ομιλία σε ημερίδα με θέμα "Φιδέλ Κάστρο: ιδεολογική και πολιτική παρακαταθήκη"
δημοσιεύθηκε στο περ. Μαρξιστική Σκέψη, τευχ, 22, σελ. 111-116
Ο πρόσφατος θάνατος
του Φιδέλ Κάστρο δίνει μια ευκαιρία
μιας πιο συνολικής αξιολόγησης του
έργου του. Η επαναστατική θεωρία και
πράξη του επιβεβαίωσαν
αλλά και εμπλούτισαν τη μαρξιστική
λενινιστική ανάλυση με βάση την εμπειρία
και τις συνθήκες του επαναστατικού
αγώνα του λαού της Κούβας. Προσπάθησα
να αναδείξω οκτώ βασικά σημεία.
Η
ανάγκη της επανάστασης
Πρώτο: ο Φιδέλ Κάστρο
ξεκίνησε τον αγώνα ως ένας ουτοπικός
κομμουνιστής, ως ένας ανένταχτος
κομματικά μαρξιστής λενινιστής.
Υπήρξε αρχικά ένας ριζοσπάστης, ένας
επαναστάτης δημοκράτης που μαζί με τη
δράση, μαζί με τον αγώνα, βρέθηκε στην
ανάγκη να ανακαλύψει την επιστημονική
εκείνη θεωρία που μπορούσε να του δώσει
όχι μόνο τα κατάλληλα εργαλεία ερμηνείας
της κοινωνίας αλλά και της αλλαγής της.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά “πρέπει
να έχουμε την ικανότητα να μαθαίνουμε
γιατί η επανάσταση είναι όπως ένα μεγάλο
σχολείο”.
Οι Κουβανοί επαναστάτες έμαθαν
ή εμβάθυναν στη μαρξιστική λενινιστική
θεωρία κυριολεκτικά μέσα στο καμίνι
της αντιδικτατορικής πάλης. Όπως έγραψε
ο Τσε, «ανακαλύψαμε
εμείς καθώς κι αυτή (ενν.
η επανάσταση της Κούβας – ΔΚ) με
τις δικές της μέθοδες τους δρόμους που
υπέδειξε ο Μαρξ».
Δεύτερο:
ο Φ. Κάστρο υποστήριζε με συνέπεια ότι
η εκ βάθρων αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων
δεν μπορεί να γίνει με μεταρρυθμίσεις.
Χρειάζονται τομές, χρειάζεται ρήξη με
την άρχουσα τάξη, χρειάζεται ρήξη με
τον ιμπεριαλισμό. Απαιτείται να γκρεμιστεί
το παλιό σύστημα εξουσίας, οι
αντιδημοκρατικές, ολιγαρχικές δομές
εξουσίας, απαιτείται να καταργηθεί η
κυριαρχία της πλουτοκρατίας στα μέσα
παραγωγής.
Η
αντιδικτατορική επανάσταση
Τρίτο: η επαναστατική
αλλαγή μπορεί να πραγματοποιηθεί αν ο
λαός συσπειρωθεί και εμπνευστεί ώστε
να αποκτήσει τη δύναμη για να διεξάγει
το σκληρό αγώνα. Αλλά για να γίνει αυτό
χρειάζεται να τεθούν τα κατάλληλα
αιτήματα, οι κατάλληλοι στόχοι, τέτοιοι
που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο
συνείδησής του, να μπορεί να τους
καταλάβει και, παράλληλα, να ανταποκρίνονται
στις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτό έχει
αποδειχθεί ιστορικά ότι είναι ένα πολύ
κομβικό ζήτημα για την επιτυχία των
επαναστατών και των επαναστάσεων.
Χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της
συγκεκριμένης κατάστασης. Απαιτείται
επιστημονική ανάλυση αλλά και τέχνη
στην εφαρμογή της πολιτικής.
Ο Φιδέλ Κάστρο και
το Κίνημα 26 Ιούλη έφεραν σε πέρας
δημιουργικά και με επιτυχία την προσπάθεια
αυτή. Στην πραγματικότητα ανακάλυψε
και εφάρμοσε από τους δικούς του δρόμους
τη μαρξιστική και λενινιστική ανάλυση
περί μετατροπής, μετεξέλιξης της
δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.
Ανάλογες προσεγγίσεις είχαν κάνει στην
εποχή τους οι Μαρξ και Λένιν.
Τα αιτήματα
που διατυπώθηκαν στην απολογία του
Κάστρο στο δικαστήριο μετά την επίθεση
στη Μονκάδα και το πρόγραμμα του Κινήματος
26 Ιούλη αποτελούσαν ένα πρόγραμμα
δημοκρατικής επανάστασης. Συγκεκριμένα
η επανάσταση αυτή ήταν αντιδικτατορική,
εθνικοανεξαρτησιακή (άρα και
αντιιμπεριαλιστική), αγροτική και
αντιολιγαρχική. Το πρόγραμμα της Μονκάδα
δεν ήταν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα
αλλά αποτελούσε “τον
προθάλαμο ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος
που δεν ήταν ανάγκη να έρθει μετά, ούτε
αμέσως”.
“Δεν
ήταν ακόμη σοσιαλιστικό πρόγραμμα, ήταν
όμως ένα πρόγραμμα ικανό να κερδίσει
την υποστήριξη των μεγάλων μαζών του
πληθυσμού, ήταν ο προθάλαμος του
σοσιαλισμού στην Κούβα”.
Επομένως, ήταν ένα πρόγραμμα που
ανταποκρινόταν στις αντικειμενικές
συνθήκες, λάμβανε υπόψη του το επίπεδο
συνειδητοποίησης του λαού και άφηνε
ανοικτό, ή για την ακρίβεια διευκόλυνε,
περαιτέρω ριζοσπαστικές αλλαγές.
Έτσι, η
επανάσταση στην Κούβα ξεκίνησε ως
αντιδικτατορική. Το πρόγραμμα του Φιδέλ
Κάστρο και του Κινήματος 26 Ιούλη μαχόταν
για την πτώση της δικτατορίας, την
εγκαθίδρυση μιας νέας ποιότητας
δημοκρατίας, την κατάκτηση της εθνικής
ανεξαρτησίας, τη ριζική αγροτική
μεταρρύθμιση, τη βελτίωση της ζωής των
εργατών και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι στόχοι αυτοί, η
επανάσταση μπορούσε να περάσει στο
στάδιο της σοσιαλιστικής. Πραγματικά,
αυτό το πέρασμα διακηρύχθηκε τη μέρα
που άρχισε η εισβολή των μισθοφόρων από
τις ΗΠΑ. Το
σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης
διακήρυξε ο Φιδέλ με τη Δεύτερη
Διακήρυξη της Αβάνας
στις 4 Φεβρουαρίου 1962. Είναι
επίσης γεγονός ότι “Οι
επιθέσεις του ιμπεριαλισμού επιτάχυναν
τις επαναστατικές διαδικασίες”.
Η
πολιτική συμμαχιών
Τέταρτο: ο Φιδέλ
Κάστρο αποδείχθηκε βαθιά λενινιστής,
αλλά και δεξιοτέχνης, στις κοινωνικές
και πολιτικές συμμαχίες, χωρίς τις
οποίες καμιά επανάσταση δεν μπορεί να
νικήσει. Ξεκινούσε από την ανάγκη των
κοινωνικών συμμαχιών. Στο “Η
ιστορία θα με δικαιώσει”
αναφερόταν συγκεκριμένα στις κοινωνικές
τάξεις και στρώματα των οποίων η συμμαχία
ήταν αναγκαία και εφικτή μια και τα
συμφέροντά τους πλήττονταν βάναυσα από
την υπάρχουσα κατάσταση. Αυτά ήταν οι
αγρότες, οι εργατοϋπάλληλοι, οι
μικροέμποροι, οι επαγγελματίες
διανοούμενοι.
Προσέβλεπε δηλαδή σε μια συμμαχία της
εργατικής τάξης με τους αγρότες και
τους μικροαστικά στρώματα.
Παράλληλα, χωρίς
ούτε στιγμή να διαπραγματευτεί την
ανεξάρτητη επαναστατική δράση του
Κινήματος 26 Ιούλη, επέμενε στην ανάγκη
της συνεργασίας ιδίως των πολιτικών
δυνάμεων που μάχονταν με συνέπεια τη
δικτατορία και την ιμπεριαλιστική
επικυριαρχία, όπως ήταν το Λαϊκό
Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Επαναστατικό
Διευθυντήριο. Σε προκήρυξη από τη Σιέρα
Μαέστρα τους πρώτους μήνες του αντάρτικου
αγώνα έλεγε: “Αυτή
την ώρα, η ενότητα είναι η μόνη πατριωτική
εκλογή. Η ενότητα σε αυτό που έχουν κοινό
όλες οι πολιτικές ομάδες, επαναστατικές
και κοινωνικές, που πολεμούν τη
δικτατορία”.
Ακόμη και αστικοδημοκρατικές δυνάμεις
καλούσε σε σύμπλευση με ελάχιστο κοινό
στόχο την πτώση της δικτατορίας και την
προκήρυξη ελεύθερων εκλογών.
Ο
ένοπλος αγώνας
Πέμπτο: στις συνθήκες
της δικτατορίας ο Κάστρο αντιλαμβανόταν
ξεκάθαρα ότι η ανατροπή της δεν μπορούσε
να έρθει μόνο ως καρπός σκληρού
συνδικαλιστικού και πολιτικού αγώνα
του λαού. Αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα από
την πρώτη στιγμή ότι ο αγώνας αυτός
έπρεπε να φτάσει στο επίπεδο της ένοπλης
αντιπαράθεσης του λαού με την τυραννία.
Ωστόσο,
η λαϊκή ένοπλη πάλη δεν υπήρξε αποσπασμένη
από το μαζικό λαϊκό αγώνα. Δεν εκφυλίστηκε
ούτε στιγμή σε μιλιταριστικό τυχοδιωκτισμό.
Αν χανόταν η σύνδεση με το λαό και το
μαζικό λαϊκό αγώνα, απλά δεν θα είχε
καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Οι λίγοι
πρώτοι αντάρτες στη Σιέρα Μαέστρα
βασίστηκαν σε ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων
του Κινήματος της 26 Ιούλη, σε ένα πλατύ
δίκτυο χιλιάδων αγωνιστών ενάντια στη
δικτατορία, που διεξήγαγε σκληρό
συνδικαλιστικό και πολιτικό αγώνα και
που τροφοδοτούσε πολιτικά, υλικά και
με έμψυχες δυνάμεις το στρατιωτικό
αγώνα.
Η
ηθική υπεροχή
Έκτο: μια
ιδιαίτερη συμβολή του Φ. Κάστρο και της
κουβανέζικης επανάστασης είναι ότι
έδειξαν με τον πιο έντονο, με τον πιο
καθαρό τρόπο τη σημασία της ηθικής
υπεροχής των επαναστατών. Πολλές είναι
οι αναφορές του Κάστρο στο θέμα αυτό.
Αλλά κυρίως πολύ ενδεικτικές οι πράξεις
του. Η φροντίδα για τους αιχμαλώτους, η
περιποίηση πρώτα των αιχμαλώτων
τραυματιών, η απέχθεια προς τη χρήση
βασανιστηρίων, ο σεβασμός στον άνθρωπο
χαρακτήρισαν τον αντάρτικο στρατό ακόμη
και στις πιο σκληρές στιγμές του
απελευθερωτικού πολέμου, ακόμη και
απέναντι στις πιο απάνθρωπες μεθόδους
της δικτατορίας.
Μιλώντας για τον αντάρτικο στρατό ο
Φιδέλ Κάστρο υπογράμμιζε: “επειδή
τον σεβάστηκε (ενν. τον εχθρό – ΔΚ ),
επειδή δεν χτύπησε κανένα στρατιώτη,
επειδή δεν τους ταπείνωσε, δεν τους
πρόσβαλε, επειδή δεν τους δολοφόνησε.
Και έφτασε η στιγμή όπου είχαμε μεγάλη
επιρροή. Και μας σέβονταν”.
Το
επαναστατικό κόμμα
Έβδομο: ο Φιδέλ
Κάστρο κατανοούσε από την αρχή την
ανάγκη ύπαρξης ενός επαναστατικού
κόμματος της εργατικής τάξης και των
άλλων λαϊκών στρωμάτων. Έπρεπε να λύσει
το πρόβλημα ότι το υπάρχον κομμουνιστικό
κόμμα (το Λαϊκό Σοσιαλιστικό, όπως
ονομαζόταν) λόγω του σεχταρισμού, του
απομονωτισμού του, παρά τις όποιες
θετικές του παρεμβάσεις, δεν στάθηκε
ικανό να αναλάβει ένα πρωτοπόρο ρόλο
στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το κενό
καλύφθηκε με τη δημιουργία του Κινήματος
26 Ιούλη.
Ο Κάστρο
αρχικά είχε σχέσεις με τη νεολαία
του κεντροαριστερού “ορθόδοξου κόμματος”
(“Κόμμα του Κουβανικού Λαού” ήταν η
επίσημη ονομασία). Ανήκε στην αριστερή,
ριζοσπαστική πτέρυγά του. Διέρρηξε τις
σχέσεις του με τη συμβιβασμένη ηγεσία
του ορθόδοξου κόμματος και με μια μαγιά
1000 έως 1500 περίπου αγωνιστών ξεκίνησαν
τον αγώνα ενάντια στη δικτατορία.
Διαχωρίζοντας από το παρελθόν του
ορθόδοξου κόμματος και καλώντας σε
μαχητική ενότητα, ο Φιδέλ Κάστρο έγραφε:
“Το
Κίνημα της 26ης Ιουλίου απευθύνει μια
θερμή πρόσκληση για να πυκνώσει τις
γραμμές του και είναι έτοιμο να δεχτεί
με ανοιχτές αγκάλες όλους τους ειλικρινείς
επαναστάτες της Κούβας, χωρίς καμιά
επιφύλαξη, απ' όποιο κόμμα κι αν
προέρχονται, και χωρίς να λογαριάζει
τις τυχόν διχόνοιες που εκδηλωθήκανε
κατά το παρελθόν”.
Στο
Κίνημα 26 Ιούλη συμμετείχαν αγωνιστές
διαφορετικών ιδεολογικο-πολιτικών
προελεύσεων και πεποιθήσεων. Δεν είχαν
όλοι το ίδιο εύρος και βάθος στις
επιδιώξεις τους. Συμμετείχαν πρώην μέλη
της Κομμουνιστικής νεολαίας, όπως ο
Ραούλ Κάστρο, προσχώρησαν ανένταχτοι
κομματικά κομμουνιστές όπως ο Τσε αλλά
υπήρχαν και απλώς οπαδοί της πτώσης της
δικτατορίας και της αγροτικής
μεταρρύθμισης.
Στη
διάρκεια του επαναστατικού αντιδικτατορικού
αγώνα το Κίνημα 26 Ιούλη μετασχηματιζόταν
κάτω από το βάρος της εμπειρίας του
αγώνα αυτού αλλά και με τη δημιουργική
ώθηση των πρωτοπόρων επαναστατών που
συμμετείχαν σε αυτό όπως ο Φιδέλ Κάστρο,
Ο Ραούλ Κάστρο, ο Τσε και άλλοι.
Ο
Φιδέλ Κάστρο ωθούσε δημιουργικά, με
βάση την εμπειρία του αγώνα, όλο το
Κίνημα σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις.
Αυτό έγινε ακόμη πιο φανερό μετά την
επικράτηση της αντιδικτατορικής
επανάστασης. Η στερέωσή της και η
ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών επέβαλαν
εκ των πραγμάτων την εμβάθυνση της
επανάστασης, τη μετεξέλιξή της σε
σοσιαλιστική. Οι συνθήκες επέβαλαν
επίσης την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση
του Κινήματος 26 Ιούλη. Ο Κάστρο καθοδήγησε
τη διαδικασία ενοποίησης των κομμουνιστικής
έμπνευσης οργανώσεων. Η σχετική διαδικασία
ενοποίησης ξεκίνησε το 1961 και περιελάμβανε
το Κίνημα 26 Ιούλη, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό
Κόμμα και το “Επαναστατικό Διευθυντήριο”.
Έτσι το 1965 δημιουργήθηκαν οι Ενωμένες
Επαναστατικές Οργανώσεις που μετονομάστηκαν
μερικά χρόνια αργότερα σε Κομμουνιστικό
Κόμμα Κούβας.
Η
δημοκρατία
Όγδοο:
ο Φ. Κάστρο επέμενε στην τήρηση σημαντικών
αρχών: στη δημοκρατική συζήτηση και στη
συλλογικότητα της καθοδήγησης. Ακόμη
και στις δύσκολες εποχές της παρανομίας
η δημοκρατική συζήτηση και η συλλογικότητα
στο Κίνημα 26 Ιούλη βρίσκονταν στην
ημερήσια διάταξη. Ακόμη και αν καμιά
φορά η πλειοψηφία έπαιρνε λαθεμένες
αποφάσεις, όπως έλεγε ο ίδιος.
Είναι
αξιοσημείωτη η επιμονή του Φιδέλ Κάστρο
στις δημοκρατικές μεθόδους για την
επίλυση των αντιθέσεων και των προβλημάτων,
όχι στις διοικητικές – καταπιεστικές.
Τόσο στις εσωκομματικές κρίσεις όσο
και στις σχέσεις του επαναστατικού
κόμματος με το λαό ο Κάστρο ήταν πάντα
ακούραστος συνομιλητής, έτοιμος για να
πείσει αλλά και να ακούσει. Έλεγε το
1964: “Αυτή
η επανάσταση δεν θα φάει τα παιδιά της.
Ο νόμος του Κρόνου δεν θα επιβληθεί”.
“Ποτέ,
ποτέ, ποτέ, να μην μπορεί να ειπωθεί ότι
ένας επαναστάτης τιμωρήθηκε άδικα, ότι
κάποιος αθώος εκτελέστηκε, ότι έστω και
ένα παιδί της επανάστασης καταβροχθίστηκε”.
Αυτές
οι αρχές έπρεπε να τηρούνται και στις
σχέσεις του επαναστατικού κόμματος με
το λαό. Ήδη από τη Σιέρα Μαέστρα, από τις
δύσκολες συνθήκες του αντάρτικου αγώνα
έλεγε ότι προέχει η αλήθεια, ότι ακόμη
και οι αποτυχίες, ακόμη και οι στρατιωτικές
αποτυχίες πρέπει να “γνωστοποιούνται
με το σκοπό να βγάλουμε ωφέλιμα
διδάγματα”.
Επέμενε
πάντα στην καταπολέμηση του σεχταρισμού,
της τάσης κάποιων επαναστατών να
ξεκόβονται από το λαό.
Επέμενε επίσης ότι οι επαναστάτες
“πρέπει
να ξέρουν να εφαρμόζουν με επαναστατικό
και διαλεκτικό τρόπο τον μαρξισμό
λενινισμό”
ότι “δεν
πρέπει να αντιγράφουν κανέναν”,
δεν πρέπει να “θεοποιούν
κανέναν”
αλλά ότι, αντίθετα, πρέπει “να
αναπτύσσουν στο λαό την αίσθηση της
κριτικής, την ικανότητα για ήρεμη και
αντικειμενική ανάλυση”.
Πάνω
απ' όλα όμως ο Φιδέλ Κάστρο πίστευε στη
δύναμη των επαναστατικών ιδεών, στις
επαναστατικές ηθικές αξίες. Όπως είπε
σε ομιλία του στο Καράκας το 1999, “Αυτοί
(ενν. Οι ιμπεριαλιστές) ανακάλυψαν όπλα
πολύ έξυπνα, αλλά οι επαναστάτες
ανακαλύψαμε ένα όπλο ισχυρό, πολύ πιο
ισχυρό: τον άνθρωπο που σκέφτεται και
αισθάνεται!”.