Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Απριλίου 2023


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 20/4/2023


Τώρα πια, επισήμως, είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι η ελληνοτουρκική νηνεμία θα κρατήσει μέχρι τις εκλογές. Και ας είχαν σπεύσει διάφοροι να υποστηρίξουν ότι μια νέα περίοδος ανοίγει. Η Τουρκία, όποια κυβέρνηση και αν αναδειχθεί, θα επιμείνει στις παράνομες διεκδικήσεις, οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ησυχία στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και η Ελλάδα θα περιμένει επίλυση όλων των προβλημάτων από το νατοϊκό από μηχανής θεό.

Στο πλαίσιο αυτό δύο ενδεχόμενα είναι ισχυρά: πρώτο, να μείνουν όλα όπως ήταν μέχρι σήμερα. Δεύτερο, θα μπορούσε να δρομολογηθεί μια διευθέτηση η οποία δεν θα αφορά μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ αλλά θα ικανοποιούσε κάποιες από τις αξιώσεις της Τουρκίας. Η χώρα μας θα είναι ο χαμένος και στις δυο περιπτώσεις. Στην πρώτη γιατί η Τουρκία θα συνεχίσει να πιέζει ενώ η Ελλάδα θα αδυνατεί να ασκήσει στοιχειώδη δικαιώματα που της απονέμει το διεθνές δίκαιο, όπως εκείνο της αιγιαλίτιδας ζώνης. Στη δεύτερη γιατί θα αναγκαστεί, με τυχόν ψευτοανταλλάγματα, να προβεί σε υποχωρήσεις στα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Και στις δυο περιπτώσεις μεγάλος κερδισμένος θα είναι οι ΗΠΑ και δευτερευόντως η Τουρκία. Για τις ΗΠΑ ύψιστη σημασία έχει η ενότητα του ΝΑΤΟ και η διασφάλιση του σχετικού γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας. Η σύγκρουση με τη Ρωσία συνεχίζεται τόσο στην Ουκρανία όσο και σε άλλα μέτωπα, όπως στον εμφύλιο που ξέσπασε στο Σουδάν.

Χαμένος των όποιων εξελίξεων είναι ο ελληνικός λαός. Εμπλέκεται ολοένα και βαθύτερα στην επικίνδυνη αμερικανορωσική σύγκρουση που δεν τον αφορά ενώ τα κυριαρχικά του δικαιώματα τίθενται σε αμφισβήτηση.

Και όμως θα μπορούσαν να υπάρξουν άλλες επιλογές. Σε μια τόσο δυσμενή και επικίνδυνη ιστορική συγκυρία η Ελλάδα θα όφειλε να συμβάλλει στη διαφύλαξη της ειρήνης. Θα μπορούσε να ασκήσει μια πολιτική που να εναρμονίζεται, στην πράξη όχι μόνο στα λόγια, με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

Θα μπορύσε εν προκειμένω να αξιοποιήσει την κινεζική πρόταση για το Ουκρανικό. Ανεξάρτητα από τις φιλοδοξίες και τις ιδιοτελείς στοχεύσεις της Κίνας, η πρότασή της έχει στοιχεία που είναι αξιοποιήσιμα. Βασικά της σημεία είναι ο σεβασμός της κυριαρχίας όλων των χωρών, η εγκατάλειψη της ψυχροπολεμικής νοοτροπίας, η παύση των εχθροπραξιών, η συνέχιση των ειρηνευτικών συνομιλιών, η επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης, η διατήρηση σταθερών βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων. Παρόμοιες προτάσεις έχουν διατυπώσει οι πρόεδροι της Βραζιλίας και του Μεξικού, Λούλα και Ομπραδόρ.

Μια ανάλογη διπλωματική πρωτοβουλία της Ελλάδας, μαζί με την απεμπλοκή της από τον πόλεμο, θα συνεισέφερε ουσιαστικά στην αποκατάσταση της ειρήνης. Κυρίως όμως θα συνέβαλε στην ενδυνάμωση της διεθνούς θέσης της χώρας μας, καθώς θα έπαυε να είναι ο δεδομένος και πρόθυμος ουραγός των επιλογών άλλων. Θα συνέβαλε με αυτόν τον τρόπο καίρια στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.


 

https://thepressproject.gr/taivan-kai-kypros/


Τελευταία, η Ταϊβάν βρίσκεται ολοένα και πιο συχνά στο επίκεντρο της διεθνούς αντιπαράθεσης. Ολόκληρη η ανθρωπότητα κινδυνεύει να βρεθεί στην “παγίδα του Θουκυδίδη”. Από την άλλη, το κυπριακό παραμένει δεκαετίες τώρα μια χαίουσα πληγή. Οι δυο περιπτώσεις, όπως θα δούμε, παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου.

Η Ταϊβάν ως ξεχωριστό κράτος δημιουργήθηκε το 1949, παρά το γεγονός ότι η Διάσκεψη των Συμμάχων στο Κάιρο το 1943 αναγνώρισε την Ταϊβάν ως έδαφος της Κίνας. Όταν εκείνη τη χρονιά επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και επέβαλαν την εξουσία τους. Οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν ήταν διόλου ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του νησιού. Το επαναστατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία στο νησί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως ακριβώς και στην ηπειρωτική Κίνα. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν έδωσε σκληρούς αγώνες ενάντια στην ιαπωνική κατοχή και δεν ήταν διατεθειμένος να υποταχθεί στον δικτάτορα Τσανγκ Κάι Σεκ. Αυτό οδήγησε σε λουτρό αίματος καθώς τα εθνικιστικά στρατεύματα, για να επιβληθούν, κατέσφαξαν χιλιάδες κομμουνιστές, αντιιμπεριαλιστές, προοδευτικούς, δημοκράτες και άλλους αντιτιθέμενους στη δικτατορία του Κουομιντάγκ.

Επομένως, η Ταϊβάν αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ. Πρόκειται για παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο απαγορεύει τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών.

Στο έδαφός της, πέρα από τα άλλα αμερικανικά οπλικά συστήματα, κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι οι οποίοι στόχευαν ευθέως τη ΛΔ Κίνας. Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα. Ιστορικά η de facto απόσχιση της Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ένα κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, προϊόν ιμπεριαλιστικής επέμβασης.

Υπό την πίεση των ΗΠΑ η Ταϊβάν κατείχε μέχρι το 1972 τη θέση της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μόνο μετά τη χρονολογία αυτή υπήρξε η στοιχειώδης ιστορική αποκατάσταση και την έδρα κατέλαβε η αντιπροσωπεία της ΛΔ Κίνας. Τη χρονιά εκείνη σημειώθηκε η θεαματική προσέγγιση ΗΠΑ – ΛΔ Κίνας με την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου Ρ. Νίξον στο Πεκίνο και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Μάο. Επρόκειτο για μια προσέγγιση που βασίστηκε στην κοινή αντισοβιετική πολιτική των δύο κρατών.

Έκτοτε, θεωρητικά τουλάχιστον οι ΗΠΑ δέχονταν την “αρχή της μίας Κίνας”. Στην πραγματικότητα βέβαια ουδέποτε συνέβαλαν στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Αντίθετα, κρατούσαν στάση στρατηγικής διγλωσσίας: διπλωματικά αναγνώριζαν τη ΛΔ Κίνας αλλά παράληλλα στήριζαν στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά την Ταϊβάν.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ΗΠΑ, όταν ολοκλήρωσαν την αντικομμουνιστική τους προσπάθεια ενάντια στη Σοβιετική Ένωση άρχισαν βαθμιαία να μεταβάλλουν την πολιτική τους έναντι της Ταϊβάν. Άρχισαν να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την πολιτική της μιας Κίνας, χωρίς να την αρνηθούν ολοκληρωτικά. Στις μέρες μας, σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής και των αγορών, οι ΗΠΑ εντείνουν την επιθετικότητά τους σε βάρος της Κίνας με αιχμή την Ταϊβάν.



Στην άλλη γωνιά του κόσμου


Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς αναλογίες με αυτό που συμβαίνει στην Κύπρο. Η Κύπρος, ανεξάρτητο κράτος μέλος του ΟΗΕ δέχθηκε επίθεση το 1974 από την Τουρκία, η οποία κατέλαβε έκτοτε το 40% περίπου της χώρας. Αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον και από τα σχετικά αρχεία, έγινε με την ανοχή αν όχι την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του ΝΑΤΟ. Η εισβολή και κατοχή έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ ως παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του. Έχουμε και εδώ παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο απαγορεύει τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών.

Συνέχεια της εισβολής είναι οι διαρκείς προσπάθειες της Τουρκίας να επιβάλλει είτε την αναγνώριση των κατεχομένων ως δήθεν ανεξάρτητο κράτος είτε την αποδοχή κάποιου τύπου συνομοσπονδίας, χαλαρής δηλαδή συνένωσης δύο κρατών. Και η μια και η άλλη “λύση” συνιστούν παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στο κυπριακό οι ΗΠΑ ακολουθούν την ίδια πολιτική διγλωσσίας. Αναγνωρίζουν τυπικά τις αποφάσεις του ΟΗΕ αλλά με κάθε ευκαιρία ενθαρρύνουν την προοπτική μιας συνομοσπονδίας. Τέτοιο ήταν το σχέδιο Ανάν ή τα νεότερα σχέδια που βασίζονται στην “ισότητα δύο κρατών”, δηλαδή στην ισότητα Κυπριακής Δημοκρατίας και κατεχομένων.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι παρόμοιες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας αποτελούν η συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης και η μη απόδοση στους Παλαιστινίους του δικαιώματος να έχουν τη δική τους πατρίδα, η de facto απόσχιση και η προσπάθεια ανακήρυξης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους υπό τη σκέπη των νατοϊκών όπλων, η κατοχή από τη Βρετανία των Νήσων Μαλβίνων (Φώκλαντ), τα οποία ιστορικά ανήκουν στην Αργεντινή κά.



Η ελληνική εξωτερική πολιτική


Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η χώρα μας πρέπει να εργαστεί για την ειρήνη και να διακηρύξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ είτε σε σχέση με το κυπριακό, είτε σε σχέση με την Ταϊβάν είτε σε σχέση με οποιοαδήποτε άλλο ζήτημα.

Η Ελλάδα οφείλει να τάσσεται σθεναρά ενάντια στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, όπως και ενάντια στη συνέχιση της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει στήριξη μιας πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, άρα της ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος της Ταϊβάν και του κυπριακού στη βάση αρχών του ΟΗΕ, απόρριψη κάθε προοπτικής συνομοσπονδίας ή “ανεξαρτητοποίησης” των κατεχομένων.

Σημαίνει, σε διπλωματικό επίπεδο, στήριξη της κινεζικής θέσης για μια Κίνα, την οποία στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζουν όλες οι χώρες ακόμη και οι ΗΠΑ. Ως μικρή χώρα έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στις αρχές του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών.

Αυτό πρέπει να γίνεται χωρίς αυταπάτες για τις προθέσεις και το γεωπολιτικό ρόλο της Κίνας, η οποία εντάσσει προφανώς το ζήτημα της Ταϊβάν στο πλαίσιο των ευρύτερων, διεθνούς εμβέλειας επιδιώξεών της. Ακόμη περισσότερο, στους ταραγμένους καιρούς που διανύει η ανθρωπότητα, η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ακολουθήσει τις επικίνδυνες επιλογές των ΗΠΑ και των άλλων ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για όξυνση των σχέσεων με την Κίνα. Ανάλογα μονόδρομος είναι η καταγγελία της επιθετικότητας του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.

Δεν αρκεί όμως να μένει η χώρα μας στην τυπική υποστήριξη της ΛΔ Κίνας ή της Κύπρου. Η ουσιαστική υποστήριξη της τήρησης των αρχών του διεθνούς δικαίου είναι στην πραγματικότητα ασύμβατη με την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στον επιθετικό αυτό οργανισμό που συστηματικά παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 6/4/2023


Στα ήρεμα νερά που πλέουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα, όλα φαντάζουν ειδυλλιακά. Για πάντα; Σίγουρα μέχρι τις εκλογές. Αμέσως μετά το όνειρο θα τελειώσει και η πραγματικότητα θα εμφανιστεί μπροστά μας με όλο το αποτρόπαιο πρόσωπό της.

Η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στο περιθώριο της ΝΑΤΟϊκής συνόδου καταδεικνύει το έωλο της υπόθεσης. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Έλληνα υπουργού, τις οποίες προφανώς συμμερίζεται και ο Τούρκος ομόλογός του, το ΝΑΤΟ είναι μια συμμαχία υπεράσπισης αξιών. Αυτές είναι το διεθνές δίκαιο, η εδαφική ακεραιότητα, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Άρα η Τουρκία, πολύτιμο μέλος του ΝΑΤΟ, μαζί με τις ΗΠΑ υπερασπίζονται το διεθνές δίκαιο, την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη μη ανάμιξη στα εσωτερικά άλλων κρατών, τη μη χρήση του πολέμου ή της απειλής πολέμου ή του οικονομικού πολέμου.

Δυσκολεύεται κανείς να βρει που συνέβη αυτό. Στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, στη Συρία και στο Β. Ιράκ πιο πρόσφατα; Υπερασπίζονται η Τουρκία και οι ΗΠΑ το διεθνές δίκαιο όταν αρνούνται να κυρώσουν τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας; Θεμελιώνεται η νατοϊκή συμαχία στο διεθνές δίκαιο όταν διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, βομβάρδισε τη Σερβία, διέλυσε τη Λιβύη, επέβαλε τη δημιουργία προτεκτοράτων στη Βοσνία και στο Κόσοβο; Εκεί ακριβώς που η Τουρκία παρεμβαίνει συστηματικά για να διευρύνει την επιρροή της και να δημιουργήσει νέες εστίες έντασης;

Υπερασπίστηκαν οι ΗΠΑ τη δημοκρατία όταν στο μεταπολεμικό κόσμο έχουν υποκινήσει εκατοντάδες πραξικοπήματα; Σίγουρα πάντως δεν είναι υπεράσπιση της δημοκρατίας τα μεταμοντέρνα πραξικοπήματα με την εφαρμογή των μεθόδων του λεγόμενου “πολέμου 4ης γενιάς”: ένας συνδυασμός δημοκρατικοφανών πρακτικών όπως διαδηλώσεις, έντονη προπαγανδιστική προετοιμασία με τη βοήθεια των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, οικονομικό σαμποτάζ στο εσωτερικό, διεθνής οικονομικός αποκλεισμός, που δένονται τέλος με τη βίαιη ανατροπή μιας εκλεγμένης κυβέρνησης από παραστρατιωτικού τύπου πυρήνες. Τέτοιες είναι οι “πορτοκαλί επαναστάσεις” στη Γεωργία, Ουκρανία, Σερβία.

Στο μεταξύ η Τουρκία παίρνει αυτό που θέλει. Η πώληση των F-16 προχωρά αφού όρος για την πώλησή τους ήταν η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έτσι, η τουρκική ολιγαρχία ενισχύει την επιθετική της ικανότητα και παράλληλα, θα έχει την ευκαιρία να αντιγράψει τεχνολογία προκειμένου να ενισχύσει μακροπρόθεσμα την αμυντική της βιομηχανία. Οι ΗΠΑ από την άλλη πωλούν οπλικά συστήματα σε Τουρκία και Ελλάδα (F-35) σε μια εποχή που λόγω οικονομικής κρίσης έχουν ιδιαίτερη ανάγκη κάτι τέτοιο.

Αμέσως μετά τις εκλογές, όποια κυβέρνηση και να έχει η Τουρκία, θα συνεχίσει να αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, θα αρνείται στη χώρα μας τη δυνατότητα εφαρμογής του (12 ν.μ. χωρικά ύδατα), θα θέτει θέμα κυριαρχίας για μια σειρά νησιά, θα ζητά την αποστρατιωτικοποίηση άλλων ενάντια στο δικαίωμα αυτοάμυνας που κατοχυρώνει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Καιρός να απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις μας.

 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 28/3/2023


Δεν είναι η πρώτη φορά που κυριαρχεί κάποια ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι κινήσεις το τελευταίο διάστημα παραπέμπουν σε μια χαλαρότητα και στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για περαιτέρω συνεννόηση. H ηρεμία είναι σίγουρα προτιμότερη από την ένταση και θα υπήρχε κάθε λόγος για να μας χαροποιούν οι εξελίξεις αυτές. Δυστυχώς όμως είναι απολύτως συγκυριακές.

Θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι η κυβέρνηση Ερντογάν απεμπόλησε τις χρόνιες επιδιώξεις του τουρκικού κατεστημένου σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας αφορούν τις λεγόμενες “γκρίζες ζώνες”, την αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, τη μη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12ν.μ., τον τρόπο κατανομής της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Η επιθετικότητα εκφράζεται κατά καιρούς πολύπλευρα: με έμπρακτη αμφισβήτηση του καθεστώτος κυριαρχίας σε διάφορα νησιά αλλά και του δικαιώματος της Ελλάδας για χωρικά ύδατα 12 ν.μ., με ανορθόδοξες προβολές για την ΑΟΖ, με παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, με αμφισβήτηση του ελληνικού εναέριου χώρου των 10 ν.μ., του FIR Αθηνών, των ορίων ευθύνης για τη διάσωση στη θάλασσα. Η ουσία συνίσταται στην αμφισβήτηση από την Τουρκία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982, την οποία έχει υπογράψει και εφαρμόζει η συντριπτική πλειονότητα των κρατών, αλλά και των Συνθηκών εκείνων που έχουν καθορίσει τα σύνορα των δύο χωρών.

Οι επιδιώξεις αυτές δεν άλλαξαν ούτε πρόκειται να αλλάξουν, ακόμη και αν στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές βρεθεί ο υποψήφιος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Κιλιτσντάρογλου. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη της γειτονικής χώρας έχει βλέψεις επέκτασης της ισχύος της. Τις τελευταίες ιδίως δεκαετίες, η αναδειξή της σε περιφερειακή δύναμη έχει ενισχύσει τη βούλησή της αυτή. Σύντομα η σημερινή νηνεμία θα δώσει τη θέση της και πάλι στην ένταση.

Στην πρόσκαιρη αυτή ηρεμία παίζει ρόλο η επιθυμία των ΗΠΑ να ενισχύσουν τη ΝΑΤΟϊκή συνοχή ενώπιον της μεγάλης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και την Κίνα. Συνέβαλε επίσης, ανάμεσα σε άλλα, το γεγονός ότι η Τουρκία έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση στη Συρία. Πρόσφατα ο πρόεδρος της τελευταίας ματαίωσε τη συνάντηση που επρόκειτο να έχει στη Μόσχα με τον Ερντογάν. Το επιχείρημα που προέβαλε ήταν το αυτονόητο για κάθε χώρα που σέβεται την κυριαρχία της και το διεθνές δίκαιο: ότι η όποια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να γίνει όσο η Τουρκία κατέχει μέρος του συριακού εδάφους και ότι πρέπει άμεσα να αποχωρήσει. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αναγκαστεί η Τουρκία σε αναδίπλωση στη Συρία.

Καλό θα ήταν η ελληνική εξωτερική πολιτική να λάμβανε υπόψη της τις παραπάνω παραμέτρους. Ο εφησυχασμός και η μακαριότητα, μαζί με την εναπόθεση των ελπίδων για υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στους “μεγάλους συμμάχους” έχουν αποδειχθεί κακοί σύμβουλοι.

 


https://thepressproject.gr/i-exoteriki-politiki-tis-kinas-kai-to-oukraniko/


Η εξωτερική πολιτική της Κίνας από το 1990 και μετά μπορεί να χωριστεί σε δυο περιόδους. Κατά την πρώτη επικρατούσαν οι αρχές τις οποίες χάραξε ο Ντενγκ Σιαο Πινγκ. Αυτές συνοψίζονταν με τον κινεζικό χαρακτηριστικό τρόπο στις ακόλουθες προτάσεις:

1. να παρατηρείς ήρεμα, να σιγουρεύεις τη θέση σου, να ασχολείσαι ήρεμα με τις υποθέσεις, να κρύβεις τις ικανότητές σου και να περιμένεις τη στιγμή σου, να κρατάς χαμηλό προφίλ, ποτέ να μην διεκδικείς την ηγεσία.

2. να μην υψώνεις το λάβαρο του σοσιαλισμού, να μην εμπλέκεσαι σε συγκρούσεις, να μην κάνεις εχθρούς, να πηγαίνεις πέρα από τις ιδεολογίες, να αποστασιοποιείσαι από τα συγκεκριμένα γεγονότα.

Με βάση τις παραπάνω αρχές οι κινεζικές ηγεσίες επέδειξαν αξιοθαύμαστη στρατηγική υπομονή. Για δεκαετίες όφειλαν να κρατούν χαμηλούς τόνους και να επιδιώκουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη συνέχεια, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, την αθόρυβη οικονομική διείσδυση σε άλλες χώρες.

Θα μπορούσε εδώ να ανιχνευθεί μια αναλογία με την αντίληψη του Μάο ΤσεΤουνγκ για τον πόλεμο ή ακόμη και με την αντίστοιχη του αρχαίου Σουν Τσου. Δηλαδή, πρέπει κανείς να επιτίθεται μόνο όταν έχει ισχυροποιηθεί και μόνο όταν η νίκη είναι σίγουρη. Για όσες δεκαετίες η Κίνα δεν ήταν βέβαιη για το αποτέλεσμα έπρεπε να κρατά χαμηλούς διπλωματικούς τόνους.



Η εποχή Σι


Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από την έλευση της ηγεσίας του Σι Ζινπίνγκ. Για την ακρίβεια, ψήγματα της διαφορετικής εξωτερικής πολιτικής μπορούν να εντοπιστούν και λίγο νωρίτερα. Πρόκειται για αλλαγή που δεν σχετίζεται κυρίως με το πρόσωπο του ηγέτη αλλά εκφράζει βαθύτερες διεργασίες. Η Κίνα αναδύεται πανίσχυρη.


Ποιες είναι οι συνθήκες που γέννησαν αυτή τη διαφοροποίηση; Η χώρα έγινε στο μεταξύ η δεύτερη οικονομική δύναμη στον πλανήτη. Αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις και ανατροπή της τάσης, σχετικά σύντομα θα γίνει η πρώτη οικονομία στον κόσμο. Είναι ήδη η πρώτη χώρα σε επενδύσεις στη Λ. Αμερική και στην Αφρική ενώ η παρουσία της στην Ασία (ειδικά στη Νοτιοανατολική) και στην Ευρώπη είναι ήδη σημαντική. Αποτελεί την πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο.

Παράλληλα ενισχύεται μέρα με τη μέρα η διπλωματική της δραστηριότητα και οι επιτυχίες της. Η πρόσφατη προσέγγιση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας που έγινε με τη διαμεσολάβηση του Πεκίνου είναι τρανή απόδειξη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα επιτευχθεί αυτό το εξαιρετικά δύακολο αποτέλεσμα με τις καταλυτικές επιδράσεις στη Μέση Ανατολή. Η αδυναμία των ΗΠΑ φάνηκε με κραυγαλέο τρόπο.

Ταυτόχρονα σημαντικές είναι και οι εξελίξεις στο στρατιωτικό δυναμικό της Κίνας. Πριν λίγες μόνο δεκαετίες η Κίνα φάνταζε ως ένας στρατιωτικός νάνος μπροστά στις ΗΠΑ. Σήμερα τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ακόμη πολύ μπροστά από την άποψη του στρατιωτικού δυναμικού.

Ωστόσο η Κίνα συστηματικά ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Ο αμυντικός της προϋπολογισμός από το 2019 και μετά αυξάνεται κατά 7% ετησίως. Από το 2016 έχει στρατιωτική παρουσία στο Τατζικιστάν ενώ από το 2017 διαθέτει στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί στο ανατολικό κέρας της Αφρικής, που έχει στρατηγική σημασία ως πέρασμα από την Ερυθρά θάλασσα στον Ινδικό ωκεανό.

Στρατιωτική παρουσία ή βάσεις προετοιμάζει στα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού ωκεανού Βανουάτου και Κιριμπάτι, που βρίσκονται ανατολικά της Αυστραλίας. Αντίστοιχη δραστηριότητα ετοιμάζεται στην αφρικανική Ισημερινή Γουινέα αλλά και στην Καμπότζη. Βέβαια, η ίδια η Κίνα είναι στρατηγικά περικυκλωμένη από διαμετρικά διασπαρμένες βάσεις των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα ευάλωτη αισθάνεται η Κίνα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούν σχετικά εύκολα να ελέγξουν τα στενά της Μάλακα από όπου διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών και εξαγωγών της. Δυνητικά αυτό θα σήμαινε στραγγαλισμό της κινεζικής οικονομίας.



Η εξωτερική πολιτική του Σι


Από το 2013 η εξωτερική πολιτική της νέας κινεζικής ηγεσίας υπό τον Σι Ζιπίνγκ έγινε πιο φιλόδοξη και ενεργητική, χωρίς όμως να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τις προηγούμενες κατευθύνσεις. Εξακολούθησαν σε ένα βαθμό οι χαμηλοί τόνοι αλλά η δοσολογία άρχισε να αλλάζει. Η Κίνα διεισδύει πλέον όχι μόνο οικονομικά αλλά και διπλωματικά. Αναπτύσσει πολυεπίπεδες συμμαχίες, ακολουθεί ελύγιστη πολιτική, προσπαθεί να διαμορφώνει διπλωματικές πλειοψηφίες στα διάφορα fora.

Στο 19ο συνέδριο του ΚΚ Κίνας το 2017 διακηρύχθηκε από τον πρόεδρο με έμφαση ότι “είναι καιρός η Κίνα να καταλάβει το κέντρο της διεθνούς σκηνής”. Στο ίδιο συνέδριο τάχθηκε ρητά υπέρ της παγκοσμιοποίησης και των ελεύθερων οικονομικών συνόρων κατηγορώντας έμμεσα τις ΗΠΑ για προστατευτισμό.

Ο Σι εξέφρασε με πιο ολοκληρωμένο τροπο τις επιδιώξεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής στην 12η Σύνοδο Κορυφής των κρατών του BRICS το 2020. “Πρέπει, τόνισε, να προωθήσουμε τις αρχές της κοινής, παγκόσμιας ασφάλειας, διαρκούς και συνεργατικής, να αμβλύνουμε τις αντιθέσεις με διαπραγματεύσεις και διαβουλεύσεις, να απορρίψουμε την παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων, τις μονομερείς κυρώσεις, τους εθνικούς νόμους εξωεδαφικής ισχύος, για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον σταθερής και ειρηνικής ανάπτυξης”.

Στην τοποθέτηση αυτή, η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει μια σειρά θεμελιώδεις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, διακρίνεται ξεκάθαρα η αιχμή ενάντια στην πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Αν και υπάρχουν ερωτήματα για τη συνέπειά της, το 2014 η Κίνα δια στόματος Σι Ζιπίνγκ είχε διακηρύξει ότι οι αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης στις οποίες βασίστηκε ο ΟΗΕ δεν είναι ξεπερασμένες.

Η διπλωματική απάντηση της Κίνας προς τις ΗΠΑ άρχισε υπό τον Σι Ζιπίνγκ να αρθρώνεται ολοένα και πιο καθαρά εγκαταλείποντας τους χαμηλούς τόνους. Είναι χαρακτηριστική η συνάντηση αντιπροσωπειών των δύο κρατών στην Αλάσκα το Μάρτιο του 2021. Ήταν η πρώτη συνάντηση που έγινε μετά την εκλογή του Μπάντεν στις ΗΠΑ. Όταν η αμερικανική αντιπροσωπεία έθεσε θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα (Ουιγούροι, Θιβέτ κλπ), η κινεζική αντιπροσωπεία ανταπάντησε στα ίσα.

Αφήνοντας σαφέστατες αιχμές για την εξάπλωση της φτώχειας και των ανισοτήτων στα αναπτυγμένα κράτη της Δύσης, κορυφαίος Κινέζος διπλωμάτης είπε: “Κατορθώσαμε να βάλουμε τέλος στη μεγάλη φτώχεια για όλους στην Κίνα. Και ελπίζουμε ότι και άλλες χώρες, ειδικά οι πιο αναπτυγμένες, θα καταβάλλουν αντίστοιχες προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση”. Για τα ανθρώπινα δικαιώματα πρόσθεσε ότι οι αρχές των ΗΠΑ θα έκαναν καλά να ασχοληθούν με τα δικά τους προβλήματα στον τομέα αυτό και αναφέρθηκε ευθέως στο κίνημα Black Lives Matter.



Η πρόταση για το Ουκρανικό


Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκε η πρόταση 12 σημείων της Κίνας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η πρόταση βέβαια απορρίφθηκε βιαστικά από τους Δυτικούς για ευνόητους λόγους. Η δυναμική της όμως θα εξακολουθήσει να υπάρχει.

Ποια είναι τα βασικά της σημεία:

1. Σεβασμός της κυριαρχίας όλων των χωρών

2. Εγκατάλειψη της ψυχροπολεμικής νοοτροπίας

3. Παύση εχθροπραξιών

4. Συνέχιση ειρηνευτικών συνομιλιών

5. Επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης

6. Προστασία των αμάχων και των αιχμαλώτων πολέμου

7. Διατήρηση της ασφάλειας των πυρηνικών εργοστασίων

8. Μείωση των στρατηγικών κινδύνων

9. Διευκόλυνση των εξαγωγών σιτηρών

10.Τερματισμός των μονομερών κυρώσεων

11. Διατήρηση σταθερών βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων

12. Προώθηση της μετασυγκρουσιακής ανασυγκρότησης

Η κινεζική πρόταση ξεκινά από το σεβασμό της κυριαρχίας όλων των χωρών. Εμπεριέχει βέβαια ασάφειες καθώς δεν διευκρινίζει τι θα γίνει συγκεκριμένα με τα εδάφη της Ουκρανίας που κατέχονται από τη Ρωσία ή με τα ζητήματα ασφαλείας που θέτει η Ρωσία λόγω της de facto ένταξης της Ουκρανίας στο δυτικό μπλοκ. Παραπέμπει ωστόσο στις αρχές του ΟΗΕ βάσει των οποίων η εδαφική ακεραιότητα και η κυριαρχία είναι θεμέλια της ειρηνικής συνύπαρξης. Το σημείο 1 θα πρέπει να ερμηνευθεί μαζί με τα 3 και 4, δηλαδή την παύση εχθροπραξιών και την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών προκειμένου να διευθετηθούν όλα αυτά τα ζητήματα.

Υπάρχει επίσης μια δέσμη προτάσεων που έχουν άμεσο, ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Τέτοιες είναι η επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης και η προστασία των αμάχων και των αιχμαλώτων πολέμου. Μια άλλη ομάδα αναφέρεται σε θέματα ασφάλειας της ανθρωπότητας και στην ομαλοποίηση της ροής των αγαθών. Τέτοιες είναι η διατήρηση της ασφάλειας των πυρηνικών εργοστασίων, η δευκόλυνση των εξαγωγών σιτηρών, η διατήρηση σταθερών βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων.

Οι προτάσεις 2 και 10 αφορούν γενικότερα το πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Είναι φανερό ότι βάλλεται η ψυχροπολεμική νοοτροπία των ΗΠΑ και η μονομερής επιβολή κυρώσεων, η οποία αντιτίθεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Στο σημείο 12, η προώθηση της μετασυγκρουσιακής ανασυγκρότησης αφορά το κρίσιμο ζήτημα της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Ποιες πολυεθνικές θα έχουν τον πρώτο λόγο; Πώς θα γίνει η μοιρασιά; Εκτιμάται ότι η ανοικοδόμηση υποδομών, κτιρίων, βιομηχανίας κλπ. θα ξεπεράσει το 1 τρις δολάρια.



Η θέση της Ελλάδας


Ανεξάρτητα από τις φιλοδοξίες και τις ιδιοτελείς στοχεύσεις της Κίνας, η πρότασή της έχει στοιχεία που είναι αξιοποιήσιμα. Παρόμοιες προτάσεις για το Ουκρανικό έχουν διατυπώσει οι πρόεδροι της Βραζιλίας και του Μεξικού, Λούλα και Ομπραδόρ αντίστοιχα.

Σε μια τόσο δυσμενή και επικίνδυνη ιστορική συγκυρία η Ελλάδα θα όφειλε να συμβάλλει στη διαφύλαξη της ειρήνης. Δεν έχει κανένα λόγο να εμπλέκεται στις συγκρούσεις. Η χώρα μας θα πρέπει να ασκήσει μια πολιτική που θα εναρμονίζεται με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Για το λόγο αυτό πρωτίστως, πρέπει άμεσα να διακόψει κάθε είδους συμμετοχή στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Θα μπορούσε τέλος, αξιοποιώντας στοιχεία των προτάσεων της Κίνας, της Βραζιλίας και του Μεξικού, να αναλάβει διπλωματική πρωτοβουλία μαζί με άλλες χώρες με τους εξής στόχους:

1. άμεση κατάπαυση του πυρός

2. απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων στο πλαίσιο μιας διεθνούς συμφωνίας αμοιβαίων εγγυήσεων και αμοιβαίου σεβασμού της κυριαρχίας των χωρών, στη βάση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ

3. στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς συμφωνίας λήψη μέτρων για την οικοδόμηση μιας ουδέτερης, δημοκρατικής Ουκρανίας.


ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION