στον
τόμο Μ. Αγγελίδης, Μ. Σπουρδαλάκης
(επιμ.), Κοινωνική
και πολιτική εκπροσώπηση (προκλήσεις
και προοπτικές στη δημοκρατία τον 21ο
αιώνα),
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2018, σελ.
197-208
εισήγηση
στο συνέδριο με θέμα “Κοινωνική και
πολιτική εκπροσώπηση - Προκλήσεις και
προοπτικές στη δημοκρατία τον 21ο αιώνα”,
Ίδρυμα
της Βουλής των Ελλήνων για τον
Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία,
15-17/12/2016
Η
ιστορική εμπειρία, παλαιότερη και
πρόσφατη, δείχνει ότι στις οικονομικές
και πολιτικές κρίσεις αναφύεται με τον
ένα ή άλλο τρόπο ένα ερώτημα σχετικό με
τον τρόπο διακυβέρνησης και ειδικότερα
με τη δημοκρατία. Η υπέρβαση της κρίσης
με παραδοσιακά μέσα και εντός του
πλαισίου των υπαρχόντων σχέσεων
οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας
απαιτεί επώδυνα μέτρα.
Αυτά πλήττουν τις συνθήκες ζωής μεγάλων
τμημάτων της κοινωνίας και γι' αυτό
συνήθως προκαλούν αντιδράσεις, μεγαλύτερες
ή μικρότερες.
Η
υλοποίηση των μέτρων αυτών απαιτεί
αντιμετώπιση των αντιδράσεων και άρα
γεννά ροπή προς τις αυταρχικές μεθόδους
διακυβέρνησης. Αυτή μπορεί να εξελιχθεί
σε τρία επίπεδα: συρρίκνωση της υπάρχουσας
δημοκρατίας, θεσμικές αλλαγές σε
αυταρχική κατεύθυνση, κατάργηση της
δημοκρατίας. Η υπέρβαση της κρίσης, σε
συνδυασμό με την κοινωνική πίεση, μπορεί
να επαναφέρει αργότερα ένα επίπεδο
δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Το
παράδειγμα του μεσοπολέμου είναι
παραπάνω από εύγλωττο. Στη χώρα μας
εκφράστηκε ήδη με την πρόταση αναθεώρησης
του Συντάγματος το 1932 η οποία αποσκοπούσε
στη μετατροπή του πολιτεύματος σε
προεδρικό και στην παροχή ευχερειών
στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να επιβάλλει
χωρίς πολλές διατυπώσεις την κατάσταση
πολιορκίας.
Ολοκληρώθηκε με την επαναφορά της
βασιλευομένης δημοκρατίας και αργότερα
με την κατάργηση της δημοκρατίας.
Η
αντίστροφη πορεία προς τη δημοκρατία
Υπήρξαν
όμως ιστορικά και περιπτώσεις που η
υπέρβαση της κρίσης έγινε προσπάθεια
να αντιμετωπιστεί με διεύρυνση της
δημοκρατίας. Διεύρυνση και εμβάθυνση
της δημοκρατίας συνεπάγεται ότι τα
ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα
διευκολύνονται να λάβουν ενεργητικότερο
ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. Αυτό με τη
σειρά του επιφέρει κατά κανόνα αναδιανομή
του πλούτου σε όφελός τους. Θα μπορούσε
μάλιστα να υποστηριχθεί καταρχήν ότι
όσο πιο βαθιές είναι οι δημοκρατικές
αλλαγές, όσο περισσότερο αναδεικνύουν
τον πρωταγωνιστικό ρόλο
των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων,
τόσο περισσότερο συνοδεύονται από
βαθύτερες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές.
Η
διεύρυνση και ουσιαστικοποίηση της
δημοκρατίας αποτελεί όρο χωρίς τον
οποίο δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν
και να σταθεροποιηθούν κοινωνικές
αλλαγές στη λογική του περιορισμού των
κοινωνικών ανισοτήτων. Η αναδιανομή
κοινωνικού πλούτου σε όφελος των
ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων
μπορεί να εμπεδωθεί μακροπρόθεσμα μόνο
αν αποτελεί προϊόν της δημοκρατικής
συμμετοχής.
Για
παράδειγμα, κεϋνσιανές πολιτικές
αναδιανομής του εισοδήματος, που
βασίστηκαν στις από τα πάνω παροχές,
γρήγορα αποδυναμώθηκαν ή ανατράπηκαν.
Αυτό συνέβη ιδίως με τις διάφορες
λαϊκιστικές, πατερναλιστικές κυβερνήσεις
στη Λ. Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και
1960.
Ριζικότερα
εγχειρήματα εξάλειψης της κοινωνικής
ανισότητας και των σχέσεων εκμετάλλευσης
μετά από επαναστατικές αλλαγές, όπως
στη Ρωσία το 1917, αποδυναμώθηκαν και
ανατράπηκαν ως συνέπεια και του
γραφειοκρατικού εκφυλισμού της
επαναστατικής δημοκρατίας.
Ένα
λίγο διαφορετικό παράδειγμα είναι αυτό
της Χιλής την περίοδο της διακυβέρνησης
από τον Αλλιέντε. Εκεί, οι κοινωνικο-οικονομικές
αλλαγές δεν συνοδεύτηκαν και δεν
υποστηρίχθηκαν από ένα σύνολο βαθιών
δημοκρατικών αλλαγών στο πολιτικό
σύστημα και στον κρατικό μηχανισμό. Δεν
προχώρησε η αλλαγή του Συντάγματος που
σχεδίαζε, ούτε η καθιέρωση της ανακλητότητας
των αιρετών, ούτε ο ριζικός εκδημοκρατισμός
των ενόπλων δυνάμεων. Η κατάλυση της
δημοκρατίας από το πραξικόπημα επέφερε
ραγδαία υποχώρηση των κοινωνικών
κατακτήσεων μέσω της εφαρμογής του
νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.
Από
την άλλη πλευρά, η δημοκρατία από μόνη
της δεν οδηγεί πάντοτε σε προαγωγή των
συμφερόντων των ασθενέστερων κοινωνικών
τάξεων και στρωμάτων. Η διεύρυνση της
δημοκρατίας από μόνη της δίνει απλώς
τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής
αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Η
δυνατότητα αυτή μετατρέπεται σε
πραγματικότητα μόνο αν συντρέξουν και
άλλοι όροι, κοινωνικο-οικονομικοί και
ιδεολογικοί.
Η
εμπειρία της Λ. Αμερικής
Η
Λατινική Αμερική του τέλους του 20ού
αιώνα – αρχών του 21ου παρέχει σχετικό
υλικό. Η βαθιά και χρόνια κρίση που
αντιμετώπιζαν πολλές από τις χώρες
αυτές εξαιτίας των μοντέλων υπανάπτυξης
και της εφαρμογής νεοφιλελεύθερων
πολιτικών οδήγησαν στην αναζήτηση
εναλλακτικών λύσεων. Αυτές βασίστηκαν
σε πολιτικές μεταβολές που εμπνέονταν
από μια λογική διεύρυνσης της δημοκρατίας.
Στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ
αναπτύχθηκαν οι πλέον προωθημένες
μορφές.
Περιελάμβαναν
τομές σε δύο επίπεδα: πρώτο, κατοχύρωση
της εθνικής ανεξαρτησίας και δεύτερο,
διεύρυνση της δημοκρατίας. Καταγράφηκαν
και συνταγματικά δημιουργώντας το
φαινόμενο του λατινοαμερικανικού “νέου
συνταγματισμού”.
Προέκυψαν ως αποτέλεσμα έντονων
κοινωνικών αγώνων. Συγκροτήθηκαν
συνταγματικά μέσω Συντακτικών Συνελεύσεων
και δημοψηφισμάτων. Οι δημοκρατικές
διαδικασίες δεν αμφισβητήθηκαν ούτε
από τους πολέμιους των εγχειρημάτων
αυτών.
Στο
πρώτο επίπεδο, η επιδίωξη της εθνικής
κυριαρχίας περιελάμβανε τρεις βασικούς
άξονες. Πρώτο, την κατοχύρωση της δημόσιας
ιδιοκτησίας στους βασικούς πλουτοπαραγωγικούς
πόρους, δεύτερο, την απαγόρευση ύπαρξης
ξένων στρατιωτικών βάσεων και τρίτο
την προσπάθεια οικοδόμησης νέων,
εναλλακτικών μορφών διεθνούς οικονομικής
συνεργασίας. Αυτό έγινε σε αντιπαράθεση
με την προωθούμενη από τις ΗΠΑ
παναμερικανική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών,
την γνωστή ALCA,
η
οποία τελικά ναυάγησε. Ο “νέος
συνταγματισμός” διεκδίκησε μια άλλου
τύπου παγκοσμιοποίηση, όπου οι πηγές
του δικαίου δεν θα μετατοπίζονται σε
διακυβερνητικά ή ιδιωτικά παγκόσμια
δίκτυα ισχυρών συμφερόντων.
Στο
δεύτερο επίπεδο, σχετικοποίησαν το
προεδρικό σύστημα που παραδοσιακά
ακολουθούσαν οι χώρες αυτές με την
εισαγωγή του θεσμού της δυνατότητας
ανάκλησης του προέδρου με λαϊκή
πρωτοβουλία. Ο θεσμός αυτός μάλιστα
έχει εφαρμοστεί καθώς τέτοιες πρωτοβουλίες
ελήφθησαν στην πράξη και οδήγησαν στη
διεξαγωγή σχετικών δημοψηφισμάτων στη
Βενεζουέλα και στη Βολιβία.
Εισήχθησαν
επίσης θεσμοί άμεσης δημοκρατίας όπως
η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το
δημοψήφισμα με πρωτοβουλία των πολιτών.
Χρησιμοποιήθηκε η προσφυγή στο
δημοψήφισμα, ειδικά κατά τη διαδικασία
υιοθέτησης των νέων Συνταγμάτων, όπως
και οι άτυπες τοπικές λαϊκές συνελεύσεις.
Έγινε ακόμη προσπάθεια να εισαχθούν
και να κατοχυρωθούν νομοθετικά πρακτικές
τοπικών λαϊκών συνελεύσεων, όπως με το
νόμο για τα λαϊκά συμβούλια στη
Βενεζουέλα.
Η
διεύρυνση αυτή της δημοκρατίας συνοδεύτηκε
από μερική αναδιανομή του πλούτου και
περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων.
Το επίσημο ποσοστό φτώχειας μειώθηκε
στο μισό ενώ πραγματοποιήθηκαν σοβαρά
βήματα στην κατεύθυνση της δωρεάν
παιδείας και υγείας.
Ατολμία
και ταλάντευση
Ωστόσο,
το σύνολο των παρεμβάσεων χαρακτηρίστηκε
από ατολμία. Έτσι, δεν προχώρησαν στην
αντικατάσταση του προεδρικού μοντέλου
από άλλο, στο οποίο η Βουλή θα είχε τον
πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν υιοθετήθηκε
ως εκλογικό σύστημα για τις βουλευτικές
και τοπικές εκλογές η απλή αναλογική
ενώ, στη Βενεζουέλα για παράδειγμα, δεν
ψηφίστηκε ποτέ η πρόταση νόμου που είχε
κατατεθεί και που αφορούσε τον εργατικό
έλεγχο στις επιχειρήσεις.
Κάποιοι από τους θεσμούς άμεσης
δημοκρατίας έμειναν
κατά βάση ανεφάρμοστοι.
Ημιτελής
έμεινε ο εκδημοκρατισμός του κρατικού
μηχανισμού. Τα βήματα που πραγματοποιήθηκαν
στην κατεύθυνση αυτή στη Βενεζουέλα,
για παράδειγμα, δεν ήταν προϊόν συνειδητού
πολιτικού σχεδιασμού. Αποτέλεσαν μάλλον
απάντηση στο πραξικόπημα του 2002, το
οποίο ανέτρεψε για ένα τριήμερο τον
εκλεγμένο πρόεδρο επιχειρώντας να
επιβάλλει μια ακόμη χούντα στη Λατινική
Αμερική. Μετά την ανατροπή του
πραξικοπήματος, επήλθαν μια σειρά
αλλαγές στο ηγετικό προσωπικό των
ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας
και της Δικαιοσύνης. Απομακρύνθηκαν
όσοι συνεργάστηκαν με τους πραξικοπηματίες
και υπήρξαν νομοθετικές παρεμβάσεις
που επέφεραν κάποιο εκδημοκρατισμό της
λειτουργίας τους. Ωστόσο, δεν σημειώθηκαν
ριζικές τομές.
Αδύναμες μάλλον ήταν και οι παρεμβάσεις
για να περιοριστεί η απόλυτη κυριαρχία
των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων
στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.
Δεν
ελήφθησαν μέτρα εκδημοκρατισμού του
κρατικού μηχανισμού ώστε να περιοριστούν
δραστικά τα προνόμια και η διαφθορά.
Αντίθετα, η κρατική γραφειοκρατία
κατάφερε να ενσωματώσει στο διεφθαρμένο
σύστημά της πολιτικά στελέχη των
κυβερνώντων πολιτικών δυνάμεων.
Η
πολιτική ταλάντευση αποτυπώθηκε
χαρακτηριστικά στο σχέδιο αναθεώρησης
του Συντάγματος που παρουσιάστηκε στη
Βενεζουέλα το 2007. Το σχέδιο αναθεώρησης
περιελάμβανε στοιχεία περαιτέρω
διεύρυνσης του πεδίου δημοκρατικής
συμμετοχής αλλά και στοιχεία στην
αντίθετη λογική, όπως ήταν η ενίσχυση
του ρόλου του προέδρου της δημοκρατίας
μέσω της δυνατότητας επανεκλογής του
χωρίς περιορισμό θητειών. Η επιλογή
αυτή ενόχλησε εύλογα την κοινή γνώμη,
ενώ στο εσωτερικό του κυβερνητικού
συνασπισμού υπήρξαν αντιδράσεις στην
προώθηση περισσότερο ριζοσπαστικών
μέτρων.
Γι' αυτό τελικά, το σχέδιο αναθεώρησης
απορρίφθηκε οριακά στο σχετικό
δημοψήφισμα.
Η
ατολμία στην υιοθέτηση ακόμη περισσότερο
ριζοσπαστικών μορφών δημοκρατίας
συνοδεύτηκε από δισταγμό στο πεδίο των
παρεμβάσεων στην οικονομία. Δεν
οικοδομήθηκε συστηματικά ένα διαφορετικό
μοντέλο ανάπτυξης. Στην περίπτωση της
Βενεζουέλας, μόλις οι διεθνείς τιμές
πετρελαίου κατακρημνίστηκαν, η κεϋνσιανού
τύπου πολιτική αναδιανομής του πλούτου
έγινε αδύνατη. Η διεθνής οικονομική
κρίση και οι οικονομικές πιέσεις από
το εξωτερικό και το εσωτερικό βύθισαν
τη χώρα στην κρίση. Η κυβέρνηση δεν
αξιοποίησε το άρθρο 302 του Συντάγματος
ώστε να ελέγξει τους στρατηγικούς τομείς
της οικονομίας. Βρέθηκε έτσι χωρίς τα
αναγκαία μέσα για να την αντιμετωπίσει.
Συμπερασματικά,
η διεύρυνση της δημοκρατίας που
επιχειρήθηκε από τον λατινοαμερικανικό
“νέο συνταγματισμό” υπήρξε μερική και
ασυνεπής, γι' αυτό και εύθραυστη. Εξαιτίας
αυτών, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων
δεν υπήρξε σταθερή, όπως και τα οικονομικά
αποτελέσματα. Για τον ίδιο λόγο η πολιτική
επιρροή των εγχειρημάτων δείχνει σαφή
δείγματα υποχώρησης, όπως φάνηκε από
τις βουλευτικές εκλογές στη Βενεζουέλα
και τις προεδρικές στην Αργεντινή.
Στον
αντίποδα, μπορούν να αναφερθούν εν
συντομία τα παραδείγματα της Βραζιλίας,
του Μεξικού και της Αργεντινής. Μετά
την καθαίρεση της προέδρου Ρούσεφ,
ακολούθησε εφαρμογή μέτρων περιορισμού
των κοινωνικών δαπανών, ένταση του
κρατικού αυταρχισμού, αναθεώρηση του
Συντάγματος στην ίδια λογική. Στο Μεξικό,
η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2013
παρέδωσε τον πλούτο της χώρας στις
πολυεθνικές εταιρείες συμφερόντων ΗΠΑ,
η ποινική νομοθεσία έγινε δρακόντεια,
οι κοινωνικές ανισότητες οξύνθηκαν στο
έπακρο και οι αναπτυξιακοί δείκτες
βυθίστηκαν. Η αποβιομηχάνιση κυριάρχησε
και η αγροτική παραγωγή μειώθηκε με
συνέπεια η χώρα να μετατραπεί σε
εισαγωγέα. Στην Αργεντινή, η νέα κυβέρνηση
του προέδρου Μάκρι με προεδρικά διατάγματα
μετέβαλε τη σύνθεση του Ανωτάτου
Δικαστηρίου για να το ελέγξει, περιόρισε
τον πολιτικό έλεγχο στις ένοπλες
δυνάμεις, ο οποίος είχε καθιερωθεί από
την κυβέρνηση Αλφονσίν μετά την πτώση
της δικτατορίας.
Και στις τρεις περιπτώσεις η αφυδάτωση
της δημοκρατίας και η όξυνση των
κοινωνικών ανισοτήτων είναι προφανείς.
Η
ελληνική κρίση
Οι
εμπειρίες αυτές μπορεί να αποδειχθούν
χρήσιμες για την Ελλάδα. Η πραγματικότητα
των ετών της κρίσης έχει επιβεβαιώσει
την τάση υποβάθμισης της δημοκρατίας,
παραγκωνισμού ή και παραβίασης του
Συντάγματος. Παράλληλα, από τον
επιστημονικό και πολιτικό διάλογο που
διεξάγεται στη χώρα μας προκύπτει
ξεκάθαρα η τάση θεσμικής υποβάθμισης
της δημοκρατίας. Οι προτάσεις που έχουν
κατατεθεί τείνουν, στον ένα ή άλλο βαθμό,
στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.
Στην
κατηγορία αυτή υπάγονται πρωτίστως
προτάσεις που καλούν σε μετατροπή του
πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία.
Πρόκειται για την πιο ακραία μορφή της
τάσης αυτής. Υπάρχουν όμως και άλλες
που βρίσκονται με πιο μετριοπαθή τρόπο
στην ίδια κατεύθυνση. Έτσι, προτείνεται
η άμεση εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας
που, εκ των πραγμάτων, θα συνιστούσε
ενίσχυση του ρόλου του σε βάρος της
κυβέρνησης και της Βουλής.
Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται η πρόβλεψη
για “λελογισμένη” ενίσχυση των
αρμοδιοτήτων του, η οποία ωστόσο μπορεί
να φέρνει ένα μονοπρόσωπο θεσμό σε
αντιπαράθεση με τη Βουλή και κατά
προέκταση με τη λαϊκή βούληση.
Άλλες
κατατεθειμένες προτάσεις κατατείνουν
στην ξεκάθαρη ενίσχυση του ρόλου του.
Για παράδειγμα, προτείνεται η θητεία
του να είναι εξαετής ή να τροποποιηθεί
η διάταξη του άρθρου 37 του Συντάγματος
που ρυθμίζει τις διερευνητικές εντολές
έτσι ώστε να παρέχεται μεγαλύτερη
ευχέρεια στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
να διορίζει τον πρωθυπουργό. Ακόμη
περισσότερο, έχει προταθεί η επαναφορά
της ρύθμισης του άρθρου 41, η οποία
καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 1986.
Βάσει αυτής ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
θα έχει τη δυνατότητα να διαλύει τη
Βουλή εάν αυτή, κατά την αυθαίρετη κρίση
του, βρίσκεται σε δυσαρμονία προς τη
βούληση του εκλογικού σώματος.
Η
τάση περαιτέρω αποδυνάμωσης των εξουσιών
της Βουλής σε όφελος της εκτελεστικής
εξουσίας διακρίνει και άλλες προτάσεις.
Ενδεικτικά αναφέρεται η πρόταση για
τροποποίηση του άρθρου 44 έτσι ώστε να
διευκολυνθεί η πρακτική της έκδοσης
Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου. Η
πρακτική αυτή έχει ήδη επεκταθεί κατά
τη διάρκεια της κρίσης συχνά μάλιστα
με τρόπο αντισυνταγματικό.
Άλλες
σκέψεις κλίνουν υπέρ μιας τεχνοκρατικής
αντίληψης της πολιτικής. Για παράδειγμα,
στη λογική αυτή βρίσκεται η πρόταση για
αποκλειστικά υπηρεσιακούς υφυπουργούς
που θα επιλέγονται από ειδική επιτροπή
για ορισμένη θητεία. Στην ίδια αντίληψη
βρίσκεται η πρόταση για θέσπιση
ασυμβίβαστου της ιδιότητας υπουργού
και βουλευτή.
Είναι
επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι έχει
αναπτυχθεί μια σθεναρή άρνηση κάθε
μορφής άμεσης δημοκρατίας, ακόμη και
των πλέον ανώδυνων.
Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, που φυσικά
δεν είναι πανάκεια, θεωρούνται λίγο
πολύ έκφραση οχλοκρατίας αφού ο λαός
δεν είναι ικανός να κρίνει εμποδιζόμενος
από το θυμικό.
Αλλά
και προτάσεις που διατείνονται πως
ενισχύουν τους θεσμούς της άμεσης
δημοκρατίας, απέχουν δομικά από το να
επιτύχουν κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα,
το
δημοψήφισμα με πρωτοβουλία 500 χιλιάδων
εκλογέων, που προτάθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ,
δεν μπορεί να συμβάλλει στην κατεύθυνση
αυτή. Η προϋπόθεση των 500 χιλιάδων
υπογραφών είναι απαγορευτική. Ας
υπολογιστεί μόνο πως στην Ιταλία ισχύει
ο ίδιος αριθμός υπογραφών (άρθρο 75 παρ.
1 του Συντάγματος) ενώ για τη λαϊκή
νομοθετική πρωτοβουλία απαιτούνται 50
χιλιάδες (άρθρο 71 παρ. 2). Με δεδομένο ότι
ο πληθυσμός και το εκλογικό σώμα είναι
περίπου πενταπλάσια της Ελλάδας, για
την περίπτωση της χώρας μας ο αριθμός
θα έπρεπε να είναι 100 χιλιάδες το ανώτερο,
ίσως και λιγότερο.
Δεδομένες
θεωρούνται στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο
οι επιλογές παραχώρησης κυριαρχίας
όπως αυτές αποτυπώνονται στα άρθρα 27
παρ.2, 28 και 80 του Συντάγματος.
Υπάρχει μάλιστα πρόταση να παρέχονται
αρμοδιότητες που προβλέπονται από το
Σύνταγμα σε όργανα ευρωπαϊκών οργανισμών
μόνο με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών και όχι με αυξημένη
πλειοψηφία 3/5.
Σε
παρόμοιο μήκος κύματος είναι οι προτάσεις
που αφορούν στα δικαιώματα. Πιο
χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πρόταση
για μεταρρύθμιση του άρθρου 48 περί
κατάστασης πολιορκίας. Προτείνεται
ουσιαστικά η διευκόλυνση της κήρυξής
της. Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται η πρόταση
για συνταγματική κατοχύρωση της
ανταπεργίας με ρητή αναφορά σε αυτή ως
δικαίωμα.
Αξίζει εδώ να υπογραμμιστεί η ομοιότητα
με το άρθρο 54 του
αυταρχικού Τουρκικού Συντάγματος.
Το
πνεύμα των προτάσεων συμπληρώνεται από
άλλες που διευκρινίζουν το περιεχόμενο
της αναδιανομής του πλούτου στο οποίο
στοχεύουν. Αυτό προσδιορίζεται από την
περαιτέρω απελευθέρωση της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας σε όφελος των ισχυρών
επιχειρηματικών ομίλων και από τη
συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, προτείνεται η
συνταγματική κατοχύρωση φορολογικών
και άλλων προνομίων, πέρα των ήδη
υπαρχόντων. Προτείνεται ακόμη και η
συνταγματική θεσμοθέτηση “ελεύθερων
οικονομικών ζωνών” με τις γνωστές, από
τη διεθνή εμπειρία, ολέθριες επιπτώσεις
στα εργασιακά δικαιώματα, στο βιοτικό
επίπεδο και στις συνθήκες ζωής των
εργαζομένων.
Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων με όρους
αποικιοκρατικούς ούτε ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων επιφέρει ούτε
βελτίωση των συνθηκών ζωής.
Οι
παραπάνω προτάσεις συγκροτούν -με
αποχρώσεις βέβαια- μόνο μία συγκεκριμένη
κατεύθυνση υπέρβασης της κρίσης, που
ευνοεί τη βίαιη αναδιανομή του κοινωνικού
πλούτου σε όφελος των ισχυρότερων
κοινωνικών συμφερόντων. Έχει σημασία
να σημειωθεί ότι ενώ η μεγάλη πλειοψηφία
της κοινωνίας έχει δει το βιοτικό επίπεδο
και τις συνθήκες ζωής της να κατακρημνίζονται,
μια ισχνή μειοψηφία έχει ισχυροποιήσει
τη θέση της κατά την περίοδο της κρίσης.
Η υπέρβαση της τελευταίας μπορεί όμως
να αναζητηθεί και σε διαφορετική λογική,
στην κατεύθυνση της μεταβολής του
παραγωγικού μοντέλου, της διεύρυνσης
της δημοκρατίας και της αναδιανομής
του πλούτου σε όφελος των αδύναμων
κοινωνικών τάξεων.
Μια
εναλλακτική διέξοδος
Σε
αυτή την περίπτωση, η κατάκτηση της
εθνικής ανεξαρτησίας είναι πρώτιστη,
αναγκαία, αν και όχι επαρκής προϋπόθεση
για τη διέξοδο. Καμιά
προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης
δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν λαμβάνει
μέτρα προστασίας των
στρατηγικών τομέων της εθνικής οικονομίας
από τους δανειστές, το
ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τις
πολυεθνικές. Αυτό ισχύει ιδίως για τις
μέσου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης
χώρες.
Για
παράδειγμα, στη λογική αυτή το Σύνταγμα
της Πορτογαλίας του 1976 περιελάμβανε
μια ενδιαφέρουσα διάταξη. Στο άρθρο 86
όριζε ότι «Ο
νόμος επιβάλλει πειθαρχία στην οικονομική
δραστηριότητα και τις επενδύσεις των
ξένων φυσικών ή νομικών προσώπων για
να εξασφαλίζει τη συμβολή τους στην
ανάπτυξη της χώρας, σύμφωνα με το
Πρόγραμμα, και να προασπίζει την εθνική
ανεξαρτησία και τα συμφέροντα των
εργαζομένων».
Στο άρθρο 81 προέβλεπε ότι υποχρέωση του
κράτους είναι “Στ)
Να αναπτύσσει τις οικονομικές σχέσεις
με όλους τους λαούς περιφρουρώντας
πάντοτε την εθνική ανεξαρτησία και τα
συμφέροντα των Πορτογάλων συγχρόνως
με την οικονομία της χώρας…”
Πρωτοποριακές
είναι οι σχετικές διατάξεις των
Συνταγμάτων της Βολιβίας και του
Εκουαδόρ. Στο Σύνταγμα
Βολιβίας του 2009 το άρθρο 320 παρ. 3 και 4
προβλέπει ότι οι οικονομικές σχέσεις
με κράτη ή ξένες επιχειρήσεις
πραγματοποιούνται σε συνθήκες
ανεξαρτησίας, αμοιβαίου σεβασμού και
ισότητας και ότι το κράτος είναι
ανεξάρτητο σε όλες τις αποφάσεις της
εσωτερικής οικονομικής πολιτικής και
δεν δέχεται επιβολή ή όρους από την
πλευρά των κρατών, εγχώριων ή αλλοδαπών
τραπεζών και θεσμών, διεθνών οργανισμών
ή πολυεθνικών εταιρειών. Σε παρόμοιο
πνεύμα, το Σύνταγμα του Εκουαδόρ του
2006 στο άρθρο 416 εδ. 12 προβλέπει ότι το
κράτος ενθαρρύνει
ένα νέο σύστημα εμπορίου και επενδύσεων
ανάμεσα στα κράτη που βασίζεται στη
δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, τη δημιουργία
διεθνών μηχανισμών ελέγχου στις
πολυεθνικές εταιρείες. Σε τελική ανάλυση,
η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή
Ένωση πρέπει να τεθεί σε νηφάλια δημόσια
συζήτηση και στην κρίση του λαού με τη
μορφή δημοψηφίσματος, ενώ το Σύνταγμα
θα πρέπει να αποκλείει τη μεταβίβαση
αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών,
σε αντίθεση με το ισχύον άρθρο 28 παρ. 2
και την ερμηνευτική δήλωση που το
συνοδεύει.
Παράλληλα,
απαιτείται ως ελάχιστο η ενδυνάμωση
του ρόλου της Βουλής και όχι της
εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμη πιο
σημαντική είναι η ενίσχυση του ελέγχου
των πολιτών στους αντιπροσώπους τους.
Σε αυτό θα συνέβαλε πρωτίστως η καθιέρωση
του συστήματος της απλής αναλογικής
για κάθε εκλογική διαδικασία, έτσι ώστε
να μην φαλκιδεύεται η βούληση του
εκλογικού σώματος. Θα μπορούσε ακόμη
να συζητηθεί η εισαγωγή της δυνατότητας
ανάκλησης των αντιπροσώπων μια και η
αναντιστοιχία προεκλογικών δεσμεύσεων
και μετεκλογικών πρακτικών έχει γίνει
πιο κραυγαλέα από ποτέ στη διάρκεια της
κρίσης. Σημαντική είναι και η καθιέρωση
θεσμών άμεσης δημοκρατίας όπως για
παράδειγμα το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία
των πολιτών και η λαϊκή νομοθετική
πρωτοβουλία. Συγχρόνως, χρειάζεται η
ανάταξη των ατομικών και συλλογικών
δικαιωμάτων που έχουν πληγεί, ιδίως στο
εργατικό δίκαιο.
Μόνο με ένα σύνολο τέτοιων παρεμβάσεων
η λαϊκή
κυριαρχία θα πάψει να αποτελεί “πλάσμα”,
όπως είχε εύστοχα επισημάνει ο Αλέξανδρος
Σβώλος.
Η
προστασία της εθνικής οικονομίας και
η διεύρυνση και ουσιαστικοποίηση της
δημοκρατίας αποτελούν στοιχειώδεις
όρους για την υπέρβαση της κρίσης. Δεν
δίνουν φυσικά αυτόματες λύσεις. Παρέχουν
όμως δυνατότητες που μπορούν να οδηγήσουν
σε κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, αρκεί
να συντρέξουν και άλλοι πολιτικοί όροι.
Χωρίς όμως διεύρυνση της δημοκρατίας
καμιά σημαντική αλλαγή προς όφελος
εκείνων που έχουν πληγεί βαθιά από την
κρίση δεν πρόκειται να επέλθει. Τον
εκδημοκρατισμό έχουν λόγο να τον
φοβούνται μόνο τα ισχυρά οικονομικά
συμφέροντα που, αποδεδειγμένα πλέον,
διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία
δεκαετίες τώρα. Χρειαζόμαστε ίσως έναν
δικό μας “νέο συνταγματισμό”, χωρίς
τις αμφισημίες του λατινοαμερικάνικου,
για να ξεπεράσουμε την “αμηχανία της
δημοκρατίας”.