εφημ. Το Βήμα, 5/5/2024
Η δικαστική απόφαση για την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι και η δίκαιη αγανάκτηση των συγγενών των θυμάτων ξαναφέρνει για μια ακόμη φορά στην επικαιρότητα το ζήτημα της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τη Δικαιοσύνη. Με βάση το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα, ο αδικούμενος πολίτης μπορεί να καταφύγει στα δικαστήρια και να δικαιωθεί. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Τι πρέπει να έχουμε υπόψη;
Πρώτο, η ηγεσία της Δικαιοσύνης επιλέγεται ουσιαστικά από την κυβέρνηση βάσει του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Το ίδιο συμβαίνει με τον ένα ή άλλο τρόπο σε όλες τις χώρες, πχ. στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ και αλλού. Η εκτελεστική εξουσία ελέγχει τις κορυφές της Δικαιοσύνης και αποκτά έτσι ένα σημαντικό μοχλό παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα της Δικαιοσύνης.
Δεύτερο, οι δικαστές υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο μέσα από ένα μη δημοκρατικό σύστημα που εξασφαλίζει την ευθυγράμμισή τους με τις επιταγές της εξουσίας. Παράλληλα με τις θεσμοθετημένες μορφές ελέγχου υπάρχουν και οι άτυπες, οι αφανείς μηχανισμοί άσκησης επιρροής, ελέγχου και πιέσεων, έτσι ώστε οι δικαστικές αποφάσεις να εναρμονίζονται με το ευρύτερο πλαίσιο επιδιώξεων των κυβερνώντων.
Τρίτο, τα δικαστήρια δικάζουν με βάση το κάθε φορά ισχύον νομικό πλαίσιο. Αν το τελευταίο είναι εχθρικό ή κάπως ευνοϊκό για την καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου, για τα δικαιώματά του, για την προτασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι ζήτημα κυβέρνησης και κοινοβουλευτικών συσχετισμών.
Τέταρτο, η Δικαιοσύνη και οι δικαστές αναπόφευκτα επηρεάζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία, από τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και άλλες εξελίξεις. Ο παράγοντας αυτός μαζί με όλα τα παραπάνω επιδρούν στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής των νομικών κανόνων.
Κατά συνέπεια η Δικαιοσύνη, παρά την όποια σχετική ανεξαρτησία της, αποτελεί σε τελική ανάλυση τμήμα της κρατικής εξουσίας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων κηρύσσει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν ίσχυε το προηγούμενο του νόμου Χατζηδάκη νομοθετικό πλαίσιο και παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα της απεργίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.
Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι ότι τα προφανώς αντισυνταγματικά Μνημόνια κρίθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων ως σύμφωνα με το Σύνταγμα. Επικράτησε ένα ανάλογο επιχείρημα με εκείνο της μετεμφυλιακής περιόδου, που υποστήριζε ότι η παραβίαση του Συντάγματος είναι επιτρεπτή από τις κυβερνήσεις εφόσον πρόκειται για τη “σωτηρία της πατρίδας” (salus patriae suprema lex). Αλλά η “σωτηρία της πατρίδας” νοείται με βάση τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών και των κρατούντων.
Υπάρχουν ωστόσο και λαμπρές εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα. Έχουν υπάρξει δικαστές και δικαστικές αποφάσεις που αφουγκράστηκαν τις αγωνίες και τις ανάγκες του λαού. Υπάρχουν δικαστές που παρά τους προαναφερθέντες περορισμούς τιμούν το λειτούργημά τους, επιδεικνύουν σθένος, ανεξαρτησία και δημοκρατική αρετή. Αψηφούν τις σειρήνες τις εξουσίας και τις όποιες έμμεσες ή άμεσες πιέσεις. Όσο πιο δυνατά ακούγεται η φωνή του λαού και των κοινωνικών αγώνων, τόσο περισσότερο θα εμφανίζονται τέτοιες εξαιρέσεις.