Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


Εισήγηση στην ημερίδα του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών, Εναλλακτικές μορφές δημοκρατίας

Bασιζόμενοι στην εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας και των άλλων επαναστάσεων οι ιδρυτές του μαρξισμού υποστήριζαν ότι το επαναστατικό κράτος είναι δυνατό και πρέπει να διακρίνεται από τα εξής στοιχεία: αιρετότητα όλων των κρατικών αξιωματούχων, ανακλητότητα, εναλλαγή, έλεγχός τους από το λαό, κατάργηση κάθε προνομίου, εξοπλισμός του λαού, μετατροπή των λαϊκών συνελεύσεων και των αντιπροσωπευτικών σωμάτων σε αποφασιστικά όργανα εξουσίας[1].
Ωστόσο, η ύπαρξη και η εξέλιξη των χαρακτηριστικών ενός κράτους είναι ζήτημα δυναμικό. Η δυνατότητα δεν μετασχηματίζεται αυτόματα σε πραγματικότητα. Η δεύτερη αποτελεί καρπό των συνθηκών και των υποκειμενικών παρεμβάσεων του ανθρώπου. Το επίπεδο της δημοκρατίας δεν μένει ποτέ στατικό. Δεν υπάρχει σε ολοκληρωμένη και καθαρή μορφή, κινείται και αλλάζει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η σοσιαλιστική δημοκρατία μπορεί άλλοτε να βαθαίνει και να γίνεται πιο διευρυμένη και πιο ουσιαστική η συμμετοχή του λαού και μπορεί άλλοτε να οπισθοχωρεί. Μια σειρά αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες, εσωτερικοί και διεθνείς, επιδρούν σε αυτό. 
Δυναμισμός και αδυναμίες  
Το ζήτημα είναι λοιπόν να δούμε που βρίσκεται σήμερα η δημοκρατία της Κούβας, αν και πώς διασφαλίζονται αυτά σε συνταγματικό και νομικό επίπεδο, πώς εφαρμόζονται στην πράξη. Στην Κούβα υπάρχει πλούσια επιστημονική και πολιτική συζήτηση με συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι όλες οι κατατεθειμένες προτάσεις μπορούν πράγματι να συμβάλλουν σε αυτό το σκοπό. 
1. Αιρετότητα
Το Σύνταγμα και η νομοθεσία της Κούβας διασφαλίζουν την αιρετότητα όλων των βασικών κρατικών οργάνων και λειτουργών. Προβλέπουν ακόμη την υποχρέωση των εκλεγμένων να λογοδοτούν περιοδικά στο λαό καθώς και τη δυνατότητα του τελευταίου να τους ανακαλεί.
Η επιστημονική και πολιτική συζήτηση στην Κούβα επισημαίνει ωστόσο αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Είναι γεγονός ότι το σύστημα των υποψηφιοτήτων στην Κούβα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκή συμμετοχή. Στις εκλογές για τις δημοτικές συνελεύσεις υποχρεωτικά πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 2 έως 8 υποψηφιότητες για κάθε εκλόγιμη θέση. Υποψηφίους προτείνουν οι ίδιοι οι πολίτες, χωρίς κανένα ιδεολογικο-πολιτικό ή άλλο περιορισμό. Επίσης δεν προτείνει υποψηφίους το Κομμουνιστικό Κόμμα. 
Οι δημοτικές συνελεύσεις έχουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάδειξη υποψηφίων για την Εθνική Συνέλευση και τις Επαρχιακές Συνελεύσεις. Εγκρίνουν ή απορρίπτουν τις υποψηφιότητες για την Εθνική Συνέλευση και τις Επαρχιακές Συνελεύσεις έπειτα από πρόταση της Εθνικής επιτροπής υποψηφιοτήτων. Η τελευταία απαρτίζεται από εκπροσώπους της κεντρικής ένωσης των εργατικών συνδικάτων, των Επιτροπών Υπεράσπισης της Επανάστασης, της ομοσπονδίας των μικροκαλλιεργητών, της ομοσπονδίας γυναικών της Κούβας, της ομοσπονδίας των φοιτητικών συλλόγων και των συλλόγων μαθητών μέσης εκπαίδευσης. Μια αξιόλογη πρόταση είναι να προβλεφθεί από το νόμο η υποχρέωση των επιτροπών υποψηφιοτήτων να δημοσιοποιούν τις σχετικές συζητήσεις[2]. Ακόμη, έχει προταθεί η δυνατότητα περισσότερων υποψηφιοτήτων από τις εκλόγιμες θέσεις να ισχύσει σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο πρωτοβάθμιο επίπεδο των δημοτικών συνελεύσεων[3].
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει κάμψη της αρχής της αιρετότητας στα διευθυντικά στελέχη τομέων της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Αυτά διορίζονται με αποφάσεις των εκτελεστικών οργάνων των αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Έχουν κατατεθεί προτάσεις για να προβλέπεται κάποιου είδους συμμετοχή μέσω εκλογικής διαδικασίας[4]. 
2. Ανακλητότητα
Ο έλεγχος και η δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων είναι επίσης κατοχυρωμένα νομικά. Στην πράξη όμως παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της σχετικής χαλάρωσης της σχέσης των αντιπροσώπων με τους εκλογείς. Οι αντιπρόσωποι, κυρίως της κεντρικής πολιτικής σκηνής διαθέτουν εκ των πραγμάτων ένα επίπεδο πληροφόρησης και γνώσης πολύ διαφορετικό εκείνου των εκλογέων. Το γεγονός αυτό συχνά εμποδίζει τους εκλογείς να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν παρατηρείται θεμελιακή αποστασιοποίηση των αντιπροσώπων από τους εκλογείς, έχει ως αποτέλεσμα η ανάκληση αντιπροσώπου να είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο.
Επιπλέον, με βάση το νόμο, η ανάκληση των βουλευτών της Εθνικής Συνέλευσης και των επαρχιακών Συνελεύσεων δεν μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία των εκλογέων από τα κάτω. Έχει προταθεί η αλλαγή του νόμου και η υιοθέτηση του μοντέλου της Βενεζουέλας, της Βολιβίας ή του Εκουαδόρ που προβλέπουν ότι αν ένα ποσοστό των εκλογέων της περιφέρειας (20, 30, ή 10%) το ζητήσει, κινείται η διαδικασία του ερωτήματος της ανάκλησης.
3. Ενότητα νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας 
Τα αντιπροσωπευτικά σώματα είναι με βάση το Σύνταγμα και τη νομοθεσία τα αποφασιστικά όργανα εξουσίας. Ωστόσο, στην πράξη παρατηρείται μια σχετική διολίσθηση της εξουσίας στα όργανα της εκτελεστικής. Για το λόγο αυτό έχουν κατατεθεί προτάσεις που να ενισχύουν το ρόλο των αντιπροσωπευτικών σωμάτων ώστε αυτά να γίνουν έμπρακτα φορείς της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Ειδικά οι λαϊκές συνελεύσεις θα πρέπει να έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα για κάθε τοπικό ζήτημα αλλά και να είναι συμμέτοχοι σε όλες τις αποφάσεις πανεθνικού χαρακτήρα. Το Σύνταγμα της Κούβας (άρθρα 103 επ.), ενώ αναφέρεται συγκεκριμένα στη γενική τοπική αρμοδιότητα των τοπικών συνελεύσεων και συμβουλίων, δεν αναφέρει συγκεκριμένα τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των πανεθνικών αποφάσεων. Ωστόσο, είναι εδραιωμένη η πρακτική της διεξαγωγής παλλαϊκών συζητήσεων ιδίως στα εργατικά συνδικάτα και στις άλλες μαζικές οργανώσεις όλων των κρίσιμων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων. Οι συζητήσεις αυτές περιλαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, αρκεί βέβαια να διασφαλίζονται κάθε φορά οι όροι για την ουσιαστική συμμετοχή στους προβληματισμούς. 
4. Ελευθερίες και δικαιώματα 
Η πολιτική συμμετοχή προϋποθέτει, ανάμεσα σε άλλα, την ύπαρξη ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κατοχυρώνονται δικαιώματα όπως αυτά του συνέρχεσθαι ή της πληροφόρησης σε ένα επίπεδο και με τρόπο ανώτερο εκείνου της αστικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η ελευθερία του τύπου μπορεί και πρέπει να σημαίνει, όπως επισήμαινε ο Λένιν, ότι οι μαζικοί φορείς των εργαζομένων είτε μεγάλες ομάδες τους έχουν τα υλικά μέσα για να εκδώσουν εφημερίδες κλπ[5]. Η πολιτική συμμετοχή προϋποθέτει επίσης την ελευθερία κριτικής της κυβέρνησης, των κρατικών αξιωματούχων. Στην Κούβα φαίνεται να υπάρχει ένα αξιοσημείωτο κατακτημένο επίπεδο στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, χωρίς να αποκλείονται μεμονωμένα φαινόμενα σε αντίθετη κατεύθυνση.
Υπάρχουν αναλύσεις που προτείνουν την πιο ολοκληρωμένη πρόβλεψη θεσμών πολιτικής συμμετοχής στο Σύνταγμα της χώρας κατά το συνταγματικό πρότυπο της Βενεζουέλας, της Βολιβίας και του Εκουαδόρ. Προτείνεται δηλαδή να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα τα δημοψηφίσματα (τοπικά και πανεθνικά) με πρωτοβουλία των πολιτών[6]. Το Κουβανικό Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 88 τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία με την προϋπόθεση της συλλογής 10 χιλιάδων υπογραφών ή κατόπιν πρότασης των κεντρικών συνδικαλιστικών φορέων. Προτείνεται ακόμη η αναθεώρηση του Συντάγματος να μπορεί να ξεκινά με πρωτοβουλία ενός ελάχιστου αριθμού πολιτών και να υπόκειται η επικύρωσή του σε όλες τις περιπτώσεις σε δημοψήφισμα. 
5. Κατάργηση των προνομίων 
Οι θεμελιωτές του μαρξισμού θεωρούσαν ότι ένα από τα κομβικά σημεία διαφοροποίησης του εργατικού κράτους από το αστικό είναι η κατάργηση κάθε είδους προνομίων των κρατικών αξιωματούχων. Η επανάσταση στην Κούβα έλυσε αυτό το πρόβλημα ήδη αμέσως μετά την επικράτησή της.
Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως ακόμη και σήμερα στην καθημερινή ζωή οι κρατικοί ιθύνοντες δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερων μισθολογικών ή άλλων προνομίων. Για παράδειγμα η αναλογία βασικού και υπουργικού μισθού δεν ξεπέρασε το 1:4 ενώ σήμερα έχει διαμορφωθεί χαμηλότερα, κοντά στο 1:2, τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία που κατάφερα να συλλέξω[7]. Το στοιχείο αυτό διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η κρίση έπληξε πολύ βαριά την Κούβα. Η ενότητα του λαού με την ηγεσία διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτό τον παράγοντα. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα προνόμια μπορούν να εμφανισθούν με μορφές μη μισθολογικές, άτυπες, ενίοτε και παράνομες, καρπός της διαφθοράς.
Πολλοί στην Κούβα επιμένουν στην αυστηρή εφαρμογή της λενινιστικής αρχής ότι οι αξιωματούχοι του σοσιαλιστικού κράτους πρέπει να αμείβονται με ένα συνηθισμένο μισθό εργάτη. Επικαλούνται μάλιστα την πρακτική και τις σχετικές αντιλήψεις του Ε. Τσε Γκεβάρα[8]. Επιπλέον, γίνεται λόγος για την ανάγκη καταπολέμησης, σε πολιτικό, ιδεολογικό και νομικό επίπεδο, της διαφθοράς που συνήθως παίρνει τη μορφή της παράνομης ιδιοποίησης δημόσιων αγαθών[9]. 
6. Εξοπλισμός του λαού 
Κορυφαία σημασία για τη σοσιαλιστική δημοκρατία έχει επίσης η δυνατότητα της εργατικής τάξης και του λαού να κατέχουν τα υλικά μέσα επιβολής της βούλησής τους, να κατέχουν δηλαδή το μονοπώλιο της βίας. Αυτό διασφαλίζεται αν ο λαός είναι εξοπλισμένος και δημοκρατικά οργανωμένος σε όλα τα επίπεδα, μαζί και στο στρατιωτικό. Η δημιουργία και ύπαρξη των Επιτροπών Υπεράσπισης της επανάστασης στην Κούβα, που αγκαλιάζουν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, αποτελεί αναμφισβήτητα μια σημαντική εγγύηση.
Η εκλογή των αξιωματικών είτε άμεσα είτε έμμεσα από τα αντιπροσωπευτικά όργανα είναι ένα από τα μέσα που διασφαλίζουν τη δημοκρατική συγκρότηση άρα και τη δημοκρατική πειθαρχία στις τάξεις του ένοπλου λαού.
Οι προκλήσεις της σημερινής περιόδου 
Η διαφύλαξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην Κούβα μπορεί να γίνει μόνο μέσω της εμβάθυνσής της, μέσω της απαλλαγής της από αρνητικά φαινόμενα που απομακρύνουν τη λαϊκή συμμετοχή. Η εργατική δημοκρατία μπορεί και πρέπει να είναι μια διαρκής πορεία αυτοδιόρθωσης, συνεχούς εξάλειψης των γραφειοκρατικών στρεβλώσεων που αναγεννιούνται, εμβάθυνσης, προσέλκυσης ολοένα και με πιο ουσιαστικό τρόπο του λαού στη διαχείριση όλων των υποθέσεών του[10].
Στην παρούσα συγκυρία, αποκτά μια ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Η Κούβα είναι αναγκασμένη, υπό το βάρος της οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης και ως συνέπεια της επίδρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, να προβεί σε μια σειρά παραχωρήσεις στις καπιταλιστικές σχέσεις[11].
Η υποχώρηση αυτή δεν αμφισβητεί το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας[12]. Δημιουργεί όμως πεδία έντασης και αντιθέσεις καθώς έχουν αναδυθεί και αναδύονται ακόμη περισσότερο κοινωνικά στρώματα τα οποία συσσωρεύουν δυσανάλογα χρηματικά εισοδήματα[13]. Ως γνωστό, το συσσωρευμένο χρήμα τείνει να μετατραπεί σε κεφάλαιο. Τα στρώματα αυτά θα πιέσουν προς την κατεύθυνση της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος[14].
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το σοσιαλιστικό κράτος βρίσκεται στην πιθανότητα να προσχωρήσει -οικονομικά και στη συνέχεια ιδεολογικο-πολιτικά- τμήμα των κρατικών αξιωματούχων σε αυτά τα στρώματα. Γι’ αυτό, αποκτά τεράστια σημασία η εμβάθυνση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, η δυνατότητα του λαού να συμμετέχει, να αποφασίζει, να ελέγχει.
Αποκτά επίσης κομβικό ρόλο η εσωκομματική δημοκρατία του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο έλεγχος της ηγεσίας του από τα μέλη[15]. Ξεχωριστός είναι ο ρόλος που επιχειρούν να διαδραματίσουν τα συνδικάτα[16], κατ’ αναλογία των προβληματισμών του Λένιν για το ρόλο των συνδικάτων στην ΝΕΠ.
Τελικά, η εμβάθυνση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, η απαλλαγή της από τις όποιες αδυναμίες και στρεβλώσεις, αποτελεί θεμελιώδη όρο για την επιβίωση της επανάστασης στην Κούβα, για τον έλεγχο των κινδύνων παλινόρθωσης του καπιταλισμού εν αναμονή ριζοσπαστικών εξελίξεων στη Λατινική Αμερική και αλλού, οι οποίες θα διαρρήξουν τον κλοιό απομόνωσης της χώρας.



[1] Βλ. ιδίως Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000 και Β.Ι.Λένιν, Κράτος και επανάσταση, Άπαντα, τ. 33.

[2] Βλ. D. Ralfus Pineda, “El sistema electoral cubano: de la representación formal a la participación real”, Temas, n. 78, 2014, σελ. 64 επ., 67.

[3] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, Buenos Aires, CLASCO, 2011, σελ. 39, 58 επ.

[4] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, οπ.π., σελ. 55.

[5] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχέδιο απόφασης για την ελευθεροτυπία», Άπαντα, τ. 35, σελ. 51 επ.

[6] Βλ. J.C. Guanche, Estado, participación y representación politicas en Cuba: diseño institucional y práctica politica tras la reforma constitucional de 1992, οπ.π., σελ. 41 επ.

[7] Ο μηνιαίος μισθός ενός υπουργού είναι 450 πέσος, όταν ο βασικός μισθός ανήλθε το 2004 από 120 στα 225. Βλ. R. Alarcón, “La democracia cubana no se agota en la representación formal, sino que incorpora mecanismos y formas de la democracia directa”, Rebelión, 6/12/2003, www.rebelion.org και O. Everleny Perez Villanueva, “La economía en Cuba: un balance necesario y algunas propuestas de cambio”, Nueva Sociedad, n. 216, 2008, σελ. 49 επ., 59.

[8] Βλ. F. Luis Rojas, “El difícil camino a un “gobierno barato””, Rebelión, 19/7/2012, www.rebelion.org.

[9] Βλ. F. Barral, “Aproximación sociológica al problema de la corrupción en Cuba”, Temas, 5/5/2010 και R. Castro, “Discurso ante el VII Pleno den Partido¨, Juventud Rebelde, 31-7-2009.

[10] Βλ. J.L. Guasch Estévez, “Εl burocratismo a la luz del socialismo en el siglo XXI», Temas, n. 60, 2009,  σελ. 48 επ.

[11] Βλ. J. L. Rodríguez, “Tendencias del marcado internacional y su impacto en la economia cubana (I)”, Cubadebate, 19.2.2015

[12] Βλ. J. L. Rodríguez, “Cuba no está proponiendo un socialismo de mercado”, Cubadebate, 22.11.2014 και ΕMorris, “Cuba ha demostrado que la economia socialista es posible”, Cubadebate, 24.12.2014.

[13] Βλ. Φ. Κάστρο, «Άξιζε τον κόπο που ζήσαμε», περ. Ελληνοκουβανικά Νέα, τευχ. 82, 2006, προσβάσιμο στο http://www.kordatos.org/

[14] Βλ. J. Habel, “Cuba. Les défis du nouveau modele”, Revue Tiers Monde, n. 173, 2003, σελ. 127 επκαιJ. Habel, “Cuba. Le castrisme apres Fidel Castro, une répétition générale ”, Mouvements, n. 47/48, 2006, σελ. 98 επ.

[15] Βλ. O.J. Villar Barroso, “El papel de la política en el hundimiento soviético”, Temas, n. 78, 2014, σελ. 25 επ.

[16] Βλ. τη συζήτηση “Qué hacen los sindicatos”, Temas, n. 80, 2014, σελ. 96 επ.

http://www.kordatos.org/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE/tabid/4213/Post/18627/%CE%A3%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B7-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CE%B2%CE%B1%CF%82

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION