Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Μαρτίου 2020


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 18/3/2020
Αναμενόμενο ήταν. Η πανδημία δεν σταματά τους σχεδιασμούς για περιφερειακή κυριαρχία και τις προσπάθειες για αναδιανομή των σφαιρών επιρροής. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ο Ταγίπ Ερντογάν συνομιλεί σήμερα με τους ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μοιάζει ως ο Ερντογάν και οι ηγέτες των ισχυρών κρατών της ΕΕ να υιοθετούν με το δικό τους τρόπο αυτό που ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε διατυπώσει: "μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση". Βέβαια ο Μάο εννοούσε ότι οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για επαναστατικές αλλαγές. Σε εντελώς αντίθετο μήκος κύματος ο Ερντογάν και η τουρκική ολιγαρχία που τον στηρίζει (ακόμη τουλάχιστον), θεωρεί ότι είναι μια καλή ευκαιρία για να βγει όχι μόνο από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται αλλά να κερδίσει και κάτι.
Οι σχεδιασμοί λαμβάνουν πλέον υπόψη τους ότι η υγεινομική κρίση του κορονοϊού θα γίνει το όχημα για να ξεσπάσει μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κρίση. Και σε κάθε οικονομική κρίση τίθεται επί τάπητος το ερώτημα ποιος θα πληρώσει. Το ερώτημα αυτό τίθεται τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Επομένως, ο επερχόμενος κλονισμός της παγκόσμιας οικονομίας θα αναζωπυρώσει δύο ειδών αντιθέσεις. Η πρώτη αφορά τις εσωτερικές αντιθέσεις των κοινωνιών και θα τροφοδοτηθεί από τις εγωιστικές ολιγαρχίες που θα θελήσουν για μια ακόμη φορά να ρίξουν τα νέα μεγάλα βάρη στους ασθενέστερους. Η δεύτερη αφορά τις σχέσεις των κρατών. Τα ισχυρότερα θα θελήσουν να ρίξουν το βάρος στα ασθενέστερα που είναι δέσμια του χρέους και της αδύναμης βιομηχανικής και τεχνολογικής τους βάσης (όπως είναι η Ελλάδα) αλλά και να επιτύχουν την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής (Συρία, Λιβύη και όχι μόνο). Αναμένεται λοιπόν ακόμη οξύτερος ανταγωνισμός για κυριαρχία.
Αν αυτό ισχύει ως γενική θεωρητική αρχή, που έχει επανειλημμένα αποδειχθεί στην παγκόσμια ιστορία, ιδίως του 20ού αιώνα, ισχύει ακόμη περισσότερο για την ηγεσία της Τουρκίας. Πρώτο, το επόμενο διάστημα θα κληθεί ίσως να αντιμετωπίσει μια ισχυρή κοινωνική πίεση στο εσωτερικό της χώρας που πιθανότατα θα μετασχηματιστεί σε πολιτική κρίση. Δεύτερο, οι δυο τελευταίες συναντήσεις του Ερντογάν για το συριακό δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Η συνάντηση με τον Πούτιν οδήγησε σε έναν επώδυνο για την Τουρκία συμβιβασμό ενώ από την τελευταία μετάβασή του στις Βρυξέλλες ο Τούρκος ηγέτης έφυγε με άδεια χέρια. Αλλά η διαπραγμάτευση και η πίεση θα συνεχιστούν σε δυο δεμένες μεταξύ τους κατευθύνσεις: προσφυγικό και Συρία, όπου το πρώτο είναι ένας μοχλός για το δεύτερο.
Με αυτά τα δεδομένα ο τυχοδιωκτισμός και επεκτατισμός της Άγκυρας θα ενταθούν. Και η Ελλάδα; Θα εξακολουθήσει να προσφέρει καλές υπηρεσίες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ εισπράττοντας μόνο λόγια κι αυτά με το σταγονόμετρο;



εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 10/3/2020

Ο Σουλτάνος στις Βρυξέλλες: Ο Ταγίπ Ερντογάν, εκπρόσωπος μιας τουρκικής ολιγαρχίας που διψάει για κέρδη, για αύξηση της περιφερειακής της ισχύος και γιατί όχι αργότερα -αν τα πράγματα δεν πάνε στραβά- και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, δεν παύει να είναι στριμωγμένος, προκλητικός ως συνήθως, αλλά ικανότατος στις διαπραγματεύσεις.
Oι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία δοκιμάζονται. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Μόνο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης του Πούτιν με τον Ερντογάν, ενώ συνομιλούσαν και ο Ρώσος πρόεδρος εξέφραζε τη λύπη του για το θάνατο τόσων τούρκων στρατιωτών στη Συρία, βρήκαν το θάνατο δυο ακόμη από συριακά πυρά. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν δεν ικανοποιεί τις τουρκικές επιδιώξεις. Επιπλέον, οι ασάφειές της θα οδηγήσουν στην πράξη σε ακόμη περισσότερο αρνητικά για την Τουρκία αποτελέσματα, γεγονός που θα θέσει σε ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία τις σχέσεις των δύο χωρών. Επομένως, η πίεση που θα επιχειρήσει να ασκήσει ο Ερντογάν στις Βρυξέλλες θα συνεχιστεί. Και ο απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το ζήτημα των προσφύγων το αποδεικνύει με το παραπάνω.
Από την πλευρά της ΕΕ το πεδίο προσδιορίζεται από τις θεμελιώδεις επιλογές της και ιδίως από εκείνες των βασικών της δυνάμεων: Γερμανίας και Γαλλίας. Αυτές οι επιλογές έχουν εκφραστεί πολύ καθαρά εδώ και χρόνια: είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ (που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας), η εκμηδένιση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή, ο διαμελισμός της Συρίας και η χρησιμοποίησή της ως εφαλτήριο για τον ευρύτερο έλεγχο της περιοχής. Άρα Τουρκία και ΕΕ συγκλίνουν στις στρατηγικές επιδιώξεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιμέρους διευθετήσεις, διαγκωνισμοί και διενέξεις για την κατανομή της ισχύος είναι στο τραπέζι. Ας μην ξεχνάμε και το ιστορικό παράδειγμα (1939), όταν η αποικιοκρατική Γαλλία που έλεγχε τη Συρία, παραχώρησε την περιοχή της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία κατά παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης και της βούλησης του συριακού λαού.
Το βάρος εκ των πραγμάτων μετατίθεται στην ελληνική πλευρά. Θα παραμείνει βουβή και "άβουλη αντάμα"; Αποθήκη ψυχών; Θα επαιτεί για κάποια δήλωση στήριξης τη στιγμή που στην πράξη θα προελαύνει η τουρκική επιθετικότητα σε όλα τα πεδία; Η στάση αυτή είναι αδιέξοδη.
Απαιτείται κατά τη γνώμη μου μια στροφή που θα βασίζει την πολιτική της Ελλάδας στο διεθνές δίκαιο: θα υποστηρίζει σθεναρά την αρχή του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ για μη επέμβαση στα εσωτερικά των κρατών (που θεσπίστηκε για να προφυλάξει τους ανίσχυρους από τους αδηφάγους ισχυρούς). Άρα θα υποστηρίζει τη νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας, θα ξαναανοίξει την πρεσβεία της στην Αθήνα. Τέλος, μια πολιτική άσκησης βέτο σε όλες τις διαδικασίες της ΕΕ για να την εξαναγκάσει να δεχτεί την κατάργηση των Κανονισμών του Δουβλίνου, τον διαμοιρασμό των προσφύγων, την ανθρωπιστική μεταχείρισή τους με βάση το διεθνές δίκαιο.


εφημερίδα Documento, 8/3/2020

Πρώτος άξονας: Οι βασικότερες διεκδικήσεις του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος αφορούν:
α. τις λεγόμενες “γκίζες ζώνες”, δηλαδή την αμφισβήτηση της κυριαρχίας συγκεκριμένων νησιών. Όμως οι Συνθήκες της Λωζάννης (1923) και του Παρισιού (1947) διευκρινίζουν το καθεστώς των νησιών και η Τουρκία δεν το είχε ποτέ αμφισβητήσει πριν τα Ίμια.
β. τη μη επέκταση των χωρικών υδάτων (αλλιώς: αιγιαλίτιδας ζώνης) της Ελλάδας στα 12ν.μ. και την αμφισβήτηση ότι τα νησιά δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Αρνείται δηλαδή η Τουρκία τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (1982). Την τελευταία έχει υπογράψει και εφαρμόζει η συντριπτική πλειονότητα των κρατών της γης. Σε όλο τον κόσμο, τρεις μόνο χώρες είχαν αντιταχθεί στη Σύμβαση: η Τουρκία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η Σύμβαση ορίζει με απόλυτη σαφήνεια ότι τα κράτη δικαιούνται να κηρύξουν μονομερώς αιγιαλίτιδα ζώνη 12 νμ και ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (άρθρο 121). Δεν εντάσσει το Αιγαίο σε κάποιο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, όπως είχε ζητήσει η Τουρκία. Η πρότασή της απορρίφθηκε κατά τις συζητήσεις προετοιμασίας της Σύμβασης.
Δεύτερος άξονας: Η Ελλάδα δεν έχει και δεν πρέπει να έχει διεκδικήσεις σε βάρος της Τουρκίας. Η χώρα μας πρέπει σταθερά να βασίζεται στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όπως αυτά απονέμονται από το διεθνές δίκαιο.
Το μόνο ζήτημα που με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου χρειάζεται οριοθέτηση και συνεννόηση με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Γι’ αυτό η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι μια επιλογή που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Προσφυγή όμως νοείται μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Το δικαστήριο δεν πρέπει να ασχοληθεί με το σύνολο των ζητημάτων που θέτει αυθαίρετα η Τουρκία.
Για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο απαιτείται οι δυο χώρες να υπογράψουν συνυποσχετικό, το οποίο περιλαμβάνει το θέμα για το οποίο διαφωνούν. Άρα θα πρέπει η Τουρκία να συμφωνήσει ότι θα εκδικαστεί αποκλειστικά το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Η ηγεσία της γειτονικής χώρας οφείλει πρωτύτερα να άρει το casus belli, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ασκήσει χωρίς απειλή χρήσης βίας το δικαίωμά της για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες του κόσμου (και η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα).
Τρίτος άξονας: Στη χώρα μας παραδοσιακά οι κυβερνήσεις, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, θεωρούν ότι η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ αποτελούν παράγοντες διασφάλισης των συνόρων της. Υποστηρίζουν ότι όσο είμαστε “δεδομένοι και προβλέψιμοι” θα μας υπερασπίζουν. Ο έλεγχος της πραγματικότητας και η μελέτη της πρόσφατης ιστορίας διαψεύδουν αυτή την άποψη.
Τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα μας έφτασε στο χείλος του πολέμου με την Τουρκία τέσσερεις φορές: το 1974 με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1976 με τις έρευνες του τουρκικού "Χόρα" στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, το 1987 με τις αντίστοιχες έρευνες του "Πίρι Ρέις", το 1996 με την κρίση στα Ίμια. Οι κορυφαίες αυτές κρίσεις δείχνουν ότι ανεξάρτητα από τις διπλωματικές εκφράσεις και ελιγμούς, στην πράξη οι “σύμμαχοι” πήραν -στην καλύτερη περίπτωση- θέση ίσων αποστάσεων, άρα θέση που ευνοεί τον επιτιθέμενο.
Οι πρόσφατες διαβεβαιώσεις του αμερικανού πρέσβη Τζ. Πάιατ ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν την Ελλάδα δεν αποτελούν καμιά εγγύηση. Θυμίζουν αντίστοιχες δηλώσεις σε προηγούμενες κρίσεις. Η συμφωνία για τις βάσεις του 1990 έδινε επίσης εγγυήσεις στην Ελλάδα. Που πήγαν αλήθεια στην κρίση των Ιμίων;
Στο ίδιο πνεύμα κινείται η ΕΕ: ακόμη αναμένονται οι σοβαρές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στη Σύνοδο της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999 νομιμοποιήθηκαν ουσιαστικά οι τουρκικές διεκδικήσεις αφού στο τελικό ανακοινωθέν αναγνωρίζονταν “διαφορές” με την Τουρκία και όχι μόνο η μία. Είναι σταθερή η προτροπή της ΕΕ προς την Ελλάδα για προσφυγή στη Χάγη για όλες τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και όχι μόνο για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Τέταρτος άξονας: Τι θα έπρεπε να πράξει μια κυβέρνηση που θα ήθελε στα σοβαρά να υπερασπίσει την ειρήνη και τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού;
  • Να ασκήσει τη διπλωματία των λαών και τις ειρήνης. Το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να μην είναι τόσο σταθερό όσο δείχνει. Στην Τουρκία υπάρχουν κοινωνικές αλλά και πολτικές δυνάμεις που επιθυμούν την ειρήνη, τη φιλία, τη συνεργασία και τον αμοιβαίο σεβασμό, που δεν εγείρουν αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας.
  • Να μην αναθέτει την επίλυση του προβλήματος στους “μεγάλους μας συμμάχους”. Αντίθετα, να απεμπλακεί πλήρως από αυτούς.
  • Να μην προβαίνει σε καιροσκοπικές κινήσεις από τις οποίες δεν έχει να κερδίσει ο ελληνικός λαός αλλά οι πολυεθνικές. Το τρίγωνο με ΗΠΑ και Ισραήλ και ο αγωγός EASTMED ρίχνουν λάδι στη φωτιά.
  • Να αξιοποιήσει την παρουσία άλλων δυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα, χωρίς όμως να υποταχθεί σε αυτές. Ειδικά τώρα που φαίνεται πολύ καθαρά ότι η σχέση Ρωσίας και Τουρκίας είναι μια λυκοφιλία που δεν θα πάει μακριά.
  • Τέλος, λαός υπό επιτροπεία, σε καθεστώς φτώχειας, βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων και αδικίας είναι διχασμένος και ηθικά τρωτός. Το ζητούμενο είναι “λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος”.



εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 6/3/2020

Η εξίσωση φαίνεται και είναι απλή. Το αντιδραστικό καθεστώς της Τουρκίας προσπαθεί να πιέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει ισχυρότερα μέτρα ενάντια στη Ρωσία και στην κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία. Γιατί; Γιατί απλούστατα τα σχέδια Ερντογάν για τη Συρία δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Εκτιμά ο Ερντογάν πως η εξώθηση των δύσμοιρων προσφύγων στα σύνορα με την Ελλάδα θα οδηγήσει σε μια πιο ενεργητική θέση τη Γερμανία και όλη την ΕΕ.
Η κίνηση δείχνει να αποδίδει καρπούς αφού η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας δήλωσε πως ΕΕ και ΗΠΑ θα πρέπει να σκήσουν μεγαλύτερη πίεση. Σε ποιον; όχι στον Ερντογάν αλλά στην κυβέρνηση Άσαντ και στο σύμμαχό της Ρωσία. Απείλησε μάλιστα με οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας. Εξαιρετική “λογική”: εδώ και μήνες αναζητούνται οι κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Τουρκίας για τις προκλητικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας αλλά τελικά η Γερμανία θα τις επιβάλλει αλλού.
Στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου περίεργο όλο αυτό. Αρκεί να θυμηθούμε πώς ξεκίνησε ο αιματηρός εμφύλιος στη Συρία και οι ξένες επεμβάσεις που διαρκούν σχεδόν μια δεκαετία με αναρίθμητους νεκρούς και εκατομμύρια ξεριζωμένους. Η Γαλλία, η Βρετανία, η ΕΕ, οι ΗΠΑ έχουν την ευθύνη. Παραβίασαν την εθνική κυριαρχία της Συρίας, υποστήριξαν με τον ένα ή άλλο τρόπο την ανατροπή του Άσαντ και το διαμελισμό της Συρίας. Το γεγονός ότι το καθεστώς Άσαντ δεν είναι αρεστό δεν απαλλάσσει από την ευθύνη. Μήπως το καθεστώς Ερντογάν είναι αρεστό;
Και η ελληνική κυβέρνηση; Έρμαιο των παιγνίων Ερντογάν και ΕΕ. Δεν άσκησε ούτε στοιχειώδη πίεση στην Τουρκία, δεν διατύπωσε ούτε μια νότα διαμαρτυρίας στον Τούρκο πρέσβη. Σε ένα κρεσέντο παραλογισμού, “χτυπάει το σαμάρι” (τους πρόσφυγες) μόνο που το “γαϊδούρι” δεν μπορεί να ακούσει έτσι. Και απέναντι στην ΕΕ τι ζήτησε η ελληνική κυβέρνηση; Επί της ουσίας τίποτα. Ούτε απείλησε στα σοβαρά να μπλοκάρει τις αποφάσεις της ΕΕ, ούτε ζήτησε να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία, ούτε απαίτησε από την ΕΕ να αναλάβει την προστασία και περίθαλψη των προσφύγων, αφού η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την κακοδαιμονία τους. Εκείνη είναι που τους ξερίζωσε από τα σπίτια τους. Και σαν να μην έφταναν αυτά, η ελληνική κυβέρνηση φέρνει ουσαστικά ευρωπαϊκές δυνάμεις να φυλάξουν τα σύνορά μας. Αλήθεια, μετά από όλα αυτά, από που προκύπτει τόση εμπιστοσύνη;
Στους καιρούς της δίνης, ας μην μας λείψει η λογική και η ανθρωπιά. Προσωπικά πάντως είμαι αισιόδοξος. Η πορεία της ανθρωπότητας είναι μια επώδυνη διαδικασία από το σκοτάδι της αμάθειας στο φως της γνώσης.


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο, 29/2-1/3/2020

Δεν μπορεί κανείς να λησμονήσει την αλληλεγγύη του γαλλικού λαού στα δύσεκτα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, του μετεμφυλιακού καθεστώτος και της δικτατορίας 1967-1974, όταν η Γαλλία προσέφερε καταφύγιο σε χιλιάδες διωκόμενους δημοκράτες. Οι δεσμοί αυτοί διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη σχέση, που καλλιεργεί ελπίδες ότι η Γαλλία μπορεί να σταθεί αρωγός μας έναντι της ολοένα αυξανόμενης προκλητικότητας και επιθετικότητας του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.
Αυτό το αίσθημα ισχυροποιείται περισσότερο κατ’ αντιδιαστολή με την πολιτική “ίσων αποστάσεων” που τηρούν ουσιαστικά οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η ΕΕ. Η Γαλλία φαίνεται να διαφοροποιείται, καθώς είναι επίσης γνωστό ότι παραδοσιακά διατηρεί μια απόσταση από τη γραμμή του ΝΑΤΟ τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα ζητήματα. Με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο έγινε αισθητό το γαλλικό τούτο άρωμα κατά την προχτεσινή επίσκεψη της Γαλλίδας υπουργού Άμυνας στη Λευκωσία και στην Αθήνα. Επομένως είναι λογικό τόσο η κυβέρνηση όσο και μέρος τουλάχιστον της ελληνικής κοινής γνώμης να προσβλέπουν στη γαλλική υποστήριξη.
Μια πιο ρεαλιστική και προσγειωμένη ανάγνωση της πραγματικότητας, βασισμένη σε ψύχραιμα, επιστημονικά εργαλεία θολώνει κάπως την αισιόδοξη αυτή εικόνα. Η μεταπολεμική Γαλλία δεν είναι ίδια με τη σημερινή. Διαφέρουν ποιοτικά η κοινή γνώμη, οι πολιτικές δυνάμεις, ο συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, οι κυβερνήσεις της.
Από την άλλη, η Γαλλία ήταν και είναι μια μεγάλη δύναμη με φιλοδοξίες οικονομικής και πολιτικής επέκτασης. Ήταν μια αποικιοκρατική δύναμη και παραμένει ακόμη και σήμερα παρούσα στα δρώμενα των πρώην αποικιών της, όχι πάντοτε με εποικοδομητικό και δημοκρατικό τρόπο. Ας αναλογιστούμε τη συμβολή της στη γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994 ή στη δολοφονία (επί προεδρίας Μιτεράν) του Τομάς Σανκαρά, του λαοφιλή ηγέτη της Μπουρκίνα Φάσο.
Στη Συρία πρωτοστάτησε στην υποκίνηση του εμφυλίου πολέμου, στην παρέμβαση στα εσωτερικά του κράτους αυτού, στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης Άσαντ. Εξακολουθεί την πολιτική αυτή ακόμη και σήμερα. Γαλλικές πολυεθνικές εταιρείες έχουν μείζονα συμφέροντα στην Ανατ. Μεσόγειο, προσδοκώντας την εκμετάλλευση των γαιανθράκων. Ενδιαφέρεται διακαώς για την πώληση των οπλικών συστημάτων της βιομηχανίας της. Και ας θυμόμαστε ακόμη ότι, αφού έσπρωξε την Ελλάδα στη μικρασιαστική εκστρατεία, στη συνέχεια την εγκατέλειψε. Ούτε κάν τους πρόσφυγες της Σμύρνης δεν δέχτηκε να βοηθήσει.
Άρα υπό όρους, οι γαλλικές θέσεις μπορεί να είναι εν μέρει αξιοποιήσιμες από την Ελλάδα, αρκεί βέβαια να μην μας εμπλέξουν στα αποικιοκρατικά σχέδια της Γαλλίας στην Αφρική ή αλλού. Ας μην τρέφουμε όμως υπερβολικές προσδοκίες, που μπορεί να αποδειχθούν ακόμη και επικίνδυνες. Στα κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα η Γαλλία δεν θα αποστασιοποιηθεί από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Δεν έχει τη θέληση και κυρίως τη δύναμη να το κάνει. Δεν το έπραξε ούτε την περίοδο του “Ελλάς - Γαλλία συμμαχία” του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION