Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Latest Posts


 

στο συλλ. τόμο Η άνοδος του νεοφασισμού και το μέλλον της Ευρώπης

Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2025, σελ. 79-90


Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση διέπεται, όπως σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, από τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτο, σημειώνεται μια απότομη καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου των λαών στο πλαίσιο της προσπάθειας των κυρίαρχων τάξεων να ξεπεράσουν την κρίση. Επιχειρούν να απαλλαγούν από το σύνολο των παραχωρήσεων που αναγκάστηκαν να κάνουν προς τις κυριαρχούμενες τάξεις κατά τον 20ό αιώνα υπό την πίεση των επαναστάσεων, των επαναστατικών κινημάτων και γενικότερα των λαϊκών κινημάτων. Η προσπάθεια αυτή αφορά και τους λαούς της Ευρώπης και μάλιστα των αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών καθώς η κρίση και η συνεπαγόμενη όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού περιορίζουν τις δυνατότητες των κυρίαρχων τάξεων για παραχωρήσεις.

Δεύτερο, συνέπεια των παραπάνω είναι η βαθιά πολιτική κρίση εμπιστοσύνης του κυρίαρχου, αστικού πολιτικού συστήματος. Τόσο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα όσο και η σοσιαλδημοκρατία, όπως και οι όποιες παραλλαγές τους βλέπουν την πολιτική και εκλογική τους επιρροή να μειώνεται αφού οι λαοί χρεώνουν δικαίως την καταβύθιση των συνθηκών ζωής τους στα κόμματα αυτά. Παράλληλα, οι αντιθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης, είτε στο εσωτερικό μιας χώρας ή διεθνώς, εντείνονται και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος κρίσης των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων.



Άνοδος της ακροδεξιάς


Η υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας επιχειρείται με στροφή στην ακροδεξιά και με την ταυτόχρονη αφυδάτωση της αστικής δημοκρατίας. Είναι δυο σημαντικά μέσα για να ελεγχθούν οι αντιδράσεις των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, να τιθασευθούν ή και να διοχετευθούν σε όφελος του συστήματος.

Η άνοδος της επιρροής των ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων είναι μια σύγχρονη τάση που σημειώνεται ότι μόνο σε επίπεδο ΕΕ αλλά παγκόσμιο1. Ισχυροποιούνται κόμματα της ακροδεξιάς τα οποία έχουν ιδεολογικο-πολιτική αντζέντα βαθιά αντιλαϊκή, νεοφιλελεύθερη, αντιδημοκρατική αλλά τηρούν τα προσχήματα της αστικής δημοκρατίας. Δυναμώνουν παράλληλα και τα αμιγώς φασιστικά κόμματα και οργανώσεις, ανεξάρτητα των επιμέρους ιδεολογικών αποχρώσεών τους. Τα τελευταία διατηρούν παρακρατικούς, στρατιωτικού τύπου μηχανισμούς και δεν κρύβουν την αντίθεση τους ακόμη και προς την αστική δημοκρατία.

Η ακροδεξιά ενσωματώνεται πλήρως στο πολιτικό σύστημα. Τα πρώτα βήματα έγιναν όταν έγινε δεκτή ως κυβερνητικός εταίρος σε διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Με τον τρόπο αυτό αποενοχοποιήθηκε και άνοιξε ο δρόμος για περαιτέρω ενίσχυσή της. Το επόμενο βήμα ήταν να καταστεί ακόμη και αποκλειστικός διαχειριστής της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό ήδη συμβαίνει για παράδειγμα στην Ιταλία, στην Ουγγαρία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο όπως στις ΗΠΑ του Ντ. Τραμπ, στην Ινδία με την ακροδεξιά κυβέρνηση Μόντι ή στην Αργεντινή με την ανάδειξη του Χ. Μιλέι στην προεδρία.

Οι παραπάνω εξελίξεις συνδυάζονται με φαινόμενα ανοχής των κρατικών αρχών προς την δράση των αμιγώς φασιστικών κομμάτων και των παράνομων, εγκληματικών τους πράξεων. Οι οργανώσεις αυτές παίζουν το ρόλο του προπομπού, ωθούν σε ολένα και πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις. Διατηρούνται ως παρακρατικοί μηχανισμοί και ως εφεδρεία του συστήματος.

Η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί στοιχείο της γενικότερης μετατόπισης του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο και πράξη στοιχεία και πρόσωπα της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο κεντρώος Μακρόν ενσωματώνει αντιλήψεις και πρακτικές της ακροδεξιάς Λεπέν ή όπως η ελληνική παραδοσιακή συντηρητική παράταξη της ΝΔ ενσωματώνει αντίστοιχα πρόσωπα και αντιλήψεις.

Από την άλλη πλευρά η σοσιαλδημοκρατία έχει προ πολλού μετατοπιστεί κατά βάση στις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Σε κάποιες περιπτώσεις ενσωματώνει ακόμη και στοιχεία της πολιτικής της ακροδεξιάς (όπως για παράδειγμα στη Δανία), ιδίως σε ό,τι αφορά τη ρατσιστικού τύπου αντιμετώπιση των μεταναστών. Τα ελάχιστα μεταρρυθμιστικά ψήγματα, όπου απομένουν, δεν αλλάζουν την συνολική εικόνα. Η συνολική αυτή συντηρητικοποίηση οδηγεί μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων στην αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες, αφού πλέον τα βασικά κόμματα δεν φαίνεται να έχουν ουσιώδεις διαφορές2.

Η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος είναι προϊόν συνειδητής στροφής και επιλογής. Τα ακροδεξιά κόμματα δεν αναδύονται επειδή οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από το κυρίαρχο σύστημα. Αντίθετα, η εκλογική τους επιρροή ενισχύεται επειδή χρηματοδοτούνται αφειδώς από το μεγάλο κεφάλαιο ή πάντως από ένα ισχυρό τμήμα του και παρουσιάζονται ως δήθεν αντισυστημική λύση3. Οι ιδέες τους προβάλλονται συστηματικά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, καλλιεργούνται σε τμήμα της κοινής γνώμης.

Για παράδειγμα η ανάδειξη του Τραμπ και η στροφή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε ακροδεξιές θέσεις έγινε με τη χρηματοδότηση και στήριξη συγκεκριμένων ισχυρών επιχειρηματιών και με την αντίστοιχη προβολή των απόψεών τους από τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης4. Αντίστοιχα συνέβη με τον Μιλέι και τον Μπολσονάρο σε Αργεντική και Βραζιλία, με το ακροδεξιό κόμμα AfD στη Γερμανία, με το Vox στην Ισπανία, με την προώθηση απόψεων του ακροδεξιού φάσματος στη Γαλλία ακόμη και με τις νεοναζιστικές απόψεις και δράσεις της “Χρυσής Αυγής” και άλλων ακροδεξιών κομμάτων στην Ελλάδα5.


Αποδυνάμωση της αστικής δημοκρατίας


Η άνοδος της ακροδεξιάς και η ραγδαία συντηρητικοποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος αποτελούν σύμπτωμα της γενικότερης αφυδάτωσης της αστικής δημοκρατίας, συμβαδίζουν μαζί της. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο οδηγώντας σε μια “σιδερόφραχτη δημοκρατία” που χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία.

Πρώτο, εντείνεται το φαινόμενο της παραβίασης των όποιων νομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεύτερο, περιορίζονται νομοθετικά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες. Τρίτο, σημειώνεται ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας ή και εξωθεσμικών κέντρων σε βάρος του Κοινοβουλίου. Τέταρτο, παρατηρείται, όπως προαναφέρθηκε η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Πέμπτο, εντείνονται οι παρεμβάσεις των ισχυρών χωρών στις πιο αδύναμες με σκοπό τον καθορισμό των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων.


Όπως προαναφέρθηκε, η προώθηση της ακροδεξιάς είναι αποτέλεσμα της κρίσης εμπιστοσύνης που διαπερνά το αστικό πολιτικό σύστημα. Η βαθιά οικονομική κρίση και η προσπάθεια αντιμετώπισής της δημιουργούν στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα πρόβλημα διαχείρισης και αξιοπιστίας. Αυτό συμβαίνει καθώς τόσο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά, στις διάφορες παραλλαγές και αποχρώσεις εξυπηρετούν την ίδια στρατηγική κατεύθυνση ανεξάρτητα από τις επιμέρους αποχρώσεις και την ένταση. Αυτή είναι η ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, η απαλλαγή των κυρίαρχων τάξεων από όλο το φορτίο των λαϊκών κατακτήσεων που σημειώθηκαν τον 20ο αιώνα ως αποτέλεσμα των επαναστάσεων, των επαναστατικών κινημάτων και των λαϊκών αγώνων.

Η πτώση της εμπιστοσύνης προς τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα διοχετεύεται προς την ακροδεξιά σε μια προσπάθεια των κρατούντων να υπερβούν την κρίση εμπιστοσύνης. Η προσπάθεια αποδίδει αλλά μόνο εν μέρει και προπαντός είναι θνησιγενής. Τα κόμματα της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική κατεύθυνση, το ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, παρά το γεγονός ότι οι στόχοι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι πιο ακραία. Μοιραία επομένως θα κλείσει κάποια στιγμή ο κύκλος της ακροδεξιάς και η πολιτική δυσπιστία των λαϊκών στρωμάτων θα αγκαλιάσει και αυτό τον πολιτικό χώρο.



Κίνδυνος φασισμού;


Όλες σχεδόν οι επιστημονικές απόψεις, είτε είναι υποστηρικτικές είτε είναι επικριτικές της αστικής δημοκρατίας, συμφωνούν ότι ο περιορισμός της δημοκρατίας είναι ένα σύγχρονο χαρακτηριστικό της. Δεν συμφωνούν όλες αν η τάση συρρίκνωσης της δημοκρατίας μπορεί να οδηγήσει μέχρι την κατάργησή της. Άλλες υποστηρίζουν ότι η εποχή των φασιστικών καθεστώτων δεν μπορεί να επιστρέψει τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο ενώ άλλες διατυπώνουν αντίθετη θέση6.

Οι κυρίαρχες τάξεις είναι αρκετά έμπειρες ώστε να προσπαθούν να χρησιμοποιούν κάθε φορά τα καταλληλότερα, αναλογικά μέσα. Αυτό σημαίνει ότι ένα ακραίο, σκληρό μέσο όπως είναι η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή κάποιου τύπου φασιστικού καθεστώτος επιλέγεται επί τη αρχής μόνο όταν δεν υπάρχουν άλλα ηπιότερα μέσα για να διασφαλιστεί ο στόχος.

Η επιλογή ενός σκληρότερου μέσου από εκείνο που χρειάζεται, εγκυμονεί κινδύνους. Μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στη συσσώρευση της δυσαρέσκειας και της οργής και άρα στην αποσταθεροποίηση του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην ευρωπαϊκή ήπειρο προς το παρόν, επιλέγεται, όπως φαίνεται, η αυταρχικοποίηση του πολιτικού συστήματος, η πριμοδότηση της ακροδεξιάς αλλά όχι η κατάργηση της δημοκρατίας.

Αν όμως ο κίνδυνος για τη σταθερότητα του συστήματος τείνει να αυξηθεί, σε περίπτωση νέας ανόδου των επαναστατικών κινημάτων, το φάσμα της κατάργησης της δημοκρατίας θα επανέλθει. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες αποχρώσεις: από τη χρήση βίαιων παράνομων μεθόδων (πολιτικές δολοφονίες και άλλη τρομοκρατική δράση) με την αξιοποίηση παρακρατικών, φασιστικών και άλλων εγκληματικών οργανώσεων σε συνθήκες αστικής νομιμότητας, μέχρι την ανοιχτή επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής με την “υπόθεση Κόνδωρ” αλλά και του NAΤΟϊκού σχεδίου «stay behind» στην ευρωπαϊκή ήπειρο7.

Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η κατάργηση της αστικής δημοκρατίας και η επιβολή αυταρχικού καθεστώτος μπορεί να είναι επιλογή της αστικής τάξης ή μέρους της ακόμη και όταν ο κίνδυνος της επαναστατικής ανατροπής δεν είναι μεγάλος ή άμεσος. Ο φόβος της άρχουσας τάξης και η προληπτική δράση μπορεί να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα αυτό. Στην Ελλάδα για παράδειγμα δυο φορές, το 1936 και το 1967, επιβλήθηκαν φασιστικού τύπου καθεστώτα με αυτή τη λογική.



Η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς


Σήμερα ωστόσο δεν τίθεται ζήτημα (όχι ακόμη τουλάχιστον) συγκρότησης κάποιου είδους αντιφασιστικού μετώπου σε εσωτερικό ή διεθνές επίπεδο, παρόμοιου με εκείνα της δεκαετίας του 1930 και 1940. Η ακροδεξιά δεν ταυτίζεται με το φασισμό και η πλήρης κατάλυση τη;ς δημοκρατίας και ο φασισμός δεν βρίσκονται ante portas,. Επιπλέον, σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές εφαρμόζει όλο το φάσμα των συστημικών πολιτικών κομμάτων. Με αυτή την έννοια η άμεση ανάγκη είναι ένα πλατύ κίνημα υπεράσπισης και διεύρυνσης των δημοκρατικών ελευθεριών.

Αυτό που ιδίως χρειάζεται είναι η συγκρότηση μια αξιόπιστης εναλλακτικής, ενωτικής, πολιτικής και οικονομικής πρότασης, η οποία θα τείνει να υπονομεύσει την επιρροή της ακροδεξιάς αλλά και των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα (από την ακροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά) δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν μέρος της λύσης του προβλήματος.

Αντίστοιχα, σε διεθνές επίπεδο δεν τίθεται θέμα αντιπαράθεσης της δημοκρατίας με το αντιδημοκρατικό στρατόπεδο. Δεν υπάρχουν σήμερα συνθήκες αντίστοιχες με της δεκαετίας του 1940, όταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης παρείχε αντικειμενικά τη δυνατότητα για σύμπηξη αντιφασιστικού μετώπου. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων διεξάγονται ακόμη και από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως έχει δείξει η ευρωπαϊκή εμπειρία. Εκείνο επομένως που απαιτείται είναι η σύγκλιση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων στην υπεράσπιση των αρχών του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας των κρατών από τις ποικιλόμορφες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις8.

Η εναλλακτική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα εξής τρία στοιχεία. Πρώτο και σημαντικότερο, απαιτείται ένα πειστικό, συγκεκριμένο πρόγραμμα ανόρθωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού (εργατικής τάξης και μεσαίων στρωμάτων) που μπορεί να υπηρετηθεί μόνο μέσω της εθνικοποίησης των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της ριζικής αναδιανομής πλούτου σε βάρος της ολιγαρχίας. Δεύτερο, είναι απαραίτητη μια εξωτερική πολιτική ειρήνης, απεμπλοκής από τις στρατιωτικές συγκρούσεις, σεβασμού του διεθνούς δικαίου και αποδέσμευσης από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ κά.). Τρίτο, χρειάζεται ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού, η διεκδίκηση μιας δημοκρατίας που θα υπερβαίνει τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά και παθογένειες της αστικής δημοκρατίας9.

Επίσης, όπως έδειξε η εμπειρία πολλών χωρών της Λ. Αμερικής, η αντιπαράθεση με την ακροδεξιά δεν μπορεί να γίνει με μια περιορισμένη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Για παράδειγμα, οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Κίρχνερ στην Αργεντινή, του Λούλα στη Βραζιλία δεν κατάφεραν να ανακόψουν την άνοδο της επιρροής της ακροδεξιάς εξαιτίας της ατολμίας τους να λάβουν ριζικά μέτρα σε όφελος των ασθενέστερων τάξεων και αντίστοιχα μέτρα δραστικού περιορισμού της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ο αγώνας για κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές είναι υπόθεση του κάθε λαού. Ούτε η δημοκρατία, ούτε η πάλη ενάντια στον φασισμό, ούτε οι εναλλακτικές προοπτικές μπορούν να είναι καρπός εξωτερικών παρεμβάσεων.



Προς μια επαναστατική κατάσταση;


Το βέβαιο είναι ότι το σημερινό κύμα ανόδου της ακροδεξιάς δεν θα απαλλάξει το καπιταλιστικό σύστημα από τη γενικευμένη κρίση, περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Μπορεί όμως η κρίση να οδηγήσει στη δημιουργία επαναστατικής κατάστασης και ριζικών αλλαγών;

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πόλεμοι για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, η κλιματική καταστροφή10 βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της ιστορικής περιόδου που διανύουμε και θα μεταβάλλουν με ραγδαίο τρόπο τις εξελίξεις. Καθώς η κρίση βαθαίνει μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, η ανθρωπότητα βρίσκεται ήδη και θα βρεθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον αντιμέτωπη με νέα απότομη, μεγάλη επιδείνωση των συνθηκών ζωής, ακόμη και με υπαρξιακού χαρακτήρα εντάσεις. Ό,τι σήμερα φαίνεται εξωπραγματικό, αύριο μπορεί εκτός από αναγκαιότητα να αποτελεί δυνατότητα που τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες ο χρόνος πυκνώνει. Για δεκαετίες μπορεί να μην υπάρχουν μεγάλες εξελίξεις και μέσα σε λίγες βδομάδες ή μήνες να συμβούν κοσμοϊστορικά γεγονότα και αλλαγές.

Παρατίθεται γι’ αυτό εδώ αυτούσιος ο σχετικός ορισμός του Λένιν για την επαναστατική κατάσταση, που μπορεί να είναι χρήσιμος στην ανάλυση: Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό “τα κάτω στρώματα να μην θέλουν”, μα χρειάζεται ακόμη και “οι κορυφές να μην μπορούν” να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές”, σε αυτοτελή ιστορική δράση. Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει11.

Από τα παραπάνω εύκολα διακρίνεται ότι τα στοιχεία 1 και 2 συντρέχουν σήμερα σε πολλές χώρες, ακόμη και ευρωπαϊκές. Αυτό που λείπει είναι το στοιχείο 3, δηλαδή η αυτοτελής ιστορική δράση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Αν εμφανιστεί στο ιστορικό προσκήνιο η έμπρακτη διάθεση των λαϊκών τάξεων για πολύ πιο ενεργητική δραστηριοποίηση στην πολιτική ζωή, τότε θα έχουμε τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης. Η επαναστατική κατάσταση είναι μια αντικειμενικά διαμορφωμένη συνθήκη, δεν αποτελεί προϊόν υποκειμενικών παρεμβάσεων της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος. Οι κατάλληλες παρεμβάσεις ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα μπορούν όμως να μετατρέψουν τις συνθήκες αυτές σε επαναστατική αλλαγή12. Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε μια τέτοια επαναστατική κατάσταση ενδέχεται να διαμορφωθεί ένας ριζικά διαφορετικός συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, στον οποίο θα υπερισχύουν οι επαναστατικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις13.

Για τους λόγους αυτούς ακόμη και ακραιφνείς υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος προβλέπουν τεκτονικές αναταράξεις. Σε συνθήκες βαθιάς πολύπλευρης κρίσης, οι κοινωνικές αναταραχές, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι επαναστάσεις έρχονται στο προσκήνιο. Ακόμη και οργανισμοί όπως το ΔΝΤ προβαίνουν σε τέτοιες εκτιμήσεις και προβλέψεις.

Η επιδείνωση των συνθηκών ζωής θα είναι ισχυρότερη στις χώρες που διακρίνονται για το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Όσο πιο φτωχή είναι μια χώρα τόσο περισσότερο έντονα είναι τα αποτελέσματα της κρίσης, αφού οι ισχυρές χώρες εντείνουν την καταλήστευσή τους και διοχετεύουν τα βάρη της κρίσης σε αυτές. Το ίδιο ισχύει και για τις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αν και όχι με την ένταση που εμφανίζεται το πρόβλημα στις πιο φτωχές χώρες.

Ήδη υπάρχουν πολλές ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σε διάφορες χώρες του κόσμου, και στην Ευρώπη14. Δεν μπορεί φυσικά να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιο θα είναι το γεωγραφικό πεδίο των όποιων ριζοσπαστικών και επαναστατικών εξελίξεων. Η Μέση Ανατολή, η βόρεια Αφρική, περιοχές της Ασίας και η Λ. Αμερική θεωρούνται από τη CIA οι πλέον ευάλωτες στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις15. Ειδικά η Λ. Αμερική, λόγω και των επαναστατικών της παραδόσεων και της συνεχούς κινητικότητας των λαϊκών κινημάτων ενδέχεται να αναδειχθεί σε κύριο πεδίο της ταξικής πάλης. Η εκρηκτικότητα των αντιθέσεων ενδέχεται να συνδυαστεί με την θετική και αρνητική πολιτική εμπειρία όλων των τελευταίων δεκαετιών.

Αλλά και στην Ευρώπη θα υπάρξουν με βεβαιότητα κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις. Η επίδραση των εξελίξεων σε άλλες περιοχές του πλανήτη θα επιδράσει στη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο είναι πιθανό οι αντιθέσεις να αμβλυνθούν, τουλάχιστο στις πιο ισχυρές χώρες, εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν ακόμη οι ισχυρότερες αστικές τάξεις της ηπείρου να διανέμουν στην εργατική τάξη έστω και ένα μικρό μέρος των υπερκερδών που αποκομίζουν από τη διεθνή αγορά. Στο βαθμό που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις υποβαθμίζουν τη διεθνή τους θέση, οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες θα τείνουν να γνωρίσουν ολοένα και βαθύτερη κρίση.

Σε αυτή την περίπτωση η οικονομική κρίση, οι πολεμικές περιπέτειες και η καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και των συνθηκών ζωής του λαών θα συνδυαστούν πιθανότατα με βαθιά κρίση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, με δυσκολία των κρατούντων να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον παραδοσιακό τρόπο και με δυσφορία των κυβερνωμένων να συνεχίσουν να κυβερνώνται με τον παραδοσιακό τρόπο. Ίσως έτσι ανοίξουν νέοι ορίζοντες για τη γηραιά ήπειρο.





1Βλ. περισσότερα, Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντομίνγκες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024, σελ. 41 επ., 71 επ.

2Βλ. P. Mair, Κυβερνώντας το κενό, Αθήνα, εκδ. Επίκεντρο, 2020, σελ. 49 επ. και Γ. Σιακαντάρης, Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050;, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2024, σελ. 275 επ.

3Βλ. Π. Παπακωνσταντίνου, Το γκρίζο κύμα – Η νέα ακροδεξιά και οι συνεργοί της, Αθήνα, εκδ. Τόπος 2024.

4Βλ. J. Stanley, Πώς λειτουργεί ο φασισμός, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 68 και St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 327-328 και R. Reich, «No crea el bombo anti-Trump: La sedicion corporativa todavia pone en peligro a Estados Unidos», Cubadebate, http://www.cubadebate.cu/especiales/2021/02/17/no-crea-el-bombo-anti-trump-la-sedicion-corporativa-todavia-pone-en-peligro-a-estados-unidos/.

5Βλ. A. Boron, «El triunfo de Milei como una construccion mediatica prolijamente planificada», Cubadebate, 22/11/2023, www.cubadebate.com και P. Serrano, «Network Atlas: los que dan las instrucciones a Milei», Cubadebate, 16/1/2024, http://www.cubadebate.cu/opinion/2024/01/16/network-atlas-los-que-dan-las-instrucciones-a-milei/ και http://www.spiegel.de/international/germany/billionaire-backing-may-have-helped-launch-afd-a-1241029.html και Δ. Ψαρράς, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 192 επ. και Κ. Παπαδάκης, Το “άλλο άκρο στο εδώλιο: δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά; (αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2020 και Χ. Παπαδοπούλου, Όρθιος σε δημόσια θέα (η αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής), Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2020.

6Βλ. για παράδειγμα D. Runciman, Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 11 και B. C. Hett, Ο θάνατος της Δημοκρατίας (η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού), Αθήνα, εκδ. Διόπτρα, 2019, σελ. 37.

7Βλ. J.P. McSherry, Predatory States (Operation Condor and Covert War in latin America), New York-Oxford, Rowman and Littlefield Publishers, 2005, σελ. 38 επ., 243 επ. και St. Calloni, Operacion Condor, pacto criminal, Caracas, Editorial El perro y la rana, 2016, σελ. 40 επ., 70 επ.

8Βλ. M. Pineda, «Frente al fascismo y el imperialismo: Politica, metodo y organizacion», Cubadebate, 19/1/2025.

9Βλ. περισσότερα, Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντομίνγκες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024, σελ. 97 επ. και Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 81 επ.

10Βλ. ενδεικτικά Institute and Faculty of Actuaries, The Emperor’ s New Climate Scenarios, University of Exeter, July 2023.

11Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς”, Άπαντα, τ. 26, σελ. 220.

12Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού”, Άπαντα, τ. 41, σελ. 69-70.

13Βλ. περισσότερα Δ. Καλτσώνης, “Οικονομική λειτουργία του κράτους και αποδέσμευση από την ΕΕ” στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023, σελ. 163 επ.

14“Οι λαοί θα ξαναβγούν στους δρόμους” κατά τον P. Boniface, Η γεωπολιτική του covid-19, Αθήνα, εκδ. Ροπή, 2020, σελ. 185 επ.

15Βλ. τις ίδιες τις επισημάνσεις της CIA στο Le monde en 2040 vu par la CIA, Εditions de Equateurs, 2021, σελ. 191 επ., 200. Βλ. και τις εκτιμήσεις των K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 92.


 

εφημ. One Voice, 25/6/2025



Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ βασίζεται στη διακήρυξη της ισότητας των κρατών μεταξύ τους, επιτάσσει τον απόλυτο σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε κράτους, απαγορεύει τη χρήση βίας και την απειλή χρήσης βίας, απαγορεύει την ανάμιξη τρίτων στα εσωτερικά των άλλων θεωρώντας ότι κάθε λαός έχει δικαίωμα να χαράξει το δικό του δρόμο και να επιλύσει χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις τα προβλήματά του.

Η επίθεση των ΗΠΑ και του Ισραήλ εναντίον του Ιράν, οι βομβαρδισμοί, οι στοχευμένες δολοφονίες, οι απειλές καταστροφής ολόκληρων πόλεων ισοπεδώνουν τον πυρήνα του διεθνούς δικαίου. Έχουν επικρατήσει πρακτικές και φρασεολογία τύπου μαφίας.

Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι ένα πρόσχημα, αφού οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ δέχονται ότι η χώρα απέχει πολύ από ένα τέτοιο στόχο. Εξάλλου, η αποπυρηνικοποίηση της Μ. Ανατολής θα πρέπει να σημάνει πρωτίστως την απενεργοποίηση και καταστροφή του πυρηνικού οπλοστασίου του Ισραήλ και μόνο τότε την απαγόρευση ανάπτυξης τέτοιων όπλων από το Ιράν.

Η Ελλάδα είναι άμεσα εμπλεκόμενη στον πόλεμο κυρίως μέσω της βάσης της Σούδας αλλά όχι μόνο. Η κυβέρνηση έτσι: α. Εκθέτει τον ελληνικό λαό σε τεράστιους κινδύνους, β. Πλήττει ηθικά τη χώρα μας αφού την καθιστά συνένοχη στο έγκλημα του επιθετικού πολέμου, γ. Την αποδυναμώνει διπλωματικά. (πώς θα επικαλεστεί το διεθνές δίκαιο στο μέλλον αν η τουρκική επιθετικότητα ενταθεί;) Δ. Υπονομεύει την τουριστική και οικονομική ανάπτυξη αφού η Ελλάδα, ως εμπλεκόμενη, δεν είναι πλέον ασφαλής προορισμός. Ε. Συμβάλλει στο ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης με πιθανότητα να ανοίξει η πόρτα του ολοκαυτώματος του γ’ παγκοσμίου πολέμου.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε παθητικά τις εξελίξεις. Οφείλουμε ενωμένοι να διεκδικήσουμε την πλήρη απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο, το κλείσιμο των ξένων βάσεων. Αυτή η επιλογή είναι επείγουσα αλλά και ρεαλιστική. Άλλες χώρες στο παρελθόν έκλεισαν έστω και προσωρινά τις ξένες βάσεις για ανάλογη αιτία, όπως η Τουρκία ή η Γαλλία.

Μια τέτοια πολιτική επιλογή θα διασφάλιζε τον ελληνικό λαό από αντίποινα και από τυχόν κλιμάκωση. Θα έδινε προς όλες τις μεριές ένα ισχυρό μήνυμα ότι ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει. Θα έβαζε επίσης κάποια πρακτικά εμπόδια στην προσπάθεια των ΗΠΑ να συνεχίσουν τον πόλεμο. Θα συνέβαλε δηλαδή ουσιαστικά στην ειρήνη. Κι αυτό ισχύει, ανεξάρτητα από την προσωρινή, εύθραστη εκεχειρία.


 

εφημ. One Voice, 19/6/2025


Οι εξελίξεις στη Γάζα και στη Μ. Ανατολή υπερβαίνουν ό,τι έχουμε ζήσει μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Οι σφαγές αμάχων Παλαιστινίων, η δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων μέσω της λιμοκτονίας, η γενοκτονία και εθνοκάθαρση που διαπράττονται στη Γάζα ξυπνούν μνήμες της ναζιστικής κατοχής στην Ευρώπη.

Η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν αποτελεί μια ακόμη ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, πρωτίστως του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ που επιτάσσει σεβασμό της κυριαρχίας και της ακεραιότητας όλων των κρατών, απαγορεύει τη χρήση βίας και την απειλή χρήσης βίας. Η κυβέρνηση του Ισραήλ διαπράττει το έγκλημα του επιθετικού πολέμου, ζηλεύοντας τη βαρβαρότητα, το μισανθρωπισμό και τον κυνισμό του γερμανικού ναζισμού.

Το επιχείρημα της αυτοάμυνας του Ισραήλ θα ήταν γελοίο αν δεν ήταν επικίνδυνο. Αντίστοιχα, το επιχείρημα των υπό ανάπτυξη πυρηνικών του Ιράν είναι προσχηματικό, αφού διαξάγονταν διαπραγματεύσεις. Άλλωστε γιατί το Ισραήλ διαθέτει παρανόμως πυρηνικά παραβιάζοντας τη σχετική διεθνή συνθήκη; Στην πραγματικότητα το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αξιοποιούν τη συγκυρία προσπαθώντας να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στη Μ. Ανατολή, να την καθυποτάξουν πλήρως και να εκδιώξουν από εκεί τους ανταγωνιστές τους, δηλαδή την Κίνα.

Η κυβέρνηση του Ισραήλ σε αυτή την κούρσα του θανάτου έχει άμεσους συμπαραστάτες και αρωγούς σε οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο το ΝΑΤΟ, την ΕΕ αλλά και την ελληνική κυβέρνηση. Ας ληψθεί υπόψη ότι η βάση της Σούδας αναβαθμίζεται για το σκοπό αυτό. Η πολύπλευρη εμπλοκή της χώρας μας εκθέτει σε απίστευτους κινδύνους τον ελληνικό λαό αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει άμεσα στόχος αντιποίνων και μέρος της πολεμικής σύγκρουσης. Κυρίως όμως εκθέτει την Ελλάδα ως υποστηρικτή των αιματοβαμένων βιαστών του διεθνούς δικαίου. Ας σκεφτούμε και το εξής: αν σήμερα είναι οι Παλαιστίνιοι και οι Ιρανοί, ποιος εγγυάται ότι κι εμείς δεν θα βρεθούμε στο μέλλον στην ίδια θέση από κάποιον άλλο σφετεριστή;

Γι’ αυτό κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις και επιλογές του, έχει χρέος να υψώσει τη φωνή του για να σταματήσει τώρα κάθε είδους εμπλοκή της χώρας μας και για να επιβληθεί το διεθνές δίκαιο. Ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει τώρα, όπως και η γενοκτονία των Παλαιστινίων, οι οποίοι δικαιούνται με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Ας μην κατρακυλήσουμε άλλο στην άβυσσο του πολέμου και των σφαγών.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 18/6/2025


Η Τουρκία δημοσιοποίησε προχτές τη δική της εκδοχή για το θαλάσσιο χωτοταξικό σχεδιασμό ενώ το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υπογράμμισε ότι «ο τουρκικός χάρτης δεν έχει έρεισμα στο διεθνές δίκαιο, καθώς επιχειρεί να σφετεριστεί περιοχές ελληνικής δικαιοδοσίας, και δεν απευθύνεται σε διεθνή οργανισμό που επιβάλλει υποχρέωση ανάρτησης σχετικών χαρτών».

Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο πραγματικά καινούργιο στοιχείο στην “ααντιπαράθεση των χαρτών”. Η Τουρκία συνεχίζει να προωθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο τις δικές της θεωρήσεις και τις δικές της επιδιώξεις, που αντιτίθενται στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Από την άλλη συνεχίζεται η επικοινωνία των δύο μερών, η διαπραγμάτευση, τα λεγόμενα “ήρεμα νερά”. Μόνο που αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα αντικειμενικά συζητά όχι το μόνο υπαρκτό ζήτημα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ) αλλά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων. Τούτο συμβαίνει μάλιστα τη στιγμή που ο ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίζεται καθώς η στρατιωτική συνεργασία της με την ΕΕ πρόκειται να διευρυνθεί ενόψει της ευρωενωσιακής εξοπλιστικής φρενίτιδας.

Το χειρότερο όμως είναι άλλο: είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω θύελλας και η θύελλα δεν αναμένεται, έχει ήδη ξεσπάσει. Η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν και η πολύ σοβαρή πιθανότητα κλιμάκωσης και εξάπλωσης του πολέμου διαμορφώνουν ένα διαφορετικό, εκρηκτικό κλίμα. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει το δρόμο της στρατιωτικο-πολιτικής και διπλωματικής στήριξης της γενοκτονικής κυβέρνησης του Ισραήλ σε αυτή την πορεία θανάτου. Στο πλαίσιο αυτό αναβαθμίζεται μάλιστα ο ρόλος της αμερικανονατοϊκής βάσης στη Σούδα.

Έτσι όμως εκθέτει τη χώρα μας πολύπλευρα. Πρώτο, γιατί υποστηρίζει έναν απροκάλυπτα επιθετικό πόλεμο, που παραβιάζει όλες τις γραμμές της διεθνούς νομιμότητας. Το επιχείρημα των μελλοντικών πυρηνικών του Ιράν είναι τόσο έωλο όσο και τα χημικά όπλα του Σαντάμ που δεν βρέθηκαν ποτέ, χώρια που το Ισραήλ είναι η μόνη υπαρκτή, μεσανατολική χώρα που κατέχει ήδη πυρηνικά, σε αντίθεση με τη σχετική διεθνή συμφωνία. Δεύτερο, εκθέτει την Ελλάδα γιατί τη μετατρέπει δυνητικά σε στόχο αντιποίνων. Τρίτο, βοηθά τον Ερντογάν να πλασάρει την εικόνα του υπερασπιστή του διεθνούς δικαίου. Τέταρτο, γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν αναλογίζεται ότι το κουρέλιασμα του διεθνούς δικαίου σημαίνει ότι στη θέση των Ιρανών μπορεί στο μέλλον να βρεθεί ο ελληνικός λαός, αντιμέτωπος με τη βαρβαρότητα ενός άλλου επιτιθέμενου.

Σε τέτοιες συνθήκες η “μάχη των χαρτών” συνιστά το λιγότερο πολιτική μυωπία. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι μια πολιτική στροφή, που θα φέρει την πλήρη και απόλυτη απεμπλοκή της Ελλάδας από όλα τα μέτωπα του πολέμου και την ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών στη βάση του διεθνούς δικαίου για τoν τερματισμό του πολέμου στο Ιράν και της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη, την ευημερία και την κυριαρχία του ελληνικού λαού.


 

Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/6/2025


Το Σύνταγμα του 1975, όπως κάθε Σύνταγμα, με τις ρυθμίσεις αλλά και τις σιωπές του έκφραζε το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και πρωτίστως την κυρίαρχη συνιστώσα του, την οικονομική ολιγαρχία. Σημαδεύτηκε από τη συντεταγμένη παράδοση της εξουσίας από τη δικτατορία στους αστούς πολιτικούς. Οι κυρίαρχες δυνάμεις φοβούνταν τις ριζοσπαστικές εξελίξεις, προσπάθησαν να τις τιθασεύσουν και αναχαιτίσουν. Ήταν ένα Σύνταγμα με ορατά τα συντηρητικά χαρακτηριστικά, προϊόν μιας ψευδο-αναθεωρητικής διαδικασίας.

Κατοχύρωνε μέσω του άρθρου 107 σκανδαλώδη προνόμια στο εφοπλιστικό και ξένο κεφάλαιο, παρείχε τη δυνατότητα εκχώρησης αρμοδιοτήτων στην ΕΟΚ μέσω του άρθρου 28, χωρίς κάν προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Κατοχύρωνε συνταγματικά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ μέσω του άρθρου 27 παρ. 2, παρά τη μεγάλη αντίθεση του λαού εξαιτίας και του Κυπριακού. Υποβάθμιζε τη Βουλή, δεν κατοχύρωνε την απλή αναλογική, παρείχε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τις οποίες μπορούσε να στραφεί ενάντια στην κυβέρνηση και στη Βουλή σε περίπτωση ανάδειξης μιας ριζοσπαστικής πλειοψηφίας.

Παράλληλα λάμβανε υπόψη το συσχετισμό δυνάμεων, τον απόηχο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και των λαϊκών κινημάτων που βρίσκονταν υπό ανάπτυξη. Κατοχύρωνε πληρέστερα σε σχέση με το μετεμφυλιακό καθεστώς μια σειρά δικαιώματα. Η κατάσταση βελτιώθηκε με τον ατελή εκδημοκρατισμό της περιόδου 1981-1985 και την αναθεώρηση του 1986.

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η αλλαγή του συσχετισμού σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας σήμανε την προσπάθεια της οικονομικής ολιγαρχίας να ξεθεμελιώσει πλήρως τις κατακτήσεις των εργαζομένων των τελευταίων εκατό χρόνων. Πολλές διατάξεις του Συντάγματος μετατράπηκαν έτσι σε εμπόδιο. Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου υπήρξε η παραβίαση του Συντάγματος. Τέτοια ήταν η ίδια η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου, η επιβολή της εποπτείας και των Μνημονίων, που οικοδόμησαν ένα οικονομικό παρα-Σύνταγμα, η ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων.

Καθώς η αναθεώρηση του 2019 δεν μπόρεσε να εισάγει στοιχεία βαθιάς συντηρητικοποίησης, κυρίαρχη επιλογή έγινε η συστηματική, απροκάλυπτη παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων, όταν αυτές στέκονται εμπόδιο. Χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα είναι το άρθρο 16. Η επικείμενη αναθεώρηση θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει το δυσμενή συσχετισμό για τους εργαζόμενους και να πραγματοποιήσει μια αντιδραστική στροφή. Η συζήτηση για την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103) είναι ενδεικτική. Αν τυχόν δεν το καταφέρει, η κυρίαρχη πολιτική θα συνεχίσει να παραβιάζει το Σύνταγμα μετατρέποντάς το σε κουρελόχαρτο.

Άμεσα, επομένως, χρειάζεται όχι η αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά η προάσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Προοπτικά, η δραστική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων σε όφελος των λαϊκών τάξεων θα ανοίξει το δρόμο μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής. Αυτή θα αποτυπωθεί σε ένα νέο Σύνταγμα, ίσως μέσα από μια διαδικασία Συντακτικής Συνέλευσης.

Εφημερίδα των Συντακτών (ένθετο), 24-25/5/2025



Ένας Βέλγος δημοσιογράφος εξέφρασε πρόσφατα με τον πιο συνεκτικό και ολοκληρωμένο τρόπο την κυρίαρχη άποψη της οικονομικής ελίτ όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά στον κόσμο. Σε άρθρο του υποστήριζε ότι η μόνη υπαρκτή πολιτική επιλογή είναι η εφαρμογή μιας σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής. Βασικά της στοιχεία θα είναι η περαιτέρω μείωση της φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις και η ακόμη μεγαλύτερη μείωση των μισθών και των κοινωνικών δαπανών για τους εργαζόμενους. Αλλά όπως διαπίστωνε ο δημοσιογράφος, μια τέτοια πολιτική έχει ως αποτέλεσμα να στρέφεται το εκλογικό σώμα προς την ακροδεξιά.

Η τοποθέτηση αυτή έχει επομένως το πλεονέκτημα ότι πετυχαίνει “μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια”. Παρουσιάζει την όξυνση των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ως τη μόνη λύση ενώ ταυτόχρονα πλασάρει έμμεσα ως απάντηση την ακροδεξιά.





Ποιος προωθεί την ακροδεξιά;



Η ακροδεξιά στις διάφορες μορφές της στηρίζεται από συγκεκριμένα ισχυρά οικονομικά κέντρα και μέσα ενημέρωσης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση Τραμπ καθώς η ανάδειξή του και η στροφή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε ακροδεξιές θέσεις έγινε με τη χρηματοδότηση και στήριξη συγκεκριμένων ισχυρών επιχειρηματιών και με την αντίστοιχη προβολή των απόψεων αυτών από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης1. Επιβεβαιώνεται σήμερα από την ίδια τη σύνθεση και την πρακτική της κυβέρνησης Τραμπ.

Αντίστοιχα συνέβη με τον Μιλέι και τον Μπολσονάρο σε Αργεντινή και Βραζιλία, με το ακροδεξιό κόμμα AfD στη Γερμανία, με το Vox στην Ισπανία, με την προώθηση απόψεων όλου του ακροδεξιού φάσματος στη Γαλλία. Είναι ενδεικτικό ότι ο Μιλέι στην Αργεντινή παρουσιάστηκε το 2018 (πριν εκλεγεί) σε 300 εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, δηλαδή ήταν καθημερινά στα βασικά μέσα ενημέρωσης. Μετατράπηκε έτσι από ένα άσημο πρόσωπο σε υποψήφιο πρόεδρο και κατόπιν σε πρόεδρο της Αργεντινής.

Ένας συμπληρωματικός παράγοντας που συμβάλλει στην απήχηση της ακροδεξιάς σε λαϊκά στρώματα είναι η απουσία, ή πάντως η ισχνή παρουσία πειστικών γνήσιων εναλλακτικών λύσεων. Τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροαριστερά κόμματα έχουν ταυτιστεί με την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού και πάντως δεν βγαίνουν από το πλαίσιο της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής. Στην καλύτερη περίπτωση προτείνουν ανώδυνες μικροβελτιώσεις, γεγονός που απογοητεύει και απομακρύνει τις λαϊκές τάξεις. Από την άλλη, οι επαναστατικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις αναζητούν ακόμη το βηματισμό τους.





Αποδυνάμωση της δημοκρατίας


Η άνοδος της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση έχει δραματικές επιπτώσεις τόσο στη δημοκρατία όσο και στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Η άνοδος της ακροδεξιάς επιταχύνει τη συντηρητικοποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Εντείνεται η οικοδόμηση μιας “σιδερόφραχτης δημοκρατίας”2.

Πρώτο, η ακροδεξιά διακυβέρνηση εντείνει το φαινόμενο της παραβίασης των όποιων νομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση και των άλλων συστημικών κομμάτων αλλά με την ακροδεξιά παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της διακυβέρνησης Τραμπ. Η παραβίαση του Συντάγματος, είτε άμεσα είτε μέσω αυθαίρετης ερμηνείας των διατάξεών του, η παραβίαση δικαστικών αποφάσεων είναι πλέον καθημερινή πρακτική, παρότι βέβαια παραβιάσεις του Συντάγματος σε μικρότερη έκταση σημειώνονταν και παλαιότερα κατά τη διάρκεια της θητείας προηγούμενων προέδρων. Αντίστοιχα η ακροδεξιά κυβέρνηση Μιλέι στην Αργεντινή κυβερνά σε μεγάλο βαθμό με προεδρικά διατάγματα παραβιάζοντας το Σύνταγμα της χώρας και παρακάμπτοντας το Κογκρέσο.

Εντείνονται ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα της παράνομης αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Οι πρακτικές αυτές φτάνουν και ξεπερνούν τα όρια της βαρβαρότητας, όπως έδειξε η ενώπιον τηλεοπτικών καμερών μεταχείριση των απελαθέντων πολιτών της Βενεζουέλας, οι οποίοι απελάθηκαν από τις ΗΠΑ ημίγυμνοι, σιδηροδέσμιοι, αναγκασμένοι να κρατούν το κεφάλι και το σώμα τους χαμηλωμένο. Οι προϋπάρχουσες πρακτικές του Γκουαντάναμο επεκτείνονται και επιδεικνύονται δημόσια με κυνισμό.

Δεύτερο, περιορίζονται νομοθετικά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες. Ειδικότερα ο περιορισμός των συναθροίσεων, της απεργίας, της ελευθερίας του τύπου, ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, η παρακολούθηση των επικοινωνιών των πολιτών αποτελούν βασικές στοχεύσεις της ακροδεξιάς παράλληλα με την αύξηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αστυνομίας.

Νομοθετήματα και πρακτικές περιορισμού της ελευθερίας των συναθροίσεων αλλά και της έκφρασης έχουν ήδη υιοθετηθεί στις ΗΠΑ του Τραμπ3. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα νομοθετήματα που έχει ψηφίσει η ακροδεξιά κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία. Με τους νόμους αυτούς εξασφαλίζεται ακόμη μεγαλύτερος έλεγχος της κυβέρνησης επί των μέσων ενημέρωσης και ακόμη ασφυκτικότερος έλεγχος επί της Δικαιοσύνης. Παρόμοια είναι η προσπάθεια της Μελόνι στην Ιταλία να προωθήσει προς ψήφιση νόμο που περιορίζει την αυτοτέλεια των δικαστών. Η αυτοτέλεια αυτή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό καρπό του Συντάγματος του 1948 το οποίο ψηφίστηκε υπό την επίδραση της αντιφασιστικής νίκης.

Τρίτο, με την ακροδεξιά διακυβέρνηση σημειώνεται ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας ή και εξωθεσμικών κέντρων σε βάρος του Κοινοβουλίου. Ούτε αυτό το στοιχείο είναι απολύτως καινούργιο γνώρισμα της αστικής δημοκρατίας. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ακροδεξιά το οδηγεί σε πιο ακραίες μορφές. Αυτό γίνεται είτε νόμιμα και σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνταγματικές διατάξεις είτε κατά παραβίασή τους.

Για παράδειγμα στη λογική αυτή βρίσκεται η πρόθεση της κυβέρνησης Μελόνι να αναθεωρήσει το Σύνταγμα εισάγοντας ημιπροεδρικό σύστημα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αντίστοιχη είναι η πρόθεση του Τραμπ να παραβιάσει την 22η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος που προστέθηκε το 1951 και απαγορεύει στο ίδιο πρόσωπο να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία τρίτη φορά.



Οικονομία και κοινωνία


Η στροφή προς τη δραστική συρρίκνωση της δημοκρατίας υπηρετεί στην πραγματικότητα έναν άλλο, πιο ουσιαστικό στόχο. Επιχειρεί να περιορίσει τα μέσα αντίδρασης του λαού στις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές.

Τα κόμματα της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση ακολουθούν την ίδια πολιτική κατεύθυνση, το ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, που υπήρχε ως τώρα. Ωστόσο οι στόχοι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι πιο δραστικοί, πιο ακραίοι, πιο σαρωτικοί. Η ακροδεξιά, παρότι ψευδώς εμφανίζεται ως αντισυστημική δύναμη, αποδεικνύεται στην πράξη το πιο ακραίο όπλο για την πλήρη κατεδάφιση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων.

Οι ακροδεξιές κυβερνήσεις ακολουθούν την πεπατημένη, που έχουν χαράξει όλα τα συστημικά κόμματα, δηλαδή την αναντιστοιχία προεκλογικών υποσχέσεων και κυβερνητικής πράξης σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων. Για παράδειγμα ο Τραμπ προεκλογικά υποσχόταν ότι άμεσα θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια που πλήττει τις λαϊκές οικογένειες και ότι θα μειώσει τις τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Αλλά η πολιτική του πράξη έχει ήδη δείξει ότι κινείται στον αντίποδα των προεκλογικών του υποσχέσεων.

Μετεκλογική πολιτική του Τραμπ είναι η ακόμη περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων ενώ άλλη βασική συνιστώσα της είναι οι χιλιάδες απολύσεις προσωπικού από το δημόσιο τομέα, η μείωση των παρεχόμενων κοινωνικών δαπανών, η “ελάφρυνση” του κράτους. Απολύσεις γίνονται και στον ιδιωτικό τομέα ως αποτέλεσμα της δασμολογικής πολιτικής Τραμπ. Αντικειμενικά η κυβέρνηση Τραμπ αυξάνει την ανεργία, ασκεί πτωτικές πιέσεις στους μισθούς και στον ιδιωτικό τομέα. Η ακρίβεια στα είδη λαϊκής ανάγκης εκτινάχθηκε και ταυτόχρονα τα λιγοστά ψήγματα κοινωνικών δικαιωμάτων που υπήρχαν στις ΗΠΑ τίθενται στο στόχαστρο.

Αντίστοιχα σαρωτική είναι η πολιτική του Μιλέι στην Αργεντινή με απολύσεις εργαζομένων, μείωση μισθών και συντάξεων, κάταργηση διάφορων επιδομάτων, εκτίναξη της ακρίβειας με αποτέλεσμα την καταβύθιση του εισοδήματος της εργατικής τάξης αλλά και των μεσαίων στρωμάτων. Σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής της Αργεντινής (CEPA) περισσότερες από 261.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν μόνο στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2023 έως τον Αύγουστο του 2024 ενώ η αγοραστική δύναμη των μισθών μόνο στο διάστημα αυτό μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 9,6%. Τα όποια κοινωνικά δικαιώματα περικόπτονται. Εμβληματική είναι από την άποψη αυτή η κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η ακροδεξιά στη Γερμανία δεν ψήφισε υπέρ της κατάργησης της συνταγματικής διάταξης που καθιέρωνε τον περιβόητο “κόφτη” χρέους. Αυτή η πράξη είναι από μόνη της μια έμπρακτη απόδειξη ότι η AfD τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης των σκληρών πολιτικών λιτότητας και περικοπής των κοινωνικών δαπανών και δικαιωμάτων.

Αντίστοιχα η κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία μείωσε ακόμη περισσότερο τη φορολογία για τις επιχειρήσεις. Έχει το χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα περιόρισε τις κοινωνικές δαπάνες και τα δικαιώματα αυξάνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Όλα αυτά συνοδεύονται βέβαια από μια προπαγανδιστική εκστρατεία ψεύδους περί υπεράσπισης του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου. Ακόμη και αντινεοφιλελεύθερες κορώνες χρησιμοποιούνται προκειμένου στη συνέχεια να εφαρμοστούν αμιγώς θατσερικές πολιτικές. Παρότι η κυβέρνηση Όρμπαν επέκρινε, πριν εκλεγεί, τα μέτρα λιτότητας των προκατόχων της σοσιαλδημοκρατών, οι δικές της πολιτικές διατήρησαν την ίδια γραμμή πλεύσης. Ενδεικτικό είναι ότι με πρωτοβουλία της, απαλείφθηκαν από το Σύνταγμα της Ουγγαρίας οι αναφορές σε κοινωνικά δικαιώματα.

Όλες επίσης οι ακροδεξιές κυβερνήσεις στηρίζουν την εκτίναξη των εξοπλιστικών προγραμμάτων, που φέρνουν νέα αβάσταχτα βάρη στους λαούς. Προετοιμάζουν τα πολεμικά σφαγεία για τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Στηρίζουν τη γενοκτονική κυβέρνηση του Ισραήλ.




Ασυδοσία των ισχυρών


Η ακροδεξιά διακυβέρνηση εντείνει την παραβίαση των νόμων από την πλευρά των κρατούντων και των οικονομικά ισχυρών, την ασυδοσία και ατιμωρησία τους4. Το προϋπάρχον φαινόμενο του κρατικο-εταιρικού εγκλήματος λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις παρανομούν ατιμώρητα με τη συνενοχή του κράτους και εντείνουν πρακτικές που είναι εξαιρετικά επιβλαβείς για την κοινωνία. Κλασικό παράδειγμα είναι οι παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αλλά και η αποχώρηση των ΗΠΑ από τις διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα.

Αν παρακολουθήσει κανείς το φαινόμενο Μασκ, που δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, διαπιστώνει πόσο επίκαιρη γίνεται η επισήμανση του Μαρξ ότι “ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, ... επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις που κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκριση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους5. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν πάρα πολλά, όπως το σκάνδαλο με την κερδοσκοπία του Μιλέι και των “ημετέρων” του με τη διαφήμιση κρυπτονομίσματος που αποδείχθηκε φούσκα. Στην Αυστρία επίσης υπάρχουν ουκ ολίγες δικαστικές καταδίκες σε βάρος κορυφαίων στελεχών και πρώην υπουργών της ακροδεξιάς για διάφορα σκάνδαλα σε βάρος του δημόσιου, μίζες κλπ. Όλα αυτά δείχνουν πόσο βαθιά υποκριτική είναι η ρητορεία της ακροδεξιάς ενάντια στην υπαρκτή διαφθορά των λοιπών συστημικών κομμάτων.


Υπάρχει απάντηση;


Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η προώθηση της ακροδεξιάς είναι αποτέλεσμα της κρίσης εμπιστοσύνης που διαπερνά το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Η βαθιά οικονομική κρίση και η προσπάθεια αντιμετώπισής της δημιουργούν πρόβλημα διαχείρισης και αξιοπιστίας. Αυτό συμβαίνει καθώς τόσο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά, στις διάφορες παραλλαγές και ανεξάρτητα από τις επιμέρους αποχρώσεις και την ένταση, εξυπηρετούν την ίδια στρατηγική κατεύθυνση: τη ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, την απαλλαγή των κυρίαρχων τάξεων από όλο το φορτίο των λαϊκών κατακτήσεων που σημειώθηκαν τον 20ό αιώνα ως αποτέλεσμα των επαναστάσεων, των επαναστατικών κινημάτων και των λαϊκών αγώνων.

Η πτώση της εμπιστοσύνης προς τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα διοχετεύεται προς την ακροδεξιά σε μια προσπάθεια των κρατούντων να υπερβούν την κρίση εμπιστοσύνης. Η προσπάθεια αποδίδει αλλά μόνο εν μέρει και προπαντός είναι θνησιγενής. Μοιραία επομένως θα κλείσει κάποια στιγμή ο κύκλος της ακροδεξιάς και η πολιτική δυσπιστία των λαϊκών στρωμάτων θα αγκαλιάσει και αυτό τον πολιτικό χώρο.

Βέβαια, αν οι ριζοσπαστικές διαθέσεις των λαών ενισχυθούν σοβαρά, οι κυρίαρχες τάξεις θα καταφύγουν σε ακόμη πιο ακραίες λύσεις. Η εκτροπή σε δικτατορικά και φασιστικά καθεστώτα βρίσκεται πάντοτε στη φαρέτρα των κυρίαρχων τάξεων.

Πάντως, η πολιτική αντιπαράθεση σήμερα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί ανάμεσα στην ακροδεξιά και στα λοιπά συστημικά κόμματα. Στην περίπτωση αυτή οι μόνες διαφορές θα είναι κάποια επιμέρους δημοκρατικά δικαιώματα (πχ. γάμος ομόφυλων ζευγαριών) ενώ στα βασικά ζητήματα της οικονομικής πολιτικής θα υπάρχει συμφωνία επί του στρατηγικού πλαισίου, δηλαδή επί των πολιτικών λιτότητας, εξοπλισμών κλπ.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι η άρθρωση μιας πραγματικής εναλλακτικής πρότασης. Μια τέτοια διέξοδος δεν μπορεί παρά να αμφισβητεί έμπρακτα και να υπερβαίνει τα όρια της κυρίαρχης πολιτικής. Θα πρέπει να αντιστρατεύεται την εξουσία της οικονομικής ολιγαρχίας και να διεκδικεί τη ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό απαιτεί εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και μια νέου τύπου δημοκρατία6. Αλλιώς δεν θα είναι ουσιαστικά εναλλακτική πρόταση και δεν θα μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων ούτε να προσελκύσει το ενδιαφέρον τους.





1 Τη διαδικασία αναδείκνυαν ήδη πριν πολλά χρόνια ο καθηγητής του Γέιλ J. Stanley στο βιβλίο του Πώς λειτουργεί ο φασισμός και οι καθηγητές του Χάρβαρντ St. Levitsky – D. Ziblatt στο Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες.

2Βλ. αναλυτικότερα Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντομίνγκες Λόπες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024.

3Βλ. R. Zibechi, «Los imperios caen desde dentro», La Jornada, 18/4/2025, www.jornada.com.mx/noticia/2025/04/18/opinion/los-imperios-caen-desde-dentro

4Βλ. ενδεικτικά Σ. Βιδάλη, Ν. Κουλούρης, Χ. Παπαχαραλάμπους (επιμ.), Εγκλήματα των ισχυρών, Αθήνα, εκδ. ΕΑΠ, 2019 και Μ. Γασπαρινάτου - Ε. Σταμούλη (επιμ.), Εγκλήματα των ισχυρών. Θεωρία και πραγματικότητα, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024.

5Βλ. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 39.

6 Βλ. ενδεικτικά "Οικονομική λειτουργία του κράτους και αποδέσμευση από την ΕΕ", στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023, σελ. 163 επ. και Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα δι-εξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζής, 2017.

 

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION