Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

2019



εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/2019

Η υπογραφή της συμφωνίας για τον EAST MED φαντάζει ίσως σε μερικούς ως ανάχωμα στην τουρκική επιθετικότητα. Πολύ φοβάμαι πως γρήγορα θα φανεί ότι πρόκειται περί αυταπάτης. Καταρχήν δεν είναι βέβαιο πως η συμφωνία θα υλοποιηθεί. Οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ διαπραγματεύονται παράλληλα με την Τουρκία, φανερά και υπόγεια. Η προώθηση του αγωγού εμπλέκει την Ελλάδα στον γενικότερο ανταγωνισμό για τα τεράστια γεωοικονομικά συμφέροντα της περιοχής και την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, ενώ ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να έχει κανένα όφελος από την υπόθεση αυτή, ούτε οικονομικό ούτε διπλωματικό. Αντίθετα, καθώς ο αγωγός έχει αντιρωσική αιχμή, απομακρύνει τη Ρωσία από την Ελλάδα και προσφέρει αληθοφανή επιχειρήματα στον Ερντογάν ότι επιχειρείται η απομόνωση της Τουρκίας. Ενδέχεται έτσι να εντείνει την επιθετικότητά του.
Εξίσου επικίνδυνη είναι η εμπλοκή της χώρας μας στον εμφύλιο της Λιβύης (πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων δι’ αντιπροσώπων) ως αντιστάθμισμα της τουρκικής εμπλοκής. Αν αληθεύει ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ του ελληνικού και του λιβυκού ναυτικού (υπό τον Χάφταρ) για να αποτραπεί η παρουσία τουρκικών πλοίων, θα πρόκειται για επιλογή που εκθέτει σε μεγάλους κινδύνους την ειρήνη και την ασφάλεια του ελληνικού λαού. Η Ελλάδα δεν πρέπει να καταλήξει υποχείριο των ανταγωνισμών των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή. Έτσι δεν διασφαλίζονται τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο.
Δεν αρκεί να έχει κανείς το διεθνές δίκαιο με το μέρος του. Πρέπει και να το δείχνει έμπρακτα. Γι' αυτό ο δρόμος για την ειρήνη και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων βρίσκεται στις αρχές της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, στο διάλογο -όσο δύσκολος και αν είναι-, στην καλλιέργεια σχέσεων φιλίας ανάμεσα στους λαούς. Στην Τουρκία υπάρχουν ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις που δεν εγκρίνουν την επιθετική πολιτική Ερντογάν, αν και η καταπίεση του καθεστώτος δεν επιτρέπει να ακουστούν οι φωνές αυτές πιο δυνατά.
Η προσφυγή στη Χάγη είναι ένα από τα μέσα του διεθνούς δικαίου για την επίλυση των διαφορών. Αλλά η σύναξη συνυποσχετικού με την Τουρκία δεν μπορεί να γίνει μέσα στο κλίμα των πιέσεων και των παράνομων προκλήσεων της Τουρκίας. Δεν μπορεί επίσης να περιλαμβάνει παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας, όπως οι “γκρίζες” ζώνες ή η άρνησή της να δεχτεί το αυτονόητο δικαίωμα της Ελλάδας για χωρικά ύδατα 12 ν.μ.
Στο μεταξύ η χώρα μας θα εξακολουθεί να έχει ανάγκη από ένα ευρύ διπλωματικό μέτωπο. Και αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται στις παραδοσιακές επιλογές, γιατί τότε δεν θα είναι ευρύ ούτε σταθερό. Μην ξεχνάμε για παράδειγμα ότι οι όποιες κυρώσεις αποφάσισε η ΕΕ, ακόμη αναζητούν το δρόμο εφαρμογής τους ενώ ο πρόεδρος Τραμπ παζαρεύει με την Τουρκία, όχι με την Ελλάδα που την θεωρεί δεδομένη.



εφημ. Αυγή, 29/12/2019
Η τρέχουσα περίοδος χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: την ένταση της επίθεσης των ΗΠΑ και των ντόπιων ολιγαρχιών και τους επίμονους λαϊκούς αγώνες που έρχονται να απαντήσουν σε αυτή την επίθεση και να αμφισβητήσουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Η ένταση της επίθεσης των ΗΠΑ και των ντόπιων ολιγαρχιών τροφοδοτείται από την ίδια την οικονομική κρίση. Οι ΗΠΑ επιχειρούν την ολοκληρωτική επαναφορά του δόγματος Μονρόε. Ο πρώτος στόχος είναι ο (επαν)έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής (πχ. πετρέλαιο της Βενεζουέλας, λίθιο της Βολιβίας), η επιβεβαίωση και η εμβάθυνση της επικυριαρχίας τους στην περιοχή, κάτι που το έχουν βαθύτατη ανάγκη καθώς τόσο στην λατινοαμερικάνικη υποήπειρο όσο και παγκόσμια παραγκωνίζονται από άλλες ανερχόμενες μεγάλες δυνάμεις, ενώ παράλληλα αμφισβητείται ο ρόλος τους στην ίδια τη Λ. Αμερική από λαούς και κυβερνήσεις. Ο δεύτερος στόχος, αλληλοτροφοδοτούμενος με τον πρώτο, είναι το ξήλωμα των όποιων κοινωνικών κατακτήσεων και η επιβολή του σκληρού, νεοφιλελεύθερου μοντέλου του ΔΝΤ.
Στο στόχαστρο βρίσκονται ο λαός της Βολιβίας, του Εκουαδόρ, της Χιλής, όλων των χωρών της Λ. Αμερικής. Οι τελικοί και πιο δύσκολοι στόχοι είναι η Βενεζουέλα και κυρίως η Κούβα. Η τελευταία, παρά τα όποια προβλήματα, τον αποκλεισμό και τη βαριά κληρονομιά της αποικιοκρατίας που δεν έχει ολότελα ξεπεραστεί, αποτελεί πόλο έλξης για τους γειτονικούς λαούς, ειδικά της Καραϊβικής που υποφέρουν από την βαθειά φτώχεια και την έλλειψη στοιχειωδών κοινωνικών δικαιωμάτων.

Πόλεμος 4ης γενιάς

Για την υλοποίηση αυτών των στόχων οι ΗΠΑ με τη συμβολή των εγχώριων ολιγαρχιών χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά μέσα. Αποδείχθηκε αφελής η άποψη που υποστήριζε ότι μετά το 1990 εξέλιπαν oι λόγοι επιβολής πραξικοπημάτων και ότι οι κοινωνικές αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν σχετικά ήρεμα, χωρίς αγώνα ζωής και θανάτου με τις αντιδραστικές δυνάμεις.
Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, ακόμη και τα πλέον βίαια και μάλιστα σε ένα συνδυασμό περισσότερο επεξεργασμένο και, δυνητικά τουλάχιστον, πιο αποτελεσματικό σε σχέση με το παρελθόν. Πρόκειται για το λεγόμενο "πόλεμο 4ης γενιάς". Το δόγμα αυτό διατυπώθηκε το 1989 και εμπλουτίστηκε το 2006.
Η βασική ιδέα του είναι ότι χρησιμοποιούνται πρωτίστως όπλα ψυχολογικού πολέμου ιδίως με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, των μέσων κοινωνικών δικτύωσης, fake news, με λίγα λόγια ένας σύγχρονος προπαγανδιστικός πόλεμος με έμφαση στη συκοφάντηση των αντιπάλων και στη διασπορά ψευδών ειδήσεων ("δικτάτορας" και "διεφθαρμένος" ο Μαδούρο και ο Μοράλες). Σε αυτά έρχονται να προστεθούν ο οικονομικός πόλεμος, όπως αυτός που διεξάγεται πάνω από 50 χρόνια τώρα ενάντια στην Κούβα με τον αποκλεισμό ή όπως αυτός που διεχήχθη τα έτη 1970-1973 ενάντια στην κυβέρνηση Αλλιέντε και όπως αυτός που διαξάγεται στις μέρες μας ενάντια στη Βενεζουέλα.
Ακολουθούν τακτικές τρομοκρατικών επιθέσεων και άλλες που θέλουν να μιμούνται λαϊκές εξεγέρσεις. Η χρήση στρατιωτικής βίας προστίθεται μόνο στο τέλος. Ο πόλεμος 4ης γενιάς στοχεύει απευθείας στο μυαλό των αντιπάλων πολιτικών ηγετών και των λαών για να υπονομεύσει και καταστρέψει την πολιτική τους βούληση, να τους αναγκάσει να συμβιβαστούν ή να τους συντρίψει. Είναι πόλεμος που διεξάγεται σε κλίμακα δεκαετίας και όχι τόσο σε κλίμακα μηνών ή λίγων ετών.

Τρία βασικά πορίσματα

Από τις εμπειρίες των προοδευτικών κυβερνήσεων στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, στο Εκουαδόρ και αλλού μπορούν να εξαχθούν, με ασφάλεια πλέον, κάποια συμπεράσματα. Πρώτο, είναι αναγκαία η εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας έτσι ώστε η κυβέρνηση να ελέγχει τους βασικούς πυλώνες της και α. να μπορέσει να υλοποιήσει ριζική αναδιανομή κοινωνικού πλούτου σε όφελος του λαού, β. να μπορεί να αντιμετωπίσει τον οικονομικό πόλεμο που θα δεχθεί, γ. να χαράξει αποτελεσματικό σχέδιο οικονομικής αναδιοργάνωσης και υπέρβασης της βιομηχανικής - τεχνολογικής υπανάπτυξης.
Δεύτερο, είναι αναγκαία η απομάκρυνση των βάσεων, των στρατιωτικών και άλλων συμβούλων των ΗΠΑ. Αν δεν γίνει αυτό, ο εχθρός είναι εντός των πυλών. Εξίσου αναγκαίος είναι ο ριζικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού. Χωρίς αυτόν, το πραξικόπημα περιμένει στη γωνία, όπως στη Βολιβία, ακόμη και μετά από 14 χρόνια διακυβέρνησης από τον Μοράλες και παρά τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες τόσο στη μείωση της φτώχειας όσο και στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Απαιτείται όχι μόνο απομάκρυνση των φασιστικών στοιχείων αλλά ριζικός εκδημοκρατισμός των δομών, του προσανατολισμού καθώς και η εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Τόσο η κυβέρνηση Αλλιέντε παλαιότερα όσο και ο Μοράλες πρόσφατα απευθύνθηκαν στα συνδικάτα με σκοπό τη δημιουργία πολιτοφυλακής κυριολεκτικά "στο παρά πέντε". Και τότε ήταν αργά.
Τρίτο, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε ολιγάρχες, στρώνουν πάντα το έδαφος για την πραξικοπηματική ανατροπή. Συνέβη επανειλημμένα στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, στη Χιλή του Αλλιέντε και αλλού. Είναι ζήτημα στοιχειώδους αυτοπροστασίας της δημοκρατίας να λάβει μέτρα περιορισμού τους και να αναθέσει τα μέσα ενημέρωσης στους λαϊκούς φορείς και σε δημοκρατικές δομές.
Οι επίμονες διαδηλώσεις και απεργίες, με τις αναπόφευκτες διακυμάνσεις και καμπές, συνεχίζονται παρά τη σκληρή καταστολή με δεκάδες νεκρούς σε κάθε χώρα, στη Βολιβία, στη Χιλή, στην Κολομβία, στο Εκουαδόρ, στην Αϊτή, στη Βραζιλία. Οι λαοί δεν είναι διατεθειμένοι να συνεχίσουν να ζουν σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικής ανισότητας, φτώχειας, έλλειψης δικαιωμάτων, υπό την σκληρή εκμετάλλευση από τις ολιγαρχίες και τις ΗΠΑ. Συσσωρεύουν εμπειρίες, αναζητούν λύσεις και πιθανά σμιλεύουν επαναστατικές οργανώσεις και ηγεσίες.
Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν το νέο επαναστατικό κύμα θα έρθει από τη Λ. Αμερική. Το βέβαιο είναι ότι για μια σειρά κοινωνικο-οικονομικούς, ιστορικούς, πολιτιστικούς λόγους η περιοχή αυτή είναι η πιο δραστήρια κοινωνική εστία εδώ και 60 τουλάχιστον χρόνια.



εφημ. Documento 22/12/2019
Τα φαινόμενα παράνομης αστυνομικής βίας, γενικά, όταν και όπου παρατηρούνται, οφείλονται στην ανοχή των κυβερνήσεων και στην ίδια τη δομή και τον προσανατολισμό των σωμάτων ασφαλείας. Η έξαρσή τους το τελευταίο διάστημα (μια και δεν είναι πρωτόγνωρο φαινομενο) σχετίζεται προφανώς με τα πάγια δομικά προβλήματα των σωμάτων ασφαλείας στα οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε διαδικασία ριζικού εκδημοκρατισμού. Επιπλέον, η σημερινή κυβέρνηση, μέχρι τώρα τουλάχιστον, κλείνει τα μάτια μπροστά σε τέτοιες πρακτικές. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην επιδίωξη -κύκλων τουλάχιστον- της κυβέρνησης να επανέλθει στην καθημερινότητα ένα μοντέλο ακραία αυταρχικής αστυνομικής παρουσίας που παραπέμπει σε εποχές πριν τη δεκαετία του 1980, όταν έγινε μόνο ένας επιφανειακός δημοκρατικός εκσυγχρονισμός.
Ο στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η δημιουργία κλίματος φόβου και αστυνομοκρατίας στην κοινωνία. Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι οι αντιστάσεις των εργαζομένων, της νεολαίας, του λαού γενικότερα θα εντείνονται αναπόφευκτα, όσο συνεχίζεται με παραλλαγές η νεοφιλελεύθερη πολιτική που καθιστά μια μικρή μειοψηφία πλουσιότερη και τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας φτωχότερη, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Επομένως, η αστυνομική καταστολή και ιδίως η παράνομη αστυνομική βία θέλουν να λειτουργήσει αποτρεπτικά προς την άσκηση των θεμελιωδών και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων όπως αυτό της συνάθροισης, της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών, της απεργίας, τα οποία είναι τα φυσιολογικά μέσα αντίδρασης της κοινωνίας.
Τα Εξάρχεια αποτελούν μόνο ένα επιμέρους στόχο. Έχουν συμβολική αξία γιατί ικανοποιείται έτσι ένα μέρος της εκλογικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος και, παράλληλα, μια οικονομική στόχευση που σχετίζεται με την ανάπλαση της περιοχής υπό την αιγίδα ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Το φαινόμενο της παράνομης αστυνομικής βίας είναι πολύ επικίνδυνο γιατί υπονομεύει στην πράξη θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και εδραιώνει μια γενικότερη αυταρχική συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων. Ακόμη και πολίτες που αισθάνονται ότι δεν τους αφορά το ζήτημα, μπορεί αύριο, στην καθημερινότητά τους, να βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημα ακόμη και χωρίς να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις.
Έχει σημασία να σημειωθεί ότι τόσο στην πραγματικότητα της χώρας μας όσο και διεθνώς, όπως μας δείχνουν οι έρευνες και οι σχετικές επιστημονικές μελέτες, η παράνομη αστυνομική βία ασκείται αποκλειστικά σε βάρος προσώπων που προέρχονται από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Δεν παρατηρείται η άσκηση παράνομης αστυνομικής βίας σε βάρος προσώπων που προέρχονται από τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας. Έχετε δει ποτέ για παράδειγμα να κακομεταχειρίζεται η αστυνομία κάποιον τέτοιο συλληφθέντα, κατηγορούμενο για κάποιο έγκλημα;
Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία αποδοκιμάζει την παράνομη αστυνομική βία. Όχι μόνο όσοι ψήφισαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όχι μόνο όσοι απείχαν από τις εκλογές αλλά ακόμη και ένα τμήμα των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος δεν συμφωνεί με τις πρακτικές αυτές και αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Ακόμη και στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας υπάρχουν ψύχραιμες και δημοκρατικές φωνές.
Αυτή η μεγάλη, αλλά σχετικά σιωπηλή πλειοψηφία πρέπει να εκφραστεί. Η ανησυχία, η οργή θα μετασχηματιστούν σε μια ήρεμη, δυνατή, πανίσχυρη ηθική καταδίκη και αντίδραση που τίποτα δεν μπορεί να την νικήσει. Στη χώρα μας υπάρχει ιστορική εμπειρία και μνήμες δημοκρατικών αγώνων δεκαετιών. Βλέπω μια εικόνα του μέλλοντος: μια μεγάλη διαδήλωση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, διαφορετικών πεποιθήσεων και αξιών, που θα επιβάλλουν με την ηχηρή σιωπή τους την αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία. Αλλά ακόμη περισσότερο, χρειάζεται προοπτικά η υλοποίηση ενός συγκεκριμένου σχεδίου ολοκληρωμένης αναδιάρθρωσης και ριζικού εκδημοκρατισμού των σωμάτων ασφαλείας.




εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 19/12/2019
Ο δρόμος της διαφύλαξης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού μας περνά μέσα από την ειρήνη, την προσπάθεια συνεννόησης, όσο αυτή είναι εφικτή, και κυρίως τη διεθνοποίηση του προβλήματος. Στον ΟΗΕ μπορούμε να βρούμε ευήκοα ώτα. Οι επαφές του υπουργού Εξωτερικών δεν αρκούν. Η Κίνα, παρότι έχει ως αρχή της εξωτερικής της πολιτικής να μην εμπλέκεται σε διενέξεις, έχει παράλληλα σταθερή γραμμή υποστήριξης του διεθνούς δικαίου και ιδίως του δικαίου της θάλασσας μια και την ενδιαφέρει άμεσα την ίδια. Από την άλλη, είναι παραπάνω από φανερό ότι η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία είναι ευκαιριακή, ενώ οι αντιθέσεις τους οξύνονται ιδίως στη Λιβύη όπου η Ρωσία στηρίζει την πλευρά Χάφταρ, εκείνη δηλαδή που αντιτίθεται στο μνημόνιο των δύο χωρών. Η τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών Σ.Λαβρόφ για τη συμφωνία ήταν χαρακτηριστικά ευμενέστερη για την Ελλάδα από ό,τι η αντίστοιχη των ΗΠΑ, όταν το ΝΑΤΟ κρατά ίσες αποστάσεις και η ΕΕ ουσιαστικά αδρανεί.
Νομίζω επίσης ότι η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει τις μονομερείς ενέργειες. Δεν θα πάμε να κάνουμε έρευνες στην ΑΟΖ για τα συμφέροντα των γαλλικών ή των αμερικανικών πολυεθνικών και μάλιστα πριν λυθεί το ζήτημα της χάραξης. Έτσι η διπλωματική καταδίκη των παράνομων μονομερών ενεργειών της Τουρκίας θα γίνεται ακόμη πιο πειστική και ισχυρή. Η εξώθηση ή η απειλή θερμού επεισοδίου δεν συμφέρει τον ελληνικό λαό. Αντίθετα, θα αποτελέσει παράγοντα που υπό το κράτος της βίας θα εξωθήσει σε “συνδιαχείριση” των δικαιωμάτων του, έξω από το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και υπό τη σκέπη του αμερικανικού παράγοντα. Είναι η άλλη όψη του κατευνασμού.
Σε μια μελλοντική ομαλότερη συγκυρία, η Ελλάδα θα μπορούσε να προτείνει την προσφυγή στη Χάγη με τη σύνταξη συνυποσχετικού. Αυτό προϋποθέτει μια στοιχειώδη συμμόρφωση του τουρκικού καθεστώτος με το διεθνές δίκαιο και την άρση του casus belli για την περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της για χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Η χώρα μας μπορεί να πάει στη Χάγη για την μόνη ελληνουτουρκική διαφορά: υφαλοκρηπίδα - χάραξη ΑΟΖ.
Σε κάθε περίπτωση, η χάραξη ΑΟΖ με βάση το διεθνές δίκαιο γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο: τα νησιά διαθέτουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, η χάραξη γίνεται καταρχήν με βάση τη μέση γραμμή αν και μπορεί να υπάρξουν κάποιες μικρές αποκλίσεις. Η περίπτωση του Καστελόριζου δεν είναι ανάλογη της νήσου St Martin στην υπόθεση Μπαγκλαντές κατά Μιανμάρ.
Ας θυμίσουμε με την ευκαιρία ότι η αναγνώριση ελληνοτουρκικών διαφορών (και όχι μόνο μίας) στο Ελσίνκι το 1999 από την τότε κυβέρνηση Σημίτη αποτέλεσε ένα σοβαρό ολίσθημα που δεν διορθώθηκε ούτε αργότερα όταν η κυβέρνηση Καραμανλή δεν άσκησε βέτο στις ενταξιακές διαδικασίες για την Τουρκία.




εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 9/12/2019

Η ένταση με την Τουρκία ανεβαίνει. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας δεν μπορεί όμως να γίνεται με λεονταρισμούς και εθνικιστικές κορώνες (με τον κατευνασμό να είναι η άλλη όψη του νομίσματος). Τέτοιες προσεγγίσεις παραγνωρίζουν κρίσιμες παραμέτρους του προβλήματος. Αντικειμενικά ωθούν τη χώρα μας σε επικίνδυνες ατραπούς: στη σύγκρουση και στο τέλος στη συνδιαχείριση με την Τουρκία. Καλό είναι να μην ξεχνάμε τα ιστορικά μαθήματα, όπως εκείνο του μακρινού 1897. Τότε, κάποιες εθνικιστικές φωνές και προκλήσεις δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να μπει η Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο για τη χώρα μας, καθώς μάλιστα ήταν καθημαγμένη από την οικονομική κρίση και την πτώχευση.
Από την άλλη, όπως ανακοινώθηκε, δρομολογούνται νέα πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα με αιτιολογία την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Φαίνεται λογικό: αφού οι απειλές από την Τουρκία γίνονται ολοένα και ισχυρότερες, γιατί να μην εκσυγχρονιστεί το οπλοστάσιο της Ελλάδας; Δυστυχώς όμως το φαίνεσθαι δεν ταυτίζεται με το είναι, όχι πάντοτε τουλάχιστον. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μπορεί να υπηρετηθεί πρωτίστως από τη συγκρότηση διπλωματικού μετώπου σε διεθνές επίπεδο με άξονα το διεθνές δίκαιο και την ειρήνη. Σε αυτή την κατεύθυνση όμως ελάχιστα έχουν γίνει, αν έχει γίνει πράγματι κάτι. Πέρα από την όποια αδύναμη φραστική συμπαράσταση, δεν υπήρξε καμία έμπρακτη καταδίκη της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, εκείνους δηλαδή στους οποίους μόνο απευθύνθηκε η κυβέρνηση. Και όχι μόνο αυτό: η κυβέρνηση συνυπέγραψε το δόγμα του ΝΑΤΟ που θεσμοθετεί ως εχθρούς του τη Ρωσία και την Κίνα, δυο μεγάλες δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματός μας.
Παράλληλα αναρωτιέμαι μήπως τελικά η βαριά δαπάνη στην οποία θα υποβληθεί ο ελληνικός λαός είναι μια σπατάλη που δεν διασφαλίζει την αμυντική θωράκιση. Πώς μπορούμε να εμπιστευθούμε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τα εξοπλιστικά προγράμματα όταν αυτές ουσιαστικά "νίπτουν τας χείρας τους" ωθώντας πιθανά στη συνδιαχείριση; Κι αν σε μια κρίσιμη στιγμή σταματήσει η ροή ανταλλακτικών ή "τυφλωθούν" τα αμυντικά μας συστήματα για να μας ασκηθεί πίεση για υποχωρήσεις; Ας θυμηθούμε την Κύπρο του 1974, τα Ίμια, την εκβιαστική καθυστέρηση της παράδοσης των F-16 τo 1987.
Μήπως τελικά μια τέτοια επιλογή (που σημαίνει νέα δάνεια και νέες περικοπές κοινωνικών δαπανών) είναι επικίνδυνη για την ασφάλεια της χώρας μας; Μήπως αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα προορίζονται κυρίως για να ικανοποιήσουν την απαίτηση του προέδρου Τραμπ για αύξηση των κονδυλίων του ΝΑΤΟ και να τονώσουν την αμερικανική βιομηχανία που δοκιμάζεται από την κρίση; Μήπως χρειαζόμαστε άλλες επιλογές, πιο αξιόπιστες από τεχνική αλλά και πολιτική άποψη; Εξάλλου ο λαός λέει: μην βάζεις ποτέ όλα τα αβγά στο ίδιο καλάθι.




εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 5/12/2019

Στους ταραγμένους καιρούς των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ας αξιοποιήσουμε πέντε αρχές. Πρώτο, δεν απεμπολούμε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Αυτά δεν ανήκουν σε κανέναν τρέχοντα διαχειριστή ή κυβέρνηση, σημερινή ή αυριανή. Ανήκουν στον ελληνικό λαό και στο μέλλον του. Δεύτερο, βασιζόμαστε στο διεθνές δίκαιο, καλούμε στη συνεπή εφαρμογή του. Το διεθνές δίκαιο ορίζει ότι έχουμε δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. όπως όλες ανεξαιρέτως οι χώρες. Το διεθνές δίκαιο (η Σύμβαση της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα, άρθρο 1) ορίζει ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, άρα τα επιχειρήματα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος για το Καστελόριζο δεν έχουν καμία βάση. Το διεθνές δίκαιο (η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας) ορίζει με σαφήνεια τον τρόπο χάραξης της ΑΟΖ και γι' αυτό το Μνημόνιο Τουρκίας και Λιβύης δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως νομική ισχύ.
Τρίτο, συγκροτούμε διπλωματικό μέτωπο. Για να γίνει αυτό πρέπει να θέσουμε το θέμα ενώπιον της διεθνούς κοινότητας και ενώπιον των συγκροτημένων οργάνων της, όπως είναι ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος αλλά είναι ο μοναδικός που μπορεί να οδηγήσει σε διέξοδο. Όσο το πρόβλημα περιορίζεται στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ θα εισπράττουμε τη μια ήττα μετά την άλλη. Είναι ενδεικτική η αφωνία του ΝΑΤΟ μπροστά στη νέα πρόκληση του Ερντογάν, οι συστάσεις της ΕΕ (ούτε κάν φραστική καταδίκη) όσο και η ανακοίνωση της Γερμανίας ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί επί του Μνημονίου γιατί δήθεν δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες!
Αν κάτι μπορεί να προκύψει από τους παραδοσιακούς συμμάχους μας, αυτό θα γίνει μόνο αν τους πιέσουμε πραγματικά, αν αισθανθούν ότι θα τους δημιουργήσουμε εμπόδια, αν μπλοκάρουμε τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αν ανησυχήσουν ότι θα μας χάσουν από συμμάχους. Θυμίζω ότι η κρίση του 1987 τερματίστηκε με την απόσυρση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους, όταν ο τότε πρωθυπουργός απείλησε ότι θα κλείσει την αμερικανική βάση στη Ν. Μάκρη και έστειλε τον υπουργό εξωτερικών εσπευσμένα για συνάντηση στην τότε σοσιαλιστική Βουλγαρία.
Τέταρτο, δεν διακινδυνεύουμε την ειρήνη και την ασφάλειά μας για τα συμφέροντα άλλων. Χωρίς να απεμπολήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων έχει νόημα μόνο αν τα οφέλη τα αποκομίσει κατά βάση ο ελληνικός λαός και όχι οι πολυεθνικές εταιρείες. Διαφορετικά, δεν υπάρχει λόγος να μπούμε σε περιπέτειες, μόνο επειδή οι εταιρείες αυτές και οι μεγάλες δυνάμεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους θανάσιμα στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Πέμπτο, σηκώνουμε τη σημαία της ειρήνης και της φιλίας με τον λαό της Τουρκίας και όλους τους γείτονες. Έχει μεγάλη σημασία να απονομιμοποιείται η εθνικιστική προπαγάνδα του Ερντογάν (που προσπαθεί να παρουσιάζει την Τουρκία θιγόμενη και αδικημένη) τόσο στη συνείδηση του τουρκικού λαού όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη.



εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/11/2019

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των συνομιλιών στο Βερολίνο, η παθητική αποδοχή του πλαισίου διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε λύση του κυπριακού. Πρώτο, γιατί η ίδια η επιστολή Γκουτιέρες με την οποία καλούνταν οι δύο ηγέτες στο διάλογο ήταν προβληματική. Η ιδέα της πρόταξης του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων αντικειμενικά τείνει να υποβαθμίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και υποβάλλει την αντίληψη ότι το κυπριακό είναι δήθεν πρόβλημα σύνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Οι διακοινοτικές συνομιλίες είναι, νομίζω, χρήσιμες και αναγκαίες αλλά δεν αποτελούν το πρόβλημα ούτε τη λύση του προβλήματος. Επιπλέον, η αντίληψη αυτή υποβαθμίζει εκ των πραγμάτων την ουσία, που είναι η κατοχή του 40% της Κύπρου από το αντιδραστικό καθεστώς της Άγκυρας.
Δεύτερο, καθόλου τυχαία, η επιστολή δεν αναφερόταν ούτε στην κατοχή αλλά ούτε στις επανειλημμένες πρόσφατες παραβιάσεις της Άγκυρας στην ΑΟΖ της Κύπρου καθώς και στις απειλές ότι ένα νέο 1974 μπορεί να επαναληφθεί. Μήπως η απειλή χρήσης βίας δεν συνιστά επίσης ωμή παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ;
Τρίτο, η διαπραγμάτευση στο Βερολίνο, και όχι μόνο εκεί, τείνει έντεχνα να ξεφύγει (ή μάλλον έχει ουσιαστικά ξεφύγει) από το πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ομοσπονδία έχει μετατραπεί σε σκιά του ευατού της. Αυτό δεν είναι καινούργιο βέβαια. Από πολύ παλαιότερα, τουλάχιστον από την "δέσμη ιδεών" του ΓΓ του ΟΗΕ δε Κουέγιαρ το 1989 υπήρχαν στοιχεία που υπονόμευαν την ουσία της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και ωθούσαν έντεχνα στη λογική της συνομοσπονδίας, άρα της παράλυσης και του διχασμού.
Επομένως χρειάζεται οπωσδήποτε η έξοδος από την παθητικότητα, η ενεργητική πρωτοβουλία που θα επανατοποθετήσει το κυπριακό σε ορθά θεμέλια: εκείνα του διεθνούς δικαίου, της διαφύλαξης και εδραίωσης της ειρήνης, των συμφερόντων των λαών της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η ενεργητικότητα δεν σημαίνει άρνηση ή τερματισμό του διαλόγου. Αντίθετα, σημαίνει δραστήρια επανέναρξή του σε άλλη όμως βάση: στην επιδίωξη του τερματισμού της ξένης κατοχής, στην απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων και βάσεων από το έδαφος της Κύπρου, στην ανακήρυξή της σε ζώνη ειρήνης και φιλίας των λαών. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Μόνο να κερδίσουν μπορούν από μια τέτοια προοπτική. Ο διεθνής συσχετισμός είναι δυσμενής αλλά αυτός δεν θα αλλάξει αν δεν υιοθετηθεί η ενεργός διπλωματία των λαών και της υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου, αναζητώντας συμμαχίες έξω και πέρα από τις καθιερωμένες. Ας μην περμένουμε τους παραδοσιακούς συμμάχους να βοηθήσουν. Το είπε εξάλλου πρόσφατα, για δικούς του λόγους, και ο Ν. Μπερνς: ούτε καν σε ελληνοτουρκική σύρραξη δεν θα βοηθήσουν οι ΗΠΑ.




εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 15/11/2019

"Δεν σας τα λέμε όλα". Αυτός είναι ο περιπαικτικός τίτλος μια τηλεοπτικής ενημερωτικής εκπομπής της κινεζικής τηλεόρασης. Μπορεί να εννοεί ότι δεν προλαβαίνουμε σε μια εκπομπή να τα πούμε όλα, ότι σας αφήνουμε να καταλάβετε μόνοι σας τα υπόλοιπα ή, αντίθετα, ότι δεν σας λέμε αυτά που δεν μπορούν ή δεν θέλουμε να ειπωθούν.
Θα ταίριαζε αυτός ο τίτλος στη συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν; Με μια πρώτη ματιά όχι, αφού οι δυο ηγέτες επαναβεβαίωσαν και μίλησαν ανοιχτά για το στρατηγικό δεσμό που ενώνει τις δυο χώρες. Ακόμη και το αγκάθι των ρωσικών S-400 μοιάζει σχεδόν σαν να μην υφίσταται. Οι διαπραγματεύσεις και τα παζάρια, οικονομικού και γεωστρατηγικού περιεχομένου συνεχίστηκαν κι αυτά λίγο πολύ ανοιχτά, ως συνήθως.
Αλλά στην πραγματικότητα οι δυο ηγέτες δεν μας τα είπαν όλα. Δεν μας είπαν ιδίως τις επιπτώσεις που θα έχει η σύσφιξη των σχέσεών τους στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Είναι τυχαία η βαθιά περιφρονητική στάση της κυβέρνησης της Τουρκίας έναντι των κυρώσεων που φαίνεται ότι προωθεί η ΕΕ; Είναι τυχαίο ότι οι σχετικές απαξιωτικές δηλώσεις Ερντογάν έγιναν λίγο πριν την επίσκεψη στις ΗΠΑ; Παρεπιμπτόντως, με τέτοια τουρκοαμερικανική σύμπνοια, δεν είναι βέβαιο ότι η ΕΕ θα επιμείνει για πολύ στο δρόμο των κυρώσεων. Χρειάστηκε μήνες για να καταλήξει σε μια πρώτη δέσμη κυρώσεων και ακόμη βρίσκεται στο στάδιο της αναζήτησης στοιχείων για τη συγκρότηση της λίστας των σχετικών νομικών και φυσικών προσώπων.
Δεν είναι επίσης τυχαία η συγκυρία κατά την οποία το τουρκικό πλωτό γεωτρύπανο με το ευφάνταστο όνομα "πορθητής" κατευθύνεται προς την κατεχόμενη Καρπασία για νέες παράνομες δραστηριότητες. Φαίνεται επομένως ότι δεν μας τα είπαν όλα οι Τραμπ και Εντογάν. Δεν μας είπαν δηλαδή το βασικότερο: ότι η Τουρκία θα εντείνει τις παράνομες δραστηριότητες και διεκδικήσεις της σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας κουρελιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Δεν μας είπαν ανοιχτά (για προφανείς λόγους) ότι το τουρκικό καθεστώς έχει την στήριξη των ΗΠΑ σε αυτές.
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ δηλώνει "μεγάλος οπαδός" του Τ. Ερντογάν πρέπει δικαίως να προβληματιζόμαστε. Όταν στην ίδια συνάντηση ο ίδιος χαρακτηρίζει την Τουρκία "μεγάλο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ" πρέπει επιπλέον να ανησυχούμε. Όταν στην ίδια πάλι συνάντηση ο πρόεδρος της Τουρκίας -υπερασπιζόμενος το ΝΑΤΟ- επικρίνει τον Γάλλο πρόεδρο, επειδή ο τελευταίος το χαρακτήρισε κλινικά νεκρό, τότε πρέπει να ανησυχούμε πολλαπλά. Δεν αρκεί όμως να ανησυχούμε. Πρέπει ιδίως να απεμπλακούμε από τις αυταπάτες μας και να αναζητήσουμε άμεσα άλλα πιο αξιόπιστα ερείσματα στη διεθνή σκηνή.



εφημ. Τα Νέα, 7/11/2019

Όπως ήταν αναμενόμενο και είχε προαναγγελθεί από ειδήμονες της διεθνούς πολιτικής, νέφη εμφανίστηκαν στη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία. Οι διακυμάνσεις στη σχέση των δύο χωρών αλλά και η στρατηγική δυσπιστία που υπάρχει στη Ρωσία έναντι της Άγκυρας δεν είναι κάτι νέο ούτε περίεργο. Ανεξάρτητα των επιμέρους συγκυριακών συγκλίσεων και ανεξάρτητα από τις διαφωνίες Τουρκίας και ΗΠΑ, το τουρκικό κατεστημένο παραμένει στρατηγικά δεσμευμένο στη συμμαχία με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Οι Ρώσοι επιτελείς το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά.
Αυτή η στρατηγική δέσμευση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η εγγενής δυσπιστία της Ρωσίας έναντι της γείτονος αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες και ευκαιρίες για την Ελλάδα ώστε να αναπτύξει μια δική της, πολυδιάσταση εξωτερική πολιτική. Μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας αλλά και στην ειρήνη στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ, ας μην κλείνουμε τα μάτια, είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης στην περιοχή ενώ ουδέποτε διαφύλαξε ουσιαστικά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Ενδεικτική, εκτός των άλλων, είναι η άτακτη φυγή (ενώπιον των τουρκικών απειλών), της Γαλλίας και της Ιταλίας από το οικόπεδο 7 της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή είναι γενικότερα μια πραγματικότητα που αναγκάστηκε να την αναγνωρίσει έμμεσα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν απέσυρε, προσωρινά βέβαια, την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Την ίδια παραδοχή είχε κάνει -στη θεωρία όμως όχι στην πράξη- ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Δυστυχώς όμως οι κυβερνήσεις στη χώρα μας ακολουθούν πιστά τις ΗΠΑ στη διένεξή τους με τη Ρωσία: οικονομικές κυρώσεις, διπλωματικές κυρώσεις, φρένο στην ελληνορωσική συνεργασία σε επίπεδο ενεργειακό, οικονομικό, εξοπλισμών. Οι S-300 ακόμη σαπίζουν σε κάποιες αποθήκες. Τα όποια βήματα (επαφές, ανταλλαγή επισκέψεων με Κίνα και Ρωσία, κάποιες συμφωνίες) που πραγματοποιούν η σημερινή ή και η προηγούμενη κυβέρνηση μπορεί να παρουσιάζουν θετικές όψεις αλλά είναι δυστυχώς απολύτως ανεπαρκή.
Και αυτό γιατί την ίδια στιγμή είμαστε μέλος μιας συμαχίας που περικυκλώνει με στρατιωτικές βάσεις και δυνάμεις τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα. Ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη συμμτέχουν σε άσκηση εικονικού βομβαρδισμού ρωσικής βάσης στη Συρία. Εμπλεκόμαστε ολοένα και περισσότερο σε έναν επικίνδυνο γεωστρατηγικό ανταγωνισμό που δεν μας αφορά. Όσο η Ελλάδα παραμένει δέσμια των ΝΑΤΟϊκών επιταγών, η δυσπιστία αναπόφευκτα θα υφέρπει στη σκέψη της ρωσικής και κινεζικής ηγεσίας και θα εμποδίζει την οικοδόμηση μιας ουσιαστικής, αμοιβαία επωφελούς σχέσης με τις ισχυρές αυτές χώρες. Αλλά η Ελλάδα έχει ανάγκη εναλλακτικές λύσεις όσο ποτέ άλλοτε. Όχι για να αλλάξουμε "προστάτη" αλλά για να θεμελιώσουμε ισότιμες συνεργασίες που θα εδραιώσουν την εθνική κυριαρχία και την ειρήνη. Ας μην χαθεί μια ακόμη ευκαιρία.


δημοσιεύθηκε στον τόμο
Μνήμη Θανάση Κ. Παπαχρίστου, τ. Ι, Αθήνα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2019, σελ. 541-556

Το φαινόμενο της πρόσληψης αλλοδαπού δικαίου σημάδεψε συχνά την ανάπτυξη του δικαίου της χώρας αυτής. Στις διάφορες φάσεις της σύγχρονης ιστορικής της πορείας η πρόσληψη του ξένου δικαίου είχε διαφορετική ένταση και χαρακτηριστικά. Μπορούν να διακριθούν έξι ιστορικές φάσεις.


Η επιβολή ξένου δικαίου

Η πρόσληψη ξένου δικαίου χαρακτήρισε τη νεότερη Κίνα ήδη από το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού. Η Κίνα της περιόδου αυτής χαρακτηριζόταν από την καθυστέρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την κυριαρχία προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ήταν ευεπίφορη στις πιέσεις των αναπτυγμένων βιομηχανικά αναπτυγμένων κρατών.
H αποικιοκρατική παρουσία των δυνάμεων της Δύσης συνοδεύτηκε από στοιχεία επιβολής δικαιικών προτύπων της αποικιοκρατικής Δύσης1. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρήθηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο και σε άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηριστικό αποτύπωμα αυτής της διαδικασίας είναι η κυριαρχία του common law στο Χονγκ Κονγκ το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν υπό άμεση βρετανική επικυριαρχία.
Η επιβολή κάποιων δικαιικών ρυθμίσεων στα πρότυπα των αναπτυγμένων χωρών είχε ως στόχο τη διευκόλυνση της δραστηριοποίησης του ξένου (δυτικοευρωπαϊκού) κεφαλαίου και όχι τη δημιουργία γενικότερων συνθηκών ευνοϊκών για την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη της Κίνας. Για το λόγο αυτό περιοριζόταν στις γεωγραφικές ζώνες και στις δραστηριότητες που ενδιέφεραν τις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Όπως συνέβη και αλλού, για παράδειγμα στην Ινδία ή στην Αίγυπτο, το οικογενειακό δίκαιο, το κληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο των προσώπων έμεναν ανέγγιχτα από τους δυτικούς2.
Η επιβολή δικαιικών ρυθμίσεων σε επιλεγμένες περιοχές και σε τμήμα μόνο των κοινωνιών σχέσεων δεν έθιγε κατά βάση τους θεσμούς προκαπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η διαιώνιση των φεουδαρχικών σχέσεων κυριαρχίας διευκόλυνε το αποικιοκρατικό έργο. Η μακροημέρευση των θεσμών αυτών ήταν αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η ένταση της εκμετάλλευσης και η αυξημένη κερδοφορία. Από την άλλη, συνέβαλλε στην αναπαραγωγή των μορφών εξουσίας ώστε να διατηρείται μια βολική σταθερότητα και μια κοινωνικο-πολιτική συμμαχία ανάμεσα στις εγχώριες κυρίαρχες δυνάμεις και στο ξένο κεφάλαιο. Τέλος, παρεμπόδιζε, σε ένα βαθμό, τη δημιουργία και ανάπτυξη ανταγωνιστικού κινεζικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, η αποικιοκρατική κυριαρχία επέβαλε συχνά νομοθετικές επιλογές, που καμία σχέση δεν είχαν με τη νομοθεσία των δυτικών χωρών και που στόχευαν ανοιχτά στην καθυπόταξη του πληθυσμού. Η νομοθεσία περί εμπορίας του οπίου υπήρξε εμβληματική από την άποψη αυτή3.

Η πρόσληψη δικαίου ως αναγκαστικός εκσυγχρονισμός

Η δεύτερη φάση είχε χαρακτηριστικά εθελούσιας πρόσληψης ξένου δικαίου. Παρατηρήθηκε κατά την τελευταία περίοδο πριν την επανάσταση του 1911. Οι αυτοκρατορικές αρχές έκαναν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εκσυγχρονίσουν την χώρα. Οι καπιταλιστικές σχέσεις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται και χρειάζονταν τα νομικά εκείνα εργαλεία που θα τους έδιναν ώθηση. Στο πλαίσιο αυτό επιχείρησαν να υιοθετήσουν νομοθετικά και συνταγματικά πρότυπα των δυτικών κρατών τα οποία είχαν ήδη προ πολλού την αντίστοιχη εμπειρία. Επιχείρησαν κατά κάποιο τρόπο να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ιαπωνίας με τη μεταρρύθμιση του Μεϊτζι4.
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται το εγχείρημα εισαγωγής κάποιου είδους συνταγματικής μοναρχίας η οποία θα συμβίβαζε ίσως τα αυτοκρατορικά και φεουδαρχικά συμφέροντα με εκείνα της αστικής τάξης, ενώ παράλληλα θα παρείχε μια επίφαση εκδημοκρατισμού αποκλείοντας τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα από την όποια συμμετοχή στη διακυβέρνηση.
Επίσης, ένα σχέδιο αστικού κώδικα ήταν έτοιμο το 1911, ώστε να δώσει την κατάλληλη ώθηση στην ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων. Δεν πρόλαβε όμως να υιοθετηθεί καθώς ξέσπασε η επανάσταση. Γενικότερα, ακολουθήθηκαν τα πρότυπα του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού δικαίου. Στην επιλογή αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι η αυτοκρατορική Κίνα είχε παράδοση γραπτού δικαίου5.
Ωστόσο, οι προσπάθειες απέτυχαν. Ήρθαν πολύ αργά, όταν οι κοινωνικές εντάσεις είχαν οξυνθεί στο έπακρο και δεν μπορούσαν πλέον να κατευναστούν. Η αδυναμία της αστικής τάξης να πάρει τον πολιτικό έλεγχο και ο φόβος της ενώπιον των λαϊκών στρωμάτων οδήγησε στην αποτυχία των μεσοβέζικων αυτών λύσεων.


Η πρόσληψη δικαίου ως ματαιωμένος εκσυγχρονισμός

Μια τρίτη φάση του φαινομένου παρατηρήθηκε μετά την επανάσταση του 1911 και κατά την προσπάθεια οικοδόμησης μιας σύγχρονης δημοκρατίας μέσω της εθελούσιας εισαγωγής αλλοδαπών νομοθετικών προτύπων. Η νέα ηγεσία της Κίνας προσπάθησε να εισάγει και να προσαρμόσει βέβαια στην πραγματικότητα της χώρας βασικά νομοθετήματα και αρχές του δικαίου. Ο στόχος ήταν να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων.
Στο χώρο του συνταγματικού δικαίου και της πολιτειακής μορφής διακυβέρνησης η επιλογή έμοιαζε αρχικά να γέρνει προς την υιοθέτηση του αμερικανικού προεδρικού μοντέλου. Το προσωρινό Σύνταγμα του 1912 προέβλεπε εκλογή του προέδρου από το λαό και Κοινοβούλιο που θα αποτελείτο από δύο σώματα, Βουλή και Γερουσία. Κρίσιμης σημασίας πάντως, που το διαφοροποιούσε από το αμερικανικό σύστημα, ήταν το γεγονός ότι δικαίωμα ψήφου προβλεπόταν μόνο για τους άνδρες (όπως εξάλλου σε όλες τις αστικές δημοκρατίες της εποχής) με τον πρόσθετο περιορισμό ότι θα έπρεπε να διαθέτουν κάποια περιουσιακά στοιχεία. Έτσι, μόνο το ένα δέκατο του πληθυσμού διέθετε τελικά το δικαίωμα6.
Στην πράξη γρήγορα η χώρα διολίσθησε στην κατάργηση κάθε δημοκρατικού θεσμού και στην επιβολή δικτατορικής μορφής διακυβέρνησης. Η προσπάθεια νομοθετικού εκσυγχρονισμού διακόπηκε. Η αδύναμη και νεαρή κινεζική δημοκρατία των αρχών του 20ού αιώνα δεν μακροημέρευσε. Η κοινωνική δύναμη που καλούνταν να διαδραματίσει το ρόλο του αστικού εκσυγχρονισμού ήταν η αστική τάξη της χώρας. Αυτή όμως ήταν αδύναμη, οικονομικά και πολιτικά, ώστε να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα. Έτσι, για παράδειγμα, η Κίνα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει πρακτικές όπως η Τουρκία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αστική τάξη, επικεφαλής ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων κατάφερε να φέρει σε πέρας, με σημαντικό τουλάχιστον βαθμό, τη διαδικασία εκσυγχρονισμού. Είναι γνωστό το παράδειγμα της αρκετά επιτυχημένης εισαγωγής στην κεμαλική Τουρκία του Ελβετικού Αστικού Κώδικα.
Η αστική, δημοκρατική επανάσταση του 1911 στην Κίνα σύντομα παραχώρησε τη θέση της στη δικτατορία και, αμέσως μετά, στον κατακερματισμό σε τοπικές δικτατορίες οι οποίες δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον δικαιικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της Κίνας. Τα καθεστώτα αυτά εξέφραζαν ακριβώς τα φεουδαρχικά κατάλοιπα και μια πατερναλιστική εκδοχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου οι εμπορευματικές σχέσεις αναπτύσσονταν συνυπάρχοντας με επιβιώσεις προηγούμενων τρόπων παραγωγής.
Επιπλέον, η διείσδυση αρχικά και η κατοχή στη συνέχεια μεγάλου μέρους της Κίνας από την Ιαπωνία, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και έληξε το 1945, έδωσε τέλος στην όποια προσπάθεια. Σε συνθήκες ξένης κατοχής δεν μπορούσε να γίνει λόγος για πολιτικό και νομοθετικό εκσυγχρονισμό.
Συχνά ως αιτία του γεγονότος ότι δεν προχώρησε η πρόσληψη και ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου θεωρείται ο μακρόχρονος εμφύλιος πόλεμος που κράτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες. Είναι εύλογο ότι σε συνθήκες πολέμου ο νομοθετικός και οικονομικός εκσυγχρονισμός είναι κατά βάση αδύνατος. Ωστόσο, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών συνθηκών και όχι το αντίθετο.
Επομένως, η πραγματική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαιτερότητα της αστικής ανάπτυξης της Κίνας. Οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις μετά την κατάργηση της μοναρχίας ήταν ανίκανες να χαράξουν μια αυτοδύναμη πολιτική αστικού εκσυγχρονισμού. Υπήρξαν δέσμιες της διαπλοκής τους με τα φεουδαρχικά κατάλοιπα αλλά και με τις δυνάμεις της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αστικοδημοκρατικό σχέδιο του Σουν γιατ σεν εγκαταλείφθηκε σύντομα και ότι η Κίνα δεν κατάφερε τελικά να θέσει σε εφαρμογή ούτε ένα συνταγματικό κείμενο. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά όξυναν στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις και οδήγησαν τα αγροτικά και μικροαστικά στρώματα μαζί με την ολιγάριθμη εργατική τάξη στην επανάσταση7.


Η πρόσληψη ως ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός

Η επικράτηση της επανάστασης το 1949 εγκαινίασε μια νέα εποχή για τη χώρα. Η περίοδος αυτή μοιάζει να έχει στοιχεία ισχυρών επιρροών από το σοσιαλιστικό δίκαιο της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό είναι αληθές σε ένα βαθμό μόνο. Επί της αρχής, ήταν αναμενόμενο η Κίνα να αξιοποιήσει την πολιτική, οικονομική και νομική εμπειρία του σοβιετικού κράτους. Η Σοβιετική Ένωση ήταν το πρώτο εγχείρημα οικοδόμησης σοσιαλιστικού κράτους.
Κατά την αρχική περίοδο του εμφυλίου πολέμου η απομίμηση του σοβιετικού προτύπου ήταν έντονη. Το γεγονός αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική απειρία του ΚΚ Κίνας, το οποίο δεν είχε ακόμη επεξεργαστεί μια πολιτική τακτική προσαρμοσμένη στις ειδικές κινεζικές συνθήκες. Έτσι, το 1931 υιοθετήθηκε στις περιοχές που ελέγχονταν από τις δυνάμεις του ένα συνταγματικό κείμενο.
Το Σύνταγμα αυτό είχε, στις συνθήκες που υιοθετήθηκε, κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι προέβλεπε δομές εξουσίας και θεσμούς ακριβώς ανάλογους με εκείνους του σοβιετικού Συντάγματος του 1918. Ακόμη και η ορολογία μεταφέρθηκε αυτούσια8.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η ηγεσία των Κινέζων επαναστατών απέκτησε μια πολιτική περισσότερο προσαρμοσμένη στις συνθήκες της χώρας. Έτσι, όταν το 1949 κέρδισαν την αναμέτρηση του εμφυλίου, είχαν να παρουσιάσουν ένα δικό τους σχέδιο συνταγματικής και νομικής οργάνωσης της χώρας. Επέδειξαν από την αρχή μια τάση αυτοτέλειας και μια προσπάθεια δημιουργικής προσαρμογής των οικονομικοπολιτικών αρχών του μαρξισμού στις κινεζικές συνθήκες.
Η οικοδόμηση του νομικού συστήματος βασίστηκε βέβαια σε ένα βαθμό στη σοβιετική εμπειρία. Αλλά η πρόσληψη του σοβιετικού δικαίου δεν ήταν άκριτη. Αντίθετα, καταβαλλόταν προσπάθεια να προσαρμοστεί στις κινεζικές συνθήκες και ιδιομορφίες. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώθηκαν στο Κινεζικό Σύνταγμα του 1954. Το Σύνταγμα του 1954 δεν αποτελούσε αντιγραφή των Σοβιετικών Συνταγμάτων που προηγήθηκαν. Κατά την προετοιμασία του σχεδίου Συντάγματος ελήφθησαν υπόψη τα Σοβιετικά Συντάγματα του 1918 και 1936, τα Συντάγματα των Λαϊκών Δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και το Γαλλικό Σύνταγμα του 19469. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε συνταγματική κατοχύρωση του καθοδηγητικού ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος όπως συνέβαινε στο σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 (αλλά όχι σε εκείνο του 1918). Προβλεπόταν η ύπαρξη προέδρου της δημοκρατίας, σε αντίθεση με τη σοβιετική παράδοση10.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όμως η μη εθνικοποίηση τμήματος της αστικής τάξης, γεγονός το οποίο κατοχυρώθηκε στο άρθρο 10 του Συντάγματος και στη νομοθεσία που το εξειδίκευε. Στο ζήτημα αυτό οι νομοθετικές και πολιτικές παρεμβάσεις μέχρι και τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του 1950 διέφεραν από τις αντίστοιχες της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό εξάλλου ήταν αναμενόμενο, αφού οι δυο χώρες διακρίνονταν για το πολύ διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων αλλά και για τη διαφορετική φάση στην προσπάθεια δημιουργίας μιας κεντρικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας. Η κινεζική νομοθεσία προσομοίαζε περισσότερο με τη σοβιετική της περιόδου της νέας οικονομικής πολιτικής (ΝΕΠ).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγωγή νομοθετικών προτύπων από τη Σοβιετική Ένωση ήταν εθελούσια. Η επιρροή της ΕΣΣΔ δεν μετατράπηκε σε κηδεμονία. Οι κινεζικές αρχές διατήρησαν σε κάθε φάση την αυτοτέλειά τους. Η πρόσληψη του αλλοδαπού, σοβιετικού δικαίου χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια δημιουργικής προσαρμογής στην κοινωνική πραγματικότητα της Κίνας.
Υπήρχαν βέβαια πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Αυτά δεν οφείλονταν τόσο στην πρόσληψη σοβιετικού δικαίου από το κινεζικό κράτος αλλά σε δυο άλλους παράγοντες. Ο πρώτος ήταν η κοινότητα της προσπάθειας να οικοδομηθούν σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο δεύτερος ήταν ένα κοινό στοιχείο που φάνηκε να συνοδεύει το εγχείρημα οικοδόμησης σοσιαλιστικής κοινωνίας: η βαθμιαία ενδυνάμωση και αποκοπή από την υπόλοιπη κοινωνία της ηγετικής γραφειοκρατίας, διαδικασία που παρατηρήθηκε και στις δυο χώρες11.
Και στις δυο περιπτώσεις παρατηρήθηκε υποβάθμιση του δικαίου η οποία σχετιζόταν ακριβώς με την ανάδειξη και ισχυροποίηση της κυβερνώσας γραφειοκρατίας, η οποία ολοένα και περισσότερο διοικούσε στο όνομα της εργατικής τάξης. Δρούσε στο όνομά της τελευταίας και δεν επιθυμούσε να δεσμεύεται από τους κανόνες δικαίου.
Η τάση αυτή στην Κίνα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις μετά το 1958. Ο Μάο Τσε Τουνγκ θεώρησε τη σοβιετική νομική σκέψη και εμπειρία πολύ επηρεασμένη από την καπιταλιστική Δύση12. Η υποβάθμιση του δικαίου, που έφτασε λίγο αργότερα ως το νομικό μηδενισμό, συμβάδιζε με μια βουλησιαρχική αντίληψη της πολιτικής και της οικονομίας, γεγονός που βρήκε την αποτύπωσή του στα οικονομικά πειράματα όπως αυτό του “μεγάλου άλματος εμπρός”. Αντικειμενικά, τέτοιες βουλησιαρχικές απόψεις εξέφραζαν το στρώμα των διανοουμένων – γραφειοκρατών που διοικούσε τη χώρα. Στην Κίνα επέδρασε όμως αναμφισβήτητα η αυτοκρατορική παράδοση, η οποία προσέδωσε μια μεγαλύτερη έκταση και ιστορική βαθύτητα στο φαινόμενο.
Κατά τη δεκαετία του 1960 και σχεδόν μέχρι τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1970, δηλαδή την περίοδο της λεγόμενης πολιτιστικής επανάστασης, επικράτησε η τάση όχι απλώς υποβάθμισης αλλά και εξάλειψης του δικαίου. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί δάνειο ούτε σοβιετική επιρροή. Αποτελούσε έκφραση των ειδικών κινεζικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών13.


Η περίοδος αποκατάστασης της “σοσιαλιστικής νομιμότητας”

Η περίοδος αυτή έκλεισε περί το 197814. Η πολιτική κατάσταση ομαλοποιήθηκε και υιοθετήθηκε νέο Σύνταγμα, το βραχύβιο Σύνταγμα του 1978. Λίγα χρόνια μετά, συγκεκριμένα το 1982, ψηφίστηκε καινούργιο Σύνταγμα το οποίο αναθεωρήθηκε πρώτη φορά το 1988.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1980 άρχισε μια νέα περίοδος ανάπτυξης του δικαίου στην Κίνα. Άρχισε να ξεπερνιέται ο νομικός μηδενισμός της πολιτιστικής επανάστασης. Το Σύνταγμα του 1978 και στη συνέχεια αυτό του 1982 αποτύπωναν την πρόθεση της ηγεσίας να προχωρήσει σε ένα διαφορετικό δρόμο. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση βρέθηκε το δίκαιο γενικά15.
Την περίοδο αυτή η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση άρχισε να λειτουργεί και να ψηφίζει νόμους. Ψηφίστηκαν, ανάμεσα σε άλλα, σημαντικά νομοθετήματα όπως ο αστικός κώδικας, ο ποινικός κώδικας, ο κώδικας ποινικής δικονομίας. Ξαναλειτούργησαν στα πανεπιστήμια οι νομικές σχολές. Το επάγγελμα του δικηγόρου επανεμφανίστηκε. Το 1979 άρχισε να κυκλοφορεί το πρώτο μετά την πολιτιστική επανάσταση νομικό περιοδικό. Αναδιοργανώθηκαν τα δικαστήρια και ενισχύθηκε σημαντικά ο ρόλος τους16.
Δεν μπορεί να γίνει λόγος για πρόσληψη του σοβιετικού δικαίου αυτή την περίοδο, ωστόσο οι πολιτικές και νομικές ρυθμίσεις που επιλέχθηκαν, παρουσιάζουν σοβαρές αναλογίες. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι δυο χώρες χαρακτηρίζονταν από παρόμοιες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις. Η οικονομία τους βασιζόταν στην κρατικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, ήταν κεντρικά σχεδιασμένη, επέτρεπε ένα περιθώριο εμπορευματικών σχέσεων, ενώ η οικονομική και πολιτική πορεία χαράσσονταν κατά βάση από το ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα. Με την έννοια αυτή, οι συνταγματικές διακηρύξεις για την ανάγκη τήρησης της νομιμότητας και από τα κρατικά όργανα, παρέμειναν σε ένα βαθμό μετέωρες, παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε τεράστια πρόοδος σε σχέση με την απόλυτη αυθαιρεσία των κρατικών αρχών επί πολιτιστικής επανάστασης.
Η κινεζική νομοθεσία της περιόδου αυτής έχει ξεκάθαρα τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι, για παράδειγμα ο αστικός κώδικας που ψηφίστηκε, έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο θεσμό της διαμεσολάβησης. Επίσης, ο ποινικός κώδικας εξάλειψε την αρχή της αναλογίας αλλά όχι εντελώς αφήνοντας την ευχέρεια αυτή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Υπήρχαν ακόμη αδικήματα που αναφέρονταν σε πρακτικές που είχαν επικρατήσει κατά τη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης17.
Η ανάγκη πρόσληψης ξένου δικαίου άρχισε να εμφανίζεται και πάλι, και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση, με το οικονομικό άνοιγμα του 1988. Η πολιτική προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου επέβαλε την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά και σειρά νομοθετικών αλλαγών. Πρωτίστως έπρεπε να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας για τους επενδυτές και παράλληλα να θωρακιστεί η χώρα από τις τυχόν αρνητικές επιδράσεις.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που άρχισε να αναπτύσσεται το διοικητικό δίκαιο. Το τελευταίο, όπως σε όλα τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη βρισκόταν σε κατάσταση υπανάπτυξης. Η αυθαίρετη σε μεγάλο βαθμό δράση της κρατικής γραφειοκρατίας δεν επέτρεπε τον περιορισμό της από κανόνες δικαίου. Η έλευση όμως του ξένου κεφαλαίου οριοθέτησε με διαφορετικό τρόπο τις ανάγκες. Έτσι, ένας από τους πρώτους σημαντικούς νόμους ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 1989 λίγους μήνες πριν τα γεγονότα της Τιεν αν μεν. Με το νόμο αυτό περιορίστηκε σημαντικά η αυθαιρεσία των υπαλλήλων και εισήχθη η αρχή της νομιμότητας. Στην πραγματικότητα αντίστοιχη νομοθεσία υπήρχε τη δεκαετία του 1950 αλλά είχε ατονήσει η εφαρμογή της για να καταργηθεί το 195918. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη και σήμερα μεγάλα κενά στη σχετική νομοθεσία, οι αριθμοί δείχνουν ότι οι προσφυγές αυξάνονται χρόνο με το χρόνο: από 9.934 το 1989 είχαν φτάσει τις 100.921 το 2001.


Πρόσληψη δικαίου και καπιταλιστική παλινόρθωση

Το Κινεζικό Σύνταγμα του 1982 γνώρισε μετά το 1988 τρεις ακόμη πιο σημαντικές αναθεωρητικές διαδικασίες: το 1993, το 1999 και το 200419. Το φαινόμενο της πρόσληψης ξένου δικαίου εμφανίστηκε με ένταση στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1993 και μετά από αυτήν. Η αναθεώρηση του 1993 σηματοδότησε τη βαθμιαία, προσεκτική μετάβαση της οικονομίας στις καπιταλιστικές σχέσεις. Εκ των πραγμάτων η κινεζική κρατική ηγεσία χρειάστηκε να προσφύγει στα νομικά πρότυπα των δυτικών χωρών. Η ίδια η οικονομία της αγοράς έχει ανάγκη τη νομική ρύθμιση. Αυτό έχει αποδειχθεί ήδη κατά την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του σημαντικού ρόλου που παίζει το δίκαιο στο εποικοδόμημα του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Από αυτό δεν πρέπει να συνάγεται το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής σημαίνουν την επικράτηση της νομιμότητας και ότι δεν συνυπάρχουν η εφαρμογή και η παραβίαση του νόμου, το ένα δίπλα στο άλλο. Άρα η Κίνα χρειαζόταν την ανάπτυξη νομικών ρυθμίσεων συμβατών με τις νέες, καπιταλιστικές σχέσεις.
Η διαδικασία αυτή έγινε ακόμη πιο συστηματική ενόψει της ένταξης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2000. Αυτή η προοπτική οδήγησε στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1999 και σε μια σειρά αντίστοιχες νομοθετικές επιλογές. Πήρε τη μορφή της ενσωμάτωσης των κατευθύνσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου είτε της προσφυγής σε ξένα δίκαια για να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα. Έτσι, ως βάση για τη σύνταξη του νόμου περί ιδιοκτησίας, χρησιμοποιήθηκε ο γερμανικός Αστικός Κώδικας, ενώ για το διοικητικό δίκαιο αξιοποιήθηκε το αμερικανικό πρότυπο20. Για την ανάπτυξη του εμπορικού δικαίου οι κινεζικές αρχές προσέφυγαν κυρίως στο commmon law.
Συνολικά συναντώνται επιρροές τόσο από το ευρωπαϊκό ηπειρωτικό δίκαιο όσο και από το commmon law21. Διατηρούνται όμως και παραδοσιακά δικαιικά στοιχεία ή έννοιες όπως η καλή πίστη που έχουν όμως το δικό τους ιδιαίτερο, κινεζικό περιεχόμενο22 καθώς και άλλα δανεισμένα από το δίκαιο της Ταϊβάν23.
Παράλληλα, πολλοί νομικοί εμπειρογνώμονες κλήθηκαν αυτά τα χρόνια στην Κίνα προκειμένου να μεταδώσουν τη γνώση τους. Η συνεργασία αυτή εντάθηκε ενόψει της ένταξης της Κίνας στον ΠΟΕ. Στη συνεργασία ενεπλάκησαν, εκτός του ΠΟΕ, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ίδρυμα Φορντ, η Γερμανική υπηρεσία για τη συνεργασία και την ανάπτυξη24. Οι επωνυμίες και μόνο των ιδρυμάτων φανερώνουν καθαρά το περιεχόμενο της “τεχνικής βοήθειας”.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχα προγράμματα επιστημονικής συνεργασίας σε νομοτεχνικό επίπεδο λειτούργησαν τη δεκαετία του 1990 για τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτά ήταν η μεταλαμπάδευση των αρχών της καπιταλιστικής οικονομίας. Δεν επρόκειτο φυσικά, μόνο για τεχνική βοήθεια. Παράλληλα με την επιστημονική συνεργασία οι δυτικές δυνάμεις εξασφάλιζαν κανάλια επιρροής στην οικονομία και στην πολιτική των νέων κρατών. Ο στόχος τους ήταν να κυριαρχήσουν στις κοινωνίες αυτές, να διασφαλίσουν τη μετάβασή τους στον καπιταλισμό. Παράλληλος στόχος ήταν να τις μετατρέψουν σε οικονομικούς και πολιτικούς τους δορυφόρους επεκτείνοντας έτσι τη σφαίρα επιρροής του δυτικού κεφαλαίου. Αυτό συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις με εξαίρεση τη Ρωσία, όπου μετά την ανάδειξη της ηγεσίας του Πούτιν, αναδείχθηκε μια αυτοδύναμη αστική τάξη.
Η κινεζική ηγεσία καθοδήγησε το άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις διαφυλάσσοντας, προς το παρόν τουλάχιστον, την εθνική κυριαρχία. Δεν επέτρεψε την επαναφορά της χώρας σε ημιαποικιακή κατάσταση. Αυτή είναι και μια από τις θεμελιώδεις αιτίες δυσαρέσκειας των ισχυρών κρατών της δύσης.
Για να επιτύχει στο στόχο της αυτοδύναμης ανάπτυξης και προκειμένου να μην διακυβευθεί η κυριαρχία της χώρας, η πρόσληψη ξένων δικαιικών προτύπων είναι επιλεκτική25. Το στοιχείο αυτό είναι πολύ φανερό στο συνταγματικό δίκαιο της χώρας και ιδίως στην οργάνωση των εξουσιών. Η κρατική ηγεσία της Κίνας αρνείται να υιοθετήσει ένα πολυκομματικό αστικοδημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης. Διατηρεί μια προγενέστερη μορφή πολιτεύματος η οποία αντιστοιχεί σε διαφορετικό περιεχόμενο πλέον. Ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελούσε μορφή και έκφραση της γραφειοκρατικοποιημένης λαϊκής εξουσίας, τώρα η ίδια μορφή εξυπηρετεί τις ανάγκες της αστικής τάξης στην οποία μετατρέπεται η ηγετική γραφειοκρατία.
Αλλά και σε άλλους τομείς του δικαίου η πρόσληψη αλλοδαπών νομοθετικών προτύπων προσαρμόζεται στις ανάγκες της κινεζικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στο σημερινό κινεζικό δίκαιο η οποία, παρά τις όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις ιδιαίτερα με το νόμο του 2007, παραμένει ανεπαρκής, με βάση τουλάχιστον τα δυτικά πρότυπα26. Το μοντέλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Κίνα δίνει -ακόμη τουλάχιστον- προτεραιότητα στον κρατικό τομέα και στη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει στην οικονομία με ισχυρούς μοχλούς.
Αντίστοιχη επιλεκτική πρόσληψη δικαίου εμφανίζεται στον τομέα του εργατικού δικαίου. Το κινεζικό δίκαιο έχει ενσωματώσει αρκετά χαρακτηριστικά του εργατικού δικαίου των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Ωστόσο κομβικοί θεσμοί, όπως οι συλλογικές συμβάσεις, παραμένουν οι “φτωχοί συγγενείς” του κινεζικού εργατικού δικαίου27. Η εξήγηση είναι ότι το εργατικό δίκαιο των Δυτικών χωρών των αρχών της δεκαετίας του 1990 είχε σε μεγάλο βαθμό αποτυπώσει την επίδραση του εργατικού κινήματος και του ανταγωνισμού με τα σοσιαλιστικά κράτη. Δεν είχε ακόμη ξεκινήσει η διαδικασία αποδόμησης των εργατικών κατακτήσεων που διέπει τη σύγχρονη περίοδο. Η Κίνα δεν μπορούσε να εισάγει το σύνολο των θεσμών του εργατικού δικαίου εκείνης της περιόδου γιατί αυτό θα προσέκρουε στην προσπάθεια να κρατήσει το κόστος της εργατικής δύναμης σε πολύ χαμηλά επίπεδα.




Οι παράγοντες της ιδιαίτερης πρόσληψης του δικαίου


Ο τρόπος πρόσληψης αλλοδαπού δικαίου ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε χώρας αλλά και της κάθε ιδιαίτερης περιόδου28. Τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του τρόπου πρόσληψης ξένου δικαίου στη σύγχρονη Κίνα μπορούν να αποδοθούν κατά βάση σε τέσσερις παράγοντες. Πρώτο, το δίκαιο της σύγχρονης Κίνας αποτελεί μια υβριδική μορφή η οποία διατηρεί ακόμη πολλά στοιχεία ή έστω όψεις του δικαίου της σοσιαλιστικής περιόδου. Υπάρχουν, τουλάχιστον στη μορφή, κατάλοιπα της σοσιαλιστικής περιόδου.
Δεύτερο επιδρά στον τρόπο πρόσληψης του αλλοδαπού δικαίου ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση. Αυτή πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της ηγετικής γραφειοκρατίας η οποία καθοδήγησε με προσεκτικά βήματα το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς. Η προσοχή αυτή, που θυμίζει τον παραδοσιακό πραγματισμό της κινεζικής πολιτικής, εκφράζει την προσπάθειά της να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της ως ανερχόμενη αστική τάξη.
Τρίτο, σχετίζεται με την ιστορική παράδοση της Κίνας που χαρακτηριζόταν από τον κρατικό παρεμβατισμό. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κίνα χαρακτηρίστηκε από την έντονη παρέμβαση του κρατικού τομέα. Την προπολεμική περίοδο και την περίοδο κυριαρχίας του εθνικιστικού Κουομιτάγκ το κράτος κατείχε δεσπόζουσα θέση στην καπιταλιστική οικονομία29. Πρόκειται για φαινόμενο που χαρακτήρισε όλες τις περιπτώσεις ανάπτυξης του καπιταλισμού στο στάδιο της πρωταρχικής συσσώρευσης, ιδίως εκεί που οι υλικές προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη ήταν αδύναμες. Το χαρακτηριστικό αυτό παρατηρήθηκε ανάλογα σε όλες τις παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης χώρες.
Τέταρτο, έχει να κάνει με τη φάση ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού στην Κίνα, ο οποίος διανύει κατ' αναλογία μια κεϋνσιανή περίοδο. Είναι φανερό ότι, ειδικά μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, η κινεζική ηγεσία παρεμβαίνει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας επιχειρώντας να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες και αντιθέσεις30. Ο σκοπός της παρέμβασης είναι διττός: να αποφύγει μια ανεπιθύμητη κοινωνική έκρηξη αλλά και να μεταφέρει σταδιακά το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης στην εσωτερική αγορά με την τόνωσή της.
Οι παράγοντες αυτοί επιδρούν έτσι ώστε η πρόσληψη ξένου δικαίου να φιλτράρεται και να προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα κινεζικά χαρακτηριστικά. Αν θα συνεχιστεί αυτή η μεθοδολογία εξαρτάται κυρίως από δυο παράγοντες. Πρώτο, από την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αν η τελευταία επιδράσει έντονα στην κινεζική οικονομία, είναι πιθανό οι πολιτικές ισορροπίες να διαταραχθούν και οι επιλογές να μεταβληθούν31. Δεύτερο, παρόμοια επίδραση μπορεί να έχει τυχόν απρόβλεπτη εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων. Η ανακατανομή ισχύος που επέρχεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το τοπίο και στο εσωτερικό των κρατών, συνεπώς και της Κίνας.
Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία της εργατικής τάξης στην Κίνα. Ο κοινωνικο-πολιτικός της ρόλος αυτή τη στιγμή είναι πολύ αδύναμος. Αντικειμενικά, από άποψη μεγέθους, αποτελεί μια γιγάντια δύναμη. Αν συγκροτηθεί συνδικαλιστικά και πολύ περισσότερο αν συγκροτηθεί πολιτικά, ή έστω αρχίσει να επιδρά πολιτικά, η βαρύτητά της στις πολιτικές εξελίξεις και στο δίκαιο θα είναι σημαντική32.
1 Βλ. H. Piquet, “La Chine a la croisée des traditions juridiques: regards sur les transfers de droit et le droit chinois”, Politique et Sociétés, vol. 25, no 2-3, 2006, σελ. 55.
2 Βλ. Ε. Μουσταϊρα, Δικαιικές επιρροές στο πλαίσιο του Συγκριτικού δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2013, σελ. 82.
3 Βλ. Γιουνγκ Τσανγκ, Η παλλακίδα που δημιούργησε τη σύγχρονη Κίνα, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2015, σελ. 47 επ.
4 Βλ. Xiaohong Xiao-Planes, “Constitutions et constitutionnalisme: les efforts pour batir un nouvel ordre politique (1908-1949)”, στον τόμο M. Delmas-Marty – P.-E. Will (dir.), La Chine et la démocratie, Paris, Fayard, 2007, σελ. 259 επ.
5 Βλ. H. Piquet, “La Chine a la croisée des traditions juridiques: regards sur les transfers de droit et le droit chinois”, Politique et Sociétés, vol. 25, no 2-3, 2006, σελ. 47επ., 57, 61.
6 Βλ. Χ. Παπασωτηρίου, Η Κίνα από την ουράνια αυτοκρατορία στην ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα, Αθήνα, εκδ. Ποιότητα, 2013, σελ. 140 επ.
7 Βλ. Υπουργείο Ανώτερης Εκπαίδευσης Λ.Δ. Κίνας (1958), Ιστορία της κινέζικης επανάστασης, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2010, σελ. 137 επ., 249 επ., 473.
8 Βλ. W. Tung, The Political institutions of modern China, The Hague, Martinus Nijhoff, 1964, σελ. 160-161.
9 Βλ. St. Balme, Chine, les visages de la justice ordinaire, Paris, Sciences Po/Les presses, 2016, σελ. 266.
10 Βλ. Liou Chao-Chi, Rapport sur le projet de Constitution de la Republique Populaire de Chine, Pekin, Éditions en langues etrangeres, 1964 (και σε ελληνική μετάφραση Γ. Σκουριώτη, Το Σύνταγμα της Νέας Κίνας – εισηγητική έκθεση Λιού Σάο-Σι, Αθήναι, εκδ. Φέξη, 1964) και Το Σύνταγμα της Νέας Κίνας (εισαγωγή Γ. Σκουριώτη), Αθήναι, εκδ. Φέξης, 1962, όπου όμως δεν περιλαμβάνεται το προοίμιο του Συντάγματος.
11 Βλ. Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος; (Τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 112 επ.
12 Βλ. St. Balme, Chine, les visages de la justice ordinaire, Paris, Sciences Po/Les presses, 2016, σελ. 27 επ., 267.
13 Βλ. Σ. Μπετελέμ, Το μεγάλο άλμα προς τα πίσω (σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κίνα), Αθήνα, ειδ. έκδ. Μηνιαία Επιθεώρηση Monthly Review, 1978.
14 Βλ. A. Perez Ayala, “La larga marcha constitucional de la Republica Popular China (el periodo MaoTse-tung)”, Revista de Estudios Politicos (nueva epoca), num. 129, 2005, σελ. 75 επ.
15 Βλ. St. Balme, Chine, les visages de la justice ordinaire, Paris, Sciences Po/Les presses, 2016, σελ. 29 επ.
16Βλ. P. Gélard, “Le développement du droit en République populaire de Chine au cours du 1er semestre 1979”, Revue d' études comparatives Est-Ouest, vol. 11, 1980, no 3, σελ. 121 επ.
17Βλ. P. Gélard, “Le développement du droit en République populaire de Chine au cours du 1er semestre 1979”, Revue d' études comparatives Est-Ouest, vol. 11, 1980, no 3, σελ. 125, 128-129.
18Βλ. Zhang Li, “L'évolution du droit administratif chinois dans les trente dernières années (1978-2008)”, Chaire M.A.D.P.
19Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Tο Σύνταγμα του 1982/1988/1993/1999/2004 και η δημοκρατία στη σύγχρονη Κίνα”, περ. Το Σύνταγμα, τευχ. 3-4/2013, σελ. 489 επ.
20Βλ. L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 46 και St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 131.
21Βλ. Tong Xinchao, “Le droit chinois des contrats: sa codification, ses sources, ses champs d'application et ses caractéristiques”, Les Cahiers du droit, vol. 37, no 3, 1996, σελ. 715 επ. και H. Piquet, “La Chine a la croisée des traditions juridiques: regards sur les transfers de droit et le droit chinois”, Politique et Sociétés, vol. 25, no 2-3, 2006, σελ. 54, 56.
22 Βλ. J. Reynaud, “Réflexions sur la réception du droit étranger en Chine”, McGill Law Journal, v. 51, 2006, σελ. 605.
23Βλ. Zhang Shaohui, “L'influence des Principes d' UNIDROIT sur la réforme du droit chinois des obligations”, Revue de droit Uniforme, 2008, σελ. 161.
24Βλ. St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 126, 135.
25Βλ. St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 132 και H. Piquet, “La Chine a la croisée des traditions juridiques: regards sur les transfers de droit et le droit chinois”, Politique et Sociétés, vol. 25, no 2-3, 2006, σελ. 48, 66 και Zhang Shaohui, “L'influence des Principes d' UNIDROIT sur la réforme du droit chinois des obligations”, Revue de droit Uniforme, 2008, σελ. 166, 177.
26Βλ. L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 46.
27Βλ. M. Périsse, «Législation du travail en Chine:la gouvernance par la loi, facteur d' attractivité?», Autrepart, 2013/1 (No 64), σελ. 3 επ., 7.
28 Βλ. Θ.Κ. Παπαχρίστου, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία του δικαίου, τ. 1, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1984, σελ. 166 επ.
29Βλ. M.-C. Bergère, Capitalismes et capitalistes en Chine, Paris, Perrin, 2007, σελ. 51 επ., 142 επ.
30Βλ. Xi Jinping, La gouvernance de la Chine, Beijing, Éditions en langues étrangères, 2014, σελ. 137 επ., 176 επ.
31 Βλ. D. Kotz, «Can China´s rise continue?», China Policy Review, 2013, www.people.umass.edu
32Βλ. Yuezhi Zhao, “The Struggle for Socialism in China”, Monthly Review, V. 64, 5/2012 και Au Loong Yu, La Chine, un capitalisme bureaucratique, Paris, éd. Syllepse, 2013, σελ. 153 και F. Goldstein, “Marxism and the social character of China”, Workers World, http://www.workers.org/2013/06/13/marxism-and-the-social-character-of-china/#.WQCu9vnyiM8 και Μίνκι Λι, “Η νεοφιλελεύθερη πτέρυγα έχει το πάνω χέρι στο ΚΚ Κίνας”, εφημ. Εποχή, 24.3.2013, http://www.kina.gr/index.php/epiloges/344-neofileleytheroi-kkkinas.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION