστεί ως ένας ιδιόμορφος, γραφειοκρατικός καπιταλισμός4. Παρόμοια χαρακτηριστικά είχε ο καπιταλισμός στην Κίνα όταν πρωτοαναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.



Είναι σοσιαλιστική η στροφή του Σι;


Η οικονομική πολιτική της σήμερα συγκεντρώνει επιπλέον στοιχεία ενός ιδιόμορφου κεϋνσιανισμού. Η φάση ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται η Κίνα, η τεράστια ανεκμετάλλευτη ακόμη εσωτερική αγορά, η διεθνής οικονομική της παρουσία επιτρέπουν και θα επιτρέπουν για ένα σημαντικό ακόμη διάστημα την άσκηση μιας τέτοιας κρατικής παρεμβατικής πολιτικής στην οικονομία.

Έτσι, ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν, η κινεζική ηγεσία υπό τον Σι Ζινπίνγκ έχει τη δυνατότητα καλύτερης αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Το κράτος παρεμβαίνει, θέτει αυστηρά όρια στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σχεδιασμένη μετατόπιση της οικονομικής προσπάθειας προς το εσωτερικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πάψει να είναι μια εξωστρεφής οικονομία.

Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης έγιναν τόσα δημόσια έργα (ένα είδος πολιτικής new deal) και χρησιμοποιήθηκε τόσος χάλυβας, όσος είχε χρησιμοποιηθεί επί έναν αιώνα στις ΗΠΑ. Η στροφή στην εσωτερική αγορά αποδυναμώνει τα κύματα της παγκόσμιας κρίσης, τονώνει τη ζήτηση τη στιγμή που η διεθνής πέφτει. Σταθεροποιεί ή βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο για τμήματα της κινεζικής κοινωνίας, σταθεροποιεί πολιτικά την κυβέρνηση. Παρά τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, όσο η Κίνα θα διατηρεί την οικονομική της δύναμη και θα την επεκτείνει παγκόσμια, θα μπορεί να διασφαλίζει την εσωτερική ηρεμία μέσω παραχωρήσεων στις λαϊκές τάξεις5.


Ο δρόμος της Κούβας


Η Κούβα όπου η επανάσταση επικράτησε το 1959, δέκα χρόνια μετά την Κίνα, ακολούθησε μετά το 1990 διαφορετική εξέλιξη6. Στην Κούβα τα οικονομικά προβλήματα έγιναν τότε πολύ πιο πιεστικά. Η Κίνα είχε μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 10% με μια μικρή κάμψη τα χρόνια περί την Τιεν Αν Μεν. Η πτώση των σοσιαλιστικών κρατών δεν την οδήγησε σε οικονομικό αδιέξοδο. Αντίθετα, η Κούβα έχασε όλους τους εμπορικούς της εταίρους. Ο οικονομικός αποκλεισμός - πόλεμος των ΗΠΑ έγινε ολοκληρωτικός. Το ΑΕΠ της έπεσε τουλάχιστον κατά 35%.

Ανάμεσα στους δυο δρόμους που προαναφέρθηκαν, η κουβανική ηγεσία διάλεξε τον δεύτερο. Να επιμείνει στην επανάσταση. Γι’ αυτό η ηγεσία στράφηκε στο λαό. Αν κάτι τότε κράτησε όρθια την κουβανική επανάσταση είναι ότι διατήρησε σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική σχέση του λαού με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε όλες τις περιόδους, ιδίως στις πλέον κρίσιμες, ο λαός, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ήταν παρών στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων.

Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό εκδηλώθηκε την κρίσιμη ειδική περίοδο μετά το 1991. Ο Φιδέλ Κάστρο έκανε για μια ακόμη φορά το πρώτο βήμα οδηγώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη χώρα σε ένα μεγάλο κύκλο ανοιχτών, ουσιαστικών συνελεύσεων και συζητήσεων. Το πολιτικό σύστημα δεν βασίστηκε στη βία για να διατηρηθεί αλλά στην προσφυγή στο λαό, στην ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση για τα πολύ οξυμμένα προβλήματα και στη συλλογική αναζήτηση λύσεων. Βασίστηκε στις λαϊκές συνελεύσεις, κατοχυρωμένες άλλωστε από το Σύνταγμα, με τη διαρκή ανοιχτή συζήτηση των προβλημάτων.

Οπωσδήποτε στη μακρά πορεία της επανάστασης υπήρξαν στιγμές που η φωνή του λαού δεν ακούστηκε επαρκώς. Εμφανίστηκαν σημάδια γραφειοκρατικής σκουριάς στο πολιτικό σύστημα. Αλλά είναι βέβαιο ότι η κουβανική δημοκρατία λειτούργησε πολύ πιο ουσιαστικά από τα πολιτικά συστήματα των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Ούτε πέρασε ταραχώδεις περιόδους βίαιων εσωτερικών εκκαθαρίσεων.

Η αιρετότητα, με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών υποψηφίων μη επιβαλλόμενων από το Κομμουνιστικό Κόμμα, η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων, η δυνατότητα ελεύθερης αντιπαράθεσης των απόψεων, η εναλλαγή των αντιπροσώπων, ο έλεγχος από τα κάτω μέσω των συνελεύσεων βάσης και η μη συγκέντρωση (όχι σημαντικών τουλάχιστον) μισθολογικών και άλλων προνομίων στους κυβερνώντες, ο θεσμός του ένοπλου λαού, υπήρξαν μερικά από τα στοιχεία της Κουβανικής επαναστατικής δημοκρατίας, που η Κίνα είχε απωλέσει ήδη πριν την Τιεν Αν Μεν.

Για τους λόγους αυτούς η ηγεσία και ο λαός της Κούβας έκαναν διαφορετική επιλογή μετά το 1990. Επέλεξαν να μην ακολουθήσουν την οδό της καπιταλιστικής παλονόρθωσης. Υπάρχει βέβαια ένα περιορισμένο, αναγκαστικό στις παρούσες συνθήκες, ελεγχόμενο άνοιγμα στις εμπορευματικές σχέσεις. Ακολουθείται μια πολιτική τύπου ΝΕΠ, που πολύ απέχει όμως από την κινεζική οικονομική πολιτική.

Η διαφορά Κίνας και Κούβας αποτυπώνεται στα Συντάγματά τους. Το άρθρο 15 του Κινεζικού Συντάγματος αναφέρεται “στη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”, ενώ αντίθετα το Κουβανικό στο “οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην παλλαϊκή σοσιαλιστική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής”. Οι εισηγητές του νέου Συντάγματος της Κούβας το 2019 επέμειναν ρητά ότι δεν υιοθετείται η σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς.



Θα αντέξει η Κούβα;


Βέβαια εκτός των οικονομικών, υπάρχουν σήμερα και πολιτικά προβλήματα στην Κούβα. Η αιρετότητα και η ανακλητότητα μπορεί κάποιες φορές να καθίστανται τυπικές, το ίδιο και η συζήτηση των διαφορετικών απόψεων. Μετά τα καλοκαιρινά συμβάντα η συζήτηση αυτή γίνεται ανοιχτά, αυτοκριτικά με στόχο το ξαναζωντάνεμα της επαναστατικής δημοκρατίας. Ο λαός καλείται να συζητήσει, να αναζητήσει και να αποφασίσει λύσεις για τα πιεστικά προβλήματά του7.

Είναι βέβαιο ότι, όσο το σύστημα των λαϊκών συνελεύσεων και της επαναστατικής δημοκρατίας θα διατηρεί τη ζωτικότητά του, ο έλεγχος του λαού στην κρατική ηγεσία θα καθίσταται αποτελεσματικός και θα αποτρέπονται φαινόμενα διαφθοράς. Έτσι το σύγχρονο, αναγκαστικό, περιορισμένο άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις θα μπορεί να είναι ελεγχόμενο και ιστορικά προσωρινό8.

Αν αντίθετα η λαϊκή εξουσία αποδυναμωθεί σοβαρά, η Κούβα θα ακολουθήσει το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης κι ένα βαθύ χάσμα κοινωνικής ανισότητας θα εμφανιστεί με τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων και τη βαθιά φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας με την κατάργηση των σημαντικών εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων της επανάστασης. Τότε η Κούβα θα μετατραπεί και πάλι σε χώρα υποτελή των ΗΠΑ, μαστιζόμενη από την ακραία φτώχεια, την υπανάπτυξη και την εγκληματικότητα όπως οι γειτονικές πχ. η Αϊτή, η Δομινικανή Δημοκρατία ή το Πουέρτο Ρίκο.

Προς το παρόν η Κουβανική επανάσταση αντέχει προσδοκώντας τις μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις που αναμένονται ανά τον κόσμο ακόμη και από συντηρητικούς αναλυτές9.

1Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 249 επ.

2 Βλ. R. Herrera – Zhiming Long, La Chine est-elle capitaliste?, Paris, éd. Critiques, 2019, σ. 82 επ.

3 Βλ. Xi Jinping, La gouvernance de la Chine, Beijing, Éditions en langues étrangères, 2014, σσ. 39-41 και Xi Jinping, Rapport au XIX Congrès national du Parti communiste chinois, www.xinhuanet.com. 18/10/2017.

4Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 238 επ.

5Για τα σενάρια εξέλιξης της Κίνας βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 317 επ.

6Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Το νέο Κουβανικό Σύνταγμα του 2019”, Μαρξιστική Σκέψη, τ. 28, 2019, σελ. 408 επ.

7 Βλ. Ενδεικτικά F. Escalante, «Reflexiones sobre la actualidad cubana», Cubadebate.cu, 25/7/2021, 24/9/2021, 2/10/2021.

8Βλ. Κ. Κατζ, “Το κουβανικό έπος”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 30, 2020, σελ. 145 επ.

9Βλ. για παράδειγμα K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 88 επ. και https://news.sky.com/story/risk-of-new-world-war-is-real-head-of-uk-armed-forces-warns-12126389

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION