Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ιουλίου 2020


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/7/2020

Η τακτική Ερντογάν μου θυμίζει το ρητό που είχε παραθέσει ο Κινέζος στρατηγός Ζανγκ Γιου (της Δυναστείας Σουνγκ): “ενώ ασκείσαι στις πολεμικές τέχνες, αποτίμησε τους αντιπάλους σου, κάνε τους να χάσουν το ηθικό τους και τον προσανατολισμό τους, ώστε ακόμη και αν ο αντίπαλος στρατός είναι αλώβητος, να είναι άχρηστος - αυτή είναι μια νίκη σύμφωνα με το Ταό”.
Αυτή η εντύπωση εδραιώνεται από τη μελέτη των κινήσεων της Τουρκίας: από το προοίμιο θερμού επεισοδίου στην εξύμνηση του διαλόγου, από την υπαναχώρηση του Ορούτς Ρέις στην έξοδο του Μπαρμπαρός και από την Αγία Σοφία στις φήμες ότι θα λειτουργήσει η Παναγία Σουμελά.
Η ουσία βρίσκεται, νομίζω, στις διατυπώσεις του εκπροσώπου του Ερντογάν: διάλογος για “διμερή θέματα με διμερή τρόπο” και “συνομιλίες χωρίς όρους”. Αλλά: πρώτο, δεν υπάρχουν θέματα, υπάρχει μόνο η εκκρεμότητα υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ. Δεύτερο δεν αληθεύει ότι επιδιώκονται διμερείς συνομιλίες. Σε αυτές θα είναι ατύπως αλλά ενεργητικά παρούσες οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ιδίως η Γερμανία. Τρίτο, δεν υπάρχουν συνομιλίες χωρίς όρους.
Οι όροι πρέπει να είναι το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας και οι διεθνείς συμφωνίες (Λωζάννης κλπ). Αυτονόητος όρος έναρξης του διαλόγου πρέπει να είναι η άρση του casus belli. Αυτό πρέπει να τεθεί στη διεθνή κοινότητα και στην Τουρκία ως αναγκαία προϋπόθεση με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η ανακήρυξη χωρικών υδάτων 12 ν.μ. από τη χώρα μας, όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες του κόσμου, μαζί και η Τουρκία στη Μαύρη θάλασσα, είναι το κύριο ζήτημα που αφορά την κυριαρχία της Ελλάδας. Αν γίνει αυτό, το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο αποκτά εκ των πραγμάτων δευτερεύουσα σημασία. Αν τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών στο Αιγαίο επεκταθούν στα 12 ν.μ. η Ελλάδα θα ελέγχει το 71%, η Τουρκία το 9% ενώ τα διεθνή ύδατα θα περιοριστούν στο 20% από το 50% που είναι σήμερα. Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε ενδεχομένως να συζητηθεί στη Χάγη τυχόν ειδική διευθέτηση για την περιοχή του Καστελόριζου.
Η επίσημη θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι υφίσταται μόνο ένα ζήτημα προς διευθέτηση με την Τουρκία. Στην πράξη όμως; Τι συζητήθηκε στο παρασκήνιο του Βερολίνου; Εξάλλου, οι μεγάλοι μας σύμμαχοι και άτυποι καθοδηγητές της εν εξελίξει διαδικασίας διαλόγου δεν έχουν καθόλου την ίδια γνώμη, χρόνια τώρα. Στην παρούσα υποβόσκουσα κρίση οι ΗΠΑ έκαναν λόγο για “αμφισβητούμενα ύδατα στην Α. Μεσόγειο” ενώ η ΕΕ περιορίστηκε κομψά να δηλώσει ότι η τακτική των προκλήσεων της Τουρκίας απλώς “δεν είναι χρήσιμη και στέλνει λάθος μήνυμα”.
Η Γερμανία επιδιώκει για τους δικούς της λόγους την προσέγγιση με την Τουρκία και την οικοδόμηση κάποιου τύπου ειδικής σχέσης της με την ΕΕ. Αυτό δεν θα αμβλύνει την επιθετικότητα και τις παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις. Ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη. Οι ανάλογες αυταπάτες της κυβέρνησης Σημίτη νομιμοποίησαν, με ελληνική υπογραφή, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 αλλά και στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ το 1999 με την αναφορά σε "κάθε εκκρεμή διαφορά" καθώς και σε "άλλα συναφή θέματα". Και μήπως άλλαξε κάτι μετά από αυτά; Από το κακό στο χειρότερο.


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 17/7/2020

Αν ήμουν ο Ταγίπ Ερντογάν, ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ πώς θα στάθμιζα τις τυχόν αντιδράσεις της; Πόσο θα τις υπολόγιζα; Υπάρχει μακρά προϊστορία στο τρίγωνο ΕΕ, Ελλάδα, Τουρκία. Κατά συνέπεια, θα έπαιρνα χαρτί και μολύβι και θα κατάστρωνα ένα χάρτη, προκειμένου να βγάλω συμπεράσματα, να χαράξω δράσεις:
1. Από το 1976, πολύ λίγο μετά την εισβολή στην Κύπρο, η ηγεσία της τότε ΕΟΚ ενοχλούνταν όποτε οι ελληνικές κυβερνήσεις έθεταν το ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας. Η θέση των ηγετών της ήταν ότι "η ΕΟΚ δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μέρος του προβλήματος Ελλάδος-Τουρκίας".
2. Αργότερα, η ΕΟΚ - ΕΕ δεν εγγυήθηκε τα σύνορα της Ελλάδας όταν σε διακήρυξή της το 1992 η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕE), μια θνησιγενής προσπάθεια δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού, έκλεισε το θέμα ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορεί να γίνει "επίκληση των εγγυήσεων και δεσμεύσεων του άρθρου V σε διαμάχες μεταξύ μελών της ΔΕΕ και του ΝΑΤΟ".
3. Το Δεκέμβριο του 1999 στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής η απόφαση των συμπερασμάτων προέτρεπε σε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης και αναφερόταν σε "κάθε εκκρεμή διαφορά" καθώς και σε "άλλα συναφή θέματα" στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας. Αναγνώριζε δηλαδή την τουρκική θέση ότι δεν υπάρχει μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Νομιμοποιούσε το σύνολο των διεκδικήσεων της Τουρκίας. Αυτό μάλιστα έγινε λίγα χρόνια μετά την τουρκική πρόκληση στα Ίμια και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε ικανοποιήσει τα αιτήματα των ΗΠΑ και της Τουρκίας να μην θέσει εμπόδια στην ενταξιακή της πορεία προς την ΕΕ.
4. Το 2002 στη συμφωνία ΝΑΤΟ και ΕΕ διευκρινίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφαλείας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Τουρκίας.
5. Η θέση της ΕΕ έναντι των σύγχρονων τουρκικών προκλήσεων είναι εκείνη της φραστικής μόνο συμπαράστασης προς την Ελλάδα ή κάποιες φορές, ακόμη χειρότερα, των ίσων αποστάσεων. Στην περίπτωση του Μνημονίου Τουρκίας - Λιβύης η ΕΕ αρχικά περιορίστηκε σε συστάσεις (ούτε κάν φραστική καταδίκη της Τουρκίας). Η αρχική μάλιστα ανακοίνωση της Γερμανίας ήταν ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί επί του Μνημονίου επειδή δήθεν δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες. Οι κυρώσεις προς την Τουρκία έμειναν στα χαρτιά.
6. Ειδικά η Γερμανία δείχνει τελευταία να αναζητά μια κάποιου είδους ειδική σχέση της ΕΕ με την Τουρκία, γεγονός που εγκυμονεί ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για την ελληνική πλευρά.
7. Η πολιτική της ΕΕ όλα τα τελευταία χρόνια συνίσταται στην προτροπή προς τις δυο χώρες να προσφύγουν στο Δικαστήριο της Χάγης για όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα δηλαδή για όλες τις παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Ωθεί έμμεσα (;) σε ένα διακανονισμό ο οποίος δεν θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο και στα κυριαρχικά δικαιώματα που αυτό καθορίζει.
Ο Τ. Ερντογάν και το αντιδραστικό καθεστώς της Άγκυρας προφανώς τα συνυπολογίζουν όλα αυτά. Οι ελληνικές κυβερνήσεις;




στο Γ. Αυδίκος, Παθογένειες του Συντάγματος και αναθεώρηση, Αθήνα, εκδ. Στοχαστής, 2020,
σελ. 13-15
Το παρόν βιβλίο του Γρηγόρη Αυδίκου αποτελεί καρπό της τρίχρονης μεταδιδακτορικής του έρευνας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, την οποία είχα την ικανοποίηση να επιβλέψω. Ο συγγραφέας με τρόπο συνεκτικό, διεισδυτικό, αυστηρά επιστημονικό αντιμετωπίζει τρία ζητήματα. Πρώτο, αναδεικνύει τις παθογένειες του ισχύοντος Συντάγματος στο φως των ιστορικά δεδομένων χρόνιων προβλημάτων που αναδείχθηκαν στην ελληνική συνταγματική ιστορία. Δεύτερο, παρουσιάζει και αξιολογεί τις σύγχρονες πολιτικές και επιστημονικές προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τρίτο, σε διαλεκτική συνάφεια με τα παραπάνω διατυπώνει τις δικές του προωθητικές προτάσεις.
Η αξία της εργασίας και των προτάσεων του συγγραφέα συνίσταται ιδίως στον ψύχραιμο και βαθιά τεκμηριωμένο τρόπο με τον οποίο εξετάζει το αντικείμενο της έρευνάς του. Ακόμη περισσότερο, έχει σημασία το γεγονός ότι τοποθετείται με σαφήνεια σε ένα κομβικό ερώτημα της εποχής μας: συρρίκνωση ή εμβάθυνση της δημοκρατίας;
Στην ιστορική περίοδο της κρίσης παρακολουθούμε σε παγκόσμιο επίπεδο “πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες”. Ο θάνατος αυτός δεν λαμβάνει απαραίτητα τη μορφή της κατάργησης των εξωτερικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας, με την επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Διακρίνεται όμως ξεκάθαρα η de facto τάση υποβάθμισης της δημοκρατίας, παραγκωνισμού ή και παραβίασης του Συντάγματος ακόμη και η θεσμική υποβάθμιση της δημοκρατίας είτε μέσω συνταγματικών αλλαγών είτε μέσω άλλων, ανάλογου χαρακτήρα νομοθετικών παρεμβάσεων. Τα παραδείγματα αφθονούν τόσο εκτός όσο και εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ακόμη και σε δημοκρατίες όπως της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας η τάση αυτή είναι πλέον ορατή.
Στο επίπεδο των επιστημονικών προτάσεων που αφορούν στο Σύνταγμα και στη δημοκρατία κυρίαρχος είναι επίσης ο φόβος μπροστά στη δημοκρατία. Οι προτάσεις που κατατίθενται εναρμονίζονται με την τάση συρρίκνωσης της δημοκρατίας, κατατείνουν συνήθως στην αποδυνάμωση της λαϊκής κυριαρχίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, διατυπώνουν ανώδυνες μεταβολές.
Το βιβλίο του Γρηγόρη Αυδίκου έχει την τόλμη να αναζητήσει λύσεις όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον, όχι στην πεπατημένη της ανακύκλωσης χιλιοειπωμένων ιδεών αλλά στην καινοτομία. Αναζητά το αντίδοτο στο φόβο ενώπιον της δημοκρατίας. Η αγωνία που το διακρίνει, συνίσταται στην προσπάθεια εμβάθυνσης και ουσιαστικοποίησης της δημοκρατίας. Αυτό αναδεικνύεται εναργέστερα στις προτάσεις του σε δύο ιδίως άξονες: σε εκείνες που αφορούν στην αναβάθμιση της Βουλής και σε εκείνες που καθιστούν στενώτερο και αποτελεσματικότερο το δεσμό του εκλογικού σώματος με τους αντιπροσώπους του, στον έλεγχο του πρώτου στους δεύτερους.
Σε μια εποχή ακραίων προκλήσεων και κινδύνων -όχι μόνο για την ελληνική κοινωνία αλλά για την ανθρωπότητα-, αποδυνάμωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, κλιματικής αλλαγής, ο λόγος και η απόφαση πρέπει να μετατεθεί στην κοινωνία. Από αυτή τη σκοπιά προτάσεις που μπολιάζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία με ισχυρές ενέσεις άμεσοδημοκρατικών θεσμών μπορούν να της προσδώσουν νέα ποιότητα. Τέτοια είναι και η πρόταση της δυνατότητας ανάκλησης των αντιπροσώπων, που συνδέει με τις πλέον δημοκρατικές αναζητήσεις του σχεδίου Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου και της νομοθεσίας της εθνικής αντίστασης.
Βέβαια, όπως αναγνωρίζει ο συγγραφέας, οι συνταγματικές αλλαγές δεν αποτελούν πανάκεια. Μπορούν όμως να βοηθήσουν και να ανοίξουν δρόμους στην αναζήτηση καινοτόμων λύσεων. Σε αυτό τον τόσο αναγκαίο και επίκαιρο συνταγματικό και κοινωνικο-πολιτικό προβληματισμό συμβάλλει ουσιαστικά το βιβλίο του Γρηγόρη Αυδίκου.



δημοσιεύθηκε στο συλλ. τόμο Αντέχουν οι ιδέες του Μαρξ;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2020, σελ. 115-124

Οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα ξεκίνησαν την οικοδόμηση μιας νέου τύπου κρατικής εξουσίας και δημοκρατίας και νέων παραγωγικών σχέσεων. Καταβλήθηκε προσπάθεια για δημιουργία μιας αληθινής δημοκρατίας -ανώτερης από την δήθεν δημοκρατία της πλουτοκρατίας- όπου η εργατική τάξη και ο λαός θα έχουν τον αποφασιστικό λόγο. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν ή αυθόρμητα συνέκλιναν προς εμπειρίες αντίστοιχες της Παρισινής Κομμούνας.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, πλην της κουβανικής, καταγράφηκε η ίδια τάση. Αυτή της βαθμιαίας αποδυνάμωσης της επαναστατικής δημοκρατίας, της συγκέντρωσης των αποφάσεων στην ηγετική ομάδα του κόμματος και του κράτους. Οι αρχές της αιρετότητας, της ανακλητότητας, της εναλλαγής των προσώπων στις υπεύθυνες θέσεις, του ελέγχου από τα κάτω, της κατάργησης των προνομίων για τους κυβερνώντες αποδυναμώθηκαν, έγιναν τυπικό γράμμα και παραβιάστηκαν ανοιχτά. Με όλα αυτά όμως χάθηκε το βασικό χαρακτηριστικό πλεονέκτημα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Χάθηκε η ειδοποιός διαφορά της από την αστική δημοκρατία. Η κατάσταση αυτή οδήγησε βαθμιαία τους λαούς στην αδιαφορία και στην αδράνεια.


Οι αιτίες

Μπορούμε καταρχήν να εντοπίσουμε μερικούς βασικούς παράγοντες που επέδρασαν αρνητικά ώστε να δυσκολευτεί το έργο της οικοδόμησης μιας ανώτερης δημοκρατίας όπου η εργατική τάξη και ο λαός θα έχουν πραγματικά τον καθοριστικό λόγο και ρόλο.
Πρώτο, οι επαναστάσεις ξέσπασαν σε χώρες με χαμηλό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων.
Δεύτερο, αυτό συνδυαζόταν με χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των λαών. Όλα αυτά δυσχέραιναν το έργο της συμμετοχής τους στη δημιουργία νέου κράτους και οικονομικού συστήματος.
Τρίτο, ο διαμορφωμένος εδώ και αιώνες καταμερισμός της εργασίας σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, δεν μπορεί παρά να υφίσταται για ένα ιστορικό διάστημα και μετά από μια επαναστατική αλλαγή. Αυτόματα επομένως, διαμορφώνεται η τάση της ανάθεσης και η παράλληλη τάση των κυβερνώντων να αυτονομούνται.
Τέταρτο, οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ο οικονομικός αποκλεισμός που εξαπέλυσε η αστική τάξη ανάγκασαν τις επαναστατημένες χώρες να δρουν σε καθεστώς κατάστασης πολιορκίας. Έτσι, μια σειρά δημοκρατικές λειτουργίες και ελευθερίες αναστάλθηκαν ή περιορίστηκαν δραστικά προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες πολεμικές συνθήκες. Αυτό θα έκανε κάθε κράτος και κάθε εξουσία που δεν ήθελε να παραδοθεί.
Πέμπτο, οι λαοί και οι ηγέτες δεν διέθεταν καμιά τέτοια προηγούμενη εμπειρία. Άρα τα λάθη, μικρά και μεγαλύτερα, ήταν αναπόφευκτα.
Έκτο, σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι αρνητικές αντιλήψεις και οι νοοτροπίες που σημαδεύουν τους ανθρώπους μέσω της μακραίωνης κυριαρχίας εκμεταλλευτικών συστημάτων και των αντίστοιχων ιδεολογιών, οι εγωισμοί, οι ιδιοτέλειες, που αποτελούν μακραίωνη κληρονομιά της ανθρωπότητας και καθόλου δεν εξαλείφονται σε μερικές δεκαετίες.


Η αντεπίδραση στην οικονομία

Η αφυδάτωση της επαναστατικής δημοκρατίας, η γραφειοκρατική στρέβλωση των σοσιαλιστικών κρατών είχε αρνητική αντεπίδραση στην οικονομία. Η συμμετοχή των εργαζομένων στη συζήτηση για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων για την οικονομία αλλά και γενικότερα έγινε σε μεγάλο βαθμό τυπική, ή και ανύπαρκτη. Όπως σημειώνει ο κουβανός οικονομολόγος Κάρλος Ταμπλάδα, το βάρος έπεφτε μονομερώς στην υλοποίηση των αποφάσεων που είχαν ληφθεί στα κυβερνητικά κλιμάκια και όχι στη συμμετοχή των εργαζομένων στην επεξεργασία και αξιολόγηση των πολιτικών1. Αντίστοιχες παρατηρήσεις είχε κάνει πολλά χρόνια πριν ο Τσε2.
Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι αποξενώνονταν ολοένα και περισσότερο από τις οικονομικές (και όχι μόνο) αποφάσεις οδήγησε στην πτώση του ενδιαφέροντος για την εργασία και τα αποτελέσματά της και άρα σε πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οδήγησε σε αστοχίες στο σχεδιασμό, σε υπερβολές, σε βουλησιαρχικές αποφάσεις. Το παράδειγμα του μεγάλου άλματος μπροστά στην Κίνα το 1958 είναι το πλέον κραυγαλέο αλλά όχι το μοναδικό. Προκλήθηκαν ανισορροπίες, ανισομέρειες και αναποτελεσματικότητα. Σημειώθηκαν παραβιάσεις της αρχής κατανομής του κοινωνικού πλούτου “στον καθένα ανάλογα με την εργασία του3. Συσσωρεύθηκαν εντέλει αδικίες και κοινωνική δυσαρέσκεια.
Έτσι, τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της πρώτης επαναστατικής περιόδου, που οφείλονταν ακριβώς στο σχεδιασμό της οικονομίας και στην ενθουσιώδη συμμετοχή των λαών, άρχισαν να αποδυναμώνονται. Οι οικονομικοί δείκτες οδηγήθηκαν σε στασιμότητα και υποχώρηση.
Στο τελικό στάδιο μεθοδεύτηκε από το ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα η καπιταλιστική παλινόρθωση. Η γραφειοκρατία (τουλάχιστον το σημαντικότερο τμήμα της) μετασχηματίστηκε σε αστική τάξη. Οι πρώην αξιωματούχοι μετατράπηκαν σε καπιταλιστές ιδιοποιούμενοι τη δημόσια περιουσία.

Επαναστατική δημοκρατία ίσον οικονομικός δυναμισμός

Τα παραπάνω μας βοηθούν να εξάγουμε κάποια θεωρητικά πορίσματα4. Η οικονομία στις σοσιαλιστικές κοινωνίες αναπτύσσεται με βάση το σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός αυτός πρέπει 1. να λαμβάνει υπόψη του τις αντικειμενικές δυνατότητες και τους κανόνες που διέπουν τις κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες, 2. να εκφράζει τη βούληση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων για το πώς θέλουν να αναπτύξουν την οικονομία τους.
Κατά συνέπεια, η εργατική τάξη και ο λαός μπορεί και πρέπει μέσα από τους θεσμούς άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας να λαμβάνει τις οικονομικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, τι ποσοστό των πόρων θα διατεθούν για τη βιομηχανική και αγροτική ανάπτυξη, για την εκπαίδευση, για την υγεία, την άμυνα κλπ, τι μέρος των επενδύσεων θα στραφεί στη βαριά βιομηχανία και σε ποιους κλάδους της, ποιο μέρος των επενδύσεων θα κατευθυνθεί στην ελαφριά βιομηχανία και σε ποιους κλάδους της πρέπει να το συζητήσουν και να το αποφασίζουν οι εργαζόμενοι. Σε ποιο βαθμό και για ποιο ιστορικό διάστημα, θα εφαρμοστεί πολιτική τύπου ΝΕΠ, ποια θα είναι η έκταση των εμπορευματικών σχέσεων είναι ζητήματα όχι μόνο επιστημονικής τεχνοκρατικής ανάλυσης αλλά και κοινωνικές – πολιτικές αποφάσεις τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν οι λαοί.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πρέπει να συζητήσουν και να αποφασίσουν όχι μόνο γιατί έτσι εκφράζουν τη βούλησή τους αλλά και επειδή μόνο έτσι μπορούν να ανεβάσουν το επίπεδο κοινωνικής τους συνείδησης, να μάθουν ακόμη και από τα λάθη τους. Άλλωστε, οι «ειδικοί» (πολιτικοί, οικονομολόγοι κλπ) μπορεί εξίσου να λάβουν λαθεμένες αποφάσεις. Μπορεί επίσης να λάβουν αποφάσεις που δεν εκφράζουν τις επιθυμίες και επιδιώξεις της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση και το κυβερνητικό επαναστατικό κόμμα πρέπει να υποβάλλουν τις προτάσεις τους οι οποίες, μαζί με όποιες άλλες προτάσεις κατατεθούν, οφείλουν να τίθενται σε πλατιά συζήτηση τόσο στις συνελεύσεις στους εργασιακούς χώρους όσο και τοπικά, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στους συνδικαλιστικούς και άλλους μαζικούς φορείς. Η τελική απόφαση βέβαια πρέπει να λαμβάνεται στη συνέχεια από το κεντρικό αντιπροσωπευτικό όργανο.
Η δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων είναι αναγκαία και στο στάδιο της κατανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Στη σοσιαλιστική κοινωνία γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί η αρχή “στον καθένα ανάλογα με την εργασία του”. Πώς όμως γίνεται η μέτρηση, αξιολόγηση και αποτίμηση της εργασίας; Και κυρίως ποιος την υπολογίζει σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης όπου δεν κυριαρχεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής; Ο υπολογισμός της εργατικής δύναμης που ξόδεψε κάθε εργαζόμενος είναι ένα σύνθετο επιστημονικό και πολιτικό ζήτημα. Τα πορίσματα διάφορων επιστημών και η κοινωνική εμπειρία μπορούν να υποδείξουν τρόπους για τον υπολογισμό της μιας ή της άλλης εργασίας. Τα συμπεράσματα όμως της επιστήμης και της εμπειρίας μπορούν να διαφέρουν στις εκτιμήσεις τους. Ο υπολογισμός δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα αλλά και κοινωνικο-πολιτική απόφαση.
Κατά συνέπεια η ίδια η κοινωνία πρέπει να έχει τον τελικό και αποφασιστικό λόγο για τα κριτήρια που υιοθετούνται. Επομένως ο ρόλος της δημοκρατίας είναι κι εδώ καθοριστικός. Πώς θα αποτιμηθεί από την κοινωνία μια ώρα εργασίας του εκπαιδευτικού και πώς ενός προγραμματιστή, πώς ενός ανθρακωρύχου και πώς ενός κλητήρα; Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέσα από τους δημοκρατικούς τους θεσμούς μπορούν να καθορίσουν τα σχετικά κριτήρια.
Η δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων είναι καθοριστική για την οικονομική αποτελεσματικότητα, την έγκαιρη διόρθωση των λαθών, την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες και στρώματα του λαού. Μόνο με την επαναστατική δημοκρατία μπορεί να αναδειχθεί η υπεροχή του σοσιαλισμού και στο οικονομικό πεδίο. Όποτε και στο βαθμό που υπήρξε οδήγησε σε άλματα. Για παράδειγμα, η Σοβιετική Ρωσία η οποία εκτινάχθηκε από τη μεσαιωνική καθυστέρηση σε δεύτερη οικονομική δύναμη στον πλανήτη τα πρώτα χρόνια. Στη συνέχεια καθώς ατόνησε η επαναστατική δημοκρατία και κυριάρχησε η γραφειοκρατική στρέβλωση, οδηγήθηκε στη στασιμότητα και στον οικονομικό μαρασμό.


Επιστημονική πρόβλεψη

Οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν προβλέψει επιστημονικά μια τέτοια εξέλιξη της επαναστατικής δημοκρατίας και των επαναστάσεων; Πολύ διορατικά σημείωνε ο Μαρξ ότι οι προλεταριακές επαναστάσεις “κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνεται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν' αντλήσει καινούργιες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα5.
Ο Ένγκελς επίσης, στον πρόλογο του βιβλίου του Μαρξ Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία τόνιζε ότι αν δεν εφαρμοστούν οι αρχές της Παρισινής Κομμούνας η εργατική τάξη ενδέχεται να ξαναχάσει την εξουσία, αν δεν “εξασφαλίσει τον εαυτό της” από τα “ειδικά συμφέροντα” των ίδιων της των βουλευτών, των στελεχών, των υπαλλήλων της6.
Είναι πολύ εύστοχη από την άποψη αυτή και η επισήμανση του Φιδέλ Κάστρο ότι «Οι επαναστάτες, όσοι ξεκινάνε μια επανάσταση, έχουν συνήθως μεγάλο γόητρο στο λαό, μια μεγάλη εξουσία πάνω στο λαό, και μ’ αυτή την εξουσία, μπορούν να κάνουν πολύ καλό, αλλά μπορεί να συμβεί να κάνουν πολύ κακό. Ας ελπίσουμε πως στο μέλλον, πολλοί λίγοι άνθρωποι, ή και ούτε ένας, δεν θα έχουν την εξουσία που είχαμε στην αρχή της Επανάστασης, γιατί είναι επικίνδυνο άνθρωποι να έχουν τόσο μεγάλη εξουσία»7.


Υπάρχει δυνατότητα και αναγκαιότητα

Η εμπειρία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα μας δείχνει ότι το ζήτημα της επαναστατικής δημοκρατίας, της ουσιαστικής συμμετοχής του λαού στις αποφάσεις έχει κομβική σημασία για την επιβίωση και ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Μήπως όμως είναι ουτοπία η οικοδόμηση μιας τέτοιας δημοκρατίας; Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για εύκολο έργο. Ωστόσο, η επιστημονική ανάλυση και αφομοίωση της εμπειρίας του 20ού αιώνα θα συμβάλλει στην ωριμότερη προσέγγιση του ζητήματος, στην απαλλαγή των επαναστατικών κομμάτων από πατερναλιστικές αντιλήψεις, από την εγκαθίδρυση του διοικητικού, ελιτίστικου αυταρχισμού στη θέση της διαλεκτικής σχέσης με το λαό. Η προσέλκυση του λαού στη διαχείριση των καθημερινών του υποθέσεων, η εκμάθηση με βάση την εμπειρία, η άνοδος του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου, είναι υπόθεση μακρόχρονης, επίπονης, συστηματικής προσπάθειας, που θα έχει πάντα τον κίνδυνο πισωγυρίσματος. Θα είναι μια δυνατότητα που πρέπει πάντοτε, καθημερινά, να επιβεβαιώνεται για να μετατρέπεται σε πραγματικότητα.
Η περίπτωση της κουβανέζικης επανάστασης (χωρίς να αγνοηθούν τα λάθη, χωρίς διάθεση ωραιοποίησης, χωρίς να αγνοηθούν οι κίνδυνοι και οι μεγάλες δυσκολίες), το γεγονός ότι κατόρθωσε να επιζήσει, μόνη, υπερήφανη, αξιοπρεπής, 28 χρόνια μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ανατολική Ευρώπη, δείχνει, έστω και ημιτελώς, ότι μπορεί να γίνει και αλλιώς.
Η επαναστατική δημοκρατία, ο δρόμος δηλαδή προς τον αυτοκαθορισμό του ανθρώπου, η πραγματική ελευθερία αποτελεί αναμφίβολα δύσκολο έργο, υψηλό, προμηθεϊκό, αντίστοιχο προς τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες του homo sapiens. Η ανθρωπότητα έχει διανύσει έναν υπέροχο δρόμο από τα βάθη της πρωτόγονης κατάστασης μέχρι σήμερα. Όπως σημείωνε ο Φ. Ένγκελς, η ιστορία των επιστημών -και του ανθρώπου θα προσθέταμε- είναι η ιστορία της σταδιακής εξάλειψης της άγνοιας και της ανοησίας8.
Σήμερα, η αστική τάξη επιδίδεται σε μια αυταρχική ρεβάνς: κατάργηση εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων, στροφή προς την ακροδεξιά και τον αυταρχισμό, συρρίκνωση ακόμη και αυτής της υποκριτικής αστικής δημοκρατίας. Εξαιτίας της αδηφαγίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου απειλείται η ίδια η επιβίωση του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάργηση από τον πρόεδρο της Βραζιλίας του υπουργείου προστασίας της περιοχής της Αμαζονίας, γεγονός που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη υπερεκμετάλλευση του πνεύμονα της ανθρωπότητας από τις πολυεθνικές, με ολέθριες συνέπειες για όλους μας σε όλο τον πλανήτη. Όμως η ιστορία έτσι προχωρά. Οι λαοί συσσωρεύουν καθημερινά, με οδυνηρό τρόπο, εμπειρία και γνώση. Θα συνεχίσουν ανοίγοντας νέους, καλύτερους δρόμους. Το επιστημονικό κεφάλαιο που άνοιξε ο Μαρξ θα είναι πολύτιμος αρωγός.

1Βλ. Κ. Ταμπλάδα, Τσε Γκεβάρα: η πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, Αθήνα, εκδ. Διεθνές βήμα, 2014, σελ. 305 και Σ. Μπετελέμ, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, τ. 2 (1923-1930), οπ. π., σελ. 204 επ.
2Βλ. και τις σχετικές απόψεις του Τσε Γκεβάρα στο Δ. Καλτσώνης, Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2012, σελ. 152 επ. και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία.
3Βλ. Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983, σελ. 13 επ.
4 Βλ. περισσότερα στο Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος; τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 81 επ.
5Βλ. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987, σελ. 17.
6 Βλ. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 20.
7 Βλ. F. Castro, Révolution cubaine, II (textes choisis 1962-1968), Paris, Maspero, 1969, σελ. 158 επ.
8 Βλ. Φ. Ένγκελς, Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 79.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION