Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Αυγούστου 2022


 

εφημ. ΤΑΝΕΑ , 25/8/2022


Τα ευρήματα της ΕΝΙ-ΤΟΤΑΛ στην Κύπρο (ευλογία ή κατάρα, αλήθεια;) ξαναθέτουν επί τάπητος μια σειρά παραμέτρους που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.

Πρώτη: οι ΗΠΑ και οι ηγέτιδες χώρες της ΕΕ είναι εκείνες που περισσότερο από όλους επιθυμούν διακαώς την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Αν. Μεσογείου. Για την ακρίβεια, έχουν επείγουσα ανάγκη από κάτι τέτοιο και θα ωφεληθούν περισσότερο από κάθε άλλον. Αυτό ισχύει ειδικά στις σημερινές συνθήκες όξυνσης του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία και τη γνωστή κατάσταση των ραγδαία επιδεινούμενων σχέσεων των δύο πλευρών.

Εννοείται ότι δίπλα ή μάλλον πρίν και από τις κρατικές αυτές οντότητες, οφελειμένες θα είναι οι μεγάλες πολυεθνικές του κλάδου. Εκείνες δηλαδή που έχουν πολλαπλασιάσει σκανδαλωδώς τα κέρδη τους κυρίως το τελευταίο διάστημα εκμεταλλευόμενες στο έπακρο τον πόλεμο στην Ουκρανία και καταληστεύοντας τους λαούς.

Δεύτερη: η Τουρκία θα συνεχίσει και μάλιστα θα εντείνει τις κάθε είδους πιέσεις της προς την Κύπρο και την Ελλάδα. Θα εντείνει με όλα τα μέσα την προσπάθειά της να αρπάξει ένα σοβαρό μερίδιο από τα κοιτάσματα, την αξιοποίηση και εκμετάλλευσή τους. Και καθώς η Τουρκία είναι περιφερειακή δύναμη έχει τον τρόπο, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί, να ασκήσει οικονομικές, πολιτικές, διπλωματικές ακόμη και στρατιωτικές πιέσεις.

Να υπεθυμίσουμε εδώ ότι η όποια κατανομή διεκδικείται από την Τουρκία, δεν θα γίνει με τρόπο δίκαιο και αμοιβαία επωφελή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μοιρασιά γίνεται ανάλογα με την δύναμη επιβολής. Η ιστορία βρίθει πολλών παραδειγμάτων. Πώς για παράδειγμα γινόταν η κατανομή των αποικιών παλαιότερα; Ανάλογα με τη δύναμη των όπλων των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Αυτό ισχύει ακόμη πιο πολύ καθώς, ως γνωστό, η Τουρκία αντιτίθεται ενεργά στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, άρα δεν δέχεται ούτε τις στοιχειώδεις αρχές κατανομής της ΑΟΖ στις οποίες έχει καταλήξει η διεθνής κοινότητα εδώ και τέσσερεις δεκαετίες.

Τρίτη: για μια ακόμη φορά οι ΗΠΑ και η ΕΕ (πρωτίστως η Γερμανία) θα ασκήσουν πιέσεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο για υποχωρήσεις στα κυριαρχικά δικαιώματα προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση και “συνεκμετάλλευση” με την Τουρκία. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χωρίς την Τουρκία δεν γίνεται. Εμείς (δηλαδή ΗΠΑ και ΕΕ) επειγόμαστε να τα εκμεταλλευτούμε. Επομένως Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να κάνουν πίσω από τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Ως αντάλλαγμα κάποιες εταιρείες τους θα λάβουν ένα μικρό μερίδιο της πίτας.

Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη “συνεκμετάλλευση” σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ίσως ακόμη και σε πολεμικές περιπέτειες για τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και των πολυεθνικών. Νομίζω πως συμφερότερη για τον ελληνικό λαό είναι η στάση υπομονετικής, σταθερής υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, του διεθνούς δικαίου και της ειρήνης. Τα κοιτάσματα δεν πρέπει να γίνουν αντικείμενο καταλήστευσης από μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις. Θα αξιοποιηθούν, όπως αποφασίσει κάθε λαός, αφού διασφαλιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 19/8/2022


Από αυτά που φαίνονται, μπορούμε να δούμε και να κατανοήσουμε αυτά που δεν φαίνονται, έλεγε ο Αναξαγόρας και τη μέθοδο αυτή ακολούθησε ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του. Αυτό ισχύει και για την επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το Ισραήλ.

Η πλήρης αποκατάσταση των σχέσεών τους ήρθε να επιβεβαιώσει εκείνο που πολλοί ιθύνοντες στην Ελλάδα έκαναν πως δεν βλέπουν. Δεν έβλεπαν δηλαδή ότι η όποια κρίση, προηγούμενη ή μελλοντική, ανάμεσα στις δυο αυτές χώρες είναι συγκυριακή. Aφορά αντιτιθέμενα συμφέροντα αλλά δεν αμφισβητεί τη σταθερή στρατηγική σύμπλευση των δύο κρατών, τα οποία είναι ενταγμένα στoν ευρύτερο ΝΑΤΟϊκό άξονα. Επιπλέον Τουρκία και Ισραήλ είναι δυο κράτη τα οποία μοιράζονται τις ίδιες πρακτικές: παραβιάζουν κατ’ εξακολούθηση το διεθνές δίκαιο. Η κατεχόμενη Κύπρος και η κατεχόμενη Παλαιστίνη είναι οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις οποίες η διεθνής κοινότητα έχει επανειλημμένα καταδικάσει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι η Ισραηλινή πλευρά είχε με διπλωματικό τρόπο προϊδεάσει την ελληνική για την αποκατάσταση των σχέσεών της και τη σύγκλιση με την Τουρκία. Ειλικρίνεια ή κυνισμός μπροστά σε έναν προβλέψιμο και δεδομένο σύμμαχο; Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον Απρίλιο για την τριμερή δήλωσε ευθαρσώς ότι η σχέση με την Τουρκία δεν θα επηρεάσει τις ελληνοϊσραηλινές σχέσεις. Δεν εξήγησε όμως πώς μπορεί να συμβεί το μέγα αυτό παράδοξο, τη στιγμή που η χώρα μας υφίσταται δεκαετίες τώρα την επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.

Αυτή η παραδοξολογία θυμίζει τις αντίστοιχες των Αμερικανών αξιωματούχων. Τέτοια ήταν για παράδειγμα εκείνη του Μπάιντεν που ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επισκέφθηκε την Κύπρο το 2014. Δήλωσε τότε ότι “οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν μόνο μια νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η επίσκεψή μου και οι συναντήσεις που θα έχω σε ολόκληρο το νησί δεν θα το αλλάξουν αυτό”. Την ίδια στιγμή δηλαδή που στήριζε την Κυπριακή Δημοκρατία ομολογούσε τις επαφές του στα κατεχόμενα.

Στο φως αυτών και άλλων γεγονότων, οι θριαμβολογίες των ελληνικών κυβερνήσεων για τον άξονα της δήθεν ενεργειακής και στρατηγικής ασφάλειας που περιλαμβάνει την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Κύπρο και έχει ως υψηλό επιβλέποντα και ενορχηστρωτή τις ΗΠΑ, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με περισσή περίσκεψη.

Είναι αδιέξοδη η επιμονή των ελληνικών κυβερνήσεων, της σημερινής και της προηγούμενης, να υποστηρίζουν ότι η συνεργασία με το Ισραήλ θα προάγει το διεθνές δίκαιο και κατά συνέπεια θα συμβάλλει στην υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. “Οι σχέσεις μας με το Ισραήλ είναι εξαιρετικές όσο ποτέ”, δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του με τους ομολόγους του, του Ισραήλ και της Κύπρου, στην Ιερουσαλήμ το Δεκέμβριο του περασμένου έτους. Και ποιο το όφελος για τον ελληνικό λαό και τα κυριαρχικά του δικαιώματα;



 

εφημ. Το Βήμα, 13-14/8/2022


Η πρόσφατη ανησυχητική καταστρατήγηση του Συντάγματος με τις υποκλοπές σε βάρος του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, δημοσιογράφων και άλλων παλαιότερα, δεν συνιστούν δυστυχώς μεμονωμένα φαινόμενα. Εντάσσονται σε μια γενικότερη πορεία αυταρχισμού που χαρακτηρίζει όχι μόνο τη χώρα μας αλλά αποτελεί παγκόσμια ισχυρή τάση αποδυνάμωσης της δημοκρατίας. Η τάση αυτή εκδηλώνεται αλλού με μεγαλύτερο και αλλού με μικρότερο βάθος, άλλοτε με γοργούς και άλλοτε με επιβραδυμένους ρυθμούς, ανάλογα με τη χώρα και τις συνθήκες.

Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης.

Πρώτο χαρακτηριστικό είναι ο de facto περιορισμός των συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένων δημοκρατικών ελευθεριών. Εδώ ιδίως πρέπει να σημειωθεί η παράνομη αστυνομική βία, που σε μερικές χώρες όπως η Ελλάδα υπήρξε πάγιο φαινόμενο, αλλά έχει εξαιρετικά ενταθεί.

Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο de jure περιορισμός των ελευθεριών. Όπως στην Ελλάδα έτσι και σε άλλες χώρες υπάρχουν νομοθετικές αλλαγές για τον περιορισμό των συναθροίσεων, της ελευθερίας του τύπου, την αύξηση των εξουσιών της αστυνομίας, τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης. Στην Ελλάδα παραδείγματα αποτελούν ο δρακόντειος νόμος για τις διαδηλώσεις (ν. 4703/2020), που προφανώς εισάγει περιορισμούς πέρα από εκείνους του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος, η συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών με τον ν. 4808/2021, ο νόμος για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ο νόμος για την πανεπιστημιακή αστυνομία (ν.4777/2021), το δρακόντειο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές (ν. 4957/2022).

Ανάλογες επιλογές έγιναν σε κράτη της δυτικής Ευρώπης όπως ο νόμος για τις διαδηλώσεις που ψηφίστηκε στην Ισπανία το 2015, ο οποίος επέβαλε υπερβολικά πρόστιμα στους συμμετέχοντες σε συνάθροιση στο περιθώριο της οποίας διαδραματίζονταν βίαια γεγονότα. Στη Γαλλία πάλι, χώρα με εμπεδωμένη δημοκρατική παράδοση, η νομοθεσία έχει πραγματοποιήσει αντίστοιχα βήματα σε αντιδημοκρατική κατεύθυνση. Παράλληλα, οι οδηγίες της ΕΕ για την καταπολέμηση της “ρητορικής μίσους” ή της “δημόσιας πρόκλησης σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος” και οι εθνικές νομοθεσίες που τις ενσωματώνουν είναι διατυπωμένες με ευρύ τρόπο ώστε ποινικοποιούν δυνητικά ακόμη και την κριτική προς την κυβέρνηση, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ισπανίας.

Εδώ πρέπει να προστεθούν η διεύρυνση φαινομένων όπως η επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, η ασάφεια πολλών νομικών διατάξεων, η διεύρυνση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, της εθνικής ασφάλειας, η ενίσχυση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Ιδιαίτερα μετά την πανδημία, οι πρακτικές και η νομοθεσία για την ηλεκτρονική επιτήρηση και για τα προσωπικά δεδομένα γίνονται ολοένα και πιο προβληματικές.

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο και πράξη στοιχεία και πρόσωπα της ακροδεξιάς. Ο κεντρώος Μακρόν ενσωματώνει αντιλήψεις και πρακτικές της ακροδεξιάς Λεπέν. Τα παραδείγματα είναι πολλά, με παραλλαγές φυσικά: από τις κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, Πολωνίας μέχρι τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία.

Τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η αμφισβήτηση ακόμη και στοιχειωδών δημοκρατικών διαδικασιών όπως οι εκλογές. Παραδείγματα αποτελούν η απόπειρα πραξικοπήματος στις ΗΠΑ με την εισβολή στο Καπιτώλιο από τις δυνάμεις τις προσκείμενες στον Τραμπ, η προετοιμασία τους για ανάλογες ενέργειες στο μέλλον, οι παρόμοιες πρακτικές του απερχόμενου προέδρου της Βραζιλίας Μπολσονάρο.

Πέμπτο χαρακτηριστικό είναι η ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της δύναμης στην εκτελεστική εξουσία (πχ. υπαγωγή της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό) ή και σε εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας. Αυτό πραγματοποιείται είτε με συνταγματικές αλλαγές όπως στην περίπτωση της γειτονικής Τουρκίας είτε άτυπα στην πράξη.

Η αιτία αυτών των δυσμενών για τη δημοκρατία εξελίξεων βρίσκεται στην οικονομική κρίση και στη διαχείρισή της. Η αντιμετώπιση της κρίσης με μεθόδους που διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Οι κυρίαρχες τάξεις επιχειρούν να απαλλαγούν από όλο το φορτίο των κοινωνικών κατακτήσεων, από το σύνολο των κατακτήσεων του 20ού αιώνα, οι οποίες υπήρξαν καρπός της συγκρότησης και ανόδου του εργατικού κινήματος, των επαναστάσεων του αιώνα αυτού και της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης των λαών το 1945. Αν πριν την κρίση το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού του πλανήτη έλεγχε το 40% του παγκόσμιου πλούτου, σήμερα ελέγχει πολύ περισσότερο από το 50% ενώ η τάση για συγκέντρωση του πλούτου εντείνεται.

Όλα αυτά οδηγούν τους κυβερνώντες να λάβουν μέτρα δραστικού περιορισμού της δημοκρατίας. Ο στόχος είναι η αντιμετώπιση των αντιδράσεων των λαών στην κατακρήμνιση του βιοτικού τους επιπέδου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η έκθεση της CIA που παρουσιάστηκε στον πρόεδρο Μπάιντεν προβλέπει κοινωνικές αναταραχές σε διάφορες περιοχές του πλανήτη εξαιτίας της διεύρυνσης των ανισοτήτων και αντίστοιχα κρίση της δημοκρατίας (National Intelligence Council, Global trends: A more contested world, 2021).

Φαίνεται λοιπόν πως η γοητεία των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης οδηγεί σε μια “σιδερόφραχτη δημοκρατία”, η οποία θα διατηρεί τον κοινοβουλευτικό μανδύα και έναν ελεγχόμενο πολυκομματισμό. Κέλυφος χωρίς δημοκρατική ουσία δηλαδή. Το ζήτημα για όλους εμάς είναι αν θα επιτρέψουμε μια τέτοια διολίσθηση, αν θα ανεχθούμε την υπονόμευση των στοιχειωδών ελευθεριών μας.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 11/8/2022


Άσχετα με τις διακυμάνσεις στην επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος, το πρόβλημα παραμένει. Αυτό θα ισχύει ακόμη και αν δεν υπάρξουν δυσάρεστες εξελίξεις με τη δραστηριότητα των τουρκικών γεωτρήσεων.

Τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Κομβικός παρονομαστής παραμένει η στάση των ΗΠΑ οι οποίες δεκαετίες τώρα ανέχονται, αν δεν παροτρύνουν κάποιες φορές, τις τουρκικές διεκδικήσεις. Τούτο ισχύει και παρά την κατά καιρούς διορθωτική ρητορεία ώστε να κρατούν τα προσχήματα των δήθεν ίσων αποστάσεων.

Ο στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων με βάση το διεθνές δίκαιο, η οικοδόμηση σχέσεων φιλίας, καλής γειτονίας με την Τουρκία, η ανάπτυξη αλληλεγγύης και φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς, όπως και ανάμεσα σε όλους τους λαούς των Βαλκανίων. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό αντίβαρο σε μια περίοδο που οι μεγάλες δυνάμεις υποδαυλίζουν ξανά τους εθνικισμούς στο πλαίσιο των ανοιχτών γεωστρατηγικών τους αντιπαραθέσεων. Θα μπορούσαν επομένως να σχεδιαστούν και υλοποιηθούν μια σειρά κινήσεις σε τροχιά διαφορετική από εκείνη στην οποία κινείται παραδοσιακά η εξωτερική μας πολιτική.

Πρώτο, θα έπρεπε να σταματήσει κάθε συμμετοχή στον πόλεμο στην Ουκρανία. Καμιά αποστολή στρατιωτικού υλικού, καμιά διευκόλυνση του ΝΑΤΟ μέσω του ελληνικού εδάφους και του εναέριου χώρου. Αυτό το μέτρο ανταποκρίνεται εξάλλου στη βούληση του ελληνικού λαού, όπως έχουν δείξει και διάφορες μετρήσεις της κοινής γνώμης.

Δεύτερο, θα έπρεπε να σταματήσει η χώρα μας να συμμετέχει στις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ στη Ρωσία. Οι κυρώσεις είναι υποκριτικές, αναποτελεσματικές, αντίθετες με το διεθνές δίκαιο και τελικά στρέφονται σε βάρος των λαών της Ευρώπης για να θησαυρίζουν ιδίως οι πολυεθνικές των ΗΠΑ. Μια τέτοια κίνηση ανταποκρίνεται επίσης στη βούληση του ελληνικού λαού, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Θα επέτρεπε στη χώρα μας να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς αυταπάτες βέβαια για το ρόλο και τις προθέσεις της. Μια τέτοια αποκατάσταση όμως θα κατάφερνε χτύπημα στην εύθραυστη ισορροπία των τουρκορωσικών σχέσεων και θα έδινε αντικειμενικά πλεονέκτημα στην Ελλάδα ως προς την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Τρίτο, η Ελλάδα θα έπρεπε να διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι εννοεί να σέβεται έμπρακτα την απόφαση της διεθνούς κοινότητας να αναγνωρίζει την πολιτική της “μίας Κίνας”. Άρα θα έπρεπε να καταδικάσει τις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, οι οποίες προκάλεσαν τα αντίμετρα της κινεζικής πλευράς και οδηγούν σε ένα επικίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη μονοπάτι.

Οι τρεις κινήσεις θα έδειχναν ότι η Ελλάδα δεν είναι “προβλέψιμη και δεδομένη”, που τείνει το μάγουλο, όσα χτυπήματα και να δεχτεί από τους “συμμάχους”. Θα τους ανάγκαζε να γίνουν λιγότερο ενδοτικοί στις αξιώσεις της Άγκυρας. Μόνο αυτός ο δρόμος θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει την επιθετικότητα του καθεστώτος Ερντογάν.




 

https://www.koutipandoras.gr/article/i-taivan-kai-emeis/

https://thepressproject.gr/i-taivan-kai-emeis/

Ο Γρέιχαμ Άλισον, διεθνούς κύρους καθηγητής διεθνούς πολιτικής στις ΗΠΑ, προέβλεψε με ακρίβεια την επερχόμενη σύγκρουση γιγάντων: ΗΠΑ και Κίνας. Καθώς δεν είναι μαρξιστής, βάσισε την ανάλυσή του στο εύστοχο σχήμα που ονόμασε ¨παγίδα του Θουκυδίδη”. Μια απερχόμενη δύναμη (ΗΠΑ) έρχεται σε αναπόφευκτη σύγκρουση με την ανερχόμενη (Κίνα), όπως ακριβώς είχε συμβεί ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα στον πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Άλισον κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου γιατί η σημερινή αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στον όλεθρο. Προτρέπει γι’ αυτό την αμερικανική ηγεσία σε μια συνετή και συναινετική διαχείριση της αντιπαράθεσης. Φαίνεται όμως πως δεν βρήκε ευήκοα ώτα, ούτε επί προεδρίας Τραμπ ούτε επί Μπάιντεν.

Οι τελευταίες εξελίξεις με αφορμή την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν επιβεβαιώνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει το δρόμο της αντιπαράθεσης. Η αμερικάνικη υπερδύναμη, βρισκόμενη στη δύση της, επιχειρεί δια της βίας (οικονομικής και στρατιωτικής) να κρατήσει τα κεκτημένα ή και να τα διευρύνει. Η Κίνα, από την άλλη, είναι η ανερχόμενη δύναμη. Σε λίγο θα είναι η πρώτη ισχυρότερη οικονομία στον πλανήτη ενώ μειώνει σταδιακά και το στρατιωτικό χάσμα ισχύος που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ.

Είναι προφανές ότι η αντιπαράθεση για την Ταϊβάν είναι απλώς ένα μέρος της όλης σύγκρουσης, η οποία εκτείνεται από οικονομική άποψη σε όλο τον πλανήτη: από την Ασία και την Αφρική μέχρι τη Λατινική Αμερική και σε ένα βαθμό και την Ευρώπη, όπου η κινεζική οικονομική παρουσία έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική οικονομική και γεωστρατηγική θέση και σημασία της Ταϊβάν, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη διένεξη λειτουργεί σε ένα βαθμό προσχηματικά και σίγουρα ως θρυαλλίδα της γενικότερης σύγκρουσης.


Σύντομο ιστορικό


Για τη διευκρίνιση του ζητήματος έχουν σημασία μερικά βασικά ιστορικά δεδομένα. Το 1949, όταν επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν. Εκεί οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν ήταν διόλου ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του νησιού καθώς το επαναστατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως ακριβώς και στην ηπειρωτική Κίνα. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα λουτρό αίματος. Τα εθνικιστικά στρατεύματα κατέσφαξαν χιλιάδες κομμουνιστές, αντιιμπεριαλιστές, προοδευτικούς, δημοκράτες και άλλους αντιτιθέμενους στη δικτατορία του Κουομιντάγκ. Η δικτατορία του διάρκεσε μέχρι το 1987 όταν έδωσε τη θέση της σε μια μορφή ελεγχόμενου αστικού πολυκομματισμού.

Έτσι λοιπόν η Ταϊβάν, με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Στο έδαφός της, πέρα από τα άλλα αμερικανικά οπλικά συστήματα, κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι οι οποίοι στόχευαν ευθέως τη ΛΔ Κίνας. Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ταϊβάν σήμερα, εκτός από το τμήμα της άρχουσας τάξης που ιστορικά είναι συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ, υφίσταται και ένα άλλο τμήμα το οποίο προσβλέπει στην ενίσχυση των δεσμών με την Κίνα και προοπτικά στην επανενσωμάτωση της Ταϊβάν στην υπόλοιπη Κίνα. Αυτό το ρεύμα έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια καθώς η οικονομική ισχυροποίηση της Κίνας καθιστά προσοδοφόρα και ελκυστική αυτή την προοπτική.

Ιστορικά η de facto απόσχιση της Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ένα κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, προϊόν ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Για τη σημερινή Κίνα βέβαια, η Ταϊβάν δεν είναι αποκλειστικά θέμα εθνικής ολοκλήρωσης. Στη χώρα δεν επικρατεί το σοσιαλιστικό σύστημα του 1950 αλλά ένας ιδιόμορφος γραφειοκρατικός, ισχυρός καπιταλισμός (βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), εκδ. Τόπος, 2019 και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία). Εκ των πραγμάτων η σύγχρονη Κίνα ενδιαφέρεται όχι μόνο για την Ταϊβάν αλλά για το συνολικό πλέγμα αντιθέσεων και συμφερόντων που τη χωρίζουν από τις ΗΠΑ.


Ποια διπλωματική θέση;


Σε κάθε περίπτωση η απόσχιση της Ταϊβάν αντιβαίνει τις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ περί σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Αποτελεί παραβίαση παρόμοια με εκείνη του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο, με την προσπάθεια ανακήρυξης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους υπό τη σκέπη των νατοϊκών όπλων, ή με τη συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ακολουθήσει τις επικίνδυνες επιλογές των ΗΠΑ και των άλλων ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για όξυνση των σχέσεων με την Κίνα. Η χώρα μας πρέπει να εργαστεί για την ειρήνη, να ταχθεί σθεναρά ενάντια στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, να διακηρύξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό σημαίνει στήριξη μιας πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, άρα της ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος της Ταϊβάν.

Σημαίνει επίσης, σε διπλωματικό επίπεδο, στήριξη της κινεζικής θέσης για μια Κίνα, την οποία στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζουν όλες οι χώρες ακόμη και οι ΗΠΑ. Ως μικρή και ανίσχυρη χώρα έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στις αρχές του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών, χωρίς βέβαια αυταπάτες για τις προθέσεις και το ρόλο της Κίνας.

Η υποστήριξη μιας τέτοιας πολιτικής είναι στην πραγματικότητα ασύμβατη με την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στον επιθετικό αυτό οργανισμό που συστηματικά παραβιάζει το διεθνές δίκαιο όπου γης. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον ελληνικό λαό.


 

https://www.kommon.gr/politiki/item/5859-kazantzakis-kai-marks-sto-londino-tou-dimitri-kaltsoni

Ο Καζαντζάκης, στα ταξιδιωτικά του για την Αγγλία, πολλές δεκαετίες πριν, κάνει μια εύστοχη κρίση για την ποιότητα της δημοκρατίας της Βρετανίας. Αναφέρεται στις πιο διαφορετικές απόψεις που μπορούν να ξετυλίγονται ελεύθερα στο δημόσιο λόγο. Ναι, μοιάζει από την άποψη αυτή η Βρετανία μια χώρα ελεύθερη, γράφει ο Καζαντζάκης, όπου καθένας μπορεί να διατυπώσει ελεύθερα τις απόψεις του. Περήφανη μοιάζει γι’ αυτό η βρετανική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως ο Καζαντζάκης, χωρίς να είναι μαρξιστής, χωρίς να έχει βιώσει και αναλύσει τον εκφυλισμό της αστικής δημοκρατίας του καιρού μας -γράφει τέλη δεκαετίας του ‘30- επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ελευθερία αυτή υπάρχει με έναν αυστηρό όρο: να μην μετουσιωθούν τα λόγια σε πράξη. Καλά είναι τα λόγια, “μα αν τολμήσεις να τα βάλεις σε πράξη, αλίμονο σου!”. Δεν ξέρω αν ο Καζαντζάκης γνώριζε τα γραπτά εκείνα του Μαρξ όπου σημειώνει ότι η αστική δημοκρατία, σε κάθε μεγάλη κρίση, πετάει το δημοκρατικό της μανδύα και καταφεύγει στην ωμή βία και στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν έχω επίσης υπόψη μου αν γνώριζε ότι ο Ρουσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο τόνιζε πως οι Άγγλοι πολίτες νομίζουν πως είναι ελεύθεροι αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθώς υποδουλώνονται στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι αυτονομούνται από τους εκλογείς τους.

Πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία έχει επιβεβαιωθεί η μαρξιστική ανάλυση. Η άρχουσα τάξη καταφεύγει στην ωμή βια, στο πραξικόπημα, στον εμφύλιο πόλεμο ρίχνοντας στον κάλαθο των αχρήστων τους δημοκρατικούς θεσμούς, μόλις νιώσει ότι απειλείται η κυριαρχία της. Ο κατάλογος είναι τεράστιος.

Αλλά πριν από τη βία, υπάρχει ένα άλλο ταξικό φίλτρο, εξίσου αποτελεσματικό, που λειτουργεί μάλιστα προληπτικά. Πρόκειται για το φίλτρο του χρήματος, της άκρατης εμπορευματοποίησης των πάντων. Έχεις χρήμα; πληρώνεις, μετακινείσαι, απολαμβάνεις. Έχεις λιγότερο; Απολαμβάνεις λιγότερο. Δεν έχεις καθόλου; Δεν υπάρχεις. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και η επίσκεψη στον τάφο του μεγάλου επαναστάτη Καρλ Μαρξ που βρίσκεται στο Λονδίνο έχει το αντίτιμό της. Ο επισκέπτης πρέπει να καταβάλει 4,5 λίρες, δηλαδή κοντά 5,5 ευρώ.

Λειτουργούν τα φίλτρα αυτά μέχρι σήμερα, αποτελεσματικά, είναι αλήθεια. Ως πότε όμως; Ο Μαρξ μας έμαθε, ανάμεσα σε πολλά σημαντικά και αυτό που ο Καζαντζάκης συμπεραίνει από το δικό του ιδιαίτερο, δαιδαλώδη δρόμο: “Να ονειροπολείς και να κρατιέσαι στερεά από την πραγματικότητα. Να κρατιέσαι στερεά από την πραγματικότητα και ν’ αφήνεις στην κορφή της να κυματίζει τ’ όνειρο.. Να νικιέσαι, να σφίγγεις τη γροθιά και να συνεχίζεις”. Πολύτιμες είναι αυτές οι παρακαταθήκες σε μια εποχή που η ανθρωπότητα βαδίζει στο χείλος της αβύσσου.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 29/7/2022

Στην ένταση την οποία συντηρεί το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς το τελευταίο διάστημα, έρχεται να προστεθεί μια συστηματική διπλωματική επίθεση με οργανωμένα επιχειρήματα. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην ακραία έως παραλογισμού αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών ή στην έξω από τη λογική του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας στην αυτοάμυνα των νησιών της. Θα σταθώ μόνο σε ένα τα επιχειρήματα της Άγκυρας που μοιάζει βάσιμο. Είναι εκείνο που αφορά το ζήτημα του εναέριου χώρου.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας για μια ακόμη φορά προσπάθησε να δικαιολογήσει τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα κακώς έχει εναέριο χώρο 10 ν.μ. τη στιγμή που τα χωρικά της ύδατα εκτείνονται μόνο στα 6 ν.μ. Ο συλλογισμός ολοκληρώνεται υποστηρίζοντας ότι ο εναέριος χώρος πρέπει να περιοριστεί στα 6 ν.μ. ώστε να είναι συμβατός με το διεθνές δίκαιο.

Αν και το επιχείρημα της Τουρκίας είναι λογικοφανές, στην πραγματικότητα δεν ευσταθεί. Αυτό συμβαίνει γιατί ναι μεν η Ελλάδα παρουσιάζει αυτή την αναντιστοιχία αλλά η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα μας, κάτω από την απειλή πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας, δεν έχει ασκήσει ακόμη το σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. Στην περίπτωση αυτή, θα έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει και τον εναέριο χώρο αντιστοίχως στα 12 ν.μ. Η σημερινή αναντιστοιχία είναι προϊόν των τουρκικών απειλών.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ δείχνουν διαχρονικά να συμμερίζονται τόσο αυτό το κάπως εκλεπτυσμένο όσο και τα άλλα, τα προφανώς έωλα, επιχειρήματα της Τουρκίας. Είναι γνωστή εξάλλου η γενικότερη σύμπλευση των ΗΠΑ με την Τουρκία όχι μόνο γενικά στα κρίσιμα γεωστρατηγικά θέματα αλλά και ειδικότερα στην αρνητική θέση που έχουν οι δύο χώρες ως προς το δίκαιο της θάλασσας.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαία η πρόσφατη προτροπή του Αμερικανού υπουργού Άμυνας Λ. Όστιν προς τον Τούρκο ομόλογό του. Ζήτησε “να συνεχιστούν οι προσπάθειες για να μειωθούν οι εντάσεις στο Αιγαίο μέσω εποικοδομητικού διαλόγου”. Σε παρόμοιο πνεύμα, ο Αμερικανός υπουργός είχε ζητήσει λίγες μέρες νωρίτερα από τον Έλληνα ομόλογό του “πραγματιστικές λύσεις”.

Είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ πιστές στα συμφέροντά τους και στην πάγια πολιτική τους κρατούν “ίσες” αποστάσεις ανάμεσα στην επιθετικότητα της Τουρκίας και στην Ελλάδα. Τούτο σημαίνει ότι ο “εποικοδομητικός διάλογος” στον οποίο προτρέπουν και οι “πραγματιστικές λύσεις” τις οποίες προτείνουν, οδηγούν έντεχνα σε μεγαλύτερες ή μικρότερες εκπτώσεις από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Γιατί όμως να μην τοποθετήσουμε το ζήτημα σε άλλη βάση; Να επιδιώξουμε έναν πραγματικά, και όχι προσχηματικά, εποικοδομητικό διάλογο και λύσεις όχι “πραγματιστικές” αλλά τέτοιες που θα υπερασπίζονται το διεθνές δίκαιο δηλαδή την εθνική μας κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα, την ειρήνη και τη φιλία των λαών.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION