εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 28/3/2023
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυριαρχεί κάποια ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι κινήσεις το τελευταίο διάστημα παραπέμπουν σε μια χαλαρότητα και στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για περαιτέρω συνεννόηση. H ηρεμία είναι σίγουρα προτιμότερη από την ένταση και θα υπήρχε κάθε λόγος για να μας χαροποιούν οι εξελίξεις αυτές. Δυστυχώς όμως είναι απολύτως συγκυριακές.
Θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι η κυβέρνηση Ερντογάν απεμπόλησε τις χρόνιες επιδιώξεις του τουρκικού κατεστημένου σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας αφορούν τις λεγόμενες “γκρίζες ζώνες”, την αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, τη μη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12ν.μ., τον τρόπο κατανομής της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Η επιθετικότητα εκφράζεται κατά καιρούς πολύπλευρα: με έμπρακτη αμφισβήτηση του καθεστώτος κυριαρχίας σε διάφορα νησιά αλλά και του δικαιώματος της Ελλάδας για χωρικά ύδατα 12 ν.μ., με ανορθόδοξες προβολές για την ΑΟΖ, με παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, με αμφισβήτηση του ελληνικού εναέριου χώρου των 10 ν.μ., του FIR Αθηνών, των ορίων ευθύνης για τη διάσωση στη θάλασσα. Η ουσία συνίσταται στην αμφισβήτηση από την Τουρκία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982, την οποία έχει υπογράψει και εφαρμόζει η συντριπτική πλειονότητα των κρατών, αλλά και των Συνθηκών εκείνων που έχουν καθορίσει τα σύνορα των δύο χωρών.
Οι επιδιώξεις αυτές δεν άλλαξαν ούτε πρόκειται να αλλάξουν, ακόμη και αν στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές βρεθεί ο υποψήφιος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Κιλιτσντάρογλου. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη της γειτονικής χώρας έχει βλέψεις επέκτασης της ισχύος της. Τις τελευταίες ιδίως δεκαετίες, η αναδειξή της σε περιφερειακή δύναμη έχει ενισχύσει τη βούλησή της αυτή. Σύντομα η σημερινή νηνεμία θα δώσει τη θέση της και πάλι στην ένταση.
Στην πρόσκαιρη αυτή ηρεμία παίζει ρόλο η επιθυμία των ΗΠΑ να ενισχύσουν τη ΝΑΤΟϊκή συνοχή ενώπιον της μεγάλης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και την Κίνα. Συνέβαλε επίσης, ανάμεσα σε άλλα, το γεγονός ότι η Τουρκία έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση στη Συρία. Πρόσφατα ο πρόεδρος της τελευταίας ματαίωσε τη συνάντηση που επρόκειτο να έχει στη Μόσχα με τον Ερντογάν. Το επιχείρημα που προέβαλε ήταν το αυτονόητο για κάθε χώρα που σέβεται την κυριαρχία της και το διεθνές δίκαιο: ότι η όποια διαπραγμάτευση δεν μπορεί να γίνει όσο η Τουρκία κατέχει μέρος του συριακού εδάφους και ότι πρέπει άμεσα να αποχωρήσει. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αναγκαστεί η Τουρκία σε αναδίπλωση στη Συρία.
Καλό θα ήταν η ελληνική εξωτερική πολιτική να λάμβανε υπόψη της τις παραπάνω παραμέτρους. Ο εφησυχασμός και η μακαριότητα, μαζί με την εναπόθεση των ελπίδων για υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στους “μεγάλους συμμάχους” έχουν αποδειχθεί κακοί σύμβουλοι.