Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


 

περ. Κρίση, τευχ.1/2025, σελ. 37-46



Περίληψη

Το άρθρο εξετάζει στο πρώτο μέρος τα βασικά στοιχεία της ανάλυσης του Λένιν για το εθνικό ζήτημα, με ιδιαίτερη έμφαση στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Στο δεύτερο μέρος, υποστηρίζει ότι η διαλεκτική προσέγγιση του Λένιν παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρη στο σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο — μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τα αποικιακά κατάλοιπα, τις αυξανόμενες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας των πιο αδύναμων κρατών και τη χειραγώγηση των εθνοτικών συγκρούσεων από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το άρθρο ολοκληρώνεται με μια ανάλυση των συγκεκριμένων περιπτώσεων της Καταλονίας, της Βαλλονίας και της Σκωτίας σε σχέση με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.

Abstract

Author: Dimitris Kaltsonis

Title: Leninist Theory and the Contemporary National Question

The article begins by examining the key elements of Lenin's analysis of the national question, with a particular focus on the right to self-determination. In the second part, it argues that Lenin’s dialectical approach remains highly relevant in the contemporary historical context — a period marked by the persistence of colonial remnants, increasing violations of national sovereignty in weaker states, and the manipulation of ethnic conflicts by imperialist powers. The article concludes with an analysis of the specific cases of Catalonia, Wallonia, and Scotland in relation to the right to self-determination.


Η παρουσίαση που ακολουθεί χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο γίνεται συνοπτική έκθεση των θεμελιωδών ιδεών της λενινιστικής σκέψης για το εθνικό ζήτημα και στο δεύτερο επιχειρείται μια σύντομη διερεύνηση για την τυχόν χρησιμότητά τους στη σύγχρονη ιστορική περίοδο.

Τα θεμελιώδη έργα του Λένιν για το εθνικό ζήτημα είναι τα «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα» (Λένιν τ. 24), «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» (Λένιν τ. 25), «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» (Λένιν τ. 27), «Για την μπροσούρα του Γιούνιους» (Λένιν τ. 30), «Το αποτέλεσμα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση» (Λένιν τ. 30) και «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού» (Λένιν τ. 30), γραμμένα όλα την κρίσιμη ιστορική περίοδο από το Δεκέμβριο του 1913 μέχρι τον Οκτώβριο του 1916.

Οι πυλώνες της ανάλυσης του Λένιν για το εθνικό ζήτημα είναι οι παρακάτω έξι. Όπως θα φανεί, η σκέψη του διακρίνεται, όχι για τη μονολιθικότητα, αλλά για τη διαλεκτική της φρεσκάδα και τη σταθερότητα στο βασικό ζήτημα τόσο ως προς τη μέθοδο ανάλυσης όσο και ως προς το στόχο.

Πρώτο, σε κάθε έθνος ενυπάρχουν δύο: εκείνο της κυρίαρχης αστικής τάξης και εκείνο των υφιστάμενων εκμετάλλευση και καταπίεση τάξεων (Λένιν τ. 24: 120, 128).

Δεύτερο, ο καπιταλισμός αξιοποιεί τις εθνικές διακρίσεις και την καταπίεση προκειμένου να διαιρεί την εργατική τάξη και τους λαούς και να εντείνει την εκμετάλλευση. Ιδιαίτερα την περίοδο του ιμπεριαλισμού η εθνική καταπίεση και η υποδούλωση των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρά βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη (Λένιν τ. 30: 6, 8, 84, 102).

Τρίτο, η εργατική τάξη οφείλει να δίνει προτεραιότητα στην ενότητα της τάξης της και των λαών: «Οι μεγαλορώσοι και οι ουκρανοί εργάτες πρέπει να υπερασπίζουν μαζί και ‒όσο ζουν στα πλαίσια ενός κράτους‒ με την πιο στενή οργανωτική ενότητα τον κοινό ή διεθνικό πολιτισμό του προλεταριακού κινήματος» (Λένιν τ. 24: 129).

Τέταρτο, η επαναστατική εργατική τάξη έχει δημοκρατικό καθήκον να αντιμάχεται κάθε εθνική καταπίεση (Λένιν τ. 24: 131) αλλά και να συνδέει αυτό το δημοκρατικό αγώνα με την προσπάθεια σοσιαλιστικής επανάστασης και μετασχηματισμού: «Στην πράξη το προλεταριάτο μπορεί να διατηρήσει την αυτοτέλειά του μόνο όταν υποτάσσει την πάλη του για όλες τις δημοκρατικές διεκδικήσεις, μαζί και τη διεκδίκηση της δημοκρατίας, στην επαναστατική πάλη του για την ανατροπή της αστικής τάξης» (Λένιν τ. 27: 263).

Πέμπτο, η επαναστατική εργατική τάξη οφείλει να αντιπαλεύει, εκτός από τον εθνικισμό των ισχυρών εθνών, τον εθνικισμό των μικρών εθνών (Λένιν τ. 24: 121), τον αντιδραστικό κατακερματισμό των κρατών (Λένιν τ. 25: 142 και Λένιν τ. 30: 45).

Έκτο, ο Λένιν θεωρούσε «βασική, ουσιαστικότατη κι αναπόφευκτη στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού τη διαίρεση των εθνών σε έθνη που καταπιέζουν και σε έθνη που καταπιέζονται» (Λένιν τ. 27: 261). Αναφερόμενος στην πολιτική ανεξαρτησία των κρατών τόνιζε ότι «ο ιμπεριαλισμός τείνει να την παραβιάσει, γιατί σε συνθήκες πολιτικής προσάρτησης η οικονομική προσάρτηση είναι συχνά βολικότερη, φθηνότερη (είναι ευκολότερο να εξαγοράσει κανείς υπαλλήλους, να πετύχει εκχωρήσεις, να περάσει ένα ευνοϊκό νόμο), ευκολότερη, ησυχότερη» (Λένιν τ. 30: 95).


Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση

Με βάση τις παραπάνω έξι θέσεις, ο Λένιν ανέλυσε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Θεωρούσε το δικαίωμα αυτό δημοκρατικό και με αυτή την έννοια υποστήριζε ότι οι επαναστάτες δεν μπορεί παρά να το υποστηρίζουν: «Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι μόνο μια από τις δημοκρατικές διεκδικήσεις» (Λένιν τ. 30: 85). Ακόμη και σε συνθήκες νίκης της επανάστασης, διευκρίνιζε ότι «το νικηφόρο προλεταριάτο δεν μπορεί να επιβάλει καμιά ευτυχία σε κανένα ξένο λαό, χωρίς να υποσκάπτει έτσι τη δική του τη νίκη» (Λένιν τ. 30: 51).


Τρεις ομάδες χωρών

Επισήμαινε ότι «σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών πρέπει να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους χωρών» (Λένιν τ. 27: 264). Μια ομάδα ισχυρών κρατών και εθνών που το καθένα από αυτά «καταπιέζει ξένα έθνη στις αποικίες και μέσα στη χώρα του» (Λένιν τ. 27: 264).

Η δεύτερη ομάδα είναι οι αποικίες και μισοαποικίες για τις οποίες ξεκάθαρα τίθεται το ζήτημα της απελευθέρωσης. Για την ομάδα των καταπιεζόμενων εθνών «το προλεταριάτο πρέπει να απαιτεί την ελευθερία του πολιτικού αποχωρισμού των αποικιών και των εθνών που καταπιέζει το έθνος ‘του’» (Λένιν τ. 27: 261).

Η τρίτη ομάδα είναι εκείνες οι χώρες όπου το αστικοδημοκρατικό, εθνικό ζήτημα έμεινε ανολοκλήρωτο, κυρίως στην ανατολική Ευρώπη (Λένιν τ. 25: 270). Σε αυτές τις χώρες προέκρινε την «αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης για όλα τα έθνη» ταυτόχρονα όμως «και τη στενότατη, την αδιάσπαστη ένωση της ταξικής πάλης των προλετάριων όλων των εθνών του δοσμένου κράτους, σε όλες τις περιπέτειες της ιστορίας του, οποιεσδήποτε μετατροπές των συνόρων κι αν κάνει η αστική τάξη σε ορισμένα κράτη» (Λένιν τ. 25: 299).

Ο Λένιν τόνιζε ότι η άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση πρέπει να γίνεται σε συνθήκες ειρηνικής διευθέτησης ώστε να μην προκαλούνται εθνικές διαμάχες που οδηγούν τους λαούς στη σύγκρουση, σε όφελος των αστικών τάξεων. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση πρέπει, κατά τον Λένιν, να ασκείται σε συνθήκες ελεύθερης έκφρασης. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο σε συνθήκες καπιταλισμού αλλά όχι αδύνατο. Έδινε ως παράδειγμα την περίπτωση του αποχωρισμού της Νορβηγίας από τη Σουηδία, στην οποία [περίπτωση] αναφέρεται επανειλημμένα.

Διαχώριζε όμως το δικαίωμα αυτό από τον αποχωρισμό. Χρησιμοποιούσε μάλιστα την αναλογία του διαζυγίου. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση πρέπει να υπάρχει, όπως ακριβώς πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα στο διαζύγιο. Αλλά η ύπαρξη του δικαιώματος δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την εφαρμογή του, δηλαδή τη λύση του διαζυγίου και τον αποχωρισμό (Λένιν τ. 30: 126).

Οι επαναστάτες, υποστήριζε ο Λένιν, θα πρέπει να τάσσονται υπέρ ή κατά του αποχωρισμού έχοντας ως κριτήριο τι προάγει την ενότητα της εργατικής τάξης και τι συμβάλλει περισσότερο στην προώθηση της υπόθεσης της σοσιαλιστικής επανάστασης (Λένιν τ. 30: 108-110). «Η αστική τάξη βάζει πάντα στην πρώτη γραμμή τις εθνικές της διεκδικήσεις. Τις βάζει απόλυτα. Για το προλεταριάτο οι διεκδικήσεις αυτές υποτάσσονται στα συμφέροντα της ταξικής πάλης» (Λένιν τ. 25: 274).

Έχει ενδιαφέρον το παράδειγμα της Ουκρανίας, στο οποίο αναφέρεται ο Λένιν. Έγραφε το 1914, επί τσαρικής Ρωσίας: «Αγωνιζόμαστε μέσα στα πλαίσια του δοσμένου κράτους, συνενώνουμε τους εργάτες όλων των εθνών του δοσμένου κράτους, δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τον ένα ή τον άλλο δρόμο της εθνικής ανάπτυξης. Δεν μπορούμε όμως να βαδίσουμε προς αυτό το σκοπό, αν δεν καταπολεμούμε κάθε εθνικισμό και αν δεν υπερασπίζουμε την ισότητα όλων των εθνών» (Λένιν τ. 25: 277-278). Αναγνώριζε δηλαδή το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της Ουκρανίας μαζί με την ανάγκη ενότητας της εργατικής τάξης των δυο λαών.

Σύμφωνα με τον Λένιν, θα πρέπει να εξετάζονται: α. «η ιστορική εποχή», β. ποιες είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες, οι «συγκεκριμένες ιδιομορφίες του εθνικού ζητήματος και των εθνικών κινημάτων της χώρας αυτής στη δοσμένη εποχή» (Λένιν τ. 25: 266) καθώς και γ. ποιες είναι οι επιδιώξεις κάθε αστικής τάξης (Λένιν τ. 25: 280), ώστε να συνυπολογίζονται όλοι οι παράγοντες.

Επομένως η απάντηση στο ερώτημα «ναι ή όχι» στον αποχωρισμό ενός έθνους από το κράτος εξαρτάται από τις συνθήκες. Ακόμη όμως και η απάντηση «όχι» στον αποχωρισμό δεν μπορεί να αρνείται το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, δηλαδή το δικαίωμα του έθνους να εκφράσει τη βούλησή του ελεύθερα και ειρηνικά. Θεωρούσε μάλιστα ότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού «μειώνει τον κίνδυνο της ‘διάλυσης του κράτους’» (Λένιν τ. 25: 286).

Ο Λένιν υποστήριζε ότι από τη σκοπιά των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαών είναι προτιμότερη η συνένωση (αλλά εθελοντική σε μεγαλύτερο κράτος). Αντιμαχόταν τον κατακερματισμό μαζί και την εθνική καταπίεση, αφού αυτός αναπαράγει τις διαμάχες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης: «Αν ζητάμε ελευθερία αποχωρισμού […] για όλα ανεξαίρετα τα καταπιεζόμενα και ανισότιμα έθνη, αυτό δεν γίνεται καθόλου γιατί εμείς είμαστε υπέρ του αποχωρισμού τους, αλλά μόνο γιατί είμαστε υπέρ της ελεύθερης, εθελοντικής και όχι βίαιης προσέγγισης και συγχώνευσης. Μόνο γι’ αυτό το λόγο!» (Λένιν τ. 30: 120).


Επικαιρότητα της λενινιστικής ανάλυσης;

Ας δούμε τώρα την επικαιρότητα ή μη της λενινιστικής ανάλυσης, στον 21ο αιώνα, όταν η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα έχει εξαιρετικά ενταθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, του συνεπαγόμενου οξυμένου ανταγωνισμού για τις σφαίρες επιρροής αλλά και του δυσμενούς για τους λαούς συσχετισμού των δυνάμεων μετά το 1990. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής μας;

Πρώτο, η συνέχιση της εθνικής καταπίεσης σε μια σειρά εναπομείνασες αποικίες, παρόλη τη γιγάντια διαδικασία αποαποικιοποίησης των δεκαετιών 1950 και μετά. Τέτοια είναι η περίπτωση της Παλαιστίνης, των Μαλβίνων (Φώκλαντ), της Ν. Καληδονίας της Δ. Σαχάρας κ.ά. (Καλτσώνης 2024).

Δεύτερο, εντείνονται τα φαινόμενα παραβίασης και κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας αδύναμων κρατών. Τέτοια είναι οι επεμβάσεις στη Σομαλία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, η διάλυση της Λιβύης, η προσπάθεια διάλυσης της Συρίας από το 2011. Άλλες, στρατιωτικές επεμβάσεις όπως οι επαναλαμβανόμενες των ΗΠΑ στην Αϊτή ή της Ρωσίας στο Καζακστάν το 2022 για την καταστολή της εξέγερσης εντάσσονται στην ίδια κατηγορία.

Εκδηλώσεις παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας των χωρών είναι επίσης ο πολλών δεκαετιών οικονομικός αποκλεισμός και η προσπάθεια οικονομικού στραγγαλισμού της Κούβας, η πολιτική των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Βενεζουέλας, της Βόρειας Κορέας, του Ιράν (Ferrand 2004, 55επ. και Levesque, 881 επ.).1

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προκύπτει η ανάγκη υπεράσπισης ή ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας με βάση τις παραπάνω λενινιστικές θέσεις. Εδώ το δικαίωμα αυτοδιάθεσης πρέπει να οδηγεί στον αποχωρισμό, δηλαδή στην αποτίναξη του κατακτητή, στην αποκατάσταση της κρατικής ύπαρξης που καταλύθηκε ή στη δημιουργία νέων κρατών.

Τρίτο, συνεχίζεται η πρακτική της αξιοποίησης του εθνικού ζητήματος ως προσχήματος για ιμπεριαλιστικό έλεγχο και αναδιανομή των σφαιρών επιρροής. Αυτό που διαπίστωνε ο Λένιν για την εποχή του και για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το συναντάμε και στις μέρες μας. Κραυγαλέο παράδειγμα είναι η υπόθαλψη των εθνικισμών στα Βαλκάνια με στόχο τον κατακερματισμό και τον έλεγχο της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Τέταρτο, συνεχίζεται και ενίοτε εντείνεται η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων στο εσωτερικό των κρατών. Παραδείγματα μπορεί να αντληθούν από το εσωτερικό των ΗΠΑ (σε βάρος ιδίως των Αφροαμερικανών), την Ευρώπη (των Ρωσόφωνων στα Βαλτικά κράτη) μέχρι την Ινδία (σε βάρος των Μουσουλμάνων), την Αφρική κ.ά.

Στις περιπτώσεις αυτές έχει καίρια σημασία η ανάλυση του Λένιν ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν σημαίνει απαραίτητα πως πρέπει να οδηγεί στον αποχωρισμό. Η επίλυση του προβλήματος της εθνικής καταπίεσης στα σύγχρονα κράτη δεν μπορεί να γίνει με παραπέρα κατακερματισμό των κρατών. Ο κατακερματισμός των κρατών, ειδικά στη σύγχρονη ιστορική περίοδο, αποτελεί αναχρονισμό. Ευνοεί τη διάσπαση της εργατικής τάξης με εθνοτικά κριτήρια και δημιουργεί αδύναμα κράτη σε όφελος των ισχυρών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πρέπει πάντοτε να συνεκτιμώνται οι γενικότερες συνθήκες, δηλαδή ο διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων, ο ρόλος των ιμπεριαλιστικών κρατών κ.λπ. Σημασία έχει επίσης ποιες κοινωνικές τάξεις και αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις έχουν την πρωτοβουλία. Πρέπει ακόμη να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη ενότητας της εργατικής τάξης και του λαού ανεξάρτητα από εθνικές διαφορές.

Ειδικά στα Βαλκάνια και στην ανατολική Ευρώπη στην εποχή μας, το βασικό πρόβλημα δεν είναι η πρόσμιξη των εθνοτήτων στο πλαίσιο διαφορετικών κρατών. Είναι κυρίως ο παρεμβατικός ρόλος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό πρέπει να λαμβάνεται πάνω από όλα υπόψη κατά την ανάλυση.

Όπως προαναφέρθηκε οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ευνόησαν τον κατακερματισμό των κρατών της περιοχής μετά το 1990 με αιχμή τις εθνοτικές διενέξεις. Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουν λίγο πολύ και σήμερα. Εντός των κρατών που προέκυψαν, υπάρχουν και καλλιεργούνται οι εθνικές συγκρούσεις. Οι μεγάλες δυνάμεις τις υποθάλπουν και τις αξιοποιούν. Η υπόθαλψη των εθνικισμών, του εθνικού αλυτρωτισμού, η πρόταξη του εθνικού ζητήματος σε βάρος των κοινωνικών ζητημάτων της ανισότητας, της φτώχειας και της εκμετάλλευσης, στις συνθήκες της προηγμένης καπιταλιστικής πραγματικότητας εξυπηρετεί μόνο τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις κατά τόπους αστικές τάξεις.

Η λύση των προβλημάτων των εθνοτήτων δεν μπορεί να αναζητείται στον ακόμη μεγαλύτερο κατακερματισμό τους ή στην αλλαγή συνόρων με σκοπό δήθεν τη δημιουργία εθνικά ομοιογενών κρατών. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου με συνεχείς γενικευμένες συγκρούσεις και πολέμους που μόνο τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα δεν θα υπηρετούσαν.

Για παράδειγμα, το πρόβλημα του Κοσόβου δεν μπορεί να επιλυθεί με κατατεμαχισμό του στη βάση των διαφορετικών εθνοτήτων. Αλβανόφωνοι και Σερβόφωνοι του Κοσόβου έχουν κοινό συμφέρον στον αγώνα υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών (άρα σεβασμό και όλων των εθνοτήτων) και ταυτόχρονα ενάντια στην καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εργατικού δυναμικού της περιοχής τους από την εγχώρια ολιγαρχία και τις μεγάλες δυνάμεις. Το ίδιο ισχύει για την Ουκρανία και τους Ρωσόφωνους της Ουκρανίας. Η εξάλειψη της καταπίεσης των Ρωσόφωνων της ανατολικής Ουκρανίας μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με τον κοινό αγώνα Ουκρανών και Ρώσων ενάντια στους ολιγάρχες και των δύο χωρών.

Η εξάλειψη των διακρίσεων και της καταπίεσης των Σέρβων στο Κόσοβο, των Ρωσόφωνων στην Ουκρανία, των μουσουλμάνων κάπου αλλού, ή οποιασδήποτε άλλης μειονότητας οπουδήποτε, μπορεί να είναι καρπός του ενωμένου αγώνα του κάθε λαού της περιοχής ανεξάρτητα εθνικής ταυτότητας. Δεν μπορεί να είναι καρπός των άμεσων ή έμμεσων παρεμβάσεων ξένων παραγόντων όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, η Ρωσία, η Τουρκία κ.λπ. Αντίθετα, οφείλει να γίνει υπόθεση των λαϊκών κινημάτων.

Ακόμη και στην περίπτωση των Κούρδων, ενός καταπιεσμένου έθνους που βρίσκεται κατανεμημένο σε τέσσερα κράτη, στις παρούσες συνθήκες το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι προτιμότερο να συνδυάζεται με τη μη αλλαγή κρατικών συνόρων. Ο κοινός αγώνας Κούρδων και Τούρκων, Κούρδων και Σύριων, Κούρδων και Ιρακινών, Κούρδων και Ιρανών για δημοκρατία, πλήρη σεβασμό των εθνοτήτων και κοινωνική πρόοδο είναι προτιμότερος από τον κατακερματισμό που προωθεί τη διχόνοια και τις κάθε λογής ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις.

Η καταπίεση των εθνοτήτων στον 21o αιώνα μπορεί μόνο να αντιμετωπιστεί με την ενότητα των λαών και των εθνοτήτων μια χώρας, με τον κοινό τους αγώνα ενάντια στις αιτίες της καταπίεσης και της καταλήστευσης. Για παράδειγμα η ενότητα των λαών της Γιουγκοσλαβίας θα αποκατασταθεί μόνο όταν οι λαοί της συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αυτή και όχι όταν η σερβική αστική τάξη (ή όποια άλλη, εντός ή εκτός Βαλκανίων) το επιδιώξει.


Ιδιάζουσες περιπτώσεις

Υπάρχουν τρεις ιδιάζουσες περιπτώσεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι αυτές της Καταλονίας, της Σκωτίας και της Βαλλονίας, όπου υπάρχουν κινήματα που διεκδικούν ανεξαρτησία, ίσως και απόσχιση, χωρίς αναγκαία να υφίσταται εθνική καταπίεση σε βάρος τους. Πρόκειται για φαινόμενα που αναπτύσσονται σε αναπτυγμένες χώρες και μάλιστα σε αναπτυγμένες περιοχές. Κάτι, σε ένα βαθμό παρόμοιο, υπάρχει σε Πολιτείες του Νότου στις ΗΠΑ.

Στην Ισπανία, στη Μ. Βρετανία, στο Βέλγιο, όπως και σε κάθε σύγχρονο κράτος, έχει σημασία η ενότητα των λαϊκών δυνάμεων ανεξάρτητα από εθνικές διαφορές. Έτσι, οι Καταλανοί πρέπει να έχουν το δημοκρατικό δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, να αποφασίσουν δηλαδή σε συνθήκες ελεύθερες και δημοκρατικές τι επιθυμούν για το μέλλον τους. Αλλά το συμφέρον της εργατικής τάξης και του λαού της περιοχής είναι να παραμείνουν στο πλαίσιο του ενιαίου ισπανικού κράτους ως μια μεγάλη ενιαία κοινωνικο-πολιτική δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό η διεκδίκηση των δημοκρατικών ελευθεριών (και του σεβασμού των εθνοτήτων) μπορεί να υπηρετηθεί καλύτερα.

Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι την πρωτοβουλία για την ανακίνηση του εθνικού ζητήματος στις προαναφερθείσες περιοχές έχει η αστική τάξη (ή τμήμα της), η οποία αισθάνεται ενισχυμένη και επιθυμεί να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς του κράτους στο οποίο ανήκει μέχρι σήμερα. Με αυτή την έννοια το συμφέρον των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων είναι να τάσσονται υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση αλλά ενάντια στον αποχωρισμό, στην Καταλονία όσο και στη Σκωτία και Βαλλονία (Παπακωνσταντίνου 2018: 106 επ.).

Εν κατακλείδι, το εθνικό ζήτημα, ως ζήτημα δημοκρατίας, πέρα από τη σχετική του αυτοτέλεια, είναι στις μέρες μας συνδεδεμένο με το κοινωνικό-οικονομικό, πιο στενά από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Ο δημοκρατικός αγώνας, για να είναι συνεπής, οφείλει να συνδέεται στενά με τον κοινωνικό-οικονομικό. Η λενινιστική ανάλυση για το εθνικό ζήτημα φαίνεται να είναι απολύτως έγκυρη και χρήσιμη.


Βιβλιογραφία

Καλτσώνης Δ. 2024. «Υπόθεση Μαλβίνες (Φόκλαντ): 42 χρόνια μετά», Εφημερίδα των Συντακτών.

Λένιν Β. Ι. 1985. Άπαντα (57 τόμοι), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Παπακωνσταντίνου Π. 2018. Το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας, Αθήνα: Τόπος.

Ferrand Β. 2004. “Quels fondements juridiques aux embargos et blocus aux confins des XXe et XXIe siecles”, Guerres mondiales et conflits contemporains 214.

Levesque P. 1998. “La saga de la loi Helms-Burton: liberte de commerce versus securite nationale”, Les Cahiers de droit 39(4).

1 Πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν ισχυρές χώρες σε βάρος αδύναμων χωρών αποτελούν κατά το διεθνές δίκαιο μορφή επιθετικού πολέμου και απαγορεύονται.


ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION