στο συλλ. τόμο Η άνοδος του νεοφασισμού και το μέλλον της Ευρώπης
Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2025, σελ. 79-90
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση διέπεται, όπως σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, από τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτο, σημειώνεται μια απότομη καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου των λαών στο πλαίσιο της προσπάθειας των κυρίαρχων τάξεων να ξεπεράσουν την κρίση. Επιχειρούν να απαλλαγούν από το σύνολο των παραχωρήσεων που αναγκάστηκαν να κάνουν προς τις κυριαρχούμενες τάξεις κατά τον 20ό αιώνα υπό την πίεση των επαναστάσεων, των επαναστατικών κινημάτων και γενικότερα των λαϊκών κινημάτων. Η προσπάθεια αυτή αφορά και τους λαούς της Ευρώπης και μάλιστα των αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών καθώς η κρίση και η συνεπαγόμενη όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού περιορίζουν τις δυνατότητες των κυρίαρχων τάξεων για παραχωρήσεις.
Δεύτερο, συνέπεια των παραπάνω είναι η βαθιά πολιτική κρίση εμπιστοσύνης του κυρίαρχου, αστικού πολιτικού συστήματος. Τόσο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα όσο και η σοσιαλδημοκρατία, όπως και οι όποιες παραλλαγές τους βλέπουν την πολιτική και εκλογική τους επιρροή να μειώνεται αφού οι λαοί χρεώνουν δικαίως την καταβύθιση των συνθηκών ζωής τους στα κόμματα αυτά. Παράλληλα, οι αντιθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης, είτε στο εσωτερικό μιας χώρας ή διεθνώς, εντείνονται και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος κρίσης των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων.
Άνοδος της ακροδεξιάς
Η υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας επιχειρείται με στροφή στην ακροδεξιά και με την ταυτόχρονη αφυδάτωση της αστικής δημοκρατίας. Είναι δυο σημαντικά μέσα για να ελεγχθούν οι αντιδράσεις των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, να τιθασευθούν ή και να διοχετευθούν σε όφελος του συστήματος.
Η άνοδος της επιρροής των ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων είναι μια σύγχρονη τάση που σημειώνεται ότι μόνο σε επίπεδο ΕΕ αλλά παγκόσμιο1. Ισχυροποιούνται κόμματα της ακροδεξιάς τα οποία έχουν ιδεολογικο-πολιτική αντζέντα βαθιά αντιλαϊκή, νεοφιλελεύθερη, αντιδημοκρατική αλλά τηρούν τα προσχήματα της αστικής δημοκρατίας. Δυναμώνουν παράλληλα και τα αμιγώς φασιστικά κόμματα και οργανώσεις, ανεξάρτητα των επιμέρους ιδεολογικών αποχρώσεών τους. Τα τελευταία διατηρούν παρακρατικούς, στρατιωτικού τύπου μηχανισμούς και δεν κρύβουν την αντίθεση τους ακόμη και προς την αστική δημοκρατία.
Η ακροδεξιά ενσωματώνεται πλήρως στο πολιτικό σύστημα. Τα πρώτα βήματα έγιναν όταν έγινε δεκτή ως κυβερνητικός εταίρος σε διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Με τον τρόπο αυτό αποενοχοποιήθηκε και άνοιξε ο δρόμος για περαιτέρω ενίσχυσή της. Το επόμενο βήμα ήταν να καταστεί ακόμη και αποκλειστικός διαχειριστής της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό ήδη συμβαίνει για παράδειγμα στην Ιταλία, στην Ουγγαρία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο όπως στις ΗΠΑ του Ντ. Τραμπ, στην Ινδία με την ακροδεξιά κυβέρνηση Μόντι ή στην Αργεντινή με την ανάδειξη του Χ. Μιλέι στην προεδρία.
Οι παραπάνω εξελίξεις συνδυάζονται με φαινόμενα ανοχής των κρατικών αρχών προς την δράση των αμιγώς φασιστικών κομμάτων και των παράνομων, εγκληματικών τους πράξεων. Οι οργανώσεις αυτές παίζουν το ρόλο του προπομπού, ωθούν σε ολένα και πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις. Διατηρούνται ως παρακρατικοί μηχανισμοί και ως εφεδρεία του συστήματος.
Η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί στοιχείο της γενικότερης μετατόπισης του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο και πράξη στοιχεία και πρόσωπα της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο κεντρώος Μακρόν ενσωματώνει αντιλήψεις και πρακτικές της ακροδεξιάς Λεπέν ή όπως η ελληνική παραδοσιακή συντηρητική παράταξη της ΝΔ ενσωματώνει αντίστοιχα πρόσωπα και αντιλήψεις.
Από την άλλη πλευρά η σοσιαλδημοκρατία έχει προ πολλού μετατοπιστεί κατά βάση στις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Σε κάποιες περιπτώσεις ενσωματώνει ακόμη και στοιχεία της πολιτικής της ακροδεξιάς (όπως για παράδειγμα στη Δανία), ιδίως σε ό,τι αφορά τη ρατσιστικού τύπου αντιμετώπιση των μεταναστών. Τα ελάχιστα μεταρρυθμιστικά ψήγματα, όπου απομένουν, δεν αλλάζουν την συνολική εικόνα. Η συνολική αυτή συντηρητικοποίηση οδηγεί μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων στην αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες, αφού πλέον τα βασικά κόμματα δεν φαίνεται να έχουν ουσιώδεις διαφορές2.
Η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος είναι προϊόν συνειδητής στροφής και επιλογής. Τα ακροδεξιά κόμματα δεν αναδύονται επειδή οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από το κυρίαρχο σύστημα. Αντίθετα, η εκλογική τους επιρροή ενισχύεται επειδή χρηματοδοτούνται αφειδώς από το μεγάλο κεφάλαιο ή πάντως από ένα ισχυρό τμήμα του και παρουσιάζονται ως δήθεν αντισυστημική λύση3. Οι ιδέες τους προβάλλονται συστηματικά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, καλλιεργούνται σε τμήμα της κοινής γνώμης.
Για παράδειγμα η ανάδειξη του Τραμπ και η στροφή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε ακροδεξιές θέσεις έγινε με τη χρηματοδότηση και στήριξη συγκεκριμένων ισχυρών επιχειρηματιών και με την αντίστοιχη προβολή των απόψεών τους από τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης4. Αντίστοιχα συνέβη με τον Μιλέι και τον Μπολσονάρο σε Αργεντική και Βραζιλία, με το ακροδεξιό κόμμα AfD στη Γερμανία, με το Vox στην Ισπανία, με την προώθηση απόψεων του ακροδεξιού φάσματος στη Γαλλία ακόμη και με τις νεοναζιστικές απόψεις και δράσεις της “Χρυσής Αυγής” και άλλων ακροδεξιών κομμάτων στην Ελλάδα5.
Αποδυνάμωση της αστικής δημοκρατίας
Η άνοδος της ακροδεξιάς και η ραγδαία συντηρητικοποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος αποτελούν σύμπτωμα της γενικότερης αφυδάτωσης της αστικής δημοκρατίας, συμβαδίζουν μαζί της. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο οδηγώντας σε μια “σιδερόφραχτη δημοκρατία” που χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία.
Πρώτο, εντείνεται το φαινόμενο της παραβίασης των όποιων νομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεύτερο, περιορίζονται νομοθετικά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες. Τρίτο, σημειώνεται ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας ή και εξωθεσμικών κέντρων σε βάρος του Κοινοβουλίου. Τέταρτο, παρατηρείται, όπως προαναφέρθηκε η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Πέμπτο, εντείνονται οι παρεμβάσεις των ισχυρών χωρών στις πιο αδύναμες με σκοπό τον καθορισμό των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων.
Όπως προαναφέρθηκε, η προώθηση της ακροδεξιάς είναι αποτέλεσμα της κρίσης εμπιστοσύνης που διαπερνά το αστικό πολιτικό σύστημα. Η βαθιά οικονομική κρίση και η προσπάθεια αντιμετώπισής της δημιουργούν στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα πρόβλημα διαχείρισης και αξιοπιστίας. Αυτό συμβαίνει καθώς τόσο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά, στις διάφορες παραλλαγές και αποχρώσεις εξυπηρετούν την ίδια στρατηγική κατεύθυνση ανεξάρτητα από τις επιμέρους αποχρώσεις και την ένταση. Αυτή είναι η ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, η απαλλαγή των κυρίαρχων τάξεων από όλο το φορτίο των λαϊκών κατακτήσεων που σημειώθηκαν τον 20ο αιώνα ως αποτέλεσμα των επαναστάσεων, των επαναστατικών κινημάτων και των λαϊκών αγώνων.
Η πτώση της εμπιστοσύνης προς τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα διοχετεύεται προς την ακροδεξιά σε μια προσπάθεια των κρατούντων να υπερβούν την κρίση εμπιστοσύνης. Η προσπάθεια αποδίδει αλλά μόνο εν μέρει και προπαντός είναι θνησιγενής. Τα κόμματα της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική κατεύθυνση, το ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, παρά το γεγονός ότι οι στόχοι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι πιο ακραία. Μοιραία επομένως θα κλείσει κάποια στιγμή ο κύκλος της ακροδεξιάς και η πολιτική δυσπιστία των λαϊκών στρωμάτων θα αγκαλιάσει και αυτό τον πολιτικό χώρο.
Κίνδυνος φασισμού;
Όλες σχεδόν οι επιστημονικές απόψεις, είτε είναι υποστηρικτικές είτε είναι επικριτικές της αστικής δημοκρατίας, συμφωνούν ότι ο περιορισμός της δημοκρατίας είναι ένα σύγχρονο χαρακτηριστικό της. Δεν συμφωνούν όλες αν η τάση συρρίκνωσης της δημοκρατίας μπορεί να οδηγήσει μέχρι την κατάργησή της. Άλλες υποστηρίζουν ότι η εποχή των φασιστικών καθεστώτων δεν μπορεί να επιστρέψει τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο ενώ άλλες διατυπώνουν αντίθετη θέση6.
Οι κυρίαρχες τάξεις είναι αρκετά έμπειρες ώστε να προσπαθούν να χρησιμοποιούν κάθε φορά τα καταλληλότερα, αναλογικά μέσα. Αυτό σημαίνει ότι ένα ακραίο, σκληρό μέσο όπως είναι η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή κάποιου τύπου φασιστικού καθεστώτος επιλέγεται επί τη αρχής μόνο όταν δεν υπάρχουν άλλα ηπιότερα μέσα για να διασφαλιστεί ο στόχος.
Η επιλογή ενός σκληρότερου μέσου από εκείνο που χρειάζεται, εγκυμονεί κινδύνους. Μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στη συσσώρευση της δυσαρέσκειας και της οργής και άρα στην αποσταθεροποίηση του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην ευρωπαϊκή ήπειρο προς το παρόν, επιλέγεται, όπως φαίνεται, η αυταρχικοποίηση του πολιτικού συστήματος, η πριμοδότηση της ακροδεξιάς αλλά όχι η κατάργηση της δημοκρατίας.
Αν όμως ο κίνδυνος για τη σταθερότητα του συστήματος τείνει να αυξηθεί, σε περίπτωση νέας ανόδου των επαναστατικών κινημάτων, το φάσμα της κατάργησης της δημοκρατίας θα επανέλθει. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες αποχρώσεις: από τη χρήση βίαιων παράνομων μεθόδων (πολιτικές δολοφονίες και άλλη τρομοκρατική δράση) με την αξιοποίηση παρακρατικών, φασιστικών και άλλων εγκληματικών οργανώσεων σε συνθήκες αστικής νομιμότητας, μέχρι την ανοιχτή επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής με την “υπόθεση Κόνδωρ” αλλά και του NAΤΟϊκού σχεδίου «stay behind» στην ευρωπαϊκή ήπειρο7.
Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η κατάργηση της αστικής δημοκρατίας και η επιβολή αυταρχικού καθεστώτος μπορεί να είναι επιλογή της αστικής τάξης ή μέρους της ακόμη και όταν ο κίνδυνος της επαναστατικής ανατροπής δεν είναι μεγάλος ή άμεσος. Ο φόβος της άρχουσας τάξης και η προληπτική δράση μπορεί να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα αυτό. Στην Ελλάδα για παράδειγμα δυο φορές, το 1936 και το 1967, επιβλήθηκαν φασιστικού τύπου καθεστώτα με αυτή τη λογική.
Η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς
Σήμερα ωστόσο δεν τίθεται ζήτημα (όχι ακόμη τουλάχιστον) συγκρότησης κάποιου είδους αντιφασιστικού μετώπου σε εσωτερικό ή διεθνές επίπεδο, παρόμοιου με εκείνα της δεκαετίας του 1930 και 1940. Η ακροδεξιά δεν ταυτίζεται με το φασισμό και η πλήρης κατάλυση τη;ς δημοκρατίας και ο φασισμός δεν βρίσκονται ante portas,. Επιπλέον, σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές εφαρμόζει όλο το φάσμα των συστημικών πολιτικών κομμάτων. Με αυτή την έννοια η άμεση ανάγκη είναι ένα πλατύ κίνημα υπεράσπισης και διεύρυνσης των δημοκρατικών ελευθεριών.
Αυτό που ιδίως χρειάζεται είναι η συγκρότηση μια αξιόπιστης εναλλακτικής, ενωτικής, πολιτικής και οικονομικής πρότασης, η οποία θα τείνει να υπονομεύσει την επιρροή της ακροδεξιάς αλλά και των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα (από την ακροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά) δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν μέρος της λύσης του προβλήματος.
Αντίστοιχα, σε διεθνές επίπεδο δεν τίθεται θέμα αντιπαράθεσης της δημοκρατίας με το αντιδημοκρατικό στρατόπεδο. Δεν υπάρχουν σήμερα συνθήκες αντίστοιχες με της δεκαετίας του 1940, όταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης παρείχε αντικειμενικά τη δυνατότητα για σύμπηξη αντιφασιστικού μετώπου. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων διεξάγονται ακόμη και από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως έχει δείξει η ευρωπαϊκή εμπειρία. Εκείνο επομένως που απαιτείται είναι η σύγκλιση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων στην υπεράσπιση των αρχών του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας των κρατών από τις ποικιλόμορφες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις8.
Η εναλλακτική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα εξής τρία στοιχεία. Πρώτο και σημαντικότερο, απαιτείται ένα πειστικό, συγκεκριμένο πρόγραμμα ανόρθωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού (εργατικής τάξης και μεσαίων στρωμάτων) που μπορεί να υπηρετηθεί μόνο μέσω της εθνικοποίησης των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της ριζικής αναδιανομής πλούτου σε βάρος της ολιγαρχίας. Δεύτερο, είναι απαραίτητη μια εξωτερική πολιτική ειρήνης, απεμπλοκής από τις στρατιωτικές συγκρούσεις, σεβασμού του διεθνούς δικαίου και αποδέσμευσης από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ κά.). Τρίτο, χρειάζεται ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού, η διεκδίκηση μιας δημοκρατίας που θα υπερβαίνει τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά και παθογένειες της αστικής δημοκρατίας9.
Επίσης, όπως έδειξε η εμπειρία πολλών χωρών της Λ. Αμερικής, η αντιπαράθεση με την ακροδεξιά δεν μπορεί να γίνει με μια περιορισμένη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Για παράδειγμα, οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Κίρχνερ στην Αργεντινή, του Λούλα στη Βραζιλία δεν κατάφεραν να ανακόψουν την άνοδο της επιρροής της ακροδεξιάς εξαιτίας της ατολμίας τους να λάβουν ριζικά μέτρα σε όφελος των ασθενέστερων τάξεων και αντίστοιχα μέτρα δραστικού περιορισμού της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ο αγώνας για κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές είναι υπόθεση του κάθε λαού. Ούτε η δημοκρατία, ούτε η πάλη ενάντια στον φασισμό, ούτε οι εναλλακτικές προοπτικές μπορούν να είναι καρπός εξωτερικών παρεμβάσεων.
Προς μια επαναστατική κατάσταση;
Το βέβαιο είναι ότι το σημερινό κύμα ανόδου της ακροδεξιάς δεν θα απαλλάξει το καπιταλιστικό σύστημα από τη γενικευμένη κρίση, περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Μπορεί όμως η κρίση να οδηγήσει στη δημιουργία επαναστατικής κατάστασης και ριζικών αλλαγών;
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πόλεμοι για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, η κλιματική καταστροφή10 βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της ιστορικής περιόδου που διανύουμε και θα μεταβάλλουν με ραγδαίο τρόπο τις εξελίξεις. Καθώς η κρίση βαθαίνει μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, η ανθρωπότητα βρίσκεται ήδη και θα βρεθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον αντιμέτωπη με νέα απότομη, μεγάλη επιδείνωση των συνθηκών ζωής, ακόμη και με υπαρξιακού χαρακτήρα εντάσεις. Ό,τι σήμερα φαίνεται εξωπραγματικό, αύριο μπορεί εκτός από αναγκαιότητα να αποτελεί δυνατότητα που τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες ο χρόνος πυκνώνει. Για δεκαετίες μπορεί να μην υπάρχουν μεγάλες εξελίξεις και μέσα σε λίγες βδομάδες ή μήνες να συμβούν κοσμοϊστορικά γεγονότα και αλλαγές.
Παρατίθεται γι’ αυτό εδώ αυτούσιος ο σχετικός ορισμός του Λένιν για την επαναστατική κατάσταση, που μπορεί να είναι χρήσιμος στην ανάλυση: “Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό “τα κάτω στρώματα να μην θέλουν”, μα χρειάζεται ακόμη και “οι κορυφές να μην μπορούν” να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές”, σε αυτοτελή ιστορική δράση. Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει”11.
Από τα παραπάνω εύκολα διακρίνεται ότι τα στοιχεία 1 και 2 συντρέχουν σήμερα σε πολλές χώρες, ακόμη και ευρωπαϊκές. Αυτό που λείπει είναι το στοιχείο 3, δηλαδή η αυτοτελής ιστορική δράση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αν εμφανιστεί στο ιστορικό προσκήνιο η έμπρακτη διάθεση των λαϊκών τάξεων για πολύ πιο ενεργητική δραστηριοποίηση στην πολιτική ζωή, τότε θα έχουμε τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης. Η επαναστατική κατάσταση είναι μια αντικειμενικά διαμορφωμένη συνθήκη, δεν αποτελεί προϊόν υποκειμενικών παρεμβάσεων της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος. Οι κατάλληλες παρεμβάσεις ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα μπορούν όμως να μετατρέψουν τις συνθήκες αυτές σε επαναστατική αλλαγή12. Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε μια τέτοια επαναστατική κατάσταση ενδέχεται να διαμορφωθεί ένας ριζικά διαφορετικός συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, στον οποίο θα υπερισχύουν οι επαναστατικές και ριζοσπαστικές δυνάμεις13.
Για τους λόγους αυτούς ακόμη και ακραιφνείς υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος προβλέπουν τεκτονικές αναταράξεις. Σε συνθήκες βαθιάς πολύπλευρης κρίσης, οι κοινωνικές αναταραχές, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι επαναστάσεις έρχονται στο προσκήνιο. Ακόμη και οργανισμοί όπως το ΔΝΤ προβαίνουν σε τέτοιες εκτιμήσεις και προβλέψεις.
Η επιδείνωση των συνθηκών ζωής θα είναι ισχυρότερη στις χώρες που διακρίνονται για το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Όσο πιο φτωχή είναι μια χώρα τόσο περισσότερο έντονα είναι τα αποτελέσματα της κρίσης, αφού οι ισχυρές χώρες εντείνουν την καταλήστευσή τους και διοχετεύουν τα βάρη της κρίσης σε αυτές. Το ίδιο ισχύει και για τις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αν και όχι με την ένταση που εμφανίζεται το πρόβλημα στις πιο φτωχές χώρες.
Ήδη υπάρχουν πολλές ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σε διάφορες χώρες του κόσμου, και στην Ευρώπη14. Δεν μπορεί φυσικά να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιο θα είναι το γεωγραφικό πεδίο των όποιων ριζοσπαστικών και επαναστατικών εξελίξεων. Η Μέση Ανατολή, η βόρεια Αφρική, περιοχές της Ασίας και η Λ. Αμερική θεωρούνται από τη CIA οι πλέον ευάλωτες στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις15. Ειδικά η Λ. Αμερική, λόγω και των επαναστατικών της παραδόσεων και της συνεχούς κινητικότητας των λαϊκών κινημάτων ενδέχεται να αναδειχθεί σε κύριο πεδίο της ταξικής πάλης. Η εκρηκτικότητα των αντιθέσεων ενδέχεται να συνδυαστεί με την θετική και αρνητική πολιτική εμπειρία όλων των τελευταίων δεκαετιών.
Αλλά και στην Ευρώπη θα υπάρξουν με βεβαιότητα κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις. Η επίδραση των εξελίξεων σε άλλες περιοχές του πλανήτη θα επιδράσει στη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο είναι πιθανό οι αντιθέσεις να αμβλυνθούν, τουλάχιστο στις πιο ισχυρές χώρες, εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν ακόμη οι ισχυρότερες αστικές τάξεις της ηπείρου να διανέμουν στην εργατική τάξη έστω και ένα μικρό μέρος των υπερκερδών που αποκομίζουν από τη διεθνή αγορά. Στο βαθμό που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις υποβαθμίζουν τη διεθνή τους θέση, οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες θα τείνουν να γνωρίσουν ολοένα και βαθύτερη κρίση.
Σε αυτή την περίπτωση η οικονομική κρίση, οι πολεμικές περιπέτειες και η καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και των συνθηκών ζωής του λαών θα συνδυαστούν πιθανότατα με βαθιά κρίση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, με δυσκολία των κρατούντων να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον παραδοσιακό τρόπο και με δυσφορία των κυβερνωμένων να συνεχίσουν να κυβερνώνται με τον παραδοσιακό τρόπο. Ίσως έτσι ανοίξουν νέοι ορίζοντες για τη γηραιά ήπειρο.
1Βλ. περισσότερα, Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντομίνγκες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024, σελ. 41 επ., 71 επ.
2Βλ. P. Mair, Κυβερνώντας το κενό, Αθήνα, εκδ. Επίκεντρο, 2020, σελ. 49 επ. και Γ. Σιακαντάρης, Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050;, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2024, σελ. 275 επ.
3Βλ. Π. Παπακωνσταντίνου, Το γκρίζο κύμα – Η νέα ακροδεξιά και οι συνεργοί της, Αθήνα, εκδ. Τόπος 2024.
4Βλ. J. Stanley, Πώς λειτουργεί ο φασισμός, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 68 και St. Levitsky – D. Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 327-328 και R. Reich, «No crea el bombo anti-Trump: La sedicion corporativa todavia pone en peligro a Estados Unidos», Cubadebate, http://www.cubadebate.cu/especiales/2021/02/17/no-crea-el-bombo-anti-trump-la-sedicion-corporativa-todavia-pone-en-peligro-a-estados-unidos/.
5Βλ. A. Boron, «El triunfo de Milei como una construccion mediatica prolijamente planificada», Cubadebate, 22/11/2023, www.cubadebate.com και P. Serrano, «Network Atlas: los que dan las instrucciones a Milei», Cubadebate, 16/1/2024, http://www.cubadebate.cu/opinion/2024/01/16/network-atlas-los-que-dan-las-instrucciones-a-milei/ και http://www.spiegel.de/international/germany/billionaire-backing-may-have-helped-launch-afd-a-1241029.html και Δ. Ψαρράς, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 192 επ. και Κ. Παπαδάκης, Το “άλλο άκρο στο εδώλιο: δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά; (αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2020 και Χ. Παπαδοπούλου, Όρθιος σε δημόσια θέα (η αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής), Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2020.
6Βλ. για παράδειγμα D. Runciman, Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 11 και B. C. Hett, Ο θάνατος της Δημοκρατίας (η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού), Αθήνα, εκδ. Διόπτρα, 2019, σελ. 37.
7Βλ. J.P. McSherry, Predatory States (Operation Condor and Covert War in latin America), New York-Oxford, Rowman and Littlefield Publishers, 2005, σελ. 38 επ., 243 επ. και St. Calloni, Operacion Condor, pacto criminal, Caracas, Editorial El perro y la rana, 2016, σελ. 40 επ., 70 επ.
8Βλ. M. Pineda, «Frente al fascismo y el imperialismo: Politica, metodo y organizacion», Cubadebate, 19/1/2025.
9Βλ. περισσότερα, Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντομίνγκες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024, σελ. 97 επ. και Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 81 επ.
10Βλ. ενδεικτικά Institute and Faculty of Actuaries, The Emperor’ s New Climate Scenarios, University of Exeter, July 2023.
11Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς”, Άπαντα, τ. 26, σελ. 220.
12Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού”, Άπαντα, τ. 41, σελ. 69-70.
13Βλ. περισσότερα Δ. Καλτσώνης, “Οικονομική λειτουργία του κράτους και αποδέσμευση από την ΕΕ” στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023, σελ. 163 επ.
14“Οι λαοί θα ξαναβγούν στους δρόμους” κατά τον P. Boniface, Η γεωπολιτική του covid-19, Αθήνα, εκδ. Ροπή, 2020, σελ. 185 επ.
15Βλ. τις ίδιες τις επισημάνσεις της CIA στο Le monde en 2040 vu par la CIA, Εditions de Equateurs, 2021, σελ. 191 επ., 200. Βλ. και τις εκτιμήσεις των K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 92.