Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


εφημ. Ελλάδα, 5-6/10/2013

Πριν από 40 χρόνια οι συνωμότες στρατηγοί υπό τον Πινοσέτ, με την καθοδήγηση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και της CIA και τη στήριξη των εγχώριων ολιγαρχών, ανέτρεψαν με ένα εξαιρετικά βίαιο και αιματηρό πραξικόπημα την κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή.
Τι ήταν αυτό που ενοχλούσε τους προαναφερθέντες παράγοντες και διέπραξαν ένα έγκλημα σε βάρος του λαού της Χιλής με αποτέλεσμα χιλιάδες δολοφονημένους, φυλακισμένους, βασανισμένους και αγνοούμενους;
Πρώτο, η κυβέρνηση Αλιέντε ήταν μια συμμαχία λαϊκών ριζοσπαστικών δυνάμεων. Σε αυτήν συμμετείχαν ριζοσπάστες σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αριστεροί χριστιανοδημοκράτες και άλλοι. Είχε αρχίσει να υλοποιεί το πρόγραμμά της με συνέπεια και στηριζόμενη στο λαϊκό παράγοντα: αναδιανομή του πλούτου σε όφελος των φτωχών και αδικημένων, εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και πρωτίστως του ορυκτού πλούτου προκειμένου να γίνει ο λαός πραγματικός αφέντης του τόπου και του μόχθου του.
Δεύτερο, οι αντιδραστικές δυνάμεις, παρά τις προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν να εξαγοράσουν ή να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την πολιτική της και να στραφεί σε μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της οικονομίας. Αντίθετα μάλιστα, ο Αλιέντε σκόπευε να ανακοινώσει εκείνη την 11η Σεπτεμβρίου την έναρξη ριζοσπαστικής αναθεώρησης του Συντάγματος, γεγονός που θα οδηγούσε σε περαιτέρω εμβάθυνση και ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής του.
Τρίτο, οι αντιδραστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν τελικά να φθείρουν την κυβέρνηση και να πείσουν τον χιλιάνικο λαό να στραφεί ξανά στα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα. Παρά τον απίστευτο πόλεμο φθοράς (με οικονομικό σαμποτάζ, βομβιστικές και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες) εξακολουθούσε να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του λαού. Το 1970 ο Αλιέντε αναδείχθηκε πρόεδρος με ποσοστό 36,3%. Το 1971 στις τοπικές εκλογές η Λαϊκή Ενότητα (η συμμαχία που τον στήριζε) έλαβε 51% ενώ το 1972, στο αποκορύφωμα του οικονομικού σαμποτάζ,  έλαβε στις βουλευτικές εκλογές 43%.


Το δόγμα του σοκ

Η χούντα του Πινοσέτ εφάρμοσε για πρώτη φορά ακραιφνώς το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Οικονομικός σύμβουλός της ήταν η νεοφιλελεύθερη Σχολή του Σικάγου του Μίλτον Φίντμαν. Ο τελευταίος, σε επιστολή του προς τον αιμοσταγή δικτάτορα του έδινε την εξής συμβουλή: «αν υιοθετηθεί η προσέγγιση του σοκ, πιστεύω ότι θα πρέπει να ανακοινωθεί δημόσια και λεπτομερώς, ώστε να επενεργήσει σύντομα».
Όπερ και εγένετο: αθρόες, σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, από τα ορυχεία χαλκού μέχρι τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα λεωφορεία, κατάργηση του εργατικού δικαίου και των δικαιωμάτων, ξεπούλημα γενικά του δημόσιου πλούτου. Τα αποτελέσματα ήταν όντως θεαματικά. Ένας ολόκληρος λαός βυθίστηκε απότομα στη φτώχεια αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει γιατί βρισκόταν κάτω από τις λόγχες της χούντας. Η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε τον πρώτο χρόνο εφαρμογής των μέτρων κατά 15%, η ανεργία έφτασε το 20% ενώ επί Αλιέντε είχε περιοριστεί στο 3%.
Ερωτώμενος από δημοσιογράφους ο Φρίντμαν για το κοινωνικό κόστος των οικονομικών θεωριών του απάντησε, όπως περίπου απαντούν οι σημερινοί εκπρόσωποι της τρόικας: «ανόητη ερώτηση».
Η νεοφιλελεύθερη αυτή πολιτική μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής με τον ίδιο τρόπο: δια της επιβολής πραξικοπημάτων έτσι ώστε με τη βία των όπλων να καμφθούν οι λαϊκές αντιδράσεις.


Η ευρωπαϊκή παραλλαγή

Ωστόσο, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν μπορούσε να περιοριστεί στη Λατινική Αμερική. Ενόψει των αδιεξόδων στα οποία είχε οδηγηθεί το κεϋνσιανό πρότυπο ρύθμισης της οικονομίας, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις χρειάζονταν την εφαρμογή του και στην Ευρώπη.
Εδώ οι ρυθμοί και οι τρόποι επιβολής ήταν κάπως πιο ήπιοι. Ήταν περισσότερο ήπιοι στις αναπτυγμένες χώρες καθώς αυτές είχαν ήδη το πλεονέκτημα να απομυζούν τις υπανάπτυκτες και εν γένει τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Ήταν όμως λιγότερο ήπιοι σε χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης όπως είναι η Ελλάδα. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, όπως όλοι πια γνωρίζουμε εξ ιδίων, οι ρυθμοί έχουν γίνει σαρωτικοί και ο τρόπος επιβολής γίνεται ολοένα και πιο αυταρχικός.


Τα στερνά λόγια

Η κυβέρνηση Αλιέντε έδειξε ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Η ανατροπή της δεν ήταν αναπόφευκτη. Ανατράπηκε επειδή δίστασε να οργανώσει την άμυνα του λαού και να προχωρήσει (εμπλέκοντας με δραστικό τρόπο το λαϊκό παράγοντα) σε μια διαδικασία ριζικής εκκαθάρισης και εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και εν γένει του κρατικού μηχανισμού.
Η ιστορία διδάσκει. Όπως και το προσωπικό παράδειγμα. Πιο πολύ από κάθε θεωρητική ανάλυση. Οι λαοί της Λατινικής Αμερικής πορεύονται με δυσκολίες, με ταλαντεύσεις, καμιά φορά με αυταπάτες και λάθη. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αναζητούν δρόμους ανεξαρτησίας, ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης: στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, στην Κολομβία, στο Εκουαδόρ, στη Νικαράγουα, στην Κούβα και αλλού.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Αλιέντε, περικυκλωμένος όπως ήταν στο Προεδρικό Μέγαρο που βομβαρδιζόταν από αεροσκάφη και άρματα μάχης των πραξικοπηματιών, λίγες στιγμές πριν βρει το θάνατο:
«Ο λαός πρέπει να αμυνθεί. Όχι να θυσιαστεί. Να αρνηθεί την υποταγή, την ταπείνωση, την απώλεια των ηθικών αξιών. Εργαζόμενοι της Πατρίδας μου, πιστεύω στη Χιλή και στο πεπρωμένο της. Άλλοι άνθρωποι θα ξεπεράσουν αυτή τη γκρίζα και πικρή στιγμή στην οποία η προδοσία φαίνεται να επιβάλλεται. Να ξέρετε ότι, αργά ή γρήγορα, θα ανοίξουν και πάλι οι μεγάλες λεωφόροι από τις οποίες θα περάσει ο ελεύθερος άνθρωπος, για να οικοδομήσει μια καλύτερη κοινωνία.
Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο λαός! Ζήτω οι εργαζόμενοι!
Αυτά είναι τα τελευταία λόγια μου και έχω τη βεβαιότητα η θυσία μου δεν θα είναι μάταιη και, τουλάχιστον, θα είναι ένα ηθικό μάθημα που θα τιμωρήσει το έγκλημα, τη δειλία και την προδοσία».



ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION