εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/7/2024
Το επεισόδιο στην Κάσο έληξε και η κυβέρνηση υπνωτίζει την κοινή γνώμη ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά πριν “αλέκτωρ φωνήσει τρις” η κυβέρνηση Ερντογάν ξανάθεσε θέμα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη ενώ νωπή είναι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την εισβολή στην Κύπρο.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση των “ήρεμων νερών”. Αν σκεφτεί κανείς, θα διαπιστώσει ότι αυτή ακριβώς είναι η πάγια επιδίωξη της υπερδύναμης στο Αιγαίο. Κατά την τουκρική εισβολή στην Κύπρο, την οποία όχι απλώς ανέχτηκε αλλά ευννόησε, η προσπάθεια του τότε Υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ήταν ακριβώς να μείνουν “ήρεμα τα νερά”, να μην αντιδράσει δηλαδή η Ελλάδα στην τουρκική επίθεση. Όπερ και εγένετο.
Παρόλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να αναζητούν προστασία και λύση στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό εμπεδώνεται βήμα προς βήμα, η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που είναι αναγκαία ενόψει της αντιπαράθεσής του με τη Ρωσία και την Κίνα. Ταυτόχρονα όμως εμπεδώνονται σε διπλωματικό επίπεδο οι αντίθετες στο διεθνές δίκαιο αξιώσεις και πρακτικές του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.
Η πολιτική αυτή ρικανίσματος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας συμπληρώνεται ενίοτε από εθνικιστικές κορώνες τύπου Γεωργιάδη. Αναπαράγουν, ως φάρσα αυτή τη φορά, τις εθνικιστικές ιαχές του μακρινού παρελθόντος που οδήγησαν σε εθνικές ήττες, όπως το 1897.
Τα “ήρεμα νερά” είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη συνίσταται στη διεκδίκηση “ενός είδους στρατηγικής θέσης της χώρας στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ”, όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Τούτο σημαίνει ότι η κυβέρνηση επαναβεβαιώνει ότι θα είναι ο πιστός και πειθήνιος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή. Ως εκ τούτου αναζητά προστασία έναντι της Τουρκίας, την οποία δεν βρήκε ποτέ, αλλά και κάποια ανταλλάγματα. Τι είδους ανταλλάγματα, για ποιούς; σίγουρα όχι για τον ελληνικό λαό που στέλνει τα παιδιά του να κινδυνεύσουν στην Ερυθρά Θάλασσα.
Διπλός είναι επομένως ο κίνδυνος αυτών των επιλογών. Υπονομεύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας αλλά και εκθέτουν τον ελληνικό λαό στον κίνδυνο να συμπαρασυρθεί σε περιπέτειες είτε μέσω της εμπλοκής του πολέμου που διεξάγει το ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία στην Ουκρανία είτε μεσω της στήριξης του πολέμου γενοκτονίας που διεξάγει το Ισραήλ. Και στις δυο περιπτώσεις η πιθανότητα κλιμάκωσης και γενίκευσης του πολέμου είναι πλέον ορατή.
Και εντούτοις η κυβέρνηση επιμένει να παρέχει βάσεις και διευκολύνσεις. Αλλά όπως είχε δηλώσει σε μια αυτοκριτική στιγμή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη Βουλή αρχές δεκαετίας του 1980, “Δεν θεωρώ πια αναγκαία την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές βάσεις δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο από Ανατολάς. Αν σημειωθεί μια παγκόσμια σύρραξη, το μόνο που θα κάνουν είναι να μας εκθέτουν σε καταστροφή”.