Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Latest Posts


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/7/2024


Το επεισόδιο στην Κάσο έληξε και η κυβέρνηση υπνωτίζει την κοινή γνώμη ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά πριν “αλέκτωρ φωνήσει τρις” η κυβέρνηση Ερντογάν ξανάθεσε θέμα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη ενώ νωπή είναι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την εισβολή στην Κύπρο.

Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση των “ήρεμων νερών”. Αν σκεφτεί κανείς, θα διαπιστώσει ότι αυτή ακριβώς είναι η πάγια επιδίωξη της υπερδύναμης στο Αιγαίο. Κατά την τουκρική εισβολή στην Κύπρο, την οποία όχι απλώς ανέχτηκε αλλά ευννόησε, η προσπάθεια του τότε Υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ήταν ακριβώς να μείνουν “ήρεμα τα νερά”, να μην αντιδράσει δηλαδή η Ελλάδα στην τουρκική επίθεση. Όπερ και εγένετο.

Παρόλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να αναζητούν προστασία και λύση στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό εμπεδώνεται βήμα προς βήμα, η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που είναι αναγκαία ενόψει της αντιπαράθεσής του με τη Ρωσία και την Κίνα. Ταυτόχρονα όμως εμπεδώνονται σε διπλωματικό επίπεδο οι αντίθετες στο διεθνές δίκαιο αξιώσεις και πρακτικές του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.

Η πολιτική αυτή ρικανίσματος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας συμπληρώνεται ενίοτε από εθνικιστικές κορώνες τύπου Γεωργιάδη. Αναπαράγουν, ως φάρσα αυτή τη φορά, τις εθνικιστικές ιαχές του μακρινού παρελθόντος που οδήγησαν σε εθνικές ήττες, όπως το 1897.

Τα “ήρεμα νερά” είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη συνίσταται στη διεκδίκηση “ενός είδους στρατηγικής θέσης της χώρας στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ”, όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Τούτο σημαίνει ότι η κυβέρνηση επαναβεβαιώνει ότι θα είναι ο πιστός και πειθήνιος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή. Ως εκ τούτου αναζητά προστασία έναντι της Τουρκίας, την οποία δεν βρήκε ποτέ, αλλά και κάποια ανταλλάγματα. Τι είδους ανταλλάγματα, για ποιούς; σίγουρα όχι για τον ελληνικό λαό που στέλνει τα παιδιά του να κινδυνεύσουν στην Ερυθρά Θάλασσα.

Διπλός είναι επομένως ο κίνδυνος αυτών των επιλογών. Υπονομεύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας αλλά και εκθέτουν τον ελληνικό λαό στον κίνδυνο να συμπαρασυρθεί σε περιπέτειες είτε μέσω της εμπλοκής του πολέμου που διεξάγει το ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία στην Ουκρανία είτε μεσω της στήριξης του πολέμου γενοκτονίας που διεξάγει το Ισραήλ. Και στις δυο περιπτώσεις η πιθανότητα κλιμάκωσης και γενίκευσης του πολέμου είναι πλέον ορατή.

Και εντούτοις η κυβέρνηση επιμένει να παρέχει βάσεις και διευκολύνσεις. Αλλά όπως είχε δηλώσει σε μια αυτοκριτική στιγμή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη Βουλή αρχές δεκαετίας του 1980, “Δεν θεωρώ πια αναγκαία την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές βάσεις δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο από Ανατολάς. Αν σημειωθεί μια παγκόσμια σύρραξη, το μόνο που θα κάνουν είναι να μας εκθέτουν σε καταστροφή”.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 4/7/2024


Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει συχνά ότι βασίζεται στο διεθνές δίκαιο για τη χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Πρώτο, η κυβέρνηση στηρίζει χωρίς ταλαντεύσεις την ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου στο Ισραήλ, η οποία εξακολουθεί να διεξάγει έναν πόλεμο γενοκτονίας ενάντια στον Παλαιστινιακό λαό. Το επιχείρημα, που αναπαρήγαγε ο Έλληνας πρωθυπουργός, ότι το Ισραήλ ασκεί το δικαίωμα στην αυτοάμυνα είναι ανιστόρητο και υποκριτικό. Το Ισραήλ έχει υπό την κατοχή του εδώ και πολλές δεκαετίες την Παλαιστίνη. Παραβιάζει δηλαδή τον πυρήνα των αρχών στις οποίες είναι θεμελιωμένος ο ΟΗΕ, που είναι ο σεβασμός της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, οι αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης, της καλής γειτονίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτοάμυνα. Αντίστοιχα δεν ήταν αυτοάμυνα οι επιχειρήσεις των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, όταν μάχονταν ενάντια στις ανταρτικές δυνάμεις της Ελλάδας ή άλλων κατεχόμενων χωρών στο β’ παγκόσμιο πόλεμο. Το διεθνές δίκαιο είναι ξεκάθαρα με την πλευρά των Παλαιστινίων οι οποίοι έχουν δικαίωμα στη δική τους πατρίδα με βάση επανειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ. Άρα η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει αυτούς που βιάζουν το διεθνές δίκαιο, όχι αυτούς που το υπερασπίζονται.

Δεύτερο, υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση ότι στηρίζει το διεθνές δίκαιο στην περίπτωση της Ουκρανίας. Όμως ηθελημένα παραβλέπει ότι πρόκειται ουσιαστικά για έναν ακήρυχτο πόλεμο του ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία, που διεξάγεται μέσω της ακροδεξιάς κυβέρνησης Ζελένσκι. Ο πόλεμος αυτός είχε ουσιαστικά ξεκινήσει πολύ πριν την καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Επομένως, μια θέση υπέρ του διεθνούς δικαίου θα έπρεπε να υποστηρίζει όχι μόνο την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία αλλά ταυτόχρονα την απόσυρση του ΝΑΤΟ από την περιοχή καθώς και διεθνείς εγγυήσεις για τον ολόπλευρο εκδημοκρατισμό της Ουκρανίας, έξω από στρατιωτικούς συνασπισμούς στο πρότυπο που υπήρξε η Αυστρία τη μεταπολεμική περίοδο. Άρα ούτε εδώ η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει το διεθνές δίκαιο.

Αντίθετα, και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις στηρίζει τα επιθετικά σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εμπλέκοντας την Ελλάδα σε επικίνδυνες γεωπολιτικές συγκρούσεις που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε παγκόσμιο πόλεμο.

Παράλληλα, αποδυναμώνει τη θέση της χώρας μας στα ελληνοτουρκικά. Πώς είναι δυνατό να υποστηρίζει πειστικά ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να βασίζονται αυστηρά στο διεθνές δίκαιο, όταν στηρίζει αλλού την παραβίασή του; Η κυβέρνηση εκθέτει τη χώρα μας από άποψη ηθική και διπλωματική. Και αυτό συμβαίνει γιατί ουσιαστικά είναι στρατηγικά δεσμευμένη με τις ΗΠΑ και τους λοιπούς συμμάχους. Στο πλαίσιο αυτής της δέσμευσης ακόμη και υποχωρήσεις από το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα μπορεί να κάνει, προκειμένου να εξασφαλίσει “ήρεμα νερά” στην περιοχή για την Ατλαντική Συμμαχία.


 

εφημ. Documento, 23/6/2024


Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία (ή Κεντροαριστερά, όπως εναλλακτικά λέγεται) είχε να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στη δυτική Ευρώπη. Αποτελούσε εκείνη την πολιτική δύναμη που ηγούνταν μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βελτίωναν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων ενώ παράλληλα σταθεροποιούσαν το σύστημα. Γίνονταν εφικτές επειδή οι χώρες διένυαν την περίοδο της ανοικοδόμησης αλλά και επειδή υπήρχε ο φόβος του ισχυροποιημένου εργατικού κινήματος τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική Ευρώπη.

Τη δεκαετία του 1970 η δυναμική αυτή των παραχωρήσεων εξαντλήθηκε και το οικονομικό σύστημα γνώρισε μια ακόμη κρίση. Άρχισε η στροφή προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και μαζί η σταδιακή μετατόπιση της Κεντροαριστεράς σε θέσεις νεοφιλελεύθερες. Η μετατόπιση αυτή σημειώθηκε κατά βάση σε τρία βήματα: δεκαετία του 1980, δεκαετία του 1990 και μετά την κρίση του 2008. Η στροφή αποδυνάμωσε σταδιακά την Κεντροαριστερά αφού οι διαφορές με τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα γίνονταν ολοένα λιγότερο υπαρκτές. Αυτό ώθησε βαθμιαία μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων στην αποχή.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο εκφράστηκε με σχετική καθυστέρηση λόγω της ανώμαλης μετεμφυλιακής περιόδου και της δικτατορίας του 1967-1974. Το “σύντομο καλοκαίρι της σοσιαλδημοκρατίας” διάρκεσε για λίγο: 1981-1985. Στην τελευταία αυτή ημερομηνία άρχισε η βαθμιαία προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης.

Μετά την κρίση του 2008 η ταύτιση της Κεντροαριστεράς με τις σκληρές πολιτικές λιτότητας την οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη αναξιοπιστία. Απόδειξη είναι η πάγια πλέον δυσκολία του ΠΑΣΟΚ να επανέλθει στα παλαιότερα επίπεδα εκλογικής επιρροής του αλλά και η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς.

Η κακοδαιμονία που μαστίζει το χώρο οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές του προτάσεις και η πολιτική του πρακτική (ιδίως η κυβερνητική) δεν τον διαφοροποιούν αισθητά από την παραδοσιακή, νεοφιλελεύθερη παράταξη. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς δεν αμφισβητούν τη Μνημονιακή νομοθεσία, που ισχύει και θα εξακολουθήσει να ισχύει στο μέλλον κατακρημνίζοντας κάθε λαϊκή προσδοκία για ανάταξη του βιοτικού επιπέδου. Αποδέχονται την εποπτεία της ΕΕ η οποία με τη σειρά της όχι μόνο καθηλώνει τα λαϊκά εισοδήματα αλλά τα ωθεί διαρκώς προς τα κάτω.

Έτσι στην πραγματικότητα, παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις, δεν έχουν να προτείνουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό για μια σειρά ζέοντα ζητήματα. Δεν μπορούν να προτείνουν (και κυρίως να εφαρμόσουν) γενναίες αυξήσεις μισθών, δεν μπορούν να προτείνουν ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, δεν τολμούν να προτείνουν και να εφαρμόσουν τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου (ελαφρύνοντας τους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους).

Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτκής είναι επίσης δέσμια του κυρίαρχου πολιτικού πλαισίου. Δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό, από την πολιτική στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, ούτε από από τη στήριξη του Ισραήλ στο γενοκτονικό του πόλεμο, έστω και αν στα αντιπολιτευτικά λόγια διαφοροποιούνται λίγο.

Εντός αυτού του ασφυκτικού πλαισίου οι δυνατότητες διαφοροποίησης είναι μηδαμινές, όπως απέδειξε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Για το λόγο αυτό η ατζέντα της Κεντροαριστεράς δυσκολεύεται να γίνει πειστική. Για τον ιδιο λόγο, οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι της παραδοσιακής δεξιάς δεν στρέφονται προς αυτήν αλλά προτιμούν την αποχή ή τη στροφή στην ακροδεξιά, πολύ περισσότερο που η τελευταία προωθείται πανευρωπαϊκά από τμήμα του μεγάλου κεφαλαίου και από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.

Νομίζω πως με αυτά τα δεδομένα στην παρούσα ιστορική περίοδο της κρίσης ο ρόλος της Κεντροαριστεράς θα παραμείνει αναιμικός. Δεν αποκλείεται βέβαια κάποια στιγμή να κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί και να ανακάμψει σχετικά, κάτω από το βάρος της δυσαρέσκειας του λαού από τον παραδοσιακό συντηρητικό χώρο. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση, η εμπειρία της διακυβέρνησης θα οδηγήσει πάλι τους ψηφοφόρους της στη διάψευση και στην απογοήτευση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.



 

στο ειδικό ένθετο, 43 χρόνια η Ελλάδα στην Ε.Ε.

Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/6/2024


H ΕΕ αποδείχθηκε τελικά ένας “λάκκος λεόντων” σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό που της έδωσε ο Ηλίας Ηλιού ήδη τη δεκαετία του 1960. Από τη δεκαετία του 2010 και μετά αυτό άρχισε να γίνεται περισσότερο ορατό ακόμη και σε τμήματα του λαού που μέχρι τότε είχαν αυταπάτες για το ρόλο της. Τα θεμέλια, η δομή και ο μηχανισμός της εξυπηρετούν την ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε βάρος των λαών. Πραγματοποιούν παράλληλα μια αναδιανομή πλούτου από τις ασθενέστερες χώρες προς τις ισχυρότερες, ενώ οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών οικονομιών (Γερμανία, Γαλλία ιδίως) δίνουν συχνά τον τόνο των εξελίξεων στο εσωτερικό της.

Η ΕΕ εντείνει και παροξύνει στο έπακρο την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της χώρας μας, την ωθεί συστηματικά σε έναν υποδεέστερο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας εντείνοντας έτσι την καταλήστευση των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Κερδισμένοι από τη διαδικασία αυτή αποτελούν το πολυεθνικό κεφάλαιο των κρατών της ΕΕ μαζί και το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο. Η εξάρτηση της Ελλάδας από την ΕΕ δεν είναι όμως μονοσήμαντη. Ταυτόχρονα με την ΕΕ, ως επικυρίαρχος λειτουργούν οι ΗΠΑ. Οι τελευταίες διατηρούν τον πρωτεύοντα ρόλο στην ελληνική οικονομία ενώ παράλληλα, σε γεωπολιτικό επίπεδο, κατορθώνουν μέχρι στιγμής να τιθασσεύουν τις προσπάθειες των ισχυρών της ΕΕ, όπως η Γερμανία, για αυτόνομη πορεία.

Η αντίθεση προς την ΕΕ και τις πολιτικές της, η διεκδίκηση της απελευθέρωσης - αποδέσμευσης από αυτήν αποτελούν αναγκαία βήματα για τη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από στόχους που ανοίγουν το δρόμο προς την υπέρβαση της βαθιάς κρίσης. Από την άλλη, η αποδέσμευση της Ελλάδας από την επικυριαρχία της ΕΕ δεν μπορεί να είναι ουσιαστική, αν δεν είναι παράλληλα απελευθέρωση από την επικυριαρχία των ΗΠΑ. Επιπλέον, καθώς η άρχουσα αστική τάξη της χώρας μας είναι στενά συνδεδεμένη και συνυφασμένη με τους δύο αυτούς πόλους, η πραγματική απελευθέρωση της Ελλάδας μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο μια ευρύτερης, σύνθετης διαδικασίας βαθιών, επαναστατικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών.



Διπλός στόχος


Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να έχουν διπλό στόχο. Ο πρώτος είναι να πραγματοποιήσουν ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου στην κατεύθυνση της εξάλειψης των σχέσεων εκμετάλλευσης. Ο δεύτερος είναι να υλοποιήσουν την ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η οποία σήμερα παρεμποδίζεται από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο των καπιταλιστικών σχέσεων.

Η ουσία των επιδιωκόμενων αλλαγών δεν θα μεταβληθεί ακόμη και στο ενδεχόμενο αποδόμησης, διάσπασης ή και διάλυσης της ΕΕ κάτω από το βάρος των εσωτερικών της, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει να επιλύσει το ζήτημα της απαλλαγής από την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία η οποία θα έχει λάβει τότε διαφορετική μορφή.



Κρατική παρέμβαση


Η απελευθέρωση από τα δεσμά της ΕΕ και η υπέρβαση της κρίσης σε όφελος των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, η οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων απαιτεί την ενεργό κρατική παρέμβαση, τη δραστήρια αντεπίδραση της πολιτικής στην οικονομία.

Κρατική παρέμβαση στην οικονομία υπάρχει και στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ακόμη και ένας υποτυπώδης σχεδιασμός και προγραμματισμός. Είναι ίσως περισσότερο έντονη στην κεϋνσιανή μορφή διαχείρισης της οικονομίας αλλά υπάρχει, με άλλο τρόπο, και στη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Σε συνθήκες κρίσης ο ρόλος του αστικού κράτους έτσι κι αλλιώς ενισχύεται. Η παρέμβασή του γίνεται πολύ πιο σημαντική καθώς πάντοτε λειτουργεί ως συλλογικός καπιταλιστής διασφαλίζοντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης. Αυτό διακρίνεται πολύ καθαρά σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων. Η κρατική παρέμβαση ενισχύεται, όπως συνέβη κατά τον α’, τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα με τη γεωπολιτική σύγκρουση στην Ουκρανία αλλά και σε άλλες κρισιακές καταστάσεις όπως για παράδειγμα στην πανδημία του covid-19. Τα αστικά κράτη παρεμβαίνουν δραστήρια, όχι μόνο στον αμυντικό τομέα αλλά και στον οικονομικό.

Μια ανάλογη κρισιακή, μεταβατική κατάσταση, όπου απαιτήθηκε δραστήρια παρέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία, υπήρξε η διαδικασία εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Το κράτος ανέλαβε ενεργητικό ρόλο, τόσο στη Βρετανία όσο και στις χώρες μέλη της ΕΕ, ιδίως στις πλέον ισχυρές και συνδεδεμένες οικονομικά με τη Βρετανία. Διαχειρίστηκε ως συλλογικός καπιταλιστής τη μετάβαση στις νέες συνθήκες, την επίλυση των προβλημάτων και των αντιθέσεων που ανέκυψαν από τη διαδικασία αυτή.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία σε περίπτωση εξόδου από την ΕΕ θα αποκτήσει βέβαια νέα, ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η διαχείριση της αποδέσμευσης από την ΕΕ απαιτεί κρατικές ρυθμίσεις προκειμένου να αποτραπούν προβλήματα που αναπόφευκτα θα προκύψουν από μια τέτοια μεταβατική κατάσταση. Θα απαιτηθούν κρατικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις όχι μόνο ποσοτικά περισσότερες αλλά και ποιοτικά διαφορετικές. Η Ελλάδα δεν είναι Βρετανία πρωτίστως λόγω διαφοράς οικονομικής ισχύος και θέσης στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί ότι εδώ πρόκειται για την έξοδο μιας αδύναμης χώρας και παράλληλα ότι θα πρόκειται για μια αντισυστημική έξοδο, που θα έχει λογικά να διαχειριστεί πιο έντονες και διαφορετικές συγκρουσιακές συνθήκες.

Γι’ αυτό η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να έχει τετραπλό στόχο. Πρώτο τη διακοπή των σχέσεων εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας έναντι των ισχυρότερων οικονομιών της ΕΕ και των ΗΠΑ, την αντιμετώπιση των κρισιακών καταστάσεων που θα προκύψουν είτε αντικειμενικά είτε εξαιτίας του οικονομικού πολέμου που θα εξαπολύσουν σε βάρος της χώρας μας η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Δεύτερο, την εναλλακτική οικοδόμηση διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας σε ισότιμη βάση. Τρίτο, την παραγωγική αναβάθμιση με την ενίσχυση της βιομηχανικής, τεχνολογικής και αγροτικής βάσης της εθνικής οικονομίας. Τέταρτο, τη ριζική αναδιανομή του πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Οι τέσσερεις αυτοί στόχοι και οι δράσεις για την εκπλήρωσή τους είναι από οικονομική και πολιτική άποψη αλληλοσυμπληρούμενοι. Κανείς από τους στόχους δεν μπορεί να επιτυγχάνεται αν δεν πραγματοποιούνται παράλληλα βήματα για την επίτευξη και των άλλων.

Τα βασικά εργαλεία - άξονες κρατικής παρέμβασης είναι ο οικονομικός σχεδιασμός - προγραμματισμός, η εθνικοποίηση επιχειρήσεων, ο εργατικός έλεγχος, η οικοδόμηση νέων διεθνών οικονομικών σχέσεων.



Οικονομικός σχεδιασμός

Ο οικονομικός σχεδιασμός (βραχυπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος) είναι ο πρώτος αναγκαίος άξονας κρατικής παρέμβασης προκειμένου να επιτευχθεί η απεξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η βαθμιαία οικοδόμηση ενός άλλου οικονομικού πλαισίου και συστήματος. Χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα κρισιακά φαινόμενα αλλά ούτε η διαχείριση της εξόδου από την ΕΕ. Το σχέδιο χρειάζεται για τη βαθμιαία ανάταξη και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και για την αντίστοιχη ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Σε όλες τις περιπτώσεις επαναστατικών, ριζοσπαστικών κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών χρειάστηκε ένα σχέδιο παρέμβασης στην οικονομία. Στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα, στη Νικαράγουα, στη Χιλή του Αλλιέντε, παντού χρειάστηκε η υιοθέτηση ενός σχεδίου.

Ακόμη και σε μη επαναστατικά εγχειρήματα, όπως είναι οι κεϋνσιανού τύπου παρεμβάσεις, απαιτείται κάποιο σχέδιο. Το σχέδιο αυτό έχει διαφορετική στόχευση σε σχέση με το σχεδιασμό των επαναστατικών εγχειρημάτων. Είναι επίσης περισσότερο ελαστικό και ενδεικτικό, μη δεσμευτικό. Αυτό συνέβη κατά κόρον μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Κρατικός σχεδιασμός υπήρξε επίσης σε χώρες και περιόδους που επιχειρούσαν να εισέλθουν πιο δυναμικά στη βιομηχανική εποχή ή να απαλλαγούν από την ασφυκτική επικυριαρχία του ξένου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, της Αιγύπτου.

Βασικά εργαλεία του σχεδίου υπήρξαν σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις οι εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, ο εργατικός έλεγχος και η κινητοποίηση του λαού. Ειδικά η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας έχει πρωταρχικό, κομβικό ρόλο. Δεν μπορεί να νοηθεί οικονομικός σχεδιασμός χωρίς την επέκταση του δημόσιου τομέα της οικονομίας ή πολύ περισσότερο με συρρίκνωση του δημόσιου τομέα.

Στη χώρα μας η υπέρβαση της κρίσης και των σχέσεων υποτέλειας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ θα απαιτήσει ένα Εθνικό Σύστημα Σχεδιασμού, το οποίο θα πρέπει να εφαρμοστεί αλλά και να κατοχυρωθεί συνταγματικά και νομοθετικά. Το κράτος μπορεί μέσω αυτού να κατευθύνει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Στο Εθνικό Σύστημα Σχεδιασμού θα πρέπει να συμμετέχουν οπωσδήποτε η Βουλή, τα εργατικά συνδικάτα (τοπικά, κλαδικά και πανεθνικά), οι επιστημονικές ενώσεις, οι φορείς των μικρών και μεσαίων επαγγελματιών. Ακόμη και φορείς των επιχειρήσεων που δεν έχουν ακόμη εθνικοποιηθεί θα μπορούν να συμμετέχουν, με στόχο την αρμονικότερη υποταγή τους στο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.

Το σχέδιο μπορεί να κατευθύνει την παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Θα κατανέμει τους πόρους, τις επενδύσεις ανάλογα με τις προτεραιότητες οδηγώντας στη βαθμιαία βιομηχανική, τεχνολογική και αγροτική ανάπτυξη, για τη δημιουργία βασικών μονάδων βαριάς βιομηχανίας ιδίως στους τομείς της μεταλλουργίας, μηχανοκατασκευών, χημικής βιομηχανίας, ηλεκτρονικής και άλλων σύγχρονων κλάδων.

Ο εθνικός δημοκρατικός σχεδιασμός μπορεί να συμβάλλει στην επιστημονική αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, του επιστημονικού και εργατικού δυναμικού. Θα λαμβάνει μέτρα για την ενθάρρυνση των συνεταιρισμών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για την ένταξή τους στο πανεθνικό σχέδιο, θα φροντίζει για την κάθε φορά ισορροπημένη σχέση βαριάς και ελαφράς βιομηχανίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, την αποκατάσταση και προστασία του περιβάλλοντος, το χωροταξικό σχεδιασμό.



Εθνικοποίηση επιχειρήσεων


Ο δεύτερος άξονας στον οποίο καλείται να παρέμβει το κράτος είναι η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.

Είναι όμως αποτελεσματικός ο δημόσιος τομέας; Οι εθνικοποιήσεις και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας έχουν συστηματικά συκοφαντηθεί δεκαετίες τώρα από τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα. Τα βασικά επιχειρήματά της είναι ότι το δημόσιο είναι οικονομικά αναποτελεσματικό και βασίζονται είτε σε παραδείγματα από την οικονομική πραγματικότητα των καπιταλιστικών κρατών της κεϋνσιανής ιδίως περιόδου είτε στην πραγματικότητα των σοσιαλιστικών κρατών των τελευταίων δεκαετιών.

Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι δεν είναι όλες οι κρατικές επιχειρήσεις στον καπιταλισμό προβληματικές αλλά αντίθετα υπάρχουν αξιόλογα παραδείγματα σε αντίθετη κατεύθυνση. Οι αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης κατά τη μεταπολεμική περίοδο περιελάμβαναν ισχυρές κρατικές επιχειρήσεις. Οι οικονομίες της Απω Ανατολής (Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν) βασίστηκαν επίσης στην ύπαρξη ισχυρού κρατικού τομέα που παρενέβαινε σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα. Η σημερινή Κίνα είναι από μόνη της ένα γιγαντιαίο παράδειγμα.

Οι εξίσου πολλές περιπτώσεις προβληματικών κρατικών επιχειρήσεων οφείλονται στο γεγονός ότι αυτές προορίζονται για τη δημιουργία συνθηκών μεταφοράς κερδών στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άλλες φορές αποτελούν αντικείμενο κακοδιαχείρισης από τις αστικές κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα με την πρόσληψη πλεονάζοντος, άχρηστου προσωπικού για να εξυπηρετηθούν πελατειακά δίκτυα.

H έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ θα απαιτήσει την άμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, των ΔΕΚΟ, του κυκλώματος άντλησης, διύλισης, εμπορίας πετρελαίου, του τομέα της ενέργειας γενικά, της εξόρυξης, επεξεργασίας του ορυκτού πλούτου, του μεγάλου εξωτερικού εμπορίου. Σε δεύτερη φάση, ή ίσως και ταυτόχρονα, θα απαιτηθεί η εθνικοποίηση και άλλων στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων σε ρυθμό ανάλογο με την όξυνση της αντιπαράθεσης με το ξένο και εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο. Η μέθοδος και ο ρυθμός εθνικοποίησης διαφέρουν σε κάθε ιστορική εμπειρία. Καθοριστικό ρόλο παίζουν οι αντικειμενικές συνθήκες της οικονομίας και της παραγωγικής δομής της χώρας αλλά και οι υποκειμενικές συνθήκες, ο συσχετισμός των δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.

Οι εθνικοποιήσεις θα δώσουν τη δυνατότητα: 1. να αντιμετωπιστούν τα άμεσα οξυμένα οικονομικά προβλήματα, 2. να ελεχθούν οι επιπτώσεις από την αλλαγή των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας, δηλαδή από το σπάσιμο των σχέσεων υποταγής και εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας καθώς και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα από την επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού εκ μέρους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, 3. να ληφθούν έκτακτα μέτρα για την προστασία και στη συνέχεια για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, 4. να αντιμετωπιστούν φαινόμενα οικονομικού σαμποτάζ, απόκρυψης εμπορευμάτων, επενδυτικής αποχής και άλλα παρόμοια 5. να δημιουργηθεί μια πρώτη βάση για την εκβιομηχάνιση και γενικότερα για την καθοδήγηση της οικονομίας, για την επέκταση του δημόσιου τομέα με τη συγκρότηση νέων κρατικών επιχειρήσεων στους υπάρχοντες ή σε άλλους κλάδους της οικονομίας, 6. να πειστεί ευρύτερα η κοινωνία μέσα από την εμπειρία της για την οικονομική αποτελεσματικότητα του νέου δημόσιου τομέα.



Εργατικός έλεγχος


Ο τρίτος άξονας παρέμβασης είναι η εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου. Ο εργατικός έλεγχος διακρίνεται σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τον εργατικό έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων και δεύτερη αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων.

Ο εργατικός έλεγχος θα καταστεί απόλυτα αναγκαίος σε περίπτωση εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού προγράμματος εξόδου από την ΕΕ. Θα δώσει τη δυνατότητα στο κράτος, μέσω των εργαζομένων, να αποκτήσει αμεσότερη εικόνα αλλά και δυνατότητα παρέμβασης στην οικονομία. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των τρεχόντων προβλημάτων και των κρισιακών καταστάσεων. Οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης είναι σε θέση να αναγνωρίζουν καλύτερα από την κυβέρνηση τις δυνατότητες και τα προβλήματα της κάθε επιχείρησης και του κάθε κλάδου.


Εναλλακτικές διεθνείς συνεργασίες


Η διακοπή των σχέσεων εκμετάλλευσης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα επιβάλλει μια διαφορετική διαχείριση των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Στη θέση των ανισότιμων, εκμεταλλευτικών σχέσεων το κράτος καλείται με βάση συγκεκριμένο σχέδιο να οικοδομήσει νέες οικονομικές σχέσεις θεμελιωμένες στην ισοτιμία (όσο αυτό είναι εφικτό στο πλαίσιο του καπιταλιστικού διεθνούς καταμερισμού εργασίας) και στον αμοιβαίο σεβασμό της κυριαρχίας.

Η αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ λογικά δεν θα είναι αποτέλεσμα βελούδινου διαζυγίου. Μια πραγματικά ριζοσπαστική ελληνική κυβέρνηση θα επιδιώξει βέβαια τον όσο το δυνατό πιο ανώδυνο χωρισμό, χωρίς βέβαια εκπτώσεις από την ουσία, δηλαδή από την ανάκτηση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας. Ωστόσο, τι θα γίνει τελικά εξαρτάται κυρίως από την άλλη πλευρά, από την απάντηση των ισχυρών και βέβαια από το συσχετισμό των δυνάμεων στην Ελλάδα, στα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά και παγκόσμια. Δεν μπορεί δηλαδή να αποκλειστεί εντελώς ότι ένας ευνοϊκός διεθνής συσχετισμός δυνάμεων ή και οι οξυμένες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ καθώς και ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις ίσως ευνοήσουν μια λιγότερο συγκρουσιακή διέξοδο.

Ενδέχεται ακόμη, οι όποιες αναταράξεις προκληθούν από την αποδέσμευση της Ελλάδας, να έχουν μεγαλύτερες ή μικρότερες οικονομικές επιπτώσεις στις ισχυρές χώρες και συνολικά στην ΕΕ. Αυτό θα είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό επιχείρημα για τη χώρα μας προκειμένου να διεκδικήσει έναν όσο το δυνατό πιο ήρεμο αποχωρισμό.

Έτσι κι αλλιώς ο ρόλος του κράτους θα είναι αποφασιστικός στη διαχείριση του ζητήματος των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας. Θα χρειαστούν γρήγορες και αποφασιστικές παρεμβάσεις, ακόμη και οργανωτικές αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό για να εξυπηρετηθεί ο στόχος της δημιουργίας εναλλακτικών οικονομικών σχέσεων. Θα απαιτηθεί οπωσδήποτε ο ισχυρός κρατικός έλεγχος επί του εξωτερικού εμπορίου της χώρας προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή ροή σε καύσιμα, μηχανολογικό εξοπλισμό, πρώτες ύλες και άλλα αναγκαία προϊόντα για την οικονομία και τη λαϊκή κατανάλωση.

Κομβικής επίσης σημασίας είναι η διαχείριση από το κράτος του προβλήματος του εξωτερικού χρέους. Η διεκδίκηση διαγραφής του είναι όχι μόνο απολύτως αναγκαία για την Ελλάδα αλλά και ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο σε συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Στο βαθμό που οι οικονομικές σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ διαταραχθούν, θα υπάρξει ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλέγματος οικονομικών σχέσεων με άλλες χώρες τόσο για να διασφαλιστούν οι απαραίτητες εισαγωγές όσο και για τις εξαγωγές της χώρας μας. Ακόμη και για τον τουρισμό, η τυχόν υπονόμευσή του από τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ μπορεί άμεσα να αντιμετωπιστεί με τη στροφή προς την προσέλκυση τουριστών από άλλες χώρες αλλά και με την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού που θα προκύψει από την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η βήμα προς βήμα οικοδόμηση αυτού του νέου πλέγματος οικονομικών σχέσεων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μεθοδικής μελέτης και υλοποίησης από το κράτος. Και μάλιστα, αυτό θα πρέπει να γίνει ανεξάρτητα από το αν θα γίνει εφικτή, σε ένα χρονικό ορίζοντα, η διατήρηση κάποιων σχετικά ομαλών σχέσεων με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.



Συνεργασίες με άλλες χώρες


Παράλληλα, όπως δείχνει η εμπειρία άλλων χωρών που προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να αναζητηθεί η οικοδόμηση οικονομικών σχέσεων με άλλες ισχυρές, μεγάλες δυνάμεις. Η Κίνα και η Ρωσία είναι οι πιο σημαντικές από αυτές. Αν οι δυο αυτές ή και άλλες ισχυρές χώρες είναι σήμερα επιφυλακτικές για διεύρυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, δεν θα παραμείνουν στην ίδια θέση όταν διαπιστώσουν μια ριζική στροφή και άρα ανοιχτό πεδίο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με τρόπο προσεκτικό, θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη και μπορεί να προσφέρει λύσεις σε προβλήματα, να εξουδετερώσει σε ένα βαθμό τις οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις που θα δεχθεί η χώρα μας.

Αναγκαία και εφικτή θα είναι η παράλληλη αναζήτηση περιφερειακών οικονομικών συνεργασιών και συμμαχιών στη νότια Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο. Η ριζοσπαστική αλλαγή στην Ελλάδα θα επιφέρει ανακατατάξεις σε όλες τις γειτονικές χώρες. Θα επιδράσει έτσι ώστε να ενισχυθούν τα κινήματα των λαών και αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει και οδηγήσει κάποιες κυβερνήσεις σε πολιτικούς ελιγμούς και σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να διαμορφωθεί μια δυναμική περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας σε αμοιβαία επωφελή και ισότιμη βάση. Όπως συνέβη στη Λ. Αμερική, κάποιες από τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών των Βαλκανίων, της νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου θα διακρίνουν σε αυτή τη δυναμική οικονομικές και πολιτικές ευκαιρίες. Ακόμη και η Τουρκία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ενδιαφερθεί για μια τέτοια προοπτική.

Στο πλαίσιο της οικοδόμησης οικονομικών συνεργασιών μπορεί να αναζητηθεί η ποικιλόμορφη συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο σε ισότιμη βάση. Υπάρχει πλούσια εμπειρία τόσο από την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Κίνα αλλά και τις τελευταίες δεκαετίες από την Κούβα. Οι ξένες επιχειρήσεις έλκονται από τις δυνητικά μεγάλες αγορές, όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα αλλά ακόμη και από πολύ μικρότερες όπως η Κούβα. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η αναζήτηση κερδοφορίας τις οδηγούν συχνά ακόμη και σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική των ιμπεριαλιστικών κρατών. Επιπλέον, μετά την αποδέσμευση της Ελλάδας αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ ή μεμονωμένες μεγάλες επιχειρήσεις ενδέχεται για καθαρά οικονομικούς λόγους να επιδιώξουν τη συνεργασία με τη χώρα μας. Δεν αποκλείεται ακόμη και να εισέλθουν σε έναν κάποιο ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ουτοπία αλλά δυνατότητα που ξεπροβάλλει μέσα από την ολοένα και πιο βαθιά, επικίνδυνη για το μέλλον της ανθρωπότητας, οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτική κρίση. Είναι επίσης ανάγκη αφού το κόστος της παραμονής στην ΕΕ είναι και θα γίνεται πολύ μεγαλύτερο από τις όποιες δυσκολίες της εξόδου.


 

Εφημερίδα των Συντακτών, 17/5/2024


Ιστορικό


Οι Νήσοι Μαλβίνες (Φώκλαντ) είναι ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών του νότιου Ατλαντικού με πληθυσμό περίπου 3000 κατοίκους. Απέχουν 250 μίλια από την Αργεντινή και 8000 από τη Βρετανία. Ήταν μέρος της ισπανικής αυτοκρατορίας. Με την αποχώρηση των Ισπανών, ήδη το 1816 είχε ήδη εγκατασταθεί η κυριαρχία της Αργεντινής επί των νησιών.

Το 1833 οι Βρετανοί κατέλαβαν στρατιωτικά τις Μαλβίνες και τις κατέχουν μέχρι σήμερα. Η γεωγραφική τους θέση είχε εξαιρετική σημασία για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή πριν την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ (1859). Για να ισχυροποιήσουν την κυριαρχία τους, εκδίωξαν τους κατοίκους και μετέφεραν εκεί Βρετανούς εποίκους. Η Αργεντινή όσο και τα γειτονικά της κράτη αντιδρούν διπλωματικά από τότε μέχρι σήμερα στις ενέργειες αυτές.

Στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, το ζήτημα του τερματισμού της βρετανικής κατοχής επί των Νήσων ήρθε με έμφαση στο προσκήνιο. Η αποαποικιοποίηση αποτυπώθηκε στην Απόφαση 1514 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (14/12/1960). Αυτή εξειδικεύτηκε με την Απόφαση 2065 όπου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (16/12/1965) όριζε ξεκάθαρα ότι η υπόθεση των Νήσων Μαλβίνων αποτελεί περίπτωση στην οποία έχει εφαρμογή η Απόφαση 1514 περί αποαποικιοποίησης. Καλούσε την Αργεντινή και τη Βρετανία να ξεκινήσουν το διάλογο υπό την αιγίδα της αρμόδιας Επιτροπής Αποαποικιοποίησης του ΟΗΕ με σκοπό τη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Μαλβίνων στην Αργεντινή.

Το βασικό νομικό αντεπιχείρημα της Βρετανίας ήταν και παραμένει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κατοίκων των νησιών, οι οποίοι ωστόσο είναι έποικοι. Το 2013 μάλιστα διοργανώθηκε δημοψήφισμα με το οποίο επικυρώθηκε με συντριπτικό ποσοστό, όπως ήταν αναμενόμενο, η βούληση των Βρετανών κατοίκων να ανήκουν στη Βρετανία.


Ο πόλεμος του 1982 (Απρίλιος-Ιούνιος)


Την άνοιξη του 1982 το τότε δικτατορικό καθεστώς της Αργεντινής αναζητώντας διέξοδο από τη βαθιά κρίση που περνούσε, εξαπέλυσε στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης των Μαλβίνων. Η Βρετανία απάντησε στρατιωτικά και διατήρησε την κυριαρχία της στα νησιά. Ο πόλεμος κράτησε δυόμιση μήνες και κόστισε τη ζωή σε σχεδόν 700 Αργεντινούς και περίπου 300 Βρετανούς στρατιώτες. Στη στρατιωτική επικράτηση της Βρετανίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο ότι η δικτατορία της Αργεντινής είχε στρέψει τις ένοπλες δυνάμεις της κατά βάση ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό”.

Οι ΗΠΑ είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο συμμαχικά κράτη. Ζυγίζοντας όλες τις παραμέτρους κατέληξαν να στηρίξουν τη βρετανική εισβολή, παρότι ανησυχούσαν ότι η στήριξη της Βρετανίας θα τροφοδοτούσε ακόμη παραπέρα τα αντιαμερικανικά αισθήματα των λαών της Λατινικής Αμερικής. Παρείχαν μυστικά, όπλα, πληροφορίες και κάθε είδους υποστήριξη στη Βρετανία. Το ΝΑΤΟ επίσης πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ της Βρετανίας. Παρόμοια στάση κράτησε η ΕΟΚ επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις στην Αργεντινή. Οι Μαλβίνες αποτελούσαν στρατηγικής σημασίας σημείο στην αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση.

Σημαντική βοήθεια στη στρατιωτική προσπάθεια της Βρετανίας δόθηκε από το καθεστώς Πινοσέτ στη Χιλή. Χωρίς αυτή, η Βρετανία θα είχε χάσει τον πόλεμο, όπως έχει επισημάνει ο Σ. Έντουαρντ πρώην ανώτατος αξιωματούχος της πολεμικής αεροπορίας της Βρετανίας, ο οποίος επισκέφθηκε μυστικά τη Χιλή εκείνη την περίοδο για να εξασφαλίσει τη στήριξη του Πινοσέτ. Η Χιλή συγκέντρωσε στρατεύματα στα σύνορα με την Αργεντινή δημιουργώντας εύλογη ανησυχία ότι επίκειται σύρραξη. Παράλληλα η Χιλή βοήθησε και με άλλους τρόπους (πχ. με κρίσιμες πληροφορίες μέσω ραντάρ), που έγιναν γνωστοί μόνο μετά το 2012, όταν άνοιξαν τα σχετικά βρετανικά αρχεία.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τις αποφάσεις 502 και 505 καταδίκασε τη χρήση στρατιωτικής βίας από την Αργεντινή. Παράλληλα όμως επιβεβαίωσε την πάγια θέση του για το ζήτημα της κυριαρχίας, ότι δηλαδή τα νησιά πρέπει να επιστρέψουν στην Αργεντινή.



Οι Μαλβίνες στον 21ο αιώνα


Η Βρετανία εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά τα νησιά. Επεκτείνει μάλιστα διαρκώς τις δραστηριότητές της. Οι Μαλβίνες έχουν τεράστια στρατιωτική σημασία ως πέρασμα του νότιου Ατλαντικού, λόγω γειτνίασης με την Ανταρκτική αλλά και με σημαντικές περιοχές της Αφρικής. Γι’ αυτό οι Μαλβίνες είναι από τις πλέον στρατιωτικοποιημένες γωνιές του πλανήτη. Φαίνεται πως οι εκεί στρατιωτικές βάσεις φιλοξενούν ακόμη και πυρηνικά όπλα, παρά τη διακηρυγμένη βούληση των κρατών της νότιας Αμερικής να διατηρήσουν την ευρύτερη περιοχή αποπυρηνικοποιημένη.

Είναι όμως σημαντικές και από οικονομική άποψη καθώς ο φυσικός πλούτος της περιοχής είναι αμύθητος: πλούσια αλιεύματα, σπάνιοι πόροι, πολύτιμοι μικροοργανισμοί, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Βρετανία επεκτείνει παράνομα την οικονομική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των νησιών, αρνείται ακόμη και το διάλογο με την Αργεντινή για το μέλλον των Μαλβίνων, παρά το γεγονός ότι ο ΟΗΕ επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία την προσήλωσή του στην Απόφαση 2065.

Η Αργεντινή, θεωρητικά τουλάχιστον, παραμένει σταθερή στο αίτημα της διεκδίκησης της επιστροφής των Μαλβίνων στην κυριαρχία της. Το 1994 προστέθηκε στο Σύνταγμα η Πρώτη μεταβατική διάταξη που ορίζει ότι:

Το Αργεντινό έθνος επικυρώνει τη νόμιμη και απαράγραπτη κυριαρχία του επί των Nήσων Μαλβίνων, Νότιας Γεωργίας και Νότιων Σάντουιτς και των σχετικών νησιωτικών και θαλάσσιων χώρων, ως τμημάτων αναπόσπαστων του εθνικού εδάφους.

Η ανάκτηση των εδαφών και η ολόπλευρη άσκηση της κυριαρχίας, με σεβασμό στον τρόπο ζωής των κατοίκων, και σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, συνιστούν ένα πάγιο και αδιαπραγμάτευτο στόχο του λαού της Αργεντινής”.

Στην πραγματικότητα όμως ειδικά ο ακροδεξιός πρόεδρος Μιλέι έχει εντάξει την Αργεντινή πιο στενά στο άρμα της συμμαχίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ (όπως για παράδειγμα στο ουκρανικό και στο παλαιστινιακό) και έχει στην πράξη απεμπολήσει το αίτημα, παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς του. Η αποαποικιοποίηση των Μαλβίνων παραμένει υπόθεση του λαϊκού κινήματος και μόνο.


 

πρόλογος στο Ε.-Ο. Βουβονίκος, Η αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος του 2019, Αθήνα, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 2024, σελ. 13-16


Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, 49 από την ψήφιση του Συντάγματος, που βαδίζει η δημοκρατία στη χώρα μας; Από τη δεκαετία του 1990 φαίνεται να έχει ξεκινήσει μια νέα περίοδος. Στην αρχή της δεκαετίας αυτό δεν ήταν ακόμη ορατό, όμως σήμερα είναι πλέον ευδιάκριτα τα ενιαία στοιχεία που αναπτύσσονται από τότε μέχρι σήμερα. Αρχικά, η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η δραστική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο έδωσε τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί η αυταπάτη περί “νίκης της δημοκρατίας”. Ωστόσο η πραγματικότητα κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση, σε αυτήν της συρρίκνωσης της δημοκρατίας.

Σε αυτή την περίοδο μπορούν να διακριθούν τρεις υποπερίοδοι.

Η πρώτη υποπερίοδος ήταν αυτή της προετοιμασίας της συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Στην υποπερίοδο αυτή (περίπου 1990-2010) υπήρξε μια σχετικά αθόρυβη νομοθετική παραγωγή στη λογική του βήμα προς βήμα περιορισμού της. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, η Συνθήκη Σένγκεν, η Europol που έθεσαν περιορισμούς και αλλοίωσαν το δημοκρατικό κεκτημένο στο ποινικό δίκαιο.

Κομβικό ρόλο έπαιξαν η Συνθήκη του Μάαστριχτ και στη συνέχεια η λεγόμενη συναινετική αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 με την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στα άρθρα 28 και 80 με την οποία ουσιαστικά τέθηκαν δομικοί περιορισμοί στη δημοκρατία. Το 80% περίπου των νόμων που ψηφίζονται στη Βουλή είναι υλοποίηση κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια σε αυτό το διάστημα δεν σημειώθηκε εμφανής, δραματική μεταβολή, καθώς η δυναμική της προηγούμενης περιόδου ήταν ακόμη ζωντανή. Σε αντιστοιχία παρατηρήθηκε ο περιορισμός των κοινωνικών κατακτήσεων με δειλά, διστακτικά βήματα.

Η δεύτερη υποπερίοδος συμπίπτει με την πρώτη δεκαετία της κρίσης (περίπου 2009-2019). Εντάθηκε το φαινόμενο της παραβίασης της ισχύουσας νομοθεσίας, όπου αυτή κατοχύρωνε δικαιώματα ή περιορισμούς στη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η παράνομη διάλυση συναθροίσεων, η παράνομη αστυνομική βία αποτέλεσαν κυρίαρχο φαινόμενο της πρώτης δεκαετίας της κρίσης. Παράλληλα, αξιοποιήθηκε ως εργαλείο εκφοβισμού και καταστολής η με ανοχή της κυβέρνησης παράνομη βία της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης.

Ο κύριος όμως μοχλός δραστικής συρρίκνωσης της δημοκρατίας υπήρξε η επιβολή της εποπτείας και των Μνημονίων, τα οποία στην πραγματικότητα συγκρότησαν ένα οικονομικό παρα-Σύνταγμα και σήμαιναν στην πράξη την παραβίαση πολλών άρθρων του Συντάγματος. Το ίδιο το Κοινοβούλιο τέθηκε ουσιαστικά στο περιθώριο αφού οι εποπτεύοντες θεσμοί (ΕΕ, ΔΝΤ) επέβαλαν τις νομοθετικές ρυθμίσεις, που η πλειοψηφία του απλώς επικύρωνε. Στην ίδια λογική βρισκόταν η ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.

Η τρίτη υποπερίοδος ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας (2019). Παρατηρείται έκτοτε η προσπάθεια βαθιών νομοθετικών αλλαγών που εμπεδώνουν, ενισχύουν και επιταχύνουν περαιτέρω τις τάσεις που προϋπήρχαν. Την περίοδο αυτή γίνεται προσπάθεια μονιμοποίησης και εμβάθυνσης αλλαγών που συνιστούν ποιοτική οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας σε αντιστοιχία με την επιχείρηση κατεδάφισης του συνόλου των κοινωνικών κατακτήσεων που έχουν απομείνει.

Παραδείγματα αποτελούν ο δρακόντειος, αντισυνταγματικός νόμος για τις διαδηλώσεις (ν. 4703/2020), η συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών με τον ν. 4808/2021, οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, οι παράνομες υποκλοπές, η εν δυνάμει παραβίαση της μυστικότητας της ψήφου μέσω της επιστολικής ψήφου, η εν δυνάμει αλλοίωση του εκλογικού σώματος μέσω της παροχής ψήφου σε απόδημους που καμιά βιοτική σχέση δεν έχουν με την Ελλάδα.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 βρέθηκε στο μεταίχμιο των δυο υποπεριόδων. Γι’ αυτό πραγματοποίησε μόνο μικρά, μη ολοκληρωμένα βήματα στην κατεύθυνση συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Ο συσχετισμός των δυνάμεων στην κοινωνία και στη Βουλή δεν επέτρεπε μια περισσότερο δραστική παρέμβαση. Τέτοια ίσως να επιχειρηθεί στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.

Για το λόγο αυτό το βάρος των κυβερνητικών παρεμβάσεων και επιλογών έγειρε σε νομοθετικές επιλογές που έχουν αντισυνταγματικό περιεχόμενο. Η πλέον κορυφαία περίπτωση είναι η κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 με τη νομοθέτηση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εδώ η παραβίαση υπήρξε κραυγαλέα και ανοιχτή καθώς ήρθε σε αντίθεση όχι μόνο με πνεύμα αλλά και με το γράμμα της συνταγματικής διάταξης. Έχει εξάλλου καταγραφεί επανειλημμένα ιστορικά ότι οι κρατούντες σε κρισιακές περιόδους επιλέγουν την οδό της παραβίασης του Συντάγματος, όταν δεν μπορούν να το μεταβάλλουν προς το αντιδραστικότερο.

Διαπιστώνεται επομένως μια ποιοτική οποσθοδρόμηση της δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία των δεκαετιών της κεϋνσιανής διαχείρισης αποτελεί παρελθόν. Παρατηρείται η σταδιακή οικοδόμηση μια αυταρχικής, “σιδερόφραχτης δημοκρατίας”. Αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζει την ιστορική περίοδο που διανύουμε. Με τη μια ή την άλλη μορφή, στον ένα ή άλλο βαθμό, με διαφορετική ίσως ένταση, το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Η τάση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η οικονομική κρίση οξύνει στο έπακρο τις κοινωνικές ανισότητες, γεννά αναπόφευκτα δυσαρέσκεια και κοινωνικές αντιδράσεις, τις οποίες οι κυρίαρχες τάξεις προσπαθούν να τιθασεύσουν περιορίζοντας ασφυκτικά τη δημοκρατία.

Η τάση προς τη “σιδερόφραχτη δημοκρατία” δεν έχει πλήρως ξεδιπλωθεί σε όλο της το εύρος. Είναι όμως ιστορικά πρόσκαιρη, όπως ήταν η αντιδημοκρατική στροφή της δεκαετίας του 1930. Οι μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής κοινωνίας αλλά και της ανθρωπότητας, υπαρξιακού χαρακτήρα κάποτε, απαιτούν την ουσιαστική συμμετοχή των λαών στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων. Όπως διδάσκει η ιστορία, αργά ή γρήγορα η ανάγκη αυτή θα οδηγήσει σε αντιστροφή της τάσης και σε αναζητήσεις αναγέννησης της δημοκρατίας, ίσως με τη μορφή μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας, που θα υπερβαίνει τις χρόνιες παθογένειες εκείνης που έχουμε γνωρίσει.

Το ανά χείρας βιβλίο του Ευάγγελου – Ορέστη Βουβονίκου, το οποίο αποτελεί καρπό της μεταδιδακτορικής έρευνας που διεξήγαγε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αποτελεί συμβολή στην αποκάλυψη και εξήγηση της σημερινής κυρίαρχης τάσης αυταρχικοποίησης και οικοδόμησης μιας “σιδερόφραχτης δημοκρατίας”.

Ο συγγραφέας αναπτύσσει την έρευνά του σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019 και την αξιολόγηση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της. Διαπιστώνει ότι η κατεύθυνση των αλλαγών που επήλθαν στοχεύει στην ενδυνάμωση και ισχυροποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Η ανάλυσή του δεν περιορίζεται στις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν, αλλά μελετά ενδελεχώς και τις προτάσεις αναθεώρησης που κατατέθηκαν αλλά για λόγους συσχετισμού των δυνάμεων ή συγκυριακούς δεν προχώρησαν. Η μελέτη αυτών των προτάσεων είναι εξαιρετικά χρήσιμη γιατί μέσα από αυτές ξεδιπλώνονται ευκρινέστερα οι μακροπρόθεσμες στοχεύσεις των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών.

Ο δεύτερος άξονας γύρω από τον οποίο ο Ε.-Ο. Βουβονίκος αναπτύσσει τη μελέτη του είναι η δέσμη των αλλαγών που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στο ποινικό δίκαιο τόσο σε ευρωενωσιακό όσο και σε εγχώριο επίπεδο. Μέσα από αυτές τις αλλαγές ο συγγραφέας διαπιστώνει συντεταγμένα βήματα προς την ισχυροποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Καταδεικνύει πώς οι μεταβολές στους δυο αυτούς άξονες προφανώς σχετίζονται μεταξύ τους επιδιώκοντας την καθεστωτική σταθερότητα εν μέσω της εξελισσόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Η μελέτη του Ε. - Ο. Βουβονίκου είναι επομένως εξαιρετικά χρήσιμη και σημαντική καθώς αναδεικνύει μία ακόμη ψηφίδα του μετασχηματισμού της δημοκρατίας στη χώρα μας. Αποτελεί σημαντική συμβολή στον επιστημονικό και ευρύτερο διάλογο γύρω από το θέμα αυτό.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 16/5/2024


Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα σήμανε, κατά τον ίδιο, ότι “οι ελπίδες αυξάνονται” για τη συνεννόηση ανάμεσα στα δύο κράτη και την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Πρώτο: το καθεστώς Ερντογάν ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους ότι εμμένει σθεναρά στις αντίθετες με το διεθνές δίκαιο αξιώσεις του. Αυτές περιλαμβάνουν από την άρνηση στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως έχει δικαίωμα με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, μέχρι την αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων νησιών του Αιγαίου. Ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε επίσης ξανά με έμφαση ζήτημα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη αλλά και ξεκαθάρισε, για μια ακόμη φορά, ότι η Τουρκία αντιλαμβάνεται ως “λύση” στο Κυπριακό την αναγνώριση της κατοχής του 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεύτερο: από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι τα λεγόμενα “ήρεμα νερά” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απλώς μια προσωρινή ανάπαυλα. Όταν το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς το θελήσει, θα περάσουμε στην ένταση, την όξυνση. Η χρονική συγκυρία της μετάβασης αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τους ευρύτερους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας και από το παζάρι της με τις ΗΠΑ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ (και μαζί η σχεδόν υποτελής στις ΗΠΑ Ευρωπαϊκή Ένωση) είναι ιστορικά πρόθυμες να ικανοποιήσουν τις όποιες τουρκικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας, αρκεί να κρατήσουν την Τουρκία σταθερό σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.

Η προχτεσινή συνάντηση εντάσσεται στη νατοϊκή λογική περί διολίσθησης, όταν χρειαστεί και όταν είναι έτοιμη η κοινή γνώμη, σε υποχωρήσεις έναντι των τουρκικών παράνομων αξιώσεων. Πρόκειται για ήττα. Από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον η υπενθύμιση (σε άρθρο του συναδέλφου Βασίλη Φούσκα) του παρακάτω διαλόγου μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Δ. Μπίτσιου και του Χ. Κίσινγκερ, στη Ρώμη στις 5 Νοεμβρίου 1974. Ο διάλογος αναδεικνύει γραφυρά την κυρίαρχη πολιτική αντίληψη, που οδηγεί στις ήττες:

Μπίτσιος:«Υπάρχει και το θέμα ωρισμένων νήσων του Αιγαίου. Η Τουρκία μας κατηγορεί ότι “επαναστρατικοποιούμεν” αυτάς. Βεβαίως, διεθνείς συνθήκαι προβλέπουν την μερικήν αποστρατικοποίησίν των. Αλλά αι αυταί συνθήκαι περιέχουν τας ρητάς παραιτήσεις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος επί των νήσων αυτών». Κίσινγκερ: «Άρα θα εδέχεσθε να συμμορφωθήτε πλήρως προς τας περί αποστρατικοποιήσεως διατάξεις, αν σας εδίδοντο επαρκείς διεθνείς εγγυήσεις διά την ασφάλειας των νήσων». Μπίτσιος:«Βεβαίως».

Υπάρχει και ένα ακόμη μελανό σημείο στη προχτεσινή διπλωματική ήττα, καθώς αυτή συνδυάστηκε με μια αποτρόπαια πράξη: την δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού για στήριξη στην κυβέρνηση του Ισραήλ. Πρόκειται για στήριξη σε μια κυβέρνηση που δολοφονεί χιλιάδες παιδιά, διαπράττει γενοκτονία, βιάζει το διεθνές δίκαιο. Το ηθικό στίγμα θα συνοδεύει την κυβέρνηση και θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη χώρα μας στη διεκδίκηση της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου στην περιοχή μας.


ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION