εφημ. ΠΡΙΝ, 25/2/204
Σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εντείνονται αναπόφευκτα οι ανταγωνισμοί για την κυριαρχία, διανομή και αναδιανομή των σφαιρών επιρροής. Οι ΗΠΑ είναι ο πρωταγωνιστής αυτών των διαδικασιών. Η υποχώρηση της οικονομικής τους δύναμης τις τελευταίες δεκαετίες τροφοδοτεί την εσωτερική σύγκρουση, όπως αυτή εκφράζεται στα πρόσωπα των Μπάιντεν και Τραμπ, αλλά κυρίως, τροφοδοτεί την επιθετικότητά τους στο εξωτερικό. Οι ΗΠΑ αντιδρούν με τη λογική του πληγωμένου θηρίου. Επιχειρούν να ανακαταλάβουν το χαμένο οικονομικό έδαφος αξιοποιώντας τη συντριπτική στρατιωτική τους υπεροπλία.
Τρεις είναι οι βασικοί τους στόχοι. Ο πρώτος, σημαντικότερος και δυσκολότερος είναι η αναχαίτιση της ταχύτατης εξάπλωσης της οικονομικής επιρροής της Κίνας, η οποία επεκτείνεται ραδγαία στην Ασία, στη Λ. Αμερική και στην Αφρική. Ο δεύτερος στόχος είναι η συρρίκνωση της ρωσικής περιμέτρου, δηλαδή η συρρίκνωση της επιρροής που ασκεί η Ρωσία στην παραδοσιακή της ζώνη, ιδίως στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τρίτος στόχος είναι η χαλιναγώγηση της Γερμανίας και της ΕΕ, η μεγαλύτερη πρόσδεση ή ίσως και η υποταγή της στις ΗΠΑ με ένα τρόπο. Η μέθοδος επίτευξης των στόχων είναι αντικείμενο συζήτησης και διαπάλης στο εσωτερικής της ολιγαρχίας των ΗΠΑ καθώς υφίστανται όχι μόνο διαφορετικές οπτικές αλλά και αντικρουόμενα τακτικά συμφέροντα.
Από τους τρεις στόχους μόνο ο τρίτος έχει προς το παρόν επιτευχθεί. Η εξώθηση της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία οδήγησε στη διακοπή της συνεργασίας Ρωσίας – Γερμανίας που τόσο ανησυχούσε τις ΗΠΑ. Οι άλλοι δυο στόχοι απέχουν πολύ από την εκπλήρωσή τους. O πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι η Ρωσία έχει οικονομική και στρατιωτική δύναμη τουλάχιστον για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα στην περίμετρό της, ενώ παράλληλα δημιούργησε προβλήματα στις ΗΠΑ και κυρίως στη Γαλλία στην Αφρική υποβοηθώντας κάποια πραξικοπήματα σε χώρες του Σαχέλ. Η Κίνα από την άλλη συνεχίζει απτόητη την εξάπλωση της οικονομικής και διπλωματικής της επιρροής.
Δεν είναι ακόμη σαφές αν οι ΗΠΑ το διάστημα μετά τις προεδρικές τους εκλογές θα ρίξουν το βάρος στο ένα ή στο άλλο μέτωπο, αν θα αποσυρθούν κατά κάποιο τρόπο από το Ουκρανικό για να ρίξουν το κύριο βάρος στη Μ. Ανατολή ή στην Κίνα και στον Ειρηνικό. Το βέβαιο είναι ότι οι αντιπαραθέσεις θα οξύνονται συσσωρεύοντας δεινά για τους λαούς, ακόμη και υπαρξιακούς κινδύνους για την ανθρωπότητα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση εμπλέκει ολοένα και περισσότερο τη χώρα στις πολεμικές περιπέτειες των ΗΠΑ στην Ουκρανία και στη Μ. Ανατολή. Οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι, όπως και τα οικονομικά βάρη που επωμίζεται ο λαός.
Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από τυχόν διαφορετικές αποχρώσεις στις προσεγγίσεις, προέχει η σύμπλευση και συνεργασία όλων των λαϊκών δυνάμεων με κύρια αιχμή την πλήρη απεμπλοκή της Ελλάδας από κάθε πολεμική περιπέτεια (Ουκρανία, Μ. Ανατολή ή οπουδήποτε αλλού) και την έξοδό της από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια προοπτική θα είναι πολλά.
Πρώτο, δεν θα τίθεται άμεσα σε κίνδυνο η ειρήνη και η ασφάλεια του ελληνικού λαού, αφού η ελληνική επικράτεια καθίσταται μέσω της εμπλοκής στόχος κάθε λογής αντιποίνων.
Δεύτερο, θα είναι μια συμβολή στην προσπάθεια να μην απλωθούν παραπέρα οι φλόγες του πολέμου της Ουκρανίας ή της Μ. Ανατολής.
Τρίτο, θα είναι μια έμπρακτη αποδυνάμωση της στρατιωτικής προσπάθειας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Τέταρτο, η μη συμμετοχή της Ελλάδας θα συμβάλλει στον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων (ακρίβεια, φτώχεια) που προκαλεί η εξάπλωση του πολέμου. Η όξυνση των αντιπαραθέσεων και η εξάπλωση των πολέμων οδηγούν σε νέα κούρσα εξοπλισμών, άχρηστων για την εθνική άμυνα αλλά χρήσιμων για τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων. Τους εξοπλισμούς αυτούς πληρώνει ήδη πανάκριβα και ο ελληνικός λαός.
Πέμπτο, ο ενωτικός αγώνας για πλήρη απεμπλοκή από τα σχέδια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα διαμορφώσει πιο ευνοϊκό το έδαφος για τους λαϊκούς αγώνες και την κοινωνική αλλαγή.