Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

2020


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 3/12/2020


    Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί εναγωνίως να οικοδομήσει νέες συμμαχίες ή να ενισχύσει παλαιές, για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του καθεστώτος Ερντογάν. Κλίμα γιορτινής ατμόσφαιρας καλλιεργείται από μερικές πλευρές. Πόσο δικαιολογείται από την πραγματικότητα μια έστω και συγκρατημένη αισιοδοξία;

Πρώτο: εν αρχή ήν οι ΗΠΑ. Πανηγυρισμοί ακολούθησαν την εκλογή Μπάϊντεν στην προεδρία. Άρθρα κατέκλυσαν τον ελληνικό τύπο που βεβαιώνουν ότι μια νέα σελίδα αναμένει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και ότι ο νέος πρόεδρος, σε αντίθεση με τον απερχόμενο, θα κρατήσει φιλελληνική στάση. Μέχρι και ο Μ. Δουκάκης επιστρατεύθηκε στην κατεύθυνση αυτή. Υπήρξαν όμως και οι ψύχραιμες φωνές των αναλυτών εκείνων που αναδεικνύουν την ωμή αλήθεια ότι δηλαδή η στρατηγική σχέση των ΗΠΑ με την Τουρκία δεν πρόκειται να μεταβληθεί. Αν αλλάξει κάτι θα είναι μόνο επιμέρους πλευρές, κινήσεις, αποχρώσεις.

Ακόμη περισσότερο, το γεγονός ότι η πολιτική Μπάιντεν αναμένεται να στρέψει πιο έντονα την αιχμή του δόρατος της εξωτερικής της πολιτικής ενάντια στη Ρωσία και στην Κίνα, σημαίνει ότι η Τουρκία θα γίνει πιο απαραίτητη στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία. Κάτι εξάλλου που εξηγεί και τους υψηλούς τόνους που χρησιμοποίησε ο Μ. Πομπέο στην πρόσφατη συνεδρίαση της ατλαντικής συμμαχίας. Η γεωγραφική θέση αλλά και η ιδιόμορφη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη στις ΗΠΑ. Και ας μην ξεχνάμε μια εύγλωττη λεπτομέρεια: ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός που καλεί τη μειονότητα των Ουιγούρων σε απόσχιση από την Κίνα εδρεύει στην Τουρκία και πως Ουιγούροι μισθοφόροι έχουν αξιοποιηθεί από τον Ερντογάν στην Συρία.

Δεύτερο, είναι το ΝΑΤΟ. Παρά την ρητορική Πομπέο, στο δια ταύτα ο ΓΓ του ΝΑΤΟ κατέληξε σε μια από τα ίδια. Στην ανάγκη δηλαδή ενίσχυσης του μηχανισμού αποκλιμάκωσης, με ακύρωση των στρατιωτικών ασκήσεων Ελλάδας - Τουρκίας και στην υλοποίηση ολοκληρωμένων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Έτσι, απλά και καθαρά, ως να απευθύνεται σε δυο εξίσου υπεύθυνους ταραξίες.

Τρίτο, είναι η επικείμενη ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής. Ακόμη και αν τελικά καταλήξει σε απόφαση για κυρώσεις, όλα δείχνουν ότι θα ξανασυζητηθούν επί του συγκριμένου τον Ιανουάριο, για να δουν στη συνέχεια ποιες από αυτές θα εφαρμοστούν, αν θα εφαρμοστούν, με ποια σταδιακή κλιμάκωση και ανάλογα με τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Λες και δεν την γνωρίζουν.

Τέταρτο, είναι οι περιφερειακές συμμαχίες. Ο άξονας με το Ισραήλ ίσως εμφανίσει ρωγμές. Για μια ακόμη φορά διέρρευσαν πληροφορίες για υπόγειες διαβουλεύσεις του με την Τουρκία. Από την άλλη, η αποστολή ελληνικής πυροβολαρχίας στη Σαουδική Αραβία, όχι μόνο δεν διασφαλίζει τη στήριξη της Ελλάδας από το μεσαιωνικό, απάνθρωπο καθεστώς του Ριάντ αλλά και μας εκθέτει επικίνδυνα στους ανταγωνισμούς στη Μέση Ανατολή. Το ίδιο και η στρατιωτική συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πιστεύει κανείς ότι σε περίπτωση ανάγκης, θα μας συνέδραμαν στρατιωτικά;

Κατά συνέπεια ούτε ο Ερντογάν είναι στριμωγμένος, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ούτε γιορτινή ατμόσφαιρα μπορεί να στηθεί. Κάτι πρέπει να αλλάξει.


 

Εφημερίδα των Συντακτών, 1/12/2020


    Η απαγόρευση των συναθροίσεων και το όργιο αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας ανά την Ελλάδα που ζήσαμε στις 17 Νοεμβρίου συνιστούν μια νέα ποιοτικά κατάσταση. Πρόκειται για ξεκάθαρη καταπάτηση του Συντάγματος. Οι όποιοι περιορισμοί επιβάλλονται από την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν μπορούν να αναιρούν το Σύνταγμα, ιδίως από τη στιγμή που οι διαδηλωτές φροντίζουν με επιμέλεια να τηρούν τα υγειονομικά ενδεικνυόμενα μέτρα. Πολύ περισσότερο, τα μέτρα ενάντια στην πανδημία δεν δικαιολογούν τις παράνομες και αντισυνταγματικές πρακτικές των βιαιοπραγιών σε βάρος πολιτών ακόμη και σε βάρος βουλευτών.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα φαινόμενα αυτά δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο για την ελληνική πραγματικότητα. Ούτε η παραβίαση του Συντάγματος από τους κυβερνώντες. Ας σκεφτούμε τα Μνημόνια της κρίσης που συγκρότησαν ένα “οικονομικό παρα-Σύνταγμα”. Ας αναλογιστούμε την πάγια ατιμωρησία των αστυνομικών, με ευθύνη βέβαια των κυβερνήσεων. Ακόμη και η απολύτως συνηθισμένη τακτική των αστυνομικών οργάνων να παρευρίσκονται στις συναθροίσεις, κοντά στους διαδηλωτές, σε αριθμό δυσανάλογο προς αυτούς, πάνοπλοι, συνιστά μια πρακτική που αντιβαίνει στο πνεύμα και στο γράμμα του άρθρου 11 του Συντάγματος.

Ωστόσο, τα όσα συνέβησαν στις 17 Νοεμβρίου, σε συνδυασμό με τον αντισυνταγματικό νόμο για τις συναθροίσεις, τις διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με το αστυνομικό σώμα, που προφανώς δεν έχουν στο ελάχιστο θιγεί, συγκροτούν μια ποιοτική διαφοροποίηση. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται με ανήθικο τρόπο την πανδημία για να εμπεδώσει βαθιά αντιδημοκρατικές πρακτικές. Θέτει στο στόχαστρο ιδίως το δικαίωμα στη συνάθροιση και στην απεργία. Θα προσπαθήσει να θέσει πιο έντονα στο στόχαστρο και την ελευθερία διάδοσης των ιδεών.

Αναμενόμενα είναι όλα αυτά. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι κυβερνήσεις κατά κανόνα ρίχνουν τα βάρη της στις πλάτες των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Αλλά καθώς η φτώχεια εξαπλώνεται και οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εντάσεις, αισθάνονται υποχρεωμένες να περιορίσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και κατακτήσεις. Στο πνεύμα αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στο μεσοπόλεμο και λίγο πριν εισάγει προς ψήφιση τον αντικομμουνιστικό ν. 4229/1929, υποστήριζε ότι «τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι δεν είναι απόλυτα» και ότι “τα κακά του κοινουβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα”.

Οι σύγχρονες εξελίξεις και η ιστορική εμπειρία πρέπει να μας προβληματίσει όλους και όλες. Για τους λόγους αυτούς αισθάνθηκα την ανάγκη να ξεκινήσω τα μαθήματά μου την προηγούμενη εβδομάδα στο πανεπιστήμιο με ένα επίκαιρο απόσπασμα ομιλίας του Αριστόβουλου Μάνεση, καθηγητή του Συνταγματικού δικαίου. Ο Α. Μάνεσης υπήρξε ένας από τους δυο κορυφαίους συνταγματολόγους του 20ού αιώνα στην πατρίδα μας. Ο άλλος ήταν ο Αλέξανδρος Σβώλος που προηγήθηκε χρονικά. Και οι δύο έδωσαν με τη στάση τους, ως επιστήμονες και ως πολίτες, το παράδειγμα, σε αντίθεση με άλλους που υπέκυψαν στις σειρήνες της εξουσίας και του χρήματος. Στάθηκαν πάντοτε δίπλα στο λαό. Υπεράσπισαν τη δημοκρατία και τις ελευθερίες. Πλήρωσαν επανειλημμένα αυτή τους την επιλογή, απολύθηκαν από το πανεπιστήμιο, εξορίστηκαν.

Τον Αριστόβουλο Μάνεση είχα την τύχη να έχω καθηγητή όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Αθήνας το 1984. Ήταν τότε προς το τέλος της ακαδημαϊκής του πορείας. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στις 18 Ιανουαρίου 1968, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο της Νομικής Θεσσαλονίκης, λίγο πριν απολυθεί και εξοριστεί από τη χούντα, έκλεισε το μάθημά του με τα παρακάτω λόγια. Τα μοιράζομαι και μαζί σας:

“Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρείστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρείστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατείστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας. Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ό,τι ο Περικλής είχε πει στον “Επιτάφιο”: όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι φιλήσυχος, αλλά άχρηστος, “αχρείος” πολίτης. Και μην ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή – και θέλω μ’ αυτά να σας αποχαιρετίσω:

Όσοι το χάλκεον χέρι

βαρύ του φόβου αισθάνονται,

ζυγόν δουλείας ας έχωσι

θέλει αρετήν και τόλμην

η Ελευθερία”».



 

εφημ. Documento, 22/11/2020


Α. Τα πλήγματα στα δημοκρατικά δικαιώματα, στις ελευθερίες, στην ίδια τη δημοκρατία συσσωρεύονται με ρυθμό ραγδαίο. Τόσο ραγδαίο που προκαλεί παραζάλη. Χρειάζεται ίσως να σταθεί κανείς μια στιγμή σχετικά αποστασιοποιημένος για να συνειδητοποιήσει αυτό που συμβαίνει: μια ποιοτική διαφοροποίηση, μια ποιοτική μετάλλαξη – οπισθοδρόμηση.

Φυσικά αυτή δεν είναι προϊόν αποκλειστικά του τελευταίου έτους, ούτε χαρακτηρίζει μόνο τη χώρα μας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα οι σχετικές αρνητικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Πέρα από το όργιο καταστολής των προηγούμενων ημερών και την αντισυνταγματική απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου, ενδεικτικά μόνο αναφέρω τον πρόσφατο νόμο που περιορίζει ασφυκτικά και αντισυνταγματικά τις συναθροίσεις αλλά και το υπό ψήφιση εν μέσω πανδημίας αντεργατικό νομοσχέδιο.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην μόμιμη πλέον αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Ωστόσο, οι αυθαίρετες και παράνομες πρακτικές των αστυνομικών οργάνων, η επιδεικτική ατιμωρησία τους, οι συμπεριφορές που θυμίζουν παρακρατικές οργανώσεις ή περιθωριακές ομάδες γνωρίζουν μια μεγάλη έξαρση, με ευθύνη βέβαια του αρμόδιου υπουργού και της κυβέρνησης.

Στο στόχαστρο ειδικά έχουν τεθεί οι νέοι: οι μαθητές, οι φοιτητές, οι νέοι που απλώς περπατούν στο δρόμο ή που κάθονται στο παγκάκι. Πρόκειται για εφαρμογή μιας πολιτικής “μηδενικής ανοχής” έναντι του πολίτη, του αδύναμου, του διαμαρτυρόμενου, του αγωνιζόμενου. Την ίδια στιγμή, όπως δείχνουν και οι επιστημονικές έρευνες, η ανοχή στα οικονομικά εγκλήματα των “λευκών κολάρων” (της οικονομικής ολιγαρχίας δηλαδή) διευρύνεται, γίνεται ολοένα και πιο προκλητική.

Β. Αν μελετήσουμε την ιστορική εμπειρία, θα διαπιστώσουμε ότι τα παραπάνω συμπτώματα χαρακτηρίζουν κάθε εποχή κρίσης. Η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, που πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια μας σε παγκόσμιο επίπεδο, συνοδεύεται πάντοτε από τη συρρίκνωση (και ενίοτε την κατάργηση) των δημοκρατικών ελευθεριών και της δημοκρατίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν, και μάλιστα προληπτικά, οι αντιδράσεις των κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται σφοδρά. Στόχος των κρατούντων είναι ένας φοβισμένος και αλυσοδεμένος λαός που δεν θα τολμά να αντιδράσει, ίσως ούτε καν να σκεφτεί. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία επίσης διδάσκει ότι το “κράτος του χωροφύλακα” γεννά εκείνη την ασφυξία η οποία με τη σειρά της φέρνει την έγερση, κάποιες φορές και την εξέγερση.

Γ. Είναι ίσως η ώρα για ένα πανδημοκρατικό προσκλητήριο ώστε να τεθεί φραγμός στον επικίνδυνο αντιδημοκρατικό κατήφορο. Εν προκειμένω χρήσιμη θα ήταν η συγκρότηση μιας πλατιάς επιτροπής επιστημόνων, καλλιτεχνών, συνδικαλιστών και άλλων προσώπων, ανεξάρτητα από πολιτικές αντιλήψεις, με σκοπό την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών. Μια τέτοια επιτροπή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης και προπομπός ενός ισχυρού δημοκρατικού κινήματος που θα σαρώσει (πρώτα ηθικά) την αστυνομοκρατία και τον αυταρχισμό. Ας μην λησμονάμε ότι τούτος εδώ ο τόπος έχει μεγάλη ιστορία. “Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει”.



 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 4/11/2020


Η αναζήτηση συμμαχιών και συνεργασιών στο διπλωματικό επίπεδο στις συνθήκες όξυνσης της επιθετικότητας του καθεστώτος Ερντογάν είναι μονόδρομος. Αυτό είναι εύκολα αντιληπτό από όλους. Και μάλιστα χρειάζεται αναζήτηση συνεργασιών πέρα από τους παραδοσιακούς συμμάχους. Τούτο γίνεται κατανοητό ακόμη και από εκείνους που ευελπιστούν ότι οι παραδοσιακοί σύμμαχοι θα στηρίξουν την Ελλάδα. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσο η σημερινή κυβέρνηση (όσο και η προηγούμενη) συνεχίζει την προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων με το Ισραήλ. Ετοιμάζεται μάλιστα περαιτέρω για μια τριμερή συνάντηση με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Ινδία. Ανακύπτουν ωστόσο δύο σημαντικά προβλήματα στην προσπάθεια αυτή.

Πρώτο, ο παραδοσιακός πυλώνας στον οποίο βασίζεται η εξωτερική μας πολιτική είναι σαθρός. Επιχαίρουν για παράδειγμα πολλοί, επειδή ο απερχόμενος υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο δήλωσε χτες ενόψει των νέων προκλητικών ενεργειών της Τουρκίας ότι “η Ελλάδα αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή”. Και λοιπόν; Ποια είναι η πρακτική αξία τέτοιων δηλώσεων; Τι σημαίνει αυτό από την “άποψη της ουσιαστικής υπεράσπισης των κατά το διεθνές δίκαιο κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας; Τώρα, νομίζω, το γνωρίζουμε. Τίποτα απολύτως.

Δεύτερο, η ανάπτυξη σχέσεων με χώρες όπως το Ισραήλ εντάσσουν αντικειμενικά τη χώρα μας σε αλλότριες αντιπαραθέσεις. Είναι γνωστός ο ρόλος των κυβερνήσεων του Ισραήλ στην περιοχή. Εξακολουθούν να καταπιέζουν εδώ και δεκαετίες τον παλαιστινιακό λαό, γεγονός που τις στιγματίζει ηθικά στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Αποτέλεσαν πάντοτε τον χωροφύλακα των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή έχοντας παράλληλα τις δικές τους αυτοτελείς επιδιώξεις και σχέδια. Οι σχέσεις τους με την Τουρκία σήμερα είναι συγκρουσιακές αλλά υπάρχουν σαφή δείγματα και από το παρελθόν ότι εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε σχέσεις συνεργασίας και διαμοιρασμού της ισχύος και των ζωνών επιρροής στην περιοχή.

Εξάλλου, το Ισραήλ, όπως οι ΗΠΑ και η Τουρκία είναι οι χώρες εκείνες που αντιτάχθηκαν από την αρχή στη σύμβαση για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, τη σύμβαση δηλαδή την οποία η χώρα μας δικαίως επικαλείται σταθερά. Δεκάδες (65 σίγουρα) είναι επίσης οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΟΗΕ για παραβίαση του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ. Όσο για την συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εντάσσεται και αυτή στο σχεδιασμό των συμμαχιών του Ισραήλ και στους άξονες που διαμορφώνονται στη Μέση Ανατολή για την κατανομή των σφαιρών επιρροής. Η δε προσέγγιση με την Ινδία το μόνο που θα επιτύχει είναι να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ και να δυσαρεστήσει ίσως την Κίνα.

Υπάρχει αλήθεια λόγος να εμπλέκεται η χώρα μας σε τέτοια σχέδια; Είναι αλήθεια αξιόπιστο ένα τέτοιο διπλωματικό μέτωπο; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι τέτοιοι διεθνείς παράγοντες θα προσφέρουν σε τυχόν κρίσιμη ώρα την οποιαδήποτε βοήθεια στον ελληνικό λαό;




Περιεχόμενα

Πρόλογος


Κ. Ήσυχος

Μέρος πρώτο: Ελλάδα και Τουρκία στο σύγχρονο κόσμο

1. Το νέο διεθνές περιβάλλον και η Ελλάδα

2. H Τουρκία σήμερα


Δ. Καλτσώνης

Μέρος δεύτερο: ελληνοτουρκικές σχέσεις

3. Τι είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη, η υφαλοκρηπίδα, η ΑΟΖ. Υπάρχουν “γκρίζες ζώνες”;

4. Τι θα γίνει με το κυπριακό;

5. Μπορούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ να βοηθήσουν την Ελλάδα;

6. Τι πρέπει τελικά να γίνει

Πρόλογος

Στους ταραγμένους καιρούς μας, ενώσαμε τις γραφές, τις δυνάμεις, τις διαφορετικές εμπειρίες μας. Στόχος μας ήταν να σκεφτούμε από κοινού πάνω σε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα των ημερών μας και όχι μόνο: το ζήτημα της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας, των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Μελετήσαμε, όσο στάθηκε δυνατό, τα δεδομένα του ζητήματος, τις απόψεις των ειδικών του διεθνούς δικαίου.

Καρπός αυτής της συνεργασίας μας είναι το παρόν βιβλίο το οποίο ανιχνεύει τις βασικές απειλές και προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός λαός και επιχειρεί με τρόπο ευσύνοπτο και εκλαϊκευτικό να διατυπώσει, σε 6 μόλις σημεία, καίριες και αποτελεσματικές προτάσεις. Τις καταθέτουμε στο δημόσιο διάλογο.

Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους, όχι μόνο σε εκείνους που ασχολούνται συστηματικά με τα θέματα αυτά. Για τη διευκόλυνση του αναγνώστη αποφύγαμε, εκτός κάποιων απολύτως αναγκαίων εξαιρέσεων, τις βιβλιογραφικές παραπομπές.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 27/10/2020

Τι έχει πάνω απ’ όλα ανάγκη ο ελληνικός λαός μέσα στο ανταριασμένο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον; Ειρήνη και διασφάλιση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε και τα δυο. Στην προσπάθεια αυτή απαιτείται η καλλιέργεια συμμαχιών, τόσο σε επίπεδο λαών όσο και σε επίπεδο κυβερνήσεων και κρατών.

Για το πρώτο υπάρχουν ευρύτατα περιθώρια ανάπτυξης φιλικών σχέσεων με το λαό της Τουρκίας αλλά και όλων των γειτονικών χωρών στη βάση της διαφύλαξης της ειρήνης, της φιλίας, της συνεργασίας σε ισότιμη βάση, του αμοιβαίου σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε λαού. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια διπλωματία των λαών θεμελιωμένη στα κοινά συμφέροντα και στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Η ανάπτυξη τέτιων σχέσεων είναι εφικτή και μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική πίεση ακόμη και σε αντιδραστικές κυβερνήσεις όπως αυτή του Ερντογάν στην Τουρκία.

Για το δεύτερο επίπεδο, η Ελλάδα χρειάζεται την αναζήτηση συμμαχιών πέρα των παραδοσιακών, καθώς οι τελευταίες έχουν αποδειχθεί τουλάχιστον αναποτελεσματικές. Για την ακρίβεια, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Γερμανία, ΕΕ δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν είναι διατεθειμένες να θέσουν φραγμούς στην επιθετική πολιτική της Άγκυρας. Ακολουθούν πολιτική ίσων αποστάσεων ή στην καλύτερη των περιπτώσεων ψελλίζουν ενίοτε δειλά λόγια υποστήριξης. Αλλά ποτέ δεν είδαμε πράξεις.

Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι παραπάνω από χρήσιμη η αξιοποίηση του ρόλου της Ρωσίας και της Κίνας, όχι για να αντικαταστήσουμε την αμερικανο-γερμανική επικυριαρχία με τη ρωσική ή την κινεζική. Αλλά στο πλαίσιο μιας πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας έχουμε κάθε λόγο και όφελος να αναζητήσουμε ερείσματα. Δεν υπάρχει άλλη τόσο ξεκάθαρη τοποθέτηση υπέρ του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και των απορρεόντων από αυτό δικαιωμάτων της χώρας μας, όσο αυτή του υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας. Ακόμη και για το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο περί ΑΟΖ η τοποθέτηση Λαβρόφ ήταν αδιαμφισβήτητα η πλέον φιλική προς το διεθνές δίκαιο και την Ελλάδα, σε αντίθεση με τη στάση των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Η Ρωσία και η Κίνα, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουν την αναθεωρητική στάση που έχουν οι ΗΠΑ. Δεν είναι η Ρωσία ούτε η Κίνα που αποσταθεροποίησαν τη Συρία, τη Λιβύη, ενώ η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία είναι προφανέστατα ευκαιριακή και εύθραυστη. Βέβαια, ως ισχυρές δυνάμεις ενδιαφέρονται για την επέκταση των συμφερόντων τους αλλά τα περιθώρια και ο τρόπος δράσης τους είναι προς το παρόν δεδομένα.

Θα μπορούσε επομένως να αξιοποιηθεί η στάση τους προς όφελος της ειρήνης και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο εμπόδιο. Η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, δυο οργανισμούς που αντιμάχονται σε όλα τα πεδία τη Ρωσία και την Κίνα με την άσκηση οικονομικών, διπλωματικών, προπαγανδιστικών, στρατιωτικών πιέσεων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όλες ανεξαιρέτως, ό,τι κι αν λένε, ακολουθούν πιστά αυτή την πολιτική αδυνατώντας έτσι να αξιοποιήσουν την στήριξη των δυο αυτών δυνάμεων. Συμφέρει αυτό τον ελληνικό λαό;



 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 14/10/2020


Οι νέες, αλλεπάλληλες προκλήσεις Ερντογάν έρχονται σε καταφανή αντίθεση με το γεγονός ότι η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ και το ΝΑΤΟ ωθούν την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Μετά την απόφαση της Συνόδου, που απέφυγε ακόμη και την αναφορά στον όρο “κυρώσεις”, την σκυτάλη πήρε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, το οποίο εκτός των άλλων φροντίζει ακόμη και να εξαιρεί τα ελληνιά νησιά από τις ασκήσεις του δικαιώνοντας έμμεσα την Τουρκία, η οποία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία. Στις συνθήκες αυτές, η ελληνική κυβέρνηση κάνει βήματα προς την κατεύθυνση που της υποδεικνύουν οι σύμμαχοι αλλά υποστηρίζει ότι θα συζητήσει μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, όπως είναι η πάγια θέση όλων των κυβερνήσεων, θεωρητικά τουλάχιστον. Η τουρκική κυβέρνηση από την άλλη, ξεδιπλώνει ευθαρσώς όλη την αντζέντα των διεκδικήσεών της.

Καιρός λοιπόν να υπολογίσουμε το ισοζύγιο. Τις τελευταίες δεκαετίες το ΝΑΤΟ και η ΕΕ ζήτησαν από τη χώρα μας: να αγοράζει τα οπλικά συστήματα των βιομηχανιών τους, να αγοράζει τα βιομηχανικά προϊόντα τους, να περιορίσει σημαντικά τη βιομηχανική και αγροτική υποδομή της και να περιοριστεί κατά βάση στην τουριστική ανάπτυξη. Ζήτησαν επίσης να υπογραφούν και να εφαρμοστούν τα Μνημόνια που τόση οδύνη έφεραν στη λαϊκή οικογένεια. Δεν δέχτηκαν να διαγράψουν ούτε μέρος του χρέους, παρότι αυτή είναι μια πρακτική που έχει πολύ συχνά εφαρμοστεί παγκοσμίως. Απέτρεψαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και ανέτρεψαν εκβιαστικά το ξεκάθαρο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015.

Ζήτησαν την διέλευση των στρατευμάτων τους (κατά παραβίαση του άρθρου 27 παρ. 2 του Συντάγματός μας) για να επιβάλλουν το καθεστώς προτεκτοράτου στο Κόσοβο. Ζήτησαν με την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, που ψηφίστηκε πριν μερικούς μήνες, την κατά παραβίαση του Συντάγματος λευκή επιταγή για την επέκταση των δραστηριοτήτων των βάσεων ανά την Ελλάδα. Ζήτησαν κατά καιρούς την αποστολή στρατιωτικών δυάμεων της Ελλάδας στο Κόσοβο, στη Βοσνία, στο Αφγανιστάν και αλλού, την αναβάθμιση της γιγαντιαίας βάσης της Σούδας. Ζήτησαν να συγκατανεύσουμε σε κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και της Λευκορωσίας.

Ζήτησαν να αναλάβουμε το βάρος της διαχείρισης του προσφυγικού, των ανθρώπων αυτών που ξεριζώθηκαν εξαιτίας της δικής τους επεμβατικής πολιτικής στη Μ. Ανατολή και στη βόρεια Αφρική. Ζήτησαν να συμμετέχουμε σε κοινές στρατιωτικές δράσεις με την κυβέρνηση του Ισραήλ που κρατά υποδουλωμένο τον παλαιστινιακό λαό. Σε όλα αυτά και σε άλλα ακόμη έλαβαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις θετική απάντηση.

Η Ελλάδα ζήτησε από τους συμμάχους της να εγγυηθούν τα σύνορά της, την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, που ανάμεσα στα αλλα προβλέπει την δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων μας στα 12 ν.μ. Ζήτησε να συμβάλλουν στη μη αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας επί των νησιών, στην υλοποίηση των αποφάσεων του ΟΗΕ για απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο. Δεν έλαβε τίποτα από όλα αυτά.

Μήπως ήρθε η ώρα να ακολουθήσει ο ελληνικός λαός την προτροπή του Σουν Τσου “Ζυγίστε την κατάσταση προτού κινηθείτε” και να αναπροσανατολιστεί;



 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 23/9/2020


Δυο επιλογές υπάρχουν ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ όπου θα συζητηθούν οι σχέσεις της με την Τουρκία. Η πρώτη είναι να ακολουθήσει η Ελλάδα τη γραμμή της ΕΕ, στην πραγματικότητα δηλαδή αυτή της Γερμανίας. Μπορεί βέβαια να υπάρξουν επιμέρους μικρές αλλά όχι ουσιαστικές διαφοροποιήσεις της ελληνικής πλευράς, που δεν θα αλλάζουν την ουσία.

Η γραμμή αυτή έχει ως θεμέλιο την άποψη ότι η χώρα μας ούτε έχει τη δυνατότητα αλλά ούτε πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τη Γερμανία και την ΕΕ. Υποστηρίζει ότι οι δυνάμεις της Ελλάδας είναι συγκεκριμένες και ότι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της μπορεί να γίνει μόνο ακολουθώντας την πολιτική των ισχυρών.

Στο πλαίσιο αυτής της άποψης η Ελλάδα πρέπει να συνηγορήσει στη δημιουργία ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, που προωθεί η Α. Μέρκελ, και πάνω εκεί να επιδρά ώστε να χαλιναγωγήσει την επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος. Όμως, η πολιτική αυτή δεν είναι καινούργια. Είναι ταυτόσημη με την πολιτική της διακυβέρνησης Σημίτη. Έτσι και τότε, η κυβέρνηση Σημίτη προσδοκούσε ότι θα κατευνάσει την Τουρκία με το δέλεαρ της ΕΕ.

Η πολιτική κατευνασμού είναι γενικά επικίνδυνη και αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά με κορυφαίο παράδειγμα την πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ. Αν κάποιες φορές μπορεί να αποδώσει κάτι, είναι μόνο όταν λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις στρατηγικές επιδιώξεις της άλλης πλευράς. Η οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας έχει όμως σταθερή πολιτική επιδίωξη εδώ και δεκαετίες την αναθεώρηση του status quo στην περιοχή. Ειδικά μετά τη διακυβέρνηση Ερντογάν και την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη, οι επιδιώξεις αυτές είναι όχι απλά εμπεδωμένες αλλά έχουν διευρυνθεί.

Η κατάληξη της πολιτικής Σημίτη ήταν τα Ίμια, η Μαδρίτη και το Ελσίνκι όπου για πρώτη φορά η ελληνική πλευρά αναγνώρισε περισσότερες της μιας (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) διαφορές. Δηλαδή έμμεσα αναγνώρισε την ατζέντα των διεκδικήσεων τη Τουρκίας. Σήμερα, με τις αντιθέσεις ανάμεσα στις μεγάλες και στις περιφερειακές δυνάμεις να οξύνονται στο έπακρο, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να έχουμε μια ακόμη πιο ολέθρια κατάληξη αφού η χώρα μας γίνεται έτσι πιόνι στις αντιπαραθέσεις των ισχυρών. Ο δρόμος της πρόσδεσης και υποταγής στους ισχυρούς οδηγεί αποδεδειγμένα στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Ήδη Γερμανία και ΗΠΑ μας οδηγούν, ως πρώτο βήμα, σε έναν εφόλης της ύλης (των τουρκικών διεκδικήσεων) διάλογο με την Τουρκία.

Υπάρχει όμως και η άλλη επιλογή. Αυτή της εθνικής ανεξαρτησίας και της απεμπλοκής από τα παζάρια και τις επιδιώξεις της Γερμανίας, της ΕΕ, των ΗΠΑ. Ένα πρώτο βήμα στη λογική αυτή θα ήταν να μπλοκαριστούν όλες οι αποφάσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όσο δεν ικανοποιούνται οι ελληνικές θέσεις περί σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Ένα ηχηρό βέτο, όπως της Κυπριακής Δημοκρατίας ενάντια στις κυρώσεις της ΕΕ για τη Λευκορωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει μια μικρή πρόγευση στην παραπάνω κατεύθυνση.


εφημ. Documento, 13/9/2020


Μπροστά στο ανθρώπινο δράμα στη Μόρια δοκιμάζεται, αν δεν αποκαλύπτεται ο πολιτισμός μας, η ανθρωπιά μας. Υπάρχει ωστόσο και ένα τμήμα της κοινωνίας που με μένος στρέφεται ενάντια στους απόκληρους των προσφυγικών γκέτο. Πρόκειται για φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες ιστορικές περιόδους. Για παράδειγμα, κατά την πρώτη περίοδο της ναζιστικής κατοχής, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, ο φόβος, η ανασφάλεια, το άγχος της επιβίωσης, η καταπίεση οδήγησαν σε μια ακραία εκδήλωση ατομικιστικών συμπεριφορών, στην εγωιστική “ησυχία”, στην αδιαφορία για το διπλανό που μπορεί να υποφέρει περισσότερο από εμάς. Ακόμη χειρότερα, ο αδύναμος διπλανός βαφτίστηκε κάποιες φορές εχθρός για να μην αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε τον πραγματικό εχθρό που ήταν και είναι πανίσχυρος.

Ένα ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και σήμερα σε τμήμα της κοινωνίας μας. Οι συμπεριφορές αυτές μάλιστα καλλιεργούνται συνειδητά ή τουλάχιστον ευνοούνται από την κυβέρνηση και το χώρο της ακροδεξιάς. Οι δυνάμεις αυτές στρέφουν στοχευμένα την οργή των καθημαγμένων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στους ακόμη πιο ευάλωτους και αδύναμους. Έτσι, επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν και να κρύψουν τις βαθιά άδικες πολιτικές που εφαρμόζουν και οι οποίες οδηγούν στην όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Γιατί η ουσία βρίσκεται ακριβώς εκεί: τόσο η οικονομική κρίση όσο και η υγειονομική επέφεραν μια ακόμη μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού που είδε το βιοτικό της επίπεδο και τα δικαιώματά της να κατακρημνίζονται.

Για την τραγωδία της Μόριας ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ. Μεταχειρίστηκαν τους πρόσφυγες ως ανθρώπινα σκουπίδια, ως υποπροϊόντα των πολέμων που εκείνες ενθαρρύνουν και τροφοδοτούν για τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των νεοαποικιοκρατιών τους σχεδίων αλλά και της χρόνιας καταλήστευσης των πόρων των χωρών του τρίτου κόσμου. Και στη συνέχεια φόρτωσαν στις πλάτες της Ελλάδας και της Τουρκίας το βάρος της διαχείρισης του κοινωνικού προβλήματος αρνούμενες να δεχτούν το ελάχιστο: την υποδοχή προσφύγων και την κατανομή τους σε όλη την ΕΕ. Ευθύνη έχουν και οι ελληνικές κυβερνήσεις που συνέπραξαν ή ανέχτηκαν αυτή την πολιτική της ΕΕ.

Λύσεις ανθρωπιάς και αλληλεγγύης υπάρχουν: με την αποσυμφόρηση των νησιών, την κατανομή των προσφύγων ισότιμα σε όλη την ΕΕ, με την παροχή των αναγκαίων κονδυλίων για τη δημιουργία ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης τους. Κυρίως όμως με την συλλογική προσπάθεια και τον αγώνα για να σταμάτησουν οι επεμβάσεις και οι πόλεμοι στην περιοχή.

Να υπογραμμίσω ότι το παράδειγμα της κατοχής, που προανέφερα, μας διδάσκει και κάτι ακόμη: ότι το αρχικό σοκ της εγωιστικής αναδίπλωσης και της υποταγής διαδέχτηκε η αντίρροπη κίνηση. Ακολούθησε η ψυχική ανάταση του συλλογικού, οργανωμένου απελευθερωτικού αγώνα, της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς.

Χρέος μας στον άνθρωπο να πάψουν να υπάρχουν Μόριες.

 


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 10/9/2020


Έχει γίνει πλέον φανερό ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χαλιναγωγούν την χώρα μας και την οδηγούν σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης με την Τουρκία είτε μέσω θερμού επεισοδίου είτε χωρίς. Στο τέλος της διαδικασίας διαλόγου, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα μείνει α. η αμφισβήτηση της κυριαρχίας δεκάδων ή και εκατοντάδων νησιών, β. η Ελλάδα δεν θα αποκτήσει, όπως δικαιούνται όλες οι χώρες, αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. στο Αιγαίο, γ. η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ θα κατανεμηθεί, όχι με τα αντικειμενικά κριτήρια που ορίζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας αλλά με βάση την αντίληψη της Τουρκίας. Αυτή είναι η λεγόμενη “συνεκμετάλλευση” για την οποία πρωτίστως ενδιαφέρονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι μεγάλες δυνάμεις.

Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Μια πολιτική που θα κατοχυρώνει την ασφάλεια και τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας. Το πρώτιστο είναι η μη αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών και η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ έπονται. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν θέλησαν ποτέ μέχρι σήμερα να βοηθήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Ούτε τώρα είναι πρόθυμοι να το πράξουν. Τα γεγονότα βοούν και δεν θα μπω στον κόπο να τα παραθέσω.

Είναι καιρός για τολμηρές αποφάσεις. Αντιμετωπίζοντας ανάλογα τραγικά διλήμματα το 1974 ο Κων. Καραμανλής, παρότι υπέρμαχος της ατλαντικής συμμαχίας, οδήγησε τη χώρα εκτός στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ. Το 1978 απείλησε ακόμη και με ολοκληρωτική έξοδο. Οι κινήσεις αυτές ανάσχεσαν σχετικά την επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικές, αν δεν ήταν πολιτικός ελιγμός (γεγονός που το γνώριζαν φυσικά οι ΗΠΑ) και αν όντως η Ελλάδα αποδεσμευόταν από το ΝΑΤΟ.

Ο λαός μας σήμερα έχει ανάγκη μια τολμηρή πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας. Σε μια τέτοια πρωτοβουλία δεν θα είμαστε μόνοι. Αντίθετα, η Ελλάδα θα μπορεί τότε με αξιώσεις να αξιοποιήσει τη συνδρομή των δύο μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Ρωσίας και της Κίνας αλλά όχι βέβαια να ανταλλάξει την αμερικανική επικυριαρχία με τη ρωσική ή την κινεζική.

Η Ρωσία και η Κίνα, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχουν την αναθεωρητική στάση που έχουν οι ΗΠΑ έναντι του διεθνούς δικαίου. Η τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ για τη συμφωνία Τουρκίας και Λιβύης για την ΑΟΖ ήταν χαρακτηριστικά ευμενέστερη για την Ελλάδα από ό,τι η αντίστοιχη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Γερμανίας - ΕΕ. Το ίδιο ξεκάθαρη ήταν η προχτεσινή τοποθέτηση του ΥΠΕΞ της Ρωσίας για το δικαίωμα της Ελλάδας στα 12 ν.μ., πράγμα που οι ΗΠΑ δεν έπραξαν ποτέ. Άλλωστε η Ρωσία είναι εκείνη που βάζει φρένο στον Ερντογάν τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη.

Αυτές οι πλευρές πρέπει να αξιοποιηθούν. Ανεξάρτητη και αδέσμευτη εξωτερική πολιτική χρειαζόμαστε. Θέλει αρετή και τόλμη η εθνική ανεξαρτησία.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 2/9/2020


Οι τελευταίες ημέρες της ελληνοτουρκικής κρίσης μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμες. Κι αυτό επειδή κατά τη γνώμη μου σωρεύτηκαν μια σειρά αποτυχίες στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Σπάνια αντιμετωπίζουμε μια τέτοια κατάσταση επανειλημμένων διαψεύσεων. Πλησιάζει ίσως η στιγμή κατά την οποία η συσωρευμένη ποσότητα θα μετατραπεί σε διαφορετική ποιότητα. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποκτήσει χαρακτήρα παιδαγωγικό .

Πρώτη αποτυχία: η προσδοκία ότι η ΕΕ θα υιοθετήσει κυρώσεις ενάντια στην επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος διαψεύστηκε παταγωδώς και στην τελευταία σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών. Θα ήταν απρονοησία να περιμένει κανείς ότι θα διαφοροποιηθούν ουσιαστικά τα πράγματα στην επικείμενη σύνοδο κορυφής στα τέλη Σεπτεμβρίου. Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι αν υπήρξε έγκαιρη προετοιμασία από ελληνικής πλευράς για να πειστούν οι εταίροι της ΕΕ. Τα χαρτιά είναι σημαδεμένα. Η Γερμανία (και όχι μόνο) έχει συγκεκριμένα συμφέροντα που υπαγορεύουν τη στάση της. Από την άλλη η Γαλλία δεν έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη γραμμή της στην ΕΕ. Και για την όποια στήριξή της στην Ελλάδα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί. Υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα κατά τα οποία εγκατέλειψε την Ελλάδα εν μία νυκτί.

Δεύτερη αποτυχία: η προσδοκία ότι η παρέμβαση των ΗΠΑ θα διαφοροποιήσει επί της ουσίας της στάση του Ερντογάν. Θα πρέπει να εθελοτυφλεί κάποιος για να μην βλέπει το προφανές σε σχέση με την πάγια πολιτική των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά.

Τρίτη αποτυχία: η ελπίδα ότι η μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο θα μας εξασφάλιζε συμμαχίες. Έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η Τουρκία αξιοποίησε το γεγονός ότι η συμφωνία προβλέπει μειωμένη επήρεια της Κρήτης για να ισχυροποιήσει ακόμη παραπέρα τα επιχειρήματά της. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με την τυχόν μερική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο. Θα δώσει την ευχέρεια στην Τουρκία να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα αποδέχεται έμμεσα ότι στο Αιγαίο δεν δικαιούται χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Έγκριτοι καθηγητές του διεθνούς δικαίου έχουν επιχειρηματολογήσει σε ανύποπτο χρόνο για το ζήτημα.

Τέταρτη αποτυχία (επικείμενη): θα προκύψει από την αυταπάτη ότι η πιθανή ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάιντεν θα αλλάξει τη στάση των ΗΠΑ. Αναφέρεται μάλιστα ως θετική προοπτική για την Ελλάδα να αναλάβει ο Ν. Μπερνς κρίσιμο πόστο στο υπουργείο Εξωτερικών. Μα ακριβώς ο Ν. Μπερνς κατά την κρίση των Ιμίων είχε δηλώσει: “οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν ελληνική ή τουρκική κυριαρχία στα Ίμια. Μπορεί να είναι και μερικά άλλα νησιά ή μικρές νησίδες επί των οποίων έχουμε παρόμοια θέση”.

Είναι καλό να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα κατάματα. Και όταν αυτή το επιβάλλει να αλλάζουμε ριζικά προσανατολισμό εγκαταλείποντας τους δήθεν συμμάχους που μας πλοηγούν στα νερά της παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ας αναζητήσουμε άλλα, υπαρκτά στηρίγματα και κυρίως ας απευθυνθούμε στις ανεξάντλητες δυνάμεις του λαού για εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.

 εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/8/2020

Με τη φράση αυτή ο αμερικανός ψυχίατρος Μπόουεν εννοούσε ότι δεν φέρνει αποτέλεσμα η διαρκής προσπάθεια προσέγγισης με κάποιον, αν ο τελευταίος δείχνει σαφή σημάδια απομάκρυσης. Η επίμονη προσπάθεια θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Καθώς εντείνεται η επιθετικότητα του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος, θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να μεταφερθεί η έννοια αυτή στις σχέσεις της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς της συμμάχους, που αποστασιοποιούνται πάγια από τις ελληνικές θέσεις και ανησυχίες. Απομακρύνονται από εμάς, έχουν τη δική τους ατζέντα, ενώ εμείς εμμένουμε παρακαλώντας να στηρίξουν τα αιτήματά μας.

Ας κάνουμε έλεγχο πραγματικότητας. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν ούτε το αυτόνοητο δικαίωμα της Ελλάδας για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. Αντέδρασαν χλιαρά ακόμη και στην κορυφαία πρόκληση του -έξω από κάθε λογική διεθνούς δικαίου- τουρκολιβυκού συμφώνου. Η Γερμανία εξέφρασε ουσιαστικά την ενόχλησή της ακόμη και για τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την μερική οριοθέτηση ΑΟΖ. Τα σύνορα της Ελλάδας και της Κύπρου δεν αποδείχθηκαν σύνορα της ΕΕ, όπως υποστηρίζουν πολλοί, αφού οι παραβιάσεις της Τουρκίας είναι επανειλημμένες, καθημερινές και προκλητικές. Οι ΗΠΑ, παρά τις δυσκολίες συνεννόησης με τον Ερντογάν, θεωρούν την Τουρκία θεμελιώδη ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο. Και όπως όλα δείχνουν, αυτό δεν θα αλλάξει ακόμη και αν στις προσεχείς εκλογές επικρατήσει ο Μπάιντεν.

Παράλληλα, η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα κρατά το κλειδί των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει την τουρκική επιθετικότητα. Η θεωρία αυτή έχει παταγωδώς διαψευστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990. Πρώτο, επειδή η Ελλάδα δεν είναι εκείνη που λαμβάνει τις αποφάσεις στην ΕΕ. Ο ρόλος της είναι απολύτως δευτερεύων, ειδικά μετά την κρίση. Δεύτερο, επειδή η τουρκική άρχουσα τάξη είναι αρκετά ισχυρή ώστε να χαράσσει αυτοτελώς τους οικονομικούς και πολιτικούς της στόχους. Δεν είναι κυρίαρχη για αυτήν η προσέγγιση με την ΕΕ.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όσο πιο πειθήνια είναι η Ελλάδα στα κελεύσματα των ισχυρών της συμμάχων, τόσο πιο ευάλωτη αποδεικνύεται έναντι της Τουρκίας. Το 1922, η Ελλάδα δέχτηκε να παίξει το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Όταν οι τελευταίες τα βρήκαν με τον Κεμάλ, κυριολεκτικά μας πούλησαν και ακολούθησε η καταστροφή. Το 1974 η ελληνική χούντα ήταν ένα πλήρως φιλοαμερικάνικο καθεστώς. Σύμφωνα με τον Χ. Τάσκα, πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα κατά τη δικτατορία, “δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως η Ελλάδα που να προσφέρει τις διευκολύνσεις που έχουμε”. Το αποτέλεσμα ήταν η κατοχή του 40% της Κύπρου.

ΗΠΑ και ΕΕ είναι οι “απομακρυνόμενοι φίλοι” μας. Ας μην επιδιώκουμε τον απομακρυνόμενο. Είναι καιρός για αναπροσανατολισμό. Μια πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας είναι αυτή που, όχι χωρίς δυσκολίες, θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή, την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων, την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με το λαό της Τουρκίας και όλους τους γείτονες. Κυρίως όμως θα μας εξασφαλίσει τον αυτοσεβασμό.

 

εφημ. Documento, 23/8/2020

Είναι, νομίζω, κοινά αποδεκτό, πως οι νέοι επέδειξαν εξαιρετική ωριμότητα και αξιοθαύμαστη υπεθυνότητα κατά τη διάρκεια της δίμηνης καραντίνας αλλά και αμέσως μετά. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος μπορώ από την πλευρά μου να το επιβεβαιώσω, μέσα από την εμπειρία και την επαφή με τους φοιτητές μου. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους, να ακούσω τους προβληματισμούς και να αφουγκραστώ τις ανησυχίες τους. Αυτή η στάση αφορά την πλειονότητα βέβαια, αφού σε κάθε κοινωνική κατηγορία εμφανίζονται αναπόφευκτα διαφορετικές τάσεις συμπεριφοράς.

Η στάση των νέων έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με το γεγονός ότι τα κόμματα εξουσίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η κυρίαρχη ιδεολογία εν γένει στις διάφορες αποχρώσεις της, ενσταλάζουν στις συνειδήσεις συστηματικά τον ατομικισμό, την αδιαφορία για τους άλλους, τον ακραίο ανταγωνισμό, τη λογική της κυβίστησης, του συμβιβασμού και της υποταγής στους ισχυρούς. Αυτοί οι ίδιοι παράγοντες ευθύνονται για την ανεργία, τους μισθούς πείνας, την κατάργηση των δικαιωμάτων, το πελατειακό σύστημα, την περιφρόνηση προς τη νεολαία. Ενίοτε αυτά συνδυάζονται με τη διάδοση αντιεπιστημονικών και σκοταδιστικών αντιλήψεων. Σίγουρα πάντως δεν καλλιεργούν στους νέους τις αξίες της συλλογικότητας, της κοινής προσπάθειας, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας, της επιστημονικής ανάλυσης των κοινωνικών συνθηκών.

Η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα να στοχοποιήσει τους νέους ως υπεύθυνους για τη διάδοση του κορονοϊού και να μεταθέσει έτσι τις δικές της ευθύνες, καθώς δεν έλαβε μέτρα πραγματικής αναβάθμισης της δημόσιας υγείας, για να ενισχυθούν οι υποδομές της, να προσληφθεί το τόσο αναγακαίο προσωπικό. Χαλάρωσε τα μέτρα με τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μεγαλοξενοδόχων, των εφοπλιστών, των αεροπορικών εταιρειών. Όποια άλλα μέτρα έλαβε είναι προφανέστατα ελλειπή και αποσπασματικά. Επιπλέον, η επιλεκτική εφαρμογή τους αφήνει στο απυρόβλητο τους ισχυρούς, ενώ οι νέοι αντιμετωπίζονται με την αστυνομική βαναυσότητα.

Υπόλογη στον ελληνικό λαό είναι η κυβέρνηση, όχι οι νέοι. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που αρνείται να χρηματοδοτήσει και εφαρμόσει μια πολιτική τακτικών δωρεάν τεστ, μαζικής κλίμακας, σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, σε σχολεία και πανεπιστήμια. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που δεν επιβάλλει τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα στους εργασιακούς χώρους για να μην θίξει τους ισχυρούς επιχειρηματίες.

Οι νέοι, αντίθετα, μπορούν ίσως να αναδειχθούν πρωτοπόροι σε μια υπεύθυνη κοινωνική στάση, αν τους μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, αν τους δείξουμε με τις πράξεις μας το δρόμο. Δεν αποκλείω ακόμη στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας να αποτελέσουν οι νέοι εκείνη την κοινωνική δύναμη που θα λειτουργήσει ως ο πολιορκητικός κριός του λαού στις συλλογικές, αγωνιστικές διεκδικήσεις και στη δημιουργία ενός τόσο αναγκαίου κινήματος για τη ζωή.

Οι νέοι μπορούν πιο εύκολα να υπερβούν προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και ξεπερασμένες περιχαρακώσεις του παρελθόντος, να αναδείξουν και αγκαλιάσουν ενωτικές μορφές συλλογικής δραστηριότητας. Έχει αποδειχθεί ιστορικά πολλές φορές με κορυφαία την εθνική αντίσταση και το ρόλο της ΕΠΟΝ καθώς και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μιας γενιάς που κάποιοι την χαρακτήριζαν “χαμένη”. Η ελπίδα βρίσκεται στους νέους.

 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 20/8/2020

Η ΕΕ αποδείχθηκε τελικά πιστή στην παράδοσή της. Αλληλεγγύη, αποκλιμάκωση, διάλογος ήταν η προτροπή της τηλεδιάσκεψης του Συμβουλίου Εξωτερικών. Σε ανάλογο μήκος κύματος αναμένεται να εξελιχθούν και οι επικείμενες σύνοδοι των Υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών. Για όσους δεν τρέφονται με αυταπάτες, δεν πρόκειται για έκπληξη. Η πολιτική των “ίσων αποστάσεων” χαρακτήριζε με συνέπεια την ΕΟΚ ήδη από το 1976, την περίοδο που προηγήθηκε της ένταξης της χώρας μας σε αυτήν. Η θέση της ήταν ότι "η ΕΟΚ δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει μέρος του προβλήματος Ελλάδος-Τουρκίας".

Η Γερμανία, ο πανίσχυρος καθοδηγητής της ΕΕ και προεδρεύουσα αυτή την περίοδο, έχει σήμερα ξεχωριστό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την πολιτική. Ο υπουργός εξωτερικών της απέρριψε το προσχέδιο που Έλληνα υπουργού που χαιρέτιζε έστω αυτή την προβληματική ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία σε αντιπαράθεση προς το παράνομο Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο. Για κυρώσεις ούτε λόγος. Ίσως πιο ενδεικτικός της λογικής που διέπει τη γερμανική κυβέρνηση να είναι ο σκαιός τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο υπουργός εξωτερικών της κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο δοκιμαζόμενο Λίβανο: κραδαίνοντας στους “ιθαγενείς” μεγέθυνση φωτοτυπίας μιας επιταγής 1 εκατ. ευρώ και δηλώνοντας έτοιμος για επενδύσεις. Πρόκειται για έκφραση νεοαποικιοκρατικής νοοτροπίας που συνοδεύει την προσπάθεια του Βερολίνου για κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή μας.

Στο φως αυτών των δεδομένων αποτελεί ματαιοπονία να αναμένουμε στήριξη από πλευράς ΕΕ. Αντίθετα, μας ωθεί συστηματικά στην κατεύθυνση του διαλόγου εφ’ όλης της ύλης με την Τουρκία. Ο διάλογος από μόνος του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, ούτε πανάκεια ούτε εξοβελιστέος. Αλλά η θεματολογία, το πλαίσιο και οι συνθήκες του διαλόγου έχουν καθοριστική σημασία.

Αν πρόκειται να τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης αδιαμφισβήτητα δικαιώματα της χώρας μας, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Για παράδειγμα, οι κατά το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς “γκρίζες ζώνες” δεν μπορούν να τεθούν υπό συζήτηση. Το δικαίωμα της Ελλάδας με βάση το διεθνές δίκαιο για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. επίσης δεν μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση. Ούτε το δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ μπορεί να τεθεί σε συζήτηση. Η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 είναι ξεκάθαρη. Και μην ξεχνάμε ότι φέρει ορατά τα σημάδια της επιρροής των κρατών του τρίτου κόσμου και προοδευτικών κυβερνήσεων που με τις διατάξεις της ήθελαν να θέσουν όρια στην ασυδοσία των ισχυρών. Όχι τυχαία ενάντια στη Σύμβαση είχαν ταχθεί οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και η Τουρκία.

Με αυτή την έννοια, όσοι επιμένουν να αναμένουν από την ΕΕ θετική συμβολή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προσφέρουν κακή υπηρεσία. Το ίδιο και όσοι αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη σημασία των κατά το διεθνές δίκαιο κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Ο ελληνικός λαός δεν θα είναι “ευκολόπιστος και πάντα προδομένος”.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 13/8/2020


Τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας δεν ανήκουν σε κανένα προσωρινό διαχειριστή. Ανήκουν στον ελληνικό λαό, στις μελλοντικές γενιές. Καμιά προσωρινή ανάγκη, καμιά εξωτερική ή εσωτερική πίεση δεν επιτρέπεται να αμφισβητεί τη θεμελιώδη αυτή αρχή. Τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν καθορίζονται αυθαίρετα, ούτε σε βάρος άλλων γειτονικών λαών, της Τουρκίας ή όποιου άλλου. Καθορίζονται, ως γνωστό, από το διεθνές δίκαιο, ιδίως από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, το οποίο εφαρμόζει και σέβεται η συντριπτική πλειονότητα των κρατών της γης.

Εννοείται πως οι υποχωρήσεις στην πολιτική, στη διεθνή πολιτική ειδικότερα δεν είναι έξω από την πραγματικότητα. Ωστόσο, έχουν νόημα μόνο όταν υπηρετούν τον συνολικό σκοπό. Πιο συγκεκριμένα στα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων οι όποιες υποχωρήσεις πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και οπωσδήποτε να υπηρετούν την κατοχύρωση και διαφύλαξη της κυριαρχίας. Με αυτή την έννοια η πρόσφατη υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας - Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ και μάλιστα με την μειωμένη επήρεια της Κρήτης και την εξαίρεση της Ρόδου βρίσκεται σε λαθεμένη κατεύθυνση. Θα μπορούσε βέβαια να αντιτάξει κανείς ότι με τον τρόπο αυτό η συμφωνία αυτή μπαίνει σφήνα, δυσκολεύει κατά κάποιο τρόπο την υλοποίηση της παράνομης συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης. Είναι όμως έτσι; Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε - και πάλι με επιφύλαξη- να ευσταθεί, αν εντασσόταν πρωτίστως σε μια πολιτική ξεκάθαρης υπεράσπισης της αιγιαλίτιδας ζώνης των 12 ν.μ., άρσης του τουρκικού casus belli. Αλλά ανεξάρτητα και από αυτό, η μειωμένη επήρεια της Κρήτης, που δεν αποτελεί με κανένα τρόπο ειδική περίπτωση για την οποία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί απόκλιση από το διεθνές δίκαιο, ανοίγει επικίνδυνους δρόμους.

Ωστόσο, για μια ακόμη φορά η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων επαφίεται στους μεγάλους συμμάχους, ειδικότερα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Μπορεί βέβαια οι ΗΠΑ να κάλεσαν τητν Τουρκία να αποσύρει το Ορούτς Ρέις αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεγελάσει κανένα. Πρώτο γιατί πρόκειται για μια εξαιρετικά αναιμική αντίδραση των ΗΠΑ. Ας σκεφτούμε πόσο πιο δυναμικά αντέδρασαν σε άλλες περιπτώσεις σε άλλα μέρη του πλανήτη. Δεύτερο γιατί είναι αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι μια δήλωση ανατρέπει μια πολιτική δεκαετιών “ίσων αποστάσεων”.

Η Γερμανία πάλι, με τις παρασκηνιακές της παρεμβάσεις και διαπραγματεύσεις ωθεί προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Η γερμανική δήλωση που αναφερόταν σε “διαφιλονικούμενα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας», προσπεράστηκε αθόρυβα. Αντίθετα, εκεί κρύβεται όλη η ουσία γιατί έτσι πήρε το μέρος της Τουρκίας αναγνωρίζοντας και άλλα ζητήματα πλην της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, (πχ. τα 12 ν.μ.;).

Γερμανία και ΗΠΑ επιθυμούν τη συνδιαχείριση των πόρων της περιοχής, προς δικό τους πρωτίστως όφελος, έξω από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Διαπραγματεύονται επίσης με την Τουρκία, στις πλάτες της Ελλάδας, και άλλες συναφείς εκκρεμότητες στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, η χώρα μας σύρεται επί της ουσίας σε μια διαπραγμάτευση εφόλης της ύλης, δηλαδή επί όλων των διεκδικήσεων της Τουρκίας, ώστε να ισορροπήσει η όλη κατάσταση σε μια κατάσταση συνδιαχείρισης. Θα βγάλουμε άρα έγκαιρα τα συμπεράσματά μας;


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 4/8/2020

Η απόσυρση του Ορούτς Ρέις φαντάζει σε κάποιους ως ένδειξη ότι η Τουρκία υποχωρεί, προσωρινά έστω, από τις απαιτήσεις της και ότι αυτό ανοίγει την πόρτα του διαλόγου. Ακούγεται και γράφεται επίσης ότι στην αποκλιμάκωση συνέβαλαν οι συμμαχίες της Ελλάδας και ιδίως η Γερμανία.
Στην πραγματικότητα όμως αποκλιμάκωση δεν υπάρχει. Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την εναλλαγή όλων των μορφών πίεσης, και της διπλωματικής, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του: αμφισβήτηση της κυριαρχίας πολλών νησιών του Αιγαίου, άρνηση στην Ελλάδα να ασκήσει το δικαίωμά της για χωρικά ύδατα 12 ν.μ., επιβολή της τουρκικής εκδοχής -και όχι του διεθνούς δικαίου- στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
H άσκηση πίεσης στην Κύπρο μέσω της αποστολής του Μπαρμπαρός αποδεικνύει το προφανές. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το κυπριακό (πρόβλημα κατοχής του 40% του εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ), παρά τη σχετική του αυτοτέλεια, είναι ένα ζήτημα που ιστορικά και γεωγραφικά είναι διαλεκτικά δεμένο με την επιθετικότητα του αντιδραστικού τουρκικού καθεστώτος στο Αιγαίο.
Επομένως τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Δεν δικαιολογούν καμιά αισιοδοξία ότι η διαμεσολάβηση της Γερμανίας μπορεί να οδηγήσει σε κάποια λύση.
Πρώτο, γιατί με τον τρόπο αυτό παραγκωνίζεται η διεθνής κοινότητα. Έτσι η χώρα μας αποδέχεται εμμέσως ότι το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι η καταπάτηση του διεθνούς δικαίου από την πλευρά της, αλλά διμερής διαφορά(-ές;) που μπορεί να διευθετηθεί με άλλα κριτήρια, άρα όχι με εκείνα του διεθνούς δικαίου.
Δεύτερο, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο παραγκωνισμός της διεθνούς κοινότητας δεν οδήγησε ποτέ σε καλό. Ας θυμηθούμε τη βρετανική διαμεσολάβηση στο κυπριακό τα χρόνια πριν την τουρκική εισβολή ή την αμερικανοΝΑΤΟϊκή επιδιαιτησία στο Αιγαίο.
Τρίτο, με τον τρόπο αυτό παραγκωνίζονται άλλες ισχυρές χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία που θα μπορούσαν υπό όρους να αξιοποιηθούν.
Τέταρτο, είναι προφανές ότι το βασικό κριτήριο της Γερμανίας είναι η προώθηση των δικών της σχεδίων και όχι η τήρηση του διεθνούς δικαίου. Η όλη στάση της, πρόσφατη και παλαιότερη, δεν έχει δείξει αντίθετα δείγματα γραφής. Αν ήταν διαφορετικά, θα είχαν επανειλημμένα επιβληθεί κυρώσεις στην Τουρκία από την ΕΕ. Ακόμη και για την έξοδο του Μπαρμπαρός, η ΕΕ αρκέστηκε απλώς να διατυπώσει τη δυσαρέσκειά της.
Πέμπτο, η Γερμανία έχει δείξει επανειλημμένα ότι ενδιαφέρεται για την προώθηση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ρόλου της. Για το σκοπό αυτό δεν δίστασε τη δεκαετία του 1990 να οδηγήσει στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας με οδυνηρές συνέπειες για τους λαούς της περιοχής. Αξιοποίησε το ευρώ για δικό της όφελος σε βάρος των εταίρων της. Επέβαλε με χαρακτηριστική σκληρότητα στην Ελλάδα την πολιτική των Μνημονίων.
Κατά συνέπεια διάλογος με την Τουρκία μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο του ΟΗΕ, χωρίς διαμεσολαβητές που τείνουν να μετατραπούν σε πάτρωνες, μόνο στη βάση του διεθνούς δικαίου, για το μοναδικό ζήτημα υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Προϋπόθεση όποιου διαλόγου είναι η άρση του casus belli.


εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/7/2020

Η τακτική Ερντογάν μου θυμίζει το ρητό που είχε παραθέσει ο Κινέζος στρατηγός Ζανγκ Γιου (της Δυναστείας Σουνγκ): “ενώ ασκείσαι στις πολεμικές τέχνες, αποτίμησε τους αντιπάλους σου, κάνε τους να χάσουν το ηθικό τους και τον προσανατολισμό τους, ώστε ακόμη και αν ο αντίπαλος στρατός είναι αλώβητος, να είναι άχρηστος - αυτή είναι μια νίκη σύμφωνα με το Ταό”.
Αυτή η εντύπωση εδραιώνεται από τη μελέτη των κινήσεων της Τουρκίας: από το προοίμιο θερμού επεισοδίου στην εξύμνηση του διαλόγου, από την υπαναχώρηση του Ορούτς Ρέις στην έξοδο του Μπαρμπαρός και από την Αγία Σοφία στις φήμες ότι θα λειτουργήσει η Παναγία Σουμελά.
Η ουσία βρίσκεται, νομίζω, στις διατυπώσεις του εκπροσώπου του Ερντογάν: διάλογος για “διμερή θέματα με διμερή τρόπο” και “συνομιλίες χωρίς όρους”. Αλλά: πρώτο, δεν υπάρχουν θέματα, υπάρχει μόνο η εκκρεμότητα υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ. Δεύτερο δεν αληθεύει ότι επιδιώκονται διμερείς συνομιλίες. Σε αυτές θα είναι ατύπως αλλά ενεργητικά παρούσες οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ιδίως η Γερμανία. Τρίτο, δεν υπάρχουν συνομιλίες χωρίς όρους.
Οι όροι πρέπει να είναι το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας και οι διεθνείς συμφωνίες (Λωζάννης κλπ). Αυτονόητος όρος έναρξης του διαλόγου πρέπει να είναι η άρση του casus belli. Αυτό πρέπει να τεθεί στη διεθνή κοινότητα και στην Τουρκία ως αναγκαία προϋπόθεση με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η ανακήρυξη χωρικών υδάτων 12 ν.μ. από τη χώρα μας, όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες του κόσμου, μαζί και η Τουρκία στη Μαύρη θάλασσα, είναι το κύριο ζήτημα που αφορά την κυριαρχία της Ελλάδας. Αν γίνει αυτό, το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο αποκτά εκ των πραγμάτων δευτερεύουσα σημασία. Αν τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών στο Αιγαίο επεκταθούν στα 12 ν.μ. η Ελλάδα θα ελέγχει το 71%, η Τουρκία το 9% ενώ τα διεθνή ύδατα θα περιοριστούν στο 20% από το 50% που είναι σήμερα. Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε ενδεχομένως να συζητηθεί στη Χάγη τυχόν ειδική διευθέτηση για την περιοχή του Καστελόριζου.
Η επίσημη θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι υφίσταται μόνο ένα ζήτημα προς διευθέτηση με την Τουρκία. Στην πράξη όμως; Τι συζητήθηκε στο παρασκήνιο του Βερολίνου; Εξάλλου, οι μεγάλοι μας σύμμαχοι και άτυποι καθοδηγητές της εν εξελίξει διαδικασίας διαλόγου δεν έχουν καθόλου την ίδια γνώμη, χρόνια τώρα. Στην παρούσα υποβόσκουσα κρίση οι ΗΠΑ έκαναν λόγο για “αμφισβητούμενα ύδατα στην Α. Μεσόγειο” ενώ η ΕΕ περιορίστηκε κομψά να δηλώσει ότι η τακτική των προκλήσεων της Τουρκίας απλώς “δεν είναι χρήσιμη και στέλνει λάθος μήνυμα”.
Η Γερμανία επιδιώκει για τους δικούς της λόγους την προσέγγιση με την Τουρκία και την οικοδόμηση κάποιου τύπου ειδικής σχέσης της με την ΕΕ. Αυτό δεν θα αμβλύνει την επιθετικότητα και τις παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις. Ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη. Οι ανάλογες αυταπάτες της κυβέρνησης Σημίτη νομιμοποίησαν, με ελληνική υπογραφή, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 αλλά και στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ το 1999 με την αναφορά σε "κάθε εκκρεμή διαφορά" καθώς και σε "άλλα συναφή θέματα". Και μήπως άλλαξε κάτι μετά από αυτά; Από το κακό στο χειρότερο.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION