Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Μαΐου 2024


 

Εφημερίδα των Συντακτών, 17/5/2024


Ιστορικό


Οι Νήσοι Μαλβίνες (Φώκλαντ) είναι ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών του νότιου Ατλαντικού με πληθυσμό περίπου 3000 κατοίκους. Απέχουν 250 μίλια από την Αργεντινή και 8000 από τη Βρετανία. Ήταν μέρος της ισπανικής αυτοκρατορίας. Με την αποχώρηση των Ισπανών, ήδη το 1816 είχε ήδη εγκατασταθεί η κυριαρχία της Αργεντινής επί των νησιών.

Το 1833 οι Βρετανοί κατέλαβαν στρατιωτικά τις Μαλβίνες και τις κατέχουν μέχρι σήμερα. Η γεωγραφική τους θέση είχε εξαιρετική σημασία για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή πριν την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ (1859). Για να ισχυροποιήσουν την κυριαρχία τους, εκδίωξαν τους κατοίκους και μετέφεραν εκεί Βρετανούς εποίκους. Η Αργεντινή όσο και τα γειτονικά της κράτη αντιδρούν διπλωματικά από τότε μέχρι σήμερα στις ενέργειες αυτές.

Στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, το ζήτημα του τερματισμού της βρετανικής κατοχής επί των Νήσων ήρθε με έμφαση στο προσκήνιο. Η αποαποικιοποίηση αποτυπώθηκε στην Απόφαση 1514 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (14/12/1960). Αυτή εξειδικεύτηκε με την Απόφαση 2065 όπου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (16/12/1965) όριζε ξεκάθαρα ότι η υπόθεση των Νήσων Μαλβίνων αποτελεί περίπτωση στην οποία έχει εφαρμογή η Απόφαση 1514 περί αποαποικιοποίησης. Καλούσε την Αργεντινή και τη Βρετανία να ξεκινήσουν το διάλογο υπό την αιγίδα της αρμόδιας Επιτροπής Αποαποικιοποίησης του ΟΗΕ με σκοπό τη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Μαλβίνων στην Αργεντινή.

Το βασικό νομικό αντεπιχείρημα της Βρετανίας ήταν και παραμένει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κατοίκων των νησιών, οι οποίοι ωστόσο είναι έποικοι. Το 2013 μάλιστα διοργανώθηκε δημοψήφισμα με το οποίο επικυρώθηκε με συντριπτικό ποσοστό, όπως ήταν αναμενόμενο, η βούληση των Βρετανών κατοίκων να ανήκουν στη Βρετανία.


Ο πόλεμος του 1982 (Απρίλιος-Ιούνιος)


Την άνοιξη του 1982 το τότε δικτατορικό καθεστώς της Αργεντινής αναζητώντας διέξοδο από τη βαθιά κρίση που περνούσε, εξαπέλυσε στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης των Μαλβίνων. Η Βρετανία απάντησε στρατιωτικά και διατήρησε την κυριαρχία της στα νησιά. Ο πόλεμος κράτησε δυόμιση μήνες και κόστισε τη ζωή σε σχεδόν 700 Αργεντινούς και περίπου 300 Βρετανούς στρατιώτες. Στη στρατιωτική επικράτηση της Βρετανίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο ότι η δικτατορία της Αργεντινής είχε στρέψει τις ένοπλες δυνάμεις της κατά βάση ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό”.

Οι ΗΠΑ είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο συμμαχικά κράτη. Ζυγίζοντας όλες τις παραμέτρους κατέληξαν να στηρίξουν τη βρετανική εισβολή, παρότι ανησυχούσαν ότι η στήριξη της Βρετανίας θα τροφοδοτούσε ακόμη παραπέρα τα αντιαμερικανικά αισθήματα των λαών της Λατινικής Αμερικής. Παρείχαν μυστικά, όπλα, πληροφορίες και κάθε είδους υποστήριξη στη Βρετανία. Το ΝΑΤΟ επίσης πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ της Βρετανίας. Παρόμοια στάση κράτησε η ΕΟΚ επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις στην Αργεντινή. Οι Μαλβίνες αποτελούσαν στρατηγικής σημασίας σημείο στην αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση.

Σημαντική βοήθεια στη στρατιωτική προσπάθεια της Βρετανίας δόθηκε από το καθεστώς Πινοσέτ στη Χιλή. Χωρίς αυτή, η Βρετανία θα είχε χάσει τον πόλεμο, όπως έχει επισημάνει ο Σ. Έντουαρντ πρώην ανώτατος αξιωματούχος της πολεμικής αεροπορίας της Βρετανίας, ο οποίος επισκέφθηκε μυστικά τη Χιλή εκείνη την περίοδο για να εξασφαλίσει τη στήριξη του Πινοσέτ. Η Χιλή συγκέντρωσε στρατεύματα στα σύνορα με την Αργεντινή δημιουργώντας εύλογη ανησυχία ότι επίκειται σύρραξη. Παράλληλα η Χιλή βοήθησε και με άλλους τρόπους (πχ. με κρίσιμες πληροφορίες μέσω ραντάρ), που έγιναν γνωστοί μόνο μετά το 2012, όταν άνοιξαν τα σχετικά βρετανικά αρχεία.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τις αποφάσεις 502 και 505 καταδίκασε τη χρήση στρατιωτικής βίας από την Αργεντινή. Παράλληλα όμως επιβεβαίωσε την πάγια θέση του για το ζήτημα της κυριαρχίας, ότι δηλαδή τα νησιά πρέπει να επιστρέψουν στην Αργεντινή.



Οι Μαλβίνες στον 21ο αιώνα


Η Βρετανία εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά τα νησιά. Επεκτείνει μάλιστα διαρκώς τις δραστηριότητές της. Οι Μαλβίνες έχουν τεράστια στρατιωτική σημασία ως πέρασμα του νότιου Ατλαντικού, λόγω γειτνίασης με την Ανταρκτική αλλά και με σημαντικές περιοχές της Αφρικής. Γι’ αυτό οι Μαλβίνες είναι από τις πλέον στρατιωτικοποιημένες γωνιές του πλανήτη. Φαίνεται πως οι εκεί στρατιωτικές βάσεις φιλοξενούν ακόμη και πυρηνικά όπλα, παρά τη διακηρυγμένη βούληση των κρατών της νότιας Αμερικής να διατηρήσουν την ευρύτερη περιοχή αποπυρηνικοποιημένη.

Είναι όμως σημαντικές και από οικονομική άποψη καθώς ο φυσικός πλούτος της περιοχής είναι αμύθητος: πλούσια αλιεύματα, σπάνιοι πόροι, πολύτιμοι μικροοργανισμοί, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Βρετανία επεκτείνει παράνομα την οικονομική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των νησιών, αρνείται ακόμη και το διάλογο με την Αργεντινή για το μέλλον των Μαλβίνων, παρά το γεγονός ότι ο ΟΗΕ επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία την προσήλωσή του στην Απόφαση 2065.

Η Αργεντινή, θεωρητικά τουλάχιστον, παραμένει σταθερή στο αίτημα της διεκδίκησης της επιστροφής των Μαλβίνων στην κυριαρχία της. Το 1994 προστέθηκε στο Σύνταγμα η Πρώτη μεταβατική διάταξη που ορίζει ότι:

Το Αργεντινό έθνος επικυρώνει τη νόμιμη και απαράγραπτη κυριαρχία του επί των Nήσων Μαλβίνων, Νότιας Γεωργίας και Νότιων Σάντουιτς και των σχετικών νησιωτικών και θαλάσσιων χώρων, ως τμημάτων αναπόσπαστων του εθνικού εδάφους.

Η ανάκτηση των εδαφών και η ολόπλευρη άσκηση της κυριαρχίας, με σεβασμό στον τρόπο ζωής των κατοίκων, και σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, συνιστούν ένα πάγιο και αδιαπραγμάτευτο στόχο του λαού της Αργεντινής”.

Στην πραγματικότητα όμως ειδικά ο ακροδεξιός πρόεδρος Μιλέι έχει εντάξει την Αργεντινή πιο στενά στο άρμα της συμμαχίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ (όπως για παράδειγμα στο ουκρανικό και στο παλαιστινιακό) και έχει στην πράξη απεμπολήσει το αίτημα, παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς του. Η αποαποικιοποίηση των Μαλβίνων παραμένει υπόθεση του λαϊκού κινήματος και μόνο.


 

πρόλογος στο Ε.-Ο. Βουβονίκος, Η αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος του 2019, Αθήνα, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 2024, σελ. 13-16


Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, 49 από την ψήφιση του Συντάγματος, που βαδίζει η δημοκρατία στη χώρα μας; Από τη δεκαετία του 1990 φαίνεται να έχει ξεκινήσει μια νέα περίοδος. Στην αρχή της δεκαετίας αυτό δεν ήταν ακόμη ορατό, όμως σήμερα είναι πλέον ευδιάκριτα τα ενιαία στοιχεία που αναπτύσσονται από τότε μέχρι σήμερα. Αρχικά, η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η δραστική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο έδωσε τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί η αυταπάτη περί “νίκης της δημοκρατίας”. Ωστόσο η πραγματικότητα κινήθηκε στην αντίθετη κατεύθυνση, σε αυτήν της συρρίκνωσης της δημοκρατίας.

Σε αυτή την περίοδο μπορούν να διακριθούν τρεις υποπερίοδοι.

Η πρώτη υποπερίοδος ήταν αυτή της προετοιμασίας της συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Στην υποπερίοδο αυτή (περίπου 1990-2010) υπήρξε μια σχετικά αθόρυβη νομοθετική παραγωγή στη λογική του βήμα προς βήμα περιορισμού της. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, η Συνθήκη Σένγκεν, η Europol που έθεσαν περιορισμούς και αλλοίωσαν το δημοκρατικό κεκτημένο στο ποινικό δίκαιο.

Κομβικό ρόλο έπαιξαν η Συνθήκη του Μάαστριχτ και στη συνέχεια η λεγόμενη συναινετική αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 με την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στα άρθρα 28 και 80 με την οποία ουσιαστικά τέθηκαν δομικοί περιορισμοί στη δημοκρατία. Το 80% περίπου των νόμων που ψηφίζονται στη Βουλή είναι υλοποίηση κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια σε αυτό το διάστημα δεν σημειώθηκε εμφανής, δραματική μεταβολή, καθώς η δυναμική της προηγούμενης περιόδου ήταν ακόμη ζωντανή. Σε αντιστοιχία παρατηρήθηκε ο περιορισμός των κοινωνικών κατακτήσεων με δειλά, διστακτικά βήματα.

Η δεύτερη υποπερίοδος συμπίπτει με την πρώτη δεκαετία της κρίσης (περίπου 2009-2019). Εντάθηκε το φαινόμενο της παραβίασης της ισχύουσας νομοθεσίας, όπου αυτή κατοχύρωνε δικαιώματα ή περιορισμούς στη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η παράνομη διάλυση συναθροίσεων, η παράνομη αστυνομική βία αποτέλεσαν κυρίαρχο φαινόμενο της πρώτης δεκαετίας της κρίσης. Παράλληλα, αξιοποιήθηκε ως εργαλείο εκφοβισμού και καταστολής η με ανοχή της κυβέρνησης παράνομη βία της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης.

Ο κύριος όμως μοχλός δραστικής συρρίκνωσης της δημοκρατίας υπήρξε η επιβολή της εποπτείας και των Μνημονίων, τα οποία στην πραγματικότητα συγκρότησαν ένα οικονομικό παρα-Σύνταγμα και σήμαιναν στην πράξη την παραβίαση πολλών άρθρων του Συντάγματος. Το ίδιο το Κοινοβούλιο τέθηκε ουσιαστικά στο περιθώριο αφού οι εποπτεύοντες θεσμοί (ΕΕ, ΔΝΤ) επέβαλαν τις νομοθετικές ρυθμίσεις, που η πλειοψηφία του απλώς επικύρωνε. Στην ίδια λογική βρισκόταν η ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.

Η τρίτη υποπερίοδος ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας (2019). Παρατηρείται έκτοτε η προσπάθεια βαθιών νομοθετικών αλλαγών που εμπεδώνουν, ενισχύουν και επιταχύνουν περαιτέρω τις τάσεις που προϋπήρχαν. Την περίοδο αυτή γίνεται προσπάθεια μονιμοποίησης και εμβάθυνσης αλλαγών που συνιστούν ποιοτική οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας σε αντιστοιχία με την επιχείρηση κατεδάφισης του συνόλου των κοινωνικών κατακτήσεων που έχουν απομείνει.

Παραδείγματα αποτελούν ο δρακόντειος, αντισυνταγματικός νόμος για τις διαδηλώσεις (ν. 4703/2020), η συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών με τον ν. 4808/2021, οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, οι παράνομες υποκλοπές, η εν δυνάμει παραβίαση της μυστικότητας της ψήφου μέσω της επιστολικής ψήφου, η εν δυνάμει αλλοίωση του εκλογικού σώματος μέσω της παροχής ψήφου σε απόδημους που καμιά βιοτική σχέση δεν έχουν με την Ελλάδα.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 βρέθηκε στο μεταίχμιο των δυο υποπεριόδων. Γι’ αυτό πραγματοποίησε μόνο μικρά, μη ολοκληρωμένα βήματα στην κατεύθυνση συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Ο συσχετισμός των δυνάμεων στην κοινωνία και στη Βουλή δεν επέτρεπε μια περισσότερο δραστική παρέμβαση. Τέτοια ίσως να επιχειρηθεί στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.

Για το λόγο αυτό το βάρος των κυβερνητικών παρεμβάσεων και επιλογών έγειρε σε νομοθετικές επιλογές που έχουν αντισυνταγματικό περιεχόμενο. Η πλέον κορυφαία περίπτωση είναι η κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 με τη νομοθέτηση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εδώ η παραβίαση υπήρξε κραυγαλέα και ανοιχτή καθώς ήρθε σε αντίθεση όχι μόνο με πνεύμα αλλά και με το γράμμα της συνταγματικής διάταξης. Έχει εξάλλου καταγραφεί επανειλημμένα ιστορικά ότι οι κρατούντες σε κρισιακές περιόδους επιλέγουν την οδό της παραβίασης του Συντάγματος, όταν δεν μπορούν να το μεταβάλλουν προς το αντιδραστικότερο.

Διαπιστώνεται επομένως μια ποιοτική οποσθοδρόμηση της δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία των δεκαετιών της κεϋνσιανής διαχείρισης αποτελεί παρελθόν. Παρατηρείται η σταδιακή οικοδόμηση μια αυταρχικής, “σιδερόφραχτης δημοκρατίας”. Αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζει την ιστορική περίοδο που διανύουμε. Με τη μια ή την άλλη μορφή, στον ένα ή άλλο βαθμό, με διαφορετική ίσως ένταση, το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Η τάση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η οικονομική κρίση οξύνει στο έπακρο τις κοινωνικές ανισότητες, γεννά αναπόφευκτα δυσαρέσκεια και κοινωνικές αντιδράσεις, τις οποίες οι κυρίαρχες τάξεις προσπαθούν να τιθασεύσουν περιορίζοντας ασφυκτικά τη δημοκρατία.

Η τάση προς τη “σιδερόφραχτη δημοκρατία” δεν έχει πλήρως ξεδιπλωθεί σε όλο της το εύρος. Είναι όμως ιστορικά πρόσκαιρη, όπως ήταν η αντιδημοκρατική στροφή της δεκαετίας του 1930. Οι μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής κοινωνίας αλλά και της ανθρωπότητας, υπαρξιακού χαρακτήρα κάποτε, απαιτούν την ουσιαστική συμμετοχή των λαών στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων. Όπως διδάσκει η ιστορία, αργά ή γρήγορα η ανάγκη αυτή θα οδηγήσει σε αντιστροφή της τάσης και σε αναζητήσεις αναγέννησης της δημοκρατίας, ίσως με τη μορφή μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας, που θα υπερβαίνει τις χρόνιες παθογένειες εκείνης που έχουμε γνωρίσει.

Το ανά χείρας βιβλίο του Ευάγγελου – Ορέστη Βουβονίκου, το οποίο αποτελεί καρπό της μεταδιδακτορικής έρευνας που διεξήγαγε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αποτελεί συμβολή στην αποκάλυψη και εξήγηση της σημερινής κυρίαρχης τάσης αυταρχικοποίησης και οικοδόμησης μιας “σιδερόφραχτης δημοκρατίας”.

Ο συγγραφέας αναπτύσσει την έρευνά του σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019 και την αξιολόγηση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της. Διαπιστώνει ότι η κατεύθυνση των αλλαγών που επήλθαν στοχεύει στην ενδυνάμωση και ισχυροποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Η ανάλυσή του δεν περιορίζεται στις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν, αλλά μελετά ενδελεχώς και τις προτάσεις αναθεώρησης που κατατέθηκαν αλλά για λόγους συσχετισμού των δυνάμεων ή συγκυριακούς δεν προχώρησαν. Η μελέτη αυτών των προτάσεων είναι εξαιρετικά χρήσιμη γιατί μέσα από αυτές ξεδιπλώνονται ευκρινέστερα οι μακροπρόθεσμες στοχεύσεις των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών.

Ο δεύτερος άξονας γύρω από τον οποίο ο Ε.-Ο. Βουβονίκος αναπτύσσει τη μελέτη του είναι η δέσμη των αλλαγών που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στο ποινικό δίκαιο τόσο σε ευρωενωσιακό όσο και σε εγχώριο επίπεδο. Μέσα από αυτές τις αλλαγές ο συγγραφέας διαπιστώνει συντεταγμένα βήματα προς την ισχυροποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Καταδεικνύει πώς οι μεταβολές στους δυο αυτούς άξονες προφανώς σχετίζονται μεταξύ τους επιδιώκοντας την καθεστωτική σταθερότητα εν μέσω της εξελισσόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Η μελέτη του Ε. - Ο. Βουβονίκου είναι επομένως εξαιρετικά χρήσιμη και σημαντική καθώς αναδεικνύει μία ακόμη ψηφίδα του μετασχηματισμού της δημοκρατίας στη χώρα μας. Αποτελεί σημαντική συμβολή στον επιστημονικό και ευρύτερο διάλογο γύρω από το θέμα αυτό.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 16/5/2024


Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα σήμανε, κατά τον ίδιο, ότι “οι ελπίδες αυξάνονται” για τη συνεννόηση ανάμεσα στα δύο κράτη και την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Πρώτο: το καθεστώς Ερντογάν ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους ότι εμμένει σθεναρά στις αντίθετες με το διεθνές δίκαιο αξιώσεις του. Αυτές περιλαμβάνουν από την άρνηση στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως έχει δικαίωμα με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, μέχρι την αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων νησιών του Αιγαίου. Ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε επίσης ξανά με έμφαση ζήτημα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη αλλά και ξεκαθάρισε, για μια ακόμη φορά, ότι η Τουρκία αντιλαμβάνεται ως “λύση” στο Κυπριακό την αναγνώριση της κατοχής του 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεύτερο: από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι τα λεγόμενα “ήρεμα νερά” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απλώς μια προσωρινή ανάπαυλα. Όταν το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς το θελήσει, θα περάσουμε στην ένταση, την όξυνση. Η χρονική συγκυρία της μετάβασης αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τους ευρύτερους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας και από το παζάρι της με τις ΗΠΑ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ (και μαζί η σχεδόν υποτελής στις ΗΠΑ Ευρωπαϊκή Ένωση) είναι ιστορικά πρόθυμες να ικανοποιήσουν τις όποιες τουρκικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας, αρκεί να κρατήσουν την Τουρκία σταθερό σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.

Η προχτεσινή συνάντηση εντάσσεται στη νατοϊκή λογική περί διολίσθησης, όταν χρειαστεί και όταν είναι έτοιμη η κοινή γνώμη, σε υποχωρήσεις έναντι των τουρκικών παράνομων αξιώσεων. Πρόκειται για ήττα. Από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον η υπενθύμιση (σε άρθρο του συναδέλφου Βασίλη Φούσκα) του παρακάτω διαλόγου μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Δ. Μπίτσιου και του Χ. Κίσινγκερ, στη Ρώμη στις 5 Νοεμβρίου 1974. Ο διάλογος αναδεικνύει γραφυρά την κυρίαρχη πολιτική αντίληψη, που οδηγεί στις ήττες:

Μπίτσιος:«Υπάρχει και το θέμα ωρισμένων νήσων του Αιγαίου. Η Τουρκία μας κατηγορεί ότι “επαναστρατικοποιούμεν” αυτάς. Βεβαίως, διεθνείς συνθήκαι προβλέπουν την μερικήν αποστρατικοποίησίν των. Αλλά αι αυταί συνθήκαι περιέχουν τας ρητάς παραιτήσεις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος επί των νήσων αυτών». Κίσινγκερ: «Άρα θα εδέχεσθε να συμμορφωθήτε πλήρως προς τας περί αποστρατικοποιήσεως διατάξεις, αν σας εδίδοντο επαρκείς διεθνείς εγγυήσεις διά την ασφάλειας των νήσων». Μπίτσιος:«Βεβαίως».

Υπάρχει και ένα ακόμη μελανό σημείο στη προχτεσινή διπλωματική ήττα, καθώς αυτή συνδυάστηκε με μια αποτρόπαια πράξη: την δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού για στήριξη στην κυβέρνηση του Ισραήλ. Πρόκειται για στήριξη σε μια κυβέρνηση που δολοφονεί χιλιάδες παιδιά, διαπράττει γενοκτονία, βιάζει το διεθνές δίκαιο. Το ηθικό στίγμα θα συνοδεύει την κυβέρνηση και θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη χώρα μας στη διεκδίκηση της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου στην περιοχή μας.



 

εφημ. Το Βήμα, 5/5/2024


Η δικαστική απόφαση για την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι και η δίκαιη αγανάκτηση των συγγενών των θυμάτων ξαναφέρνει για μια ακόμη φορά στην επικαιρότητα το ζήτημα της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τη Δικαιοσύνη. Με βάση το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα, ο αδικούμενος πολίτης μπορεί να καταφύγει στα δικαστήρια και να δικαιωθεί. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Τι πρέπει να έχουμε υπόψη;

Πρώτο, η ηγεσία της Δικαιοσύνης επιλέγεται ουσιαστικά από την κυβέρνηση βάσει του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Το ίδιο συμβαίνει με τον ένα ή άλλο τρόπο σε όλες τις χώρες, πχ. στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ και αλλού. Η εκτελεστική εξουσία ελέγχει τις κορυφές της Δικαιοσύνης και αποκτά έτσι ένα σημαντικό μοχλό παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα της Δικαιοσύνης.

Δεύτερο, οι δικαστές υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο μέσα από ένα μη δημοκρατικό σύστημα που εξασφαλίζει την ευθυγράμμισή τους με τις επιταγές της εξουσίας. Παράλληλα με τις θεσμοθετημένες μορφές ελέγχου υπάρχουν και οι άτυπες, οι αφανείς μηχανισμοί άσκησης επιρροής, ελέγχου και πιέσεων, έτσι ώστε οι δικαστικές αποφάσεις να εναρμονίζονται με το ευρύτερο πλαίσιο επιδιώξεων των κυβερνώντων.

Τρίτο, τα δικαστήρια δικάζουν με βάση το κάθε φορά ισχύον νομικό πλαίσιο. Αν το τελευταίο είναι εχθρικό ή κάπως ευνοϊκό για την καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου, για τα δικαιώματά του, για την προτασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι ζήτημα κυβέρνησης και κοινοβουλευτικών συσχετισμών.

Τέταρτο, η Δικαιοσύνη και οι δικαστές αναπόφευκτα επηρεάζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία, από τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και άλλες εξελίξεις. Ο παράγοντας αυτός μαζί με όλα τα παραπάνω επιδρούν στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής των νομικών κανόνων.

Κατά συνέπεια η Δικαιοσύνη, παρά την όποια σχετική ανεξαρτησία της, αποτελεί σε τελική ανάλυση τμήμα της κρατικής εξουσίας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων κηρύσσει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν ίσχυε το προηγούμενο του νόμου Χατζηδάκη νομοθετικό πλαίσιο και παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα της απεργίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι ότι τα προφανώς αντισυνταγματικά Μνημόνια κρίθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων ως σύμφωνα με το Σύνταγμα. Επικράτησε ένα ανάλογο επιχείρημα με εκείνο της μετεμφυλιακής περιόδου, που υποστήριζε ότι η παραβίαση του Συντάγματος είναι επιτρεπτή από τις κυβερνήσεις εφόσον πρόκειται για τη “σωτηρία της πατρίδας” (salus patriae suprema lex). Αλλά η “σωτηρία της πατρίδας” νοείται με βάση τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών και των κρατούντων.

Υπάρχουν ωστόσο και λαμπρές εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα. Έχουν υπάρξει δικαστές και δικαστικές αποφάσεις που αφουγκράστηκαν τις αγωνίες και τις ανάγκες του λαού. Υπάρχουν δικαστές που παρά τους προαναφερθέντες περορισμούς τιμούν το λειτούργημά τους, επιδεικνύουν σθένος, ανεξαρτησία και δημοκρατική αρετή. Αψηφούν τις σειρήνες τις εξουσίας και τις όποιες έμμεσες ή άμεσες πιέσεις. Όσο πιο δυνατά ακούγεται η φωνή του λαού και των κοινωνικών αγώνων, τόσο περισσότερο θα εμφανίζονται τέτοιες εξαιρέσεις.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION