εφημ. Documento, 19/1/2025
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ένα ιστορικό κατάλοιπο της βασιλευόμενης. Υπό το προηγούμενο Σύνταγμα του 1952 (ή και πρωτύτερα) υπήρχε ο μονάρχης ως αρχηγός του κράτους που παρενέβαινε συνταγματικά και πολιτικά ενώ τώρα υφίσταται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως τυπικός ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Ο δήθεν υπερκομματικός χαρακτήρας του θεσμού και το υπερβολικό κύρος με τον οποίο τον ντύνει η κυρίαρχη ιδεολογία δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Στον κόσμο των κοινωνικών αντιθέσεων στον οποίο ζούμε και στην κυριαρχία της πολιτικής και των συστημικών πολιτικών κομμάτων, ο θεσμός δεν μπορεί παρά να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του.
Στην αρχική του εκδοχή, αυτή του 1975, το Σύνταγμα εξόπλιζε με υπερεξουσίες τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Του έδινε για παράδειγμα τη δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή ή να παύσει την κυβέρνηση ή να κηρύξει κατάσταση πολιορκίας, να άρει τις συνταγματικές ελευθερίες και να επιβάλλει ουσιαστικά ένα στρατιωτικό καθεστώς. Γιατί συνέβαινε αυτό; Επειδή η κυρίαρχη τάξη μετά την πτώση της δικτατορίας φοβόταν την ορμητική άνοδο της λαϊκής οργής και του λαϊκού κινήματος. Ανησυχούσε ότι θα μπορούσε να αναδειχθεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μια κυβέρνηση ριζοσπαστική η οποία θα επιχειρούσε βαθιές αλλαγές, όπως για παράδειγμα απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ, έξοδο από την ΕΟΚ, εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Ήθελε επομένως να υπάρχει μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας (εκτός από το βαθύ κράτος των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων) που, αν χρειαστεί, να συγκρουστεί με τη Βουλή και να ανατρέψει οποιοδήποτε τέτοιο εγχείρημα.
Οι υπερεξουσίες αυτές δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν, καθώς η πορεία των πραγμάτων δεν πήρε τέτοια επικίνδυνη τροπή για το καθεστώς. Τόσο πριν όσο και μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 1981, ο ηγέτης του φρόντισε να παρέχει εγγυήσεις (τόσο στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή όσο και στην πρεσβεία των ΗΠΑ) ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμά του, που περιελάμβανε το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”, την “κοινωνικοποίηση” στρατηγικών τομέων της οικονομίας, την υιοθέτηση νέου Συντάγματος μέσα από διαδικασία Συντακτικής Συνέλευσης.
Στη συνέχεια, και ορθά, κατά την αναθεώρηση του 1986 οι υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας αφαιρέθηκαν. Το πολίτευμα όμως μετατράπηκε σε πρωθυπουργοκεντρικό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέμεινε σε ένα τυπικό και συμβολικό ρόλο, να απολαμβάνει ένα ψευδεπίγραφο κύρος και μια καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία η οποία φαντάζει προκλητική, ειδικά στις μέρες της νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής φτώχειας, όταν για παράδειγμα οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων μας δεν μπορούν να στήσουν τη ζωή τους εξαιτίας των μισθών πείνας.
Ούτε θα πρέπει να αναζητάμε στο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας τα δήθεν αντίβαρα στον κυβερνητικό αυταρχισμό και στις αντισυνταγματικές πρακτικές του. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους, υπογράφει το (κυβερνητικό) διάταγμα διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κλπ, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Αν η κυβέρνηση καταπατά το Σύνταγμα, όπως πχ. με το άρθρο 16, μόνος θεματοφύλακας των δικαιωμάτων είναι ο λαός και οι αγώνες του.
Κατά συνέπεια η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας βρίσκεται πολύ μακριά από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας μας. Η φτώχεια, η κραυγαλέα κοινωνική ανισότητα και αδικία, η εμπλοκή της χώρας ολοένα και βαθύτερα στους διάφορους πολέμους, η κυριαρχία μιας ασύδοτης και ανάλγητης ολιγαρχίας του πλούτου, αυτά είναι τα ουσιαστικά διακυβεύματα της εποχής μας.