Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


περ. Το Σύνταγμα, τευχ. 3-4/2013, σελ. 489-499

Η σύγχρονη Κίνα είναι αναμφισβήτητα η ανερχόμενη οικονομική και γεωστρατηγική υπερδύναμη[1]. Το πολιτικό και νομικό της σύστημα αποτελούν για εμάς σε μεγάλο βαθμό terra incognita. Η ακριβής φυσιογνωμία των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων που επικρατούν στη χώρα αυτή, ο ρόλος και η επίδραση του Συντάγματος στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα παραμένουν αντικείμενο προς διερεύνηση. Η οικονομική, πολιτική και νομική επιστήμη στην Ελλάδα βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο στο ζήτημα αυτό, αν και έχουν υπάρξει αξιοσημείωτες εξαιρέσεις[2].
Όπως κάθε Σύνταγμα έτσι και το Κινέζικο αντανακλά ένα συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, ο οποίος μάλιστα συσχετισμός περιλαμβάνει μια κυρίαρχη συνιστώσα[3]. Πώς ακριβώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην Κίνα; Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν βέβαια να απαντηθούν και μάλιστα με πληρότητα στο πλαίσιο ενός άρθρου. Θα επιχειρηθεί, ωστόσο, εδώ η σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας του Συντάγματος της Κίνας.
Το ισχύον Σύνταγμα της χώρας αυτής ψηφίστηκε το 1982 και αναθεωρήθηκε μέχρι σήμερα τέσσερεις φορές: το 1988, 1993, 1999 και το 2004. Είχαν προϋπάρξει το Σύνταγμα του 1954 που ψηφίστηκε λίγο μετά τη νίκη της επανάστασης το 1949 και που καταργήθηκε ουσιαστικά με την πολιτιστική επανάσταση στα μέσα της δεκαετίας του 1960, το βραχύβιο Σύνταγμα της πολιτιστικής επανάστασης του 1975, το μεταβατικό Σύνταγμα του 1978 που σημείωνε την έξοδο από αυτή την ταραγμένη περίοδο.
Για τη μελέτη του ισχύοντος Συντάγματος 1982/1988/1993/1999/2004 επιλέγονται δυο πυλώνες οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί για κάθε Σύνταγμα: οι διατάξεις που συγκροτούν το οικονομικό Σύνταγμα, δηλαδή οι διατάξεις που αντανακλούν τις κυρίαρχες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις αλλά και που συμβάλλουν στη ρύθμιση της οικονομίας και τα άρθρα τα σχετικά με την οργάνωση του πολιτεύματος και της δημοκρατίας.


Το οικονομικό Σύνταγμα

Μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 και το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918, τα Συντάγματα, ως προς τις οικονομικές τους διατάξεις, μπορούν να διαχωριστούν, ίσως με μια κάποια δόση απλούστευσης, σε δυο μεγάλες κατηγορίες: α. Σε εκείνα που κατά βάση θεμελιώνουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής μέσα από γενικές διατάξεις περί κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας, ακόμη και αν, στην περίοδο της κεϋνσιανής διαχείρισης της οικονομίας, βρίθουν διατάξεων που επιτρέπουν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. β. σε εκείνα που κατά βάση εξαγγέλλουν την κρατική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής ακόμη και αν αφήνουν ένα μικρό ή μεγαλύτερο περιθώριο στην ιδιωτική οικονομία. Σε ποια από τις δυο μεγάλες κατηγορίες μπορεί να ενταχθεί το σημερινό Κινέζικο Σύνταγμα;
Τα άρθρα 6 έως και 18 του Κινέζικου Συντάγματος συγκροτούν το λεγόμενο οικονομικό Σύνταγμα. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές και στο προοίμιο του Συντάγματος που έχουν οικονομική κατευθυντήρια σημασία[4]. Από το σύνολο αυτών των άρθρων, τέσσερα είναι εκείνα που έχουν κομβική σημασία: τα άρθρα 15, 11, 6 και 18. Εδώ θα αναφερθούμε ιδίως στα πλέον σημαντικά άρθρα 15 και 11.
Το Σύνταγμα του 1982, ακόμη και μετά την αναθεώρησή του το 1988, μπορούσε κατά βάση να ενταχθεί στην ομάδα των σοσιαλιστικών Συνταγμάτων. Ανεξάρτητα από το βαθμό πραγματικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζομένων στο σχεδιασμό, τα άρθρα 6, 7 και 15 θεμελίωναν τη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το σχεδιασμό ως βάση της οικονομικής ανάπτυξης.

Η αναθεώρηση του 1993: το πρώτο βήμα

Οι αλλαγές που επήλθαν από την αναθεώρηση του 1993 και μετά, αποτυπώνουν αλλά και ρυθμίζουν έναν διαφορετικό οικονομικό βηματισμό. Το άρθρο 15 (όπως ίσχυε μέχρι το 1993 αφού δεν τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του 1988) όριζε ότι «το κράτος εφαρμόζει τον οικονομικό σχεδιασμό στη βάση της σοσιαλιστικής δημόσιας ιδιοκτησίας» και ότι συμπληρωματικά μόνο αξιοποιεί το ρόλο της ρύθμισης της οικονομίας μέσω της αγοράς.
Κατά την αναθεώρηση του 1993 υπήρξε στο σημείο αυτό μια τομή. Το άρθρο αντικαταστάθηκε πλήρως. Στην παρ. 1 του άρθρου 15 ορίζεται πλέον πως «το κράτος εφαρμόζει τη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς». Επρόκειτο για υλοποίηση των αποφάσεων του συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος που είχαν ληφθεί το προηγούμενο έτος. Αν μέχρι τότε η πορεία προς την εμπορευματοποίηση της οικονομίας γινόταν εντός κάποιων ορίων, αν και έτεινε να εξέλθει αυτών, μετά το 1993 παρουσιάζεται μια νέα κατάσταση.
            Στην ίδια λογική το 1993, σε αντιστοιχία με την τροποποίηση του άρθρου 15, αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 16 ως εξής: «εντός του πλαισίου που ορίζει ο νόμος, οι επιχειρήσεις που ανήκουν στο κράτος απολαμβάνουν αυτονομίας». Η πριν την αναθεώρηση διατύπωση ήταν πολύ πιο περιοριστική. Διευκρίνιζε ότι «στο μέτρο που υπόκεινται στην ενιαία διεύθυνση του Κράτους και που υλοποιούν καθ’ ολοκληρίαν τις απαιτούμενες από το Κρατικό σχέδιο νόρμες, οι κρατικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιχειρηματική αυτονομία και αυτονομία διαχείρισης στα όρια που ορίζονται από το νόμο». Με την αλλαγή αυτή διευρύνθηκε ο εμπορευματικός χαρακτήρα των ίδιων των κρατικών επιχειρήσεων.

Η αναθεώρηση του 1999: το δεύτερο βήμα

            Ένα επόμενο σημαντικό βήμα καταγράφηκε στην αναθεώρηση του άρθρου 11. Η αρχική διατύπωση του άρθρου που περιλαμβανόταν στο Σύνταγμα του 1982 όριζε ότι «η ατομική οικονομία του εργαζόμενου λαού της πόλης και της υπαίθρου που διενεργείται εντός των ορίων που περιγράφει ο νόμος, είναι συμπληρωματική στη σοσιαλιστική δημόσια οικονομία. Το κράτος προστατεύει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα της ατομικής οικονομίας».
            Το άρθρο αυτό επέτρεπε την ελεγχόμενη ατομική οικονομική δραστηριότητα. Στο συνταγματικό κείμενο δεν διευκρινιζόταν αν οι αυτοαπασχολούμενοι θα μπορούσαν να μισθώνουν εργατική δύναμη. Αυτό αφηνόταν στο νόμο. Ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρου 11 του Συντάγματος του 1982 βρισκόταν ένα βήμα μπροστά σε σχέση με το άρθρο 5 παρ. 2 του προηγούμενου Συντάγματος του 1978 το οποίο επέτρεπε την ατομική οικονομική δραστηριότητα αλλά ρητά χωρίς την προσφυγή στη μίσθωση εργατικής δύναμης.
Το 1988 έγινε προθήκη μιας τρίτης παραγράφου στο άρθρο 11 βάσει της οποίας «Το Κράτος επιτρέπει την ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας εντός των ορίων που καθορίζονται από το νόμο. Η ιδιωτική οικονομία είναι συμπληρωματική του σοσιαλιστικού τομέα της οικονομίας που βασίζεται στη δημόσια ιδιοκτησία». Με τον τρόπο αυτό δινόταν η δυνατότητα, μέσω νόμου να επεκταθεί ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, πέρα από το ρόλο των αυτοαπασχολούμενων, συμπληρωματικά όμως πάντοτε προς τον κρατικό τομέα.
Η σημαντική αλλαγή επήλθε στην πραγματικότητα το 1999[5]. Το περιεχόμενο του άρθρου άλλαξε ολοκληρωτικά. Το νέο ουσιαστικά άρθρο ορίζει ότι: «η ατομική οικονομία, η ιδιωτική οικονομία και οι άλλες μη δημόσιες μορφές οικονομίας, όπως ορίζονται από το νόμο, συγκροτούν ένα σημαντικό τμήμα της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς». Προστέθηκαν δηλαδή στη συνταγματική προστασία η ιδιωτική οικονομία και άλλες μη δημόσιες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή η επιχειρηματική δραστηριότητα που εκφεύγει των ορίων της ατομικής μικροεπιχειρηματικότητας. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας δεν θεωρείται πλέον συμπληρωματική μορφή του κρατικού τομέα της οικονομίας. Αυτό ήταν το δεύτερο καίριο συνταγματικό βήμα στη λογική της εμπέδωσης και επέκτασης της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς».

Η αναθεώρηση του 2004: το τρίτο βήμα

Στην τελευταία αναθεώρηση του 2004 ενισχύθηκε ακόμη παραπέρα η λογική αυτή με την προσθήκη εδαφίου στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 11 που καθορίζει ότι «Το Κράτος ενθαρρύνει, υποστηρίζει και προσανατολίζει την ανάπτυξη της μη δημόσιας οικονομίας και διασφαλίζει τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτού του τομέα σύμφωνα με το νόμο». Εναρμονιζόμενο, το άρθρο 13 ορίζει πλέον ότι «η νόμιμη ιδιωτική ιδιοκτησία των πολιτών είναι απαραβίαστη».
Μέσα από τις διαδοχικές αναθεωρήσεις του οικονομικού Συντάγματος διακρίνεται επομένως ανάγλυφα η πορεία, με κύριο ορόσημο το 1993, από την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη σχεδιασμένη οικονομία προς την ολοένα και μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση των ίδιων των κρατικών επιχειρήσεων και της διεύρυνσης του ρόλου του ιδιωτικού κεφαλαίου και της αγοράς.
Από την αναθεώρηση του 1993 το Σύνταγμα υπερβαίνει τα όρια μιας οικονομικής πολιτικής τύπου ΝΕΠ[6]. Ας σημειωθεί ότι ήδη κατά τη δεκαετία του 1980 οι κρατικές επιχειρήσεις, εξαιτίας της έλλειψης ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου και της συγκέντρωσης των αποφάσεων στα χέρια της κυβερνητικής -  κομματικής ηγεσίας, μαστίζονταν από την διαφθορά των αξιωματούχων. Το γεγονός είχε επισημανθεί το 1985 με τον πιο εμφατικό τρόπο από τον Chen Yun, βετεράνο του απελευθερωτικού αγώνα, υπεύθυνου του πρώτου πεντάχρονου πλάνου και μέλους τότε της μόνιμης επιτροπής του πολιτικού γραφείου του ΚΚ Κίνας[7].


            Η Δημοκρατία

            Ο δεύτερος συνταγματικός πυλώνας που χρήζει μελέτης είναι το είδος της δημοκρατίας που εγκαθιστά το Σύνταγμα. Πρόκειται για κάποιου τύπου σοσιαλιστική δημοκρατία; Ή μήπως η μαρξιστική και σοσιαλιστική ρητορεία του Συντάγματος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα[8]; Ποιο είναι το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να αποφανθεί κανείς, γνωρίζοντας παράλληλα ότι στην κοινωνία και στη φύση τίποτα δεν βρίσκεται σε απόλυτη, καθαρή μορφή και ότι τίποτα δεν μένει στατικό, όλα εξελίσσονται προς τη μια ή άλλη κατεύθυνση;
            Αν θέλουμε συνοπτικά να παραθέσουμε τα κριτήρια της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, θα ανατρέξουμε στα χαρακτηριστικά της Κομμούνας του Παρισιού, ή στην εμπειρία των σοβιέτ (συμβουλίων) των πρώτων χρόνων της ρωσικής επανάστασης. Οι ιστορικές εμπειρίες γενικεύτηκαν και θεωρητικοποιήθηκαν ιδίως στο έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» και στο «Κράτος και επανάσταση» του Λένιν[9]. Άρα θα έπρεπε με βάση την αντίληψη αυτή να αναμένει κανείς ότι θα κατοχυρωνόταν για όλους τους κρατικούς λειτουργούς η αιρετότητα, η ανακλητότητα, η εναλλαγή τους, ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος από τα κάτω, η κατάργηση των προνομίων και η αμοιβή των κρατικών στελεχών με ένα συνηθισμένο εργατικό μισθό.
            Πως διαμορφώνονται οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις; Αποτυπώνουν μια τέτοια αντίληψη; Αλλά, ακόμη σημαντικότερο, πώς εφαρμόζονται στην πράξη; Το Σύνταγμα της ΛΔ Κίνας προβλέπει την εκλογή όλων των αντιπροσωπευτικών οργάνων από το επίπεδο των πρωτοβάθμιων Τοπικών Λαϊκών Συνελεύσεων όπως ονομάζονται τα αντιπροσωπευτικά όργανα μέχρι το κεντρικό αντιπροσωπευτικό όργανο, τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση. Προβλέπει επίσης στο άρθρο 77 τη δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών οποιουδήποτε επιπέδου.
Οι συνταγματικές αυτές πρόνοιες δεν αρκούν από μόνες τους για τη διαμόρφωση μιας δημοκρατίας σοσιαλιστικού τύπου. Κορυφαία σημασία έχουν πάντοτε οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνεται η κοινή γνώμη και διεξάγονται οι εκλογικές διαδικασίες. Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι στις εκλογές δεν παρουσιάζονται πολλαπλές υποψηφιότητες. Αυτό συνέβαινε ήδη από το πρώτο Σύνταγμα του 1954, παρά μάλιστα το γεγονός ότι τότε δρούσαν και άλλα οκτώ μικρότερα πολιτικά κόμματα τα οποία συμμετείχαν στην κυβέρνηση[10]. Τελευταία, μετά την ψήφιση του σχετικού οργανικού νόμου το 1998, υπάρχουν κάποιοι περιορισμένοι πειραματισμοί σε τοπικό επίπεδο[11]. Κατά συνέπεια οι αρχές της αιρετότητας, της δυνατότητας ανάκλησης, της εναλλαγής των αντιπροσώπων και του ελέγχου τους από το λαό έχουν εξαιρετικά περιορισμένη εφαρμογή.
Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι στο Σύνταγμα δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, όπως οι λαϊκές συνελεύσεις στους χώρους εργασίας ή κατοικίας που προέβλεπε το πρώτο σοβιετικό Σύνταγμα[12] ή όπως προβλέπει το σημερινό Σύνταγμα της Κούβας[13], τα οποία αντιμετώπιζαν τις λαϊκές συνελεύσεις βάσης ως θεμέλιο του πολιτικού συστήματος κατ’ αντιστοιχία των πιο ριζοσπαστικών αναζητήσεων της γαλλικής επανάστασης[14]. Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν ούτε από το πρώτο Κινέζικο Σύνταγμα του 1954[15].
Επιπλέον, όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία, χωρίς να υποτιμώνται οι συνταγματικές διακηρύξεις, το κρίσιμο ζήτημα είναι η διαμόρφωση των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών συνθηκών που να επιτρέπουν την ουσιαστική ενάσκηση των δικαιωμάτων από ολοένα και πλατύτερα τμήματα του πληθυσμού και, ιδίως, από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα και την εργατική τάξη.
Για παράδειγμα, το άρθρο 35 προβλέπει με μια λιτή διατύπωση την ελευθερία του λόγου, του τύπου, των συναθροίσεων, της συνένωσης. Η πρακτική εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης είναι καθοριστική για την ενάσκηση και των λοιπών δικαιωμάτων, μαζί αυτών του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, της ανάκλησης των αντιπροσώπων, του ελέγχου τους από τους εκλογείς. Αντίστοιχες ρυθμίσεις υπήρχαν, για παράδειγμα, στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1977 (άρθρα 48 και 107) αλλά και σε όλα τα Συντάγματα των πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Είχαν όμως περιέλθει σε αχρησία[16].
Ανησυχητική είναι, από την άποψη του πολιτικού κλίματος που μπορεί να διαμορφώνει, η διάταξη του άρθρου 54 του Κινέζικου Συντάγματος που ορίζει πως «οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας … δεν πρέπει να έχουν συμπεριφορά που βλάπτει την ασφάλεια, την τιμή και τα συμφέροντα της πατρίδας». Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται η διάταξη του άρθρου 53 που ορίζει ότι οι πολίτες της χώρας έχουν υποχρέωση να σέβονται όχι μόνο το Σύνταγμα και τους νόμους, όχι μόνο τη «δημόσια τάξη» (αναφορές που άλλωστε δεν χρειάζεται να περιλαμβάνονται σε ένα συνταγματικό κείμενο) αλλά και «τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής».
Είναι φανερό ότι τέτοιες εξαιρετικά αόριστες διατυπώσεις και ασαφείς έννοιες μπορούν να καταστούν ιδιαίτερα επικίνδυνες για τις λαϊκές ελευθερίες καθώς εύκολα ερμηνεύονται από τις εκάστοτε αρχές κατά το δοκούν. Μεγαλώνει έτσι η αυτονομία των κυβερνώντων, τα περιθώρια αυθαιρεσίας τους, οδηγείται σε αφυδάτωση η δημοκρατία.
Η ίδια η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση, η οποία με βάση τη μαρξιστική αντίληψη θα έπρεπε να είναι το κέντρο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί ένα όργανο που συνέρχεται μόνο μια φορά το χρόνο σε μια ολιγοήμερη σύνοδο. Το ίδιο συνέβαινε ήδη με το Σύνταγμα του 1954. Τα τελευταία χρόνια, ήδη από το τέλος της πολιτιστικής επανάστασης και την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1978 και στη συνέχεια του 1982, ο ρόλος της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης και της Μόνιμης Επιτροπής της έχει καταστεί πιο ουσιαστικός[17]. Απέχει όμως πολύ από το να χαρακτηριστεί ένα «εργαζόμενο σώμα»[18] το οποίο συζητά, αποφασίζει και υλοποιεί την εφαρμογή των νόμων και αποφάσεων. Προσομοιάζει περισσότερο προς ένα είδος περιορισμένου κοινοβουλευτισμού.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η οικονομική θέση των διευθυντικών στελεχών του κράτους και της οικονομίας τους εξασφαλίζει προνομιακό κοινωνικό ρόλο. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ψαλίδα των νόμιμων εισοδημάτων ανάμεσα στους εργάτες και στα στελέχη ήταν 1:15 με αυξητική τάση[19]. Σήμερα οι ανισότητες των εισοδημάτων έχουν διευρυνθεί πολύ περισσότερο με την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας, τη νόμιμη ή παράνομη άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από μέλη των οικογενειών της κρατικής ελίτ ή με την ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα στους επιχειρηματίες και στην κρατική ελίτ[20]. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει συνθήκες που εμποδίζουν έως και αναιρούν τη δυνατότητα λαϊκού ελέγχου στους διευθύνοντες την πολιτική και την οικονομία επιβάλλοντας την de facto εξουσία του χρήματος.
Ενδεικτική είναι η τύχη της εφαρμογής του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος το οποίο περιλαμβάνει μια πρωτοποριακή διάταξη η οποία ορίζει ότι «σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου, οι κρατικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν δημοκρατική διαχείριση μέσω των συνελεύσεων των αντιπροσώπων των εργαζομένων και μέσω άλλων οδών». Στο ίδιο μήκος κύματος η παρ. 2 του άρθρου 17 καθορίζει πως «οι συλλογικοί οικονομικοί οργανισμοί εφαρμόζουν δημοκρατική διαχείριση, εκλέγουν και παύουν σύμφωνα με το νόμο τους διαχειριστές και λαμβάνουν τις αποφάσεις σχετικά με τα μεγάλα προβλήματα διαχείρισης της επιχείρησης».
Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ σημαντικές για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Κίνα. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανύψωση του επιπέδου συμμετοχής των εργαζομένων στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων όχι μόνο της κάθε κρατικής επιχείρησης χωριστά αλλά και συνολικότερα στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας. Η κοινωνικοπολιτική πρακτική όμως δείχνει ότι τόσο ο νόμος που εξειδικεύει τις συνταγματικές διατάξεις όσο και η εφαρμογή του θεσμού στην πράξη τον έχουν καταστήσει ανενεργό και, πάντως, η όποια εφαρμογή είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματική[21].
Φαίνεται λοιπόν πως στην Κίνα, μέσα από ιδιαίτερους δρόμους,  όπως και στα άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, η αυτονόμηση της κρατικής γραφειοκρατίας οδήγησε στην ανενέργεια συνταγματικών διατάξεων, στην αποδυνάμωση της δημοκρατίας και του λαϊκού ελέγχου, στην υποτίμηση του ρόλου του δικαίου.
Σήμερα ωστόσο παρατηρείται στην Κίνα τάση για αναβάθμιση του ρόλου του δικαίου, του Συντάγματος, της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης (και της Μόνιμης Επιτροπής της) ως οργάνου συζήτησης και επεξεργασίας των νομοσχεδίων[22]. Αυτή αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στην προσθήκη του άρθρου 5 κατά την αναθεώρηση του 1999 ότι η Κίνα είναι ένα «σοσιαλιστικό κράτος δικαίου»[23]. Η άνοδος της σημασίας του δικαίου σχετίζεται κυρίως με την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και την κοινωνική άνοδο μιας νέας αστικής τάξης[24]. Η τελευταία επωφελήθηκε από την αχαλίνωτη, χωρίς σοβαρούς νομικούς περιορισμούς, ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων. Σήμερα αναζητά μια μεγαλύτερη νομική – δημοκρατική σταθερότητα που μπορεί να αποσπάσει ευκολότερα την κοινωνική συναίνεση αλλά και να παρέχει ένα πλαίσιο αντιμετώπισης και επίλυσης των αντιθέσεων που προκύπτουν τόσο ανάμεσα στους επιχειρηματίες όσο και ανάμεσα στην αστική τάξη και την ανώτατη κρατική γραφειοκρατία, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους αλλά ενίοτε έχουν διαφορετικά συμφέροντα και προσεγγίσεις.
            Σε κάθε περίπτωση, η υβριδική μορφή[25] κράτους και δικαίου που παρουσιάζεται στην Κίνα βρίσκεται σε εξέλιξη και οι προκλήσεις για την επιστημονική έρευνα είναι τεράστιες.





[1] Βλ. ενδεικτικά St. Bessiere, Η Κίνα στην αυγή του 21ου αιώνα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 2007, σελ. 19 επ. και D. Kotz, «Can China´s rise continue?», China Policy Review, 2013, www.people.umass.edu και R. Bitzinger, “La modernisation de l' armée chinoise 1997-2000, Perspectives Chinoises, 4/2011, σελ. 7 επ.
[2] Βλ. για παράδειγμα Α. Βλάχου – Π. Μαυροκέφαλος, Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της Κίνας, Αθήνα, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1989 και Χ. Παπασωτηρίου, Η Κίνα από την ουράνια αυτοκρατορία στην ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα, Αθήνα, εκδ. Ποιότητα, 2013.
[3] Βλ. Α. Μάνεσης, Συνταγματικό δίκαιο, Ι, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1980, σελ. 169 και Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ. 38 επ.
[4] Βλ. Chen Jianfu, “La dérniere révision de la Constitution chinoise”, Perspectives Chinoises, Mars-Avril 2004, 2 επ.
[5] Βλ. Chen Jianfu, “La révision de la Constitution en République populaire de Chine”, Perspectives Chinoises, Mai-Juin 1999, 66 επ.
[6] Έτσι ονομάστηκε η πολιτική προσωρινής και ελεγχόμενης ενθάρρυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων στη μετεπαναστατική Ρωσία εξαιτίας του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων βλ. ενδεικτικά Β.Ι.Λένιν, «Η Νέα Οικονομική Πολιτική και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης», Άπαντα, τ. 44, σελ. 155 επ.
[7] Βλ. M.-C. Bergere, La République populaire de Chine de 1949 a nos jours, Paris, Armand Colin, 1987, σελ. 170, 195, 228-229.
[8] Βλ. για παράδειγμα D. Kotz, « The state of official marxism in China today », Monthly Review, 2007, v. 59, issue 4 και Shi Weimin, “Reforma progressiva bajo orientacion politica en China”, Temas, abril-junio 2011, σελ. 17 επ.
[9] Βλ. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000 και Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 1-120.
[10] Βλ. J. Guillermaz, Le Parti communiste chinois au pouvoir, t. 1, Paris, ed. Payot, 1979, σελ. 145.
[11] Βλ. G. Schubert – Chen Xuexian, “Les élections de village en Chine contemporaine: de nouveaux espaces de legitimité pour le régime?”, Perspectives Chinoises, 3/2007, 13 επ. και Dong Lisheng, “Démocratie locale en Chine: quelle direction prendre après 20 ans dexpérimentations?”, Perspectives Chinoises, 2/2010, 58 επ.
[12] Βλ. τα άρθρα 57-60 του Συντάγματος στο Α. Τάχος, Το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1989, σελ. 106.
[13] Βλ. Δ. Καλτσώνης, Νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Σύνταγμα της Κούβας, προσβάσιμο στο http://kratoskaidikaio.blogspot.com/2010/10/blog-post_04.html και Το Σύνταγμα και το πολιτικό σύστημα της Δημοκρατίας της Κούβας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη εποχή, 2004, σελ. 76 επ.
[14] Βλ. το Γαλλικό Σύνταγμα του 1793 στον τόμο Μαρά, Σεν-Ζιστ, Ροβεσπιέρος, Κείμενα, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1989, σελ. 195 επ., 202 επ.
[15] Βλ. Το Σύνταγμα της Νέας Κίνας (εισαγωγή Γ. Σκουριώτη), Αθήναι, εκδ. Φέξης, 1962 και Liou Chao-Chi, Rapport sur le projet de Constitution de la Republique Populaire de Chine, Pekin, Éditions en langues etrangeres, 1964 (και σε ελληνική μετάφραση Γ. Σκουριώτη, Το Σύνταγμα της Νέας Κίνας – εισηγητική έκθεση Λιου Σάο-Σι, Αθήναι, εκδ. Φέξη, 1964).
[16] Βλ. ενδεικτικά M. Miaille, Το κράτος του δικαίου (εισαγωγή στην κριτική του συνταγματικού δικαίου), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1983, σελ. 188 επ.
[17] Βλ. J.P. Cabestan, “La Chine évoluerait-elle vers un autoritarisme éclairé mais ploutocratique?”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2004, σελ. 2 επ.
[18] Όπως είχε χαρακτηρίσει ο Μαρξ την Παρισινή Κομμούνα βλ. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, οπ.π., σελ. 70.
[19] Βλ. Α. Βλάχου – Π. Μαυροκέφαλος, Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της Κίνας, οπ.π., 1989, σελ. 169-170 και P. Trolliet, La Chine et son économie, Paris, Armand Colin, 1981, σελ. 264.
[20] Βλ. M. – F. Renard, “Inégalités et soutenabilité de la croissance chinoise”, CERDI, Études et Documents, avril 2006 και W. Wo-Lap Lam, “Le dilemme du gouvernement de Hu Jintao”, Perspectives Chinoises, 3/2007, 4 επ., 10.
[21] Βλ. Au Loong Yu, La Chine, un capitalisme bureaucratique, Paris, éd. Syllepse, 2013, σελ. 90 επ.
[22] Βλ. Chen Jianfu – Choukroune L., “L’ application du droit en Chine: une bataille politico-légale”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2002, 28 επ. και Βλ. St. Balme, La tentation de la Chine, Paris, ed. Le Cavalier Bleu, 2013, σελ. 142-143.
[23] Βλ. M. Delmas-Marty, “La construction d’ un État de droit en Chine dans le contexte de la mondialisation”, στον τόμο M. Delmas-Marty – P.-E. Will (dir.), La Chine et la démocratie, Paris, Fayard, 2007, σελ. 551.
[24] Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, βλ. Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, οπ.π., σελ. 103 επ.
[25] Βλ. St. Balme, La tentation de la Chine, οπ.π., σελ. 87-88.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION