Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Νοεμβρίου 2021


 

εφημ. Documento, 28/11/2021


Η βαθιά πολυεπίπεδη κρίση, στην οποία βυθιζόμαστε μέρα με τη μέρα, αναδεικνύει ανάγλυφα και τα αδιέξοδα της σύγχρονης δημοκρατίας. Υπάρχουν οκτώ βασικοί λόγοι που καθιστούν επιτακτική την αναγέννηση της δημοκρατίας.

1. Επειδή δεν μπορούμε να αφήσουμε να συνεχιστεί η παράνομη αστυνομική βία, οι συμπεριφορές τύπου συμμορίας, τα βασανιστήρια συλληφθέντων και κρατουμένων, η ατιμωρησία των αστυνομικών. Είναι στοιχειώδες για μια σύγχρονη κοινωνία που θέλει να προστατεύει τους πολίτες της. Χρειάζεται γι’ αυτό ριζική αναδόμηση των σωμάτων ασφαλείας, κατάργηση των διεφθαρμένων υπηρεσιών, αλλαγή προσανατολισμού, τολμηρός, επαναστατικός εκδημοκρατισμός.

2. Επειδή πρέπει και πάλι να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των εργαζομένων να διαμαρτύρονται, να συναθροίζονται, να διαδηλώνουν, να απεργούν χωρίς τους ασφυκτικούς και μάλιστα συσχνά αντισυνταγματικούς περιορισμούς των σχετικών νόμων και χωρίς τη συνεχή απειλή της αστυνομικής ράβδου, των χημικών, της αύρας, των δικαστικών διώξεων.

3. Επειδή πρέπει να σταματήσει η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα μέσα ενημέρωσης των ολιγαρχών. Οι ολιγάρχες πρέπει να εξοβελιστούν από το χώρο της ενημέρωσης. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα ουσιαστικής πληροφόρησης στους εργαζόμενους και στους φορείς τους.

4. Επειδή δεν μπορεί να συνεχιστεί να μας κυβερνά πάντα μια μειοψηφία (γύρω στο 40% περίπου κάθε φορά), που μέσω των καλπονοθευτικών εκλογικών συστημάτων μετατρέπεται σε πλειοψηφία. Στη Βουλή, στην τοπική αυτοδιοίκηση, παντού, πάγιο και συνταγματικά κατοχυρωμένο εκλογικό σύστημα να γίνει η απλή αναλογική.

5. Επειδή οι κυβερνώντες καταπατούν λίγο ή πολύ τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, πρέπει να εισαχθούν θεσμοί άμεσης δημοκρατίας με κορωνίδα τη δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών πριν το τέλος της βουλευτικής περιόδου, αν το εκλογικό σώμα κρίνει ότι δεν το υπηρετούν.

6. Επειδή δεν είναι δημοκρατία να υπαγορεύονται όλες οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας από ξένα κέντρα. Η επιβολή, ο έλεγχος, η επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ασφυκτική στρατιωτική παρουσία των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων δεν είναι σημάδια δημοκρατίας. Αντίθετα, προβάλλουν πιο καθαρά την ανάγκη της απελευθέρωσης.

7. Επειδή η δημοκρατία δεν πρέπει να είναι βιτρίνα που κρύβει επιμελώς την εξουσία και τον πλούτο των λίγων αλλά το εργαλείο των πολλών για να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Τι είδους οικονομική πολιτική θα ακολουθηθεί, αν για παράδειγμα θα κατοχυρώνει ολοένα και περισσότερα προνόμια στην ολιγαρχία ή αντίθετα αν θα προβαίνει στη δίκαιη, ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου είναι θέμα δημοκρατίας. Αν θα εξαϋλώνονται τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα ή αντίθετα αν θα προστατεύνται και θα ανθίζουν είναι θέμα δημοκρατίας.

8. Επειδή πρέπει να σταματήσει η αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος που θυσιάζεται στο βωμό των κερδών καθώς και οι ψευδο-οικολογικές αναζητήσεις που μόνο τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών προωθούν. Αποφάσεις που θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης μπορούν να ληφθούν μόνο αν υπάρχει αληθινή δημοκρατία.

Απέναντι λοιπόν στη σημερινή σιδερόφρακτη δημοκρατία της ολιγαρχίας, οι εργαζόμενοι ας αντιτάξουμε το δικό μας όραμα: την αναγέννηση της δημοκρατίας. Δεν αρκεί απλώς αναζωογόννηση, επιμέρους μέτρα βελτίωσης, κάποιες μόνο θεσμικές αλλαγές. Η δημοκρατία χρειάζεται να ξαναγεννηθεί. Και αυτό μπορεί να είναι έργο μιας ριζικής μεταβολής, πρώτα απ’ όλα στο συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Σήμερα αυτό ίσως φαντάζει ουτοπικό. Αλλά η επιστημονική ανάλυση δείχνει ότι η ανθρωπότητα όποτε έφτασε στο χείλος της αβύσσου, στην ακραία όξυνση των αντιθέσεων, αναζήτησε εναλλακτικά μοντέλα δημοκρατίας και κοινωνικής οργάνωσης. Η κρίση εξάλλου είναι παγκόσμια. Ότι σήμερα μοιάζει αδύνατο, αύριο θα φαίνεται αδήριτη, επιτακτική ανάγκη για την αποφυγή της ανθρωπιστικής και περιβαλλοντικής καταστροφής. Όταν οι πολλοί πραγματικά θα αποφασίζουν, η ζωή θα μπορεί να γίνει καλύτερη, πιο ανθρώπινη, αξιοπρεπής, αντάξια των δυνατοτήτων του 21ου αιώνα.


 

εφημ. Τα ΝΕΑ, 19/11/2021


Συνέρχεται σήμερα η τετραμερής Ελλάδας, Γαλλίας, Κύπρου, Αιγύπτου. Μια διάσκεψη στην οποία η ελληνική κυβέρνηση επενδύει πολλές ελπίδες. Σε αρκετούς μάλιστα η Γαλλία φαντάζει είτε ως αυτοτελής σύμμαχος – προστάτης της χώρας μας έναντι των τουρκικών απειλών είτε ως συμπληρωματικός προς τις ΗΠΑ.

Κεντρική φιγούρα της συνάντησης αναδεικνύεται φυσικά η Γαλλία η οποία προσπαθεί μεθοδικά να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον του καθεστώτος μεγάλης δύναμης που απολάμβανε στο παρελθόν. Η τετραμερής αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη φυσική συνέχεια της πρόσφατης ελληνογαλλικής συμφωνίας. Η ίδια η συμφωνία ωστόσο έχει τουλάχιστον τέσσερα επίμαχα σημεία.

Πρώτο, ξεκαθαρίζει στο άρθρο 3 ότι εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Άρα η Γαλλία δεν μπορεί να υπερβεί το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο και να πράξει τα δέοντα υπερασπίζοντας την Ελλάδα, αν χρειαστεί.

Δεύτερο, είναι αμφίβολο αν η Γαλλία έχει την αναγκαία δύναμη, στρατιωτική αλλά ιδίως οικονομική, να ασκήσει ένα τόσο αυτόνομο ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι παραπάνω από φανερό ότι οι κινήσεις της φτάνουν λίγο – πολύ μέχρι εκεί που το επιτρέπουν οι ΗΠΑ. Όσο και αν οι λεονταρισμοί του προέδρου Ε. Μακρόν κήρυξαν το ΝΑΤΟ κλινικά νεκρό, η Γαλλία παραμένει στο ΝΑΤΟ. Υπέστη μάλιστα την ταπεινωτική ακύρωση της συμφωνίας με την Αυστραλία. Από την άλλη, σε επίπεδο ΕΕ τίποτα δεν γίνεται, όσο και αν η Γαλλία προσπαθεί, αν δεν λάβει σε τελική ανάλυση την έγκριση της Γερμανίας.

Τρίτο, η ελληνογαλλική συμφωνία περιλαμβάνει κάποιες προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να ονομαστούν “ρήτρες διαφυγής”. Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι θα υπάρξει αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, αν κάτι τέτοιο διαπιστωθεί από κοινού. Και αν υπάρξει διχογνωμία, αν δηλαδή η γαλλική πλευρά δεν θεωρήσει επίθεση ένα συμβάν που η ελληνική το αποτιμά ως τέτοιο; Της δίνεται έτσι η ευκαιρία να αποποιηθεί των δεσμεύσεών της. Στα άρθρα 8, 10 και 20 ορίζεται ότι Ελλάδα και Γαλλία αναπτύσσουν τη συνεργασία τους “όποτε είναι δυνατό”. Αυτή η αυτονόητη αναφορά δεν είναι χωρίς σημασία. Υπογραμμίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα του ισχυρού μέρους να ξεφύγει από τις υποχρεώσεις του προς το ανίσχυρο μέρος (Ελλάδα), όταν το κρίνει αναγκαίο.

Τέταρτο, στο άρθρο 18 προβλέπεται η συμμετοχή της Ελλάδας σε θέατρα επιχειρήσεων που ενδιαφέρουν τη Γαλλία. Η Αν. Μεσόγειος και η υποσαχάρια Αφρική είναι δύο από αυτά, όπου εκτυλίσσονται οι κάθε άλλο παρά ενάρετες νεοαποικιοκρατικές βλέψεις της Γαλλίας.

Στο φως των παραπάνω η τετραμερής αποτελεί μάλλον ένα βήμα εμπλοκής της Ελλάδας στους σχεδιασμούς της Γαλλίας για την περιοχή παρά το αντίστροφο, δηλαδή δέσμευση της Γαλλίας στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Όπως σημειώνουν οι συνάδελφοι Αθ. Πλατιάς και Κ. Κολιόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο τους Η τέχνη της στρατηγικής, “οι συμμαχίες μπορεί να σε σώσουν μπορεί και να σε παγιδεύσουν”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη δεύτερη περίπτωση.


 στο Α. Σίλβα Λεόν, Σύντομη ιστορία της Κουβανικής επανάστασης (1959-2000), Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2021, σελ. 11-16


Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ενδιαφέρει η μελέτη της κουβανικής επανάστασης. Ενδιαφέρει πρωτίστως γιατί αποτελεί μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του επαναστατικού, απελευθερωτικού κινήματος του 20ού αιώνα. Ο λαός και οι ηγετικές του φυσιογνωμίες, γνήσια τέκνα της εποχής και των συνθηκών, έβαλαν τη δική τους ιδιαίτερη πινελιά στις αναζητήσεις όχι μόνο του κουβανικού ή των άλλων λατινοαμερικανικών λαών αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Ενδιαφέρει επίσης επειδή τα κοινωνικά επιτεύγματα της επανάστασης αυτής ήταν και είναι πολύ σημαντικά. Αν συγκρίνει κανείς την Κούβα με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και ειδικά με εκείνες τις Καραϊβικής, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τα σπουδαία επιτεύγματά της. Σε κάποιους τομείς, όπως η παιδεία και η υγεία, η Κούβα συναγωνίζεται επάξια ή ξεπερνά τα αναπτυγμένα κράτη.

Ωστόσο, η μελέτη της κουβανικής επανάστασης, της ιστορίας, της πορείας της, των επιτευγμάτων και των αστοχιών της προσφέρει άφθονο υλικό για τις σημερινές εναγώνιες αναζητήσεις της ανθρωπότητας. Δεν αναρωτιέται κανείς μόνο για την επιβίωσή της μέσα από όλες τις αντιξοότητες, τις ασφυκτικές στρατιωτικές και οικονομικές πιέσεις του ιμπεριαλισμού, τα δικά της λάθη. Αναρωτιέται ακόμη γιατί η καπιταλιστική παλινόρθωση των ετών 1989-1990 στα (γραφειοκρατικά στρεβλωμένα) σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν κατάφερε να συμπαρασύρει την Κούβα. Πώς συνέβη αυτό; Τι διαφορετικό είχε η Κούβα από τη Σοβιετική Ένωση, τη Λαϊκή Δημοκρατία Βουλγαρίας ή άλλες χώρες της Αφρικής και της Ασίας;

Σίγουρα έπαιξαν ρόλο οι παραδόσεις και η κοινωνική νοοτροπία των Κουβανών και των λαών της Λατινικής Αμερικής, η ηθικο-πολιτική κληρονομιά προσωπικοτήτων όπως του Χοσέ Μαρτί. Σίγουρα επίσης επέδρασε το γεγονός ότι η κουβανική επανάσταση επικράτησε σε ένα διεθνές περιβάλλον ασύγκριτα πιο ευνοϊκό σε σύγκριση με της Ρωσίας το 1917 ή των άλλων χωρών μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η εμπειρία των προηγούμενων επαναστάσεων, θετική και αρνητική, έπαιξε επίσης ρόλο. Το αντιιμπεριαλιστικό αίσθημα της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας που κατακτήθηκε με την επανάσταση, έχει επιπλέον τη δική του συμβολή. Τέλος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στην ποιότητα των ηγετών της επανάστασης. Αυτή είναι αδιαμφισβήτητη και καταγεγραμμένη ιστορικά αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Οι ηγέτες είναι καρποί της εποχής τους.

Ωστόσο οι αιτίες δεν εντοπίζονται αποκλειστικά ή κυρίως στην τοπική ιστορική ιδιομορφία. Όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να εξηγήσουν ότι η επαναστατική Κούβα επέζησε των τεκτονικών αλλαγών του 1990. Κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι εκείνα που διαδραμάτισαν ειδικό καταλυτικό ρόλο και προσέδωσαν μακροβιότητα στην επανάσταση σε αυτή την φτωχή, “τριτοκοσμική” χώρα. Αυτά ακριβώς είναι εκείνα που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον και πρέπει να αναζητηθούν.

Σε μια εξαιρετικής επιστημονικής ακρίβειας ανάλυση και πρόβλεψη, ο Φ. Ένγκελς, στον πρόλογο που έγραψε στο έργο του Κ. Μαρξ Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, διαπίστωνε ότι η απομάκρυνση από την εφαρμογή των αρχών της Παρισινής Κομμούνας μπορεί να οδηγήσει στο να χάσει η επαναστατημένη εργατική τάξη την εξουσία1. Τίποτα δεν μπορεί επί μακρόν να γίνεται στο όνομα του λαού χωρίς τον ίδιο το λαό.

Αν κάτι κράτησε όρθια την Κούβα τρεις και πλέον δεκαετίες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι το γεγονός ότι αυτή η επανάσταση διατήρησε σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική σχέση του λαού με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε όλες τις περιόδους ο λαός, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ήταν παρών στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων. Οπωσδήποτε υπήρξαν στιγμές που η φωνή του δεν ακούστηκε επαρκώς. Μπορεί επίσης να υπήρξαν στιγμές γραφειοκρατικής σκουριάς στο πολιτικό σύστημα. Αλλά είναι βέβαιο, χωρίς να εξωραϊζει κανείς την κατάσταση, ότι η κουβανική δημοκρατία λειτούργησε πολύ πιο ουσιαστικά όχι μόνο από τις αστικές δημοκρατίες (πρώτα απ' όλα της αμερικανικής ηπείρου) αλλά και από τα πολιτικά συστήματα των άλλων σοσιαλιστικών χωρών2.

Η αιρετότητα, με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών υποψηφίων μη επιβαλλόμενων από το Κομμουνιστικό Κόμμα, η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων, η δυνατότητα ελεύθερης αντιπαράθεσης των απόψεων, η εναλλαγή των αντιπροσώπων, ο έλεγχος από τα κάτω μέσω των συνελεύσεων βάσης και η μη συγκέντρωση (όχι σημαντικών τουλάχιστον) μισθολογικών και άλλων προνομίων στους κυβερνώντες, ο ένοπλος λαός, υπήρξαν μερικά από τα στοιχεία της Κουβανικής επαναστατικής δημοκρατίας. Βέβαια προβλήματα παρουσιάζονται. Η αιρετότητα και η ανακλητότητα μπορεί κάποιες φορές να καθίστανται τυπικές, το ίδιο και η συζήτηση των διαφορετικών απόψεων.

Πάντως η υλοποίηση σε σημαντικό βαθμό των αρχών της Παρισινής Κομμούνας, παρόλες τις ατέλειες και ανεπάρκειες, υπήρξε καθοριστική ειδικά στις κρίσιμες στιγμές. Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο εκδηλώθηκε την κρίσιμη ειδική περίοδο μετά το 1991. Τότε η Κούβα έχασε όλους τους εμπορικούς εταίρους και τα πολιτικά της στηρίγματα. Ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ έγινε ολοκληρωτικός. Το ΑΕΠ έπεσε τουλάχιστον κατά 35%. Και όμως ο λαός δεν λύγισε, δεν παρασύρθηκε ούτε υπέκυψε στις σειρήνες της αντεπανάστασης, που ακούγονταν ελκυστικά αλλά επιφύλασσαν ένα ολέθριο μέλλον για τους πολλούς. Το πολιτικό σύστημα δεν βασίστηκε στη βία για να διατηρηθεί, ούτε θα μπορούσε άλλωστε. Βασίστηκε στην προσφυγή στο λαό, στην ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση για τα πολύ οξυμμένα προβλήματα και τη συλλογική αναζήτηση λύσεων. Ο Φιδέλ Κάστρο έκανε για μια ακόμη φορά το πρώτο βήμα οδηγώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη χώρα σε ένα μεγάλο κύκλο ανοιχτών, ουσιαστικών συνελεύσεων και συζητήσεων.

Στη σημερινή Κούβα, όσο το σύστημα των λαϊκών συνελεύσεων και της επαναστατικής δημοκρατίας διατηρεί και επαυξάνει τη ζωτικότητά του, ο έλεγχος του λαού στην κρατική ηγεσία θα καθίσταται αποτελεσματικός και θα αποτρέπονται φαινόμενα διαφθοράς. Έτσι το σύγχρονο, αναγκαστικό, περιορισμένο άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις θα μπορεί να είναι ελεγχόμενο και ιστορικά προσωρινό3.

Αν αντίθετα η λαϊκή εξουσία αποδυναμωθεί σοβαρά, η Κούβα θα ακολουθήσει το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης κι ένα βαθύ χάσμα κοινωνικής ανισότητας θα εμφανιστεί με τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων και τη βαθιά φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας με την κατάργηση των σημαντικών εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων της επανάστασης. Τότε η Κούβα θα μετατραπεί και πάλι σε χώρα υποτελή των ΗΠΑ, μαστιζόμενη από τη φτώχεια, την υπανάπτυξη και την εγκληματικότητα όπως οι γειτονικές χώρες πχ. η Αϊτή, η Δομινικανή Δημοκρατία ή το Πουέρτο Ρίκο4.

Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση των πραγμάτων στη σύγχρονη ιστορική περίοδο, τα στοιχεία της εμπειρίας της κουβανικής επανάστασης που προαναφέρθηκαν, αποτελούν, έστω και σε ατελή, εμβρυακή, μορφή πρόπλασμα των επαναστάσεων του μέλλοντος. Δείχνουν πώς οι λαοί συσσωρεύουν πολύτιμη εμπειρία από τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, από τις επιτυχίες και τα λάθη τους.

Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει κρίσιμα διλήμματα, πιο κρίσιμα και υπαρξιακά από κάθε άλλη φορά στην ιστορία της. Δεν είναι μόνο η βαθιά όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων την οποία επιτείνει και βαθαίνει απροσμέτρητα η παρούσα καπιταλιστική κρίση. Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι ακόμη και ο κίνδυνος ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Είναι ακόμη οι προκλήσεις της διαχείρισης της τεχνολογίας, της ρομποτικής, της βιοτεχνολογίας. Είναι πάνω από όλα η αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος στο βωμό των καπιταλιστικών κερδών. Οι κίνδυνοι για τους λαούς είναι θανάσιμοι. Γι' αυτό αναπότρεπτα θα εμφανιστούν νέα κύματα επαναστατικών αναζητήσεων. Θα είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Σε αυτές τις αναζητήσεις, η κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, των επιτευγμάτων της επιστήμης και μαζί η κατάκτηση μιας ουσιαστικής, επαναστατικής δημοκρατίας θα βρεθούν στο επίκεντρο της συζήτησης. Τέτοιες συνταρακτικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν ούτε να διατηρηθούν ή να βαθύνουν χωρίς την πραγματική συμμετοχή του λαού, χωρίς την ενότητα επαναστατικής ηγεσίας και λαού, χωρίς τον αδιάλειπτο έλεγχο των κυβερνώντων από τους καθημερινούς ανθρώπους. Η σωτηρία και η χειραφέτηση των λαών μπορεί να επιτευχθεί μόνο ως έργο των δικών τους χεριών και της δικής τους σκέψης. Αυτή είναι η παρακαταθήκη της κουβανικής επανάστασης. Αντικρίζουμε στα θετικά, ανεξέλιχτα χαρακτηριστικά της το πρόπλασμα του μέλλοντος.


1Βλ. Κ. Μαρξ Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 20.

2Βλ. σχετικά J.L. Guasch Estévez, “Εl burocratismo a la luz del socialismo en el siglo XXI», Temas, n. 60, 2009, σελ. 48 επ. και P. Prada, “Por que cayo el socialismo en Europa? Por que no cayo Cuba?”, 9/9/2015, Cubadebate, www.cubadebate.cu και J.L. Rodriguez, “La desaparicion de la URSS 25 anos despues: Algunas reflexiones”, Cubadebate, www.cubadebate.cu και J.L. Rodriguez, “La revolucion de Octubre y los primeros pasos de la economia socialista en la URSS” I, II, III, 5/1/2017, 10/11/2017, 5/12/2017, Cubadebate, www.cubadebate.cu και D. Kotz, “Socialism and capitalism: Lessons from the demise of state socialism in the Soviet Union and China”, in R. Pollin (edit.), Socialism and radical political economy: Essays in honor of Howard Sherman, Cheltenham and Northampton, Edward Elgar, 2000, σελ. 300 επ.

3Βλ. Κ. Κατζ, “Το κουβανικό έπος”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 30, 2020, σελ. 145 επ.

4Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Το νέο Κουβανικό Σύνταγμα του 2019”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 28, 2019, σελ. 408 επ.



 

εφημ. Documento, 14/11/2021 (Hot Doc History, τ. 105, σελ. 72-83)


Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη επέδρασαν σημαντικά σε δυο εμβληματικές χώρες: στην Κίνα και στην Κούβα. Με αυτές θα ασχοληθεί το παρόν άρθρο. Όπως θα φανεί, δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο με τη Σοβιετική Ένωση αλλά ούτε και μεταξύ τους. Οι υπόλοιπες, Βιετνάμ και Β. Κορέα, έχοντας τις δικές τους ιδιομορφίες (κυρίως η Κορέα με το καθεστώς του ασιατικού προσωπολατρικού καισαρισμού) ακολουθούν ένα δρόμο που αντλεί πολλά στοιχεία από την κινεζική οικονομική πολιτική του ανοίγματος στην αγορά.



Είναι η Κίνα σοσιαλιστική;


Κατά μία άποψη η Κίνα εξακολουθεί να είναι ένα σοσιαλιστικό κράτος. Άντεξε μετά το 1989 τους κλυδωνισμούς και συνεχίζει. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται με παραλλαγές τόσο από την κινεζική ηγεσία και το ΚΚ Κίνας όσο και από κάποιους μαρξιστές (αλλά και αστούς αναλυτές) στη Δύση. Ο βασικός πυρήνας της είναι ότι η Κίνα διανύει μια ιστορική περίοδο αντίστοιχη με την ΝΕΠ της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς είναι ιστορικά προσωρινό, περιορισμένο, αναστρέψιμο, με στόχο να υποβοηθήσει την άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων.

Για να ήταν βάσιμη η άποψη αυτή θα έπρεπε να πληρούνται τρεις όροι: 1. οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας να ανήκουν στο δημόσιο τομέα. 2. η κρατική εξουσία να διατηρεί κατά βάση τον εργατικό, λαϊκό χαρακτήρα της. 3. Να τίθεται ο στόχος (μακρο ή μεσοπρόθεσμος) της εθνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής που παραμένουν σε ιδιωτική ιδιοκτησία.

Όμως, πρώτο, η συμβολή της δημόσιας βιομηχανίας στη σημερινή Κίνα αφορά μεν στρατηγικούς τομείς και είναι σημαντική (το 1/3 της παραγωγής) αλλά τη δεκαετία του 1950 ή τέλη δεκαετίας 1970, όταν εφαρμοζόταν πολιτική τύπου ΝΕΠ, έφτανε το 70%. Δεύτερο, δεν μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί ότι υφίσταται λαϊκή εξουσία και ότι εφαρμόζονται έστω και στοιχειωδώς (καθώς ιδανικές καταστάσεις δεν υπάρχουν) οι αρχές της αιρετότητας, της ανακλητότητας ανά πάσα στιγμή των κυβερνώντων, του ελέγχου τους από το λαό, της εξάλειψης των προνομίων τους1. Αντίθετα, το ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα συνδυάζει πλέον τα πολιτικά και οικονομικά του προνόμια με διασυνδέσεις, νόμιμες ή παράνομες, με τη νεοεμφανισθείσα αστική τάξη.

Τρίτο, από τη μελέτη των κομματικών ντοκουμέντων φαίνεται ότι το κόμμα δεν αντιμετωπίζει το άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις ως ιστορικά προσωρινή υποχώρηση. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο «ο σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» ταυτίζεται με την υποτίθεται μεταβατική «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς»2.

Είναι επιπλέον ενδεικτικό ότι το μακροπρόθεσμο σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης του κόμματος δεν αναφέρεται στην επανεθνικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων βασικών μέσων παραγωγής. Ούτε στην πρώτη φάση 2020-2035 ούτε στη δεύτερη φάση 2035-2050 προβλέπεται κάτι τέτοιο. Για τη δεύτερη φάση υπάρχει μια γενικόλογη αναφορά στον μετασχηματισμό της Κίνας «σε μια μεγάλη σοσιαλιστική χώρα, όμορφη, μοντέρνα, ευημερούσα, ισχυρή, δημοκρατική, αρμονική, με υψηλό πολιτισμό»3. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε προοπτική εθνικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων.



Είναι η Κίνα καπιταλιστική;


Καθώς ο παγκόσμιος συσχετισμός μεταβαλλόταν με την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η κινεζική ηγεσία βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: να εμμείνει στην προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας και να κρατήσει μόνη το βάρος της αντιπαράθεσης με το ιμπεριαλιστικό σύστημα ή να μετεξελιχθεί ελεγχόμενα σε καπιταλιστική οικονομία;

Η πρώτη επιλογή θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να ενεργοποιήσει τον λαϊκό παράγοντα για να αντιμετωπίσει τόσο τις πολιτικές πιέσεις (ενδεχόμενα και στρατιωτικές) της Δύσης όσο και τις οικονομικές. Η ενεργοποίηση όμως του λαϊκού παράγοντα δεν μπορούσε να συμβεί χωρίς την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας, την επαναφορά της αρχής της αιρετότητας και ανακλητότητας σε όλη την κλίμακα του κράτους και τελικά τον περιορισμό έως και κατάργηση της προνομιούχας θέσης της ηγετικής γραφειοκρατίας.

Αυτό το δρόμο, αν και ίσως όχι ολοκληρωμένα, υπέδειξε ο υπέργηρος ηγέτης Τσεν Γιουν, που υπήρξε μέλος της ιστορικής ηγεσίας και του Πολιτικού Γραφείου, επικεφαλής του πρώτου επιτυχημένου πεντάχρονου οικονομικού σχεδίου της Κίνας αλλά και της οικονομικής της ανόρθωσης μετά το θάνατο Μάο και την υπέρβαση της ταραχώδους “πολιτιστικής επανάστασης”. Τασσόταν υπέρ του περιορισμένου προσωρινού και ελεγχόμενου ανοίγματος στις εμπορευματικές σχέσεις, ασκούσε κριτική στη γραφειοκρατία, αντιτάχθηκε στη χρήση βίας στην Τιεν Αν Μεν.

Αλλά το κοινωνικό στρώμα της ηγετικής (κομματικο-κρατικής) γραφειοκρατίας είχε ήδη συσσωρεύσει προνόμια, χρήμα και πλούτο που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικονομίας. Έτεινε εκ των πραγμάτων να μετατραπεί σε κεφαλαιοκρατική τάξη, όπως είχε συμβεί με το ηγετικό στρώμα στην ΕΣΣΔ. Διάλεξε το δεύτερο δρόμο που οριστικοποιήθηκε στο κομματικό συνέδριο του 1992 και στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1993.



Το “σύνδρομο Γκορμπατσόφ”


Στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας ωστόσο αναπτύχθηκαν προβληματισμοί όχι μόνο για το αν θα γίνει η μετάβαση στις καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά και για τον τρόπο μετάβασης σε αυτές. Η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων πρώην σοσιαλιστικών κρατών σημαδεύτηκε από τον κατακερματισμό, τις συγκρούσεις και τη ληστρική επιδρομή του ξένου κεφαλαίου.

Η ηγεσία της Κίνας διακατεχόταν και διακατέχεται ακόμη και σήμερα από το “σύνδρομο Γκορμπατσόφ”. Δεν ήθελε δηλαδή το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς να γίνει ανεξέλεγκτα και να οδηγήσει την Κίνα πίσω στην εποχή της αποικιοκρατίας, της καταλήστευσής της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στον πιθανό κατακερματισμό του κράτους, στην εποχή του “αιώνα της ταπείνωσης”. Έτσι, η μορφή των εξελίξεων διέφερε από εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Το άνοιγμα έγινε σταδιακά, ελεγχόμενα, βήμα προς βήμα. Σύμφωνα με την περίφημη φράση του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, “διασχίζουμε το ποτάμι, χτυπώντας ανιχνευτικά το μπαστούνι στις πέτρες”.

Το αποτέλεσμα ήταν η οικοδόμηση ενός ιδιόμορφου οικονομικού μοντέλου όπου κυριαρχούν η λογική και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς αλλά υφίσταται παράλληλα η έντονη κρατική παρέμβαση. Η τελευταία δεν αποτελεί μόνο απομεινάρι της σοσιαλιστικής περιόδου. Αντανακλά τη μακραίωνη παράδοση της κρατικής παρέμβασης και των μεγάλων κρατικών έργων (η Κίνα είναι ενιαίο κράτος από το 220 πΧ. περίπου). Διακρίνονται στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού που συναντιούνται γενικότερα στην Ασία, σχετίζονται με την χρονική καθυστέρηση ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων και με τις ιστορικές παραδόσεις. Συναντιούνται ακόμη και σε αναπτυγμένες οικονομίες όπως η ιαπωνική. Ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός στην Κίνα θα μπορούσε εντέλει να χαρακτηριστεί ως ένας ιδιόμορφος, γραφειοκρατικός καπιταλισμός4. Παρόμοια χαρακτηριστικά είχε ο καπιταλισμός στην Κίνα όταν πρωτοαναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.



Είναι σοσιαλιστική η στροφή του Σι;


Η οικονομική πολιτική της σήμερα συγκεντρώνει επιπλέον στοιχεία ενός ιδιόμορφου κεϋνσιανισμού. Η φάση ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται η Κίνα, η τεράστια ανεκμετάλλευτη ακόμη εσωτερική αγορά, η διεθνής οικονομική της παρουσία επιτρέπουν και θα επιτρέπουν για ένα σημαντικό ακόμη διάστημα την άσκηση μιας τέτοιας κρατικής παρεμβατικής πολιτικής στην οικονομία.

Έτσι, ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν, η κινεζική ηγεσία υπό τον Σι Ζινπίνγκ έχει τη δυνατότητα καλύτερης αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Το κράτος παρεμβαίνει, θέτει αυστηρά όρια στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σχεδιασμένη μετατόπιση της οικονομικής προσπάθειας προς το εσωτερικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πάψει να είναι μια εξωστρεφής οικονομία.

Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης έγιναν τόσα δημόσια έργα (ένα είδος πολιτικής new deal) και χρησιμοποιήθηκε τόσος χάλυβας, όσος είχε χρησιμοποιηθεί επί έναν αιώνα στις ΗΠΑ. Η στροφή στην εσωτερική αγορά αποδυναμώνει τα κύματα της παγκόσμιας κρίσης, τονώνει τη ζήτηση τη στιγμή που η διεθνής πέφτει. Σταθεροποιεί ή βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο για τμήματα της κινεζικής κοινωνίας, σταθεροποιεί πολιτικά την κυβέρνηση. Παρά τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, όσο η Κίνα θα διατηρεί την οικονομική της δύναμη και θα την επεκτείνει παγκόσμια, θα μπορεί να διασφαλίζει την εσωτερική ηρεμία μέσω παραχωρήσεων στις λαϊκές τάξεις5.


Ο δρόμος της Κούβας


Η Κούβα όπου η επανάσταση επικράτησε το 1959, δέκα χρόνια μετά την Κίνα, ακολούθησε μετά το 1990 διαφορετική εξέλιξη6. Στην Κούβα τα οικονομικά προβλήματα έγιναν τότε πολύ πιο πιεστικά. Η Κίνα είχε μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 10% με μια μικρή κάμψη τα χρόνια περί την Τιεν Αν Μεν. Η πτώση των σοσιαλιστικών κρατών δεν την οδήγησε σε οικονομικό αδιέξοδο. Αντίθετα, η Κούβα έχασε όλους τους εμπορικούς της εταίρους. Ο οικονομικός αποκλεισμός - πόλεμος των ΗΠΑ έγινε ολοκληρωτικός. Το ΑΕΠ της έπεσε τουλάχιστον κατά 35%.

Ανάμεσα στους δυο δρόμους που προαναφέρθηκαν, η κουβανική ηγεσία διάλεξε τον δεύτερο. Να επιμείνει στην επανάσταση. Γι’ αυτό η ηγεσία στράφηκε στο λαό. Αν κάτι τότε κράτησε όρθια την κουβανική επανάσταση είναι ότι διατήρησε σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική σχέση του λαού με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε όλες τις περιόδους, ιδίως στις πλέον κρίσιμες, ο λαός, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ήταν παρών στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων.

Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό εκδηλώθηκε την κρίσιμη ειδική περίοδο μετά το 1991. Ο Φιδέλ Κάστρο έκανε για μια ακόμη φορά το πρώτο βήμα οδηγώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη χώρα σε ένα μεγάλο κύκλο ανοιχτών, ουσιαστικών συνελεύσεων και συζητήσεων. Το πολιτικό σύστημα δεν βασίστηκε στη βία για να διατηρηθεί αλλά στην προσφυγή στο λαό, στην ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση για τα πολύ οξυμμένα προβλήματα και στη συλλογική αναζήτηση λύσεων. Βασίστηκε στις λαϊκές συνελεύσεις, κατοχυρωμένες άλλωστε από το Σύνταγμα, με τη διαρκή ανοιχτή συζήτηση των προβλημάτων.

Οπωσδήποτε στη μακρά πορεία της επανάστασης υπήρξαν στιγμές που η φωνή του λαού δεν ακούστηκε επαρκώς. Εμφανίστηκαν σημάδια γραφειοκρατικής σκουριάς στο πολιτικό σύστημα. Αλλά είναι βέβαιο ότι η κουβανική δημοκρατία λειτούργησε πολύ πιο ουσιαστικά από τα πολιτικά συστήματα των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Ούτε πέρασε ταραχώδεις περιόδους βίαιων εσωτερικών εκκαθαρίσεων.

Η αιρετότητα, με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών υποψηφίων μη επιβαλλόμενων από το Κομμουνιστικό Κόμμα, η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων, η δυνατότητα ελεύθερης αντιπαράθεσης των απόψεων, η εναλλαγή των αντιπροσώπων, ο έλεγχος από τα κάτω μέσω των συνελεύσεων βάσης και η μη συγκέντρωση (όχι σημαντικών τουλάχιστον) μισθολογικών και άλλων προνομίων στους κυβερνώντες, ο θεσμός του ένοπλου λαού, υπήρξαν μερικά από τα στοιχεία της Κουβανικής επαναστατικής δημοκρατίας, που η Κίνα είχε απωλέσει ήδη πριν την Τιεν Αν Μεν.

Για τους λόγους αυτούς η ηγεσία και ο λαός της Κούβας έκαναν διαφορετική επιλογή μετά το 1990. Επέλεξαν να μην ακολουθήσουν την οδό της καπιταλιστικής παλονόρθωσης. Υπάρχει βέβαια ένα περιορισμένο, αναγκαστικό στις παρούσες συνθήκες, ελεγχόμενο άνοιγμα στις εμπορευματικές σχέσεις. Ακολουθείται μια πολιτική τύπου ΝΕΠ, που πολύ απέχει όμως από την κινεζική οικονομική πολιτική.

Η διαφορά Κίνας και Κούβας αποτυπώνεται στα Συντάγματά τους. Το άρθρο 15 του Κινεζικού Συντάγματος αναφέρεται “στη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”, ενώ αντίθετα το Κουβανικό στο “οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην παλλαϊκή σοσιαλιστική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής”. Οι εισηγητές του νέου Συντάγματος της Κούβας το 2019 επέμειναν ρητά ότι δεν υιοθετείται η σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς.



Θα αντέξει η Κούβα;


Βέβαια εκτός των οικονομικών, υπάρχουν σήμερα και πολιτικά προβλήματα στην Κούβα. Η αιρετότητα και η ανακλητότητα μπορεί κάποιες φορές να καθίστανται τυπικές, το ίδιο και η συζήτηση των διαφορετικών απόψεων. Μετά τα καλοκαιρινά συμβάντα η συζήτηση αυτή γίνεται ανοιχτά, αυτοκριτικά με στόχο το ξαναζωντάνεμα της επαναστατικής δημοκρατίας. Ο λαός καλείται να συζητήσει, να αναζητήσει και να αποφασίσει λύσεις για τα πιεστικά προβλήματά του7.

Είναι βέβαιο ότι, όσο το σύστημα των λαϊκών συνελεύσεων και της επαναστατικής δημοκρατίας θα διατηρεί τη ζωτικότητά του, ο έλεγχος του λαού στην κρατική ηγεσία θα καθίσταται αποτελεσματικός και θα αποτρέπονται φαινόμενα διαφθοράς. Έτσι το σύγχρονο, αναγκαστικό, περιορισμένο άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις θα μπορεί να είναι ελεγχόμενο και ιστορικά προσωρινό8.

Αν αντίθετα η λαϊκή εξουσία αποδυναμωθεί σοβαρά, η Κούβα θα ακολουθήσει το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης κι ένα βαθύ χάσμα κοινωνικής ανισότητας θα εμφανιστεί με τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων και τη βαθιά φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας με την κατάργηση των σημαντικών εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων της επανάστασης. Τότε η Κούβα θα μετατραπεί και πάλι σε χώρα υποτελή των ΗΠΑ, μαστιζόμενη από την ακραία φτώχεια, την υπανάπτυξη και την εγκληματικότητα όπως οι γειτονικές πχ. η Αϊτή, η Δομινικανή Δημοκρατία ή το Πουέρτο Ρίκο.

Προς το παρόν η Κουβανική επανάσταση αντέχει προσδοκώντας τις μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις που αναμένονται ανά τον κόσμο ακόμη και από συντηρητικούς αναλυτές9.

1Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 249 επ.

2 Βλ. R. Herrera – Zhiming Long, La Chine est-elle capitaliste?, Paris, éd. Critiques, 2019, σ. 82 επ.

3 Βλ. Xi Jinping, La gouvernance de la Chine, Beijing, Éditions en langues étrangères, 2014, σσ. 39-41 και Xi Jinping, Rapport au XIX Congrès national du Parti communiste chinois, www.xinhuanet.com. 18/10/2017.

4Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 238 επ.

5Για τα σενάρια εξέλιξης της Κίνας βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 317 επ.

6Βλ. Δ. Καλτσώνης, “Το νέο Κουβανικό Σύνταγμα του 2019”, Μαρξιστική Σκέψη, τ. 28, 2019, σελ. 408 επ.

7 Βλ. Ενδεικτικά F. Escalante, «Reflexiones sobre la actualidad cubana», Cubadebate.cu, 25/7/2021, 24/9/2021, 2/10/2021.

8Βλ. Κ. Κατζ, “Το κουβανικό έπος”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 30, 2020, σελ. 145 επ.

9Βλ. για παράδειγμα K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 88 επ. και https://news.sky.com/story/risk-of-new-world-war-is-real-head-of-uk-armed-forces-warns-12126389


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 12/11/2021


Αν κάποιος, αφελώς, πίστευε ότι οι αμερικανικές βάσεις και ιδίως η νέα γιγαντιαία βάση στην Αλεξανδρούπολη προορίζονται για την άμυνα της χώρας μας, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα κ. Πάιατ φρόντισε να τον βγάλει από την πλάνη του. Με πρόσφατη δήλωσή του ξεκαθάρισε το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι βάσεις δεν είναι δυνατό να στοχεύουν την Τουρκία, ένα άλλο κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ και μάλιστα σε μια πολύ κρίσιμη περιοχή και συγκυρία.

Η ιστορία βρίθει εξάλλου ανάλογων παραδειγμάτων. Βοήθησε μήπως η βάση της Σούδας στην αποτροπή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο; Βοήθησαν μήπως οι βρετανικές βάσεις την Κύπρο στην απόκρουση της ίδιας εισβολής; Βοήθησε μήπως ο μονομερής προσανατολισμός των ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων προς τις ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία; Καθόλου.

Πρόσφατα μάλιστα δημοσιεύθηκε η συνομιλία του τότε αμερικανού προέδρου Νίξον με τον τότε υπουργό εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ, όπου καταλήγουν στο προφανές. Οι ΗΠΑ μπορούν να διακόψουν ανά πάσα στιγμή τη ροή όπλων και ανταλλακτικών με αποτέλεσμα τη διακοπή της ικανότητας της Ελλάδας να υπερασπιστεί τον εαυτό της (Α. Παπαχελάς, Ενα σκοτεινό δωμάτιο, σελ. 400).

Υποστηρίζεται όμως επιπλέον, ότι η νέα συμφωνία (το πρόσφατα υπογραφέν δεύτερο πρωτόκολλο) περιλαμβάνει αναφορά στην αποτροπή ενεργειών που απειλούν την ειρήνη στην περιοχή. Πράγματι, στο προοίμιο υπάρχει μια παράγραφος με τέτοιο περιεχόμενο. Με ακριβώς την ίδια διατύπωση υπήρχε παράγραφος στο προοίμιο της βασικής Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας που υπογράφτηκε το 1990 και κυρώθηκε με τον ν. 1893/90. Σε τι συνέβαλε η παράγραφος αυτή, που είχε επίσης πολυδιαφημιστεί τότε; Απέτρεψε τα Ίμια; Απέτρεψε άλλες προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας; Απέτρεψε τις συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου; Απέτρεψε την αμφισβήτηση της κυριαρχίας δεκάδων (ίσως και εκατοντάδων) νήσων της χώρας μας; Δεν απέτρεψε τίποτα από όλα αυτά. Ομοίως, θα συμβεί και τώρα.

Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν πάντοτε για τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα στις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και της έντασης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Στο όνομα της σταθερότητας του ΝΑΤΟ οι ΗΠΑ στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό της Τουρκίας το 1974. Το ίδιο κάνουν και τώρα παρά την πολιτική των δήθεν ίσων αποστάσεων και τις κατά καιρούς φραστικές κορώνες είτε ενάντια στην Τουρκία είτε υπέρ της Ελλάδας.

Αντιθετα, η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα την εντάσσει στα επικίνδυνα πεδία ανταγωνισμού με τη Ρωσία και την Κίνα, στην άσκηση πίεσης σε βάρος τους. Η βάση στην Αλεξανδρούπολη (και όχι μόνο) στοχεύει τη Ρωσία. Ο ελληνικός λαός δεν έχει κανένα λόγο να εμπλακεί σε αυτή την επικίνδυνη περιπέτεια. Έχει ανάγκη την ειρήνη και την ανεξαρτησία του.

Mια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα αποτελεί παραλογισμό” έλεγε το 1841 ο Έντμουντ Λάιονς, πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα. Αντίθετα. Aποτελεί ανάγκη και στο σύγχρονο κόσμο όρο επιβίωσης.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION