εφημ. Documento, 23/6/2024
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία (ή Κεντροαριστερά, όπως εναλλακτικά λέγεται) είχε να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στη δυτική Ευρώπη. Αποτελούσε εκείνη την πολιτική δύναμη που ηγούνταν μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βελτίωναν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων ενώ παράλληλα σταθεροποιούσαν το σύστημα. Γίνονταν εφικτές επειδή οι χώρες διένυαν την περίοδο της ανοικοδόμησης αλλά και επειδή υπήρχε ο φόβος του ισχυροποιημένου εργατικού κινήματος τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική Ευρώπη.
Τη δεκαετία του 1970 η δυναμική αυτή των παραχωρήσεων εξαντλήθηκε και το οικονομικό σύστημα γνώρισε μια ακόμη κρίση. Άρχισε η στροφή προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και μαζί η σταδιακή μετατόπιση της Κεντροαριστεράς σε θέσεις νεοφιλελεύθερες. Η μετατόπιση αυτή σημειώθηκε κατά βάση σε τρία βήματα: δεκαετία του 1980, δεκαετία του 1990 και μετά την κρίση του 2008. Η στροφή αποδυνάμωσε σταδιακά την Κεντροαριστερά αφού οι διαφορές με τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα γίνονταν ολοένα λιγότερο υπαρκτές. Αυτό ώθησε βαθμιαία μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων στην αποχή.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο εκφράστηκε με σχετική καθυστέρηση λόγω της ανώμαλης μετεμφυλιακής περιόδου και της δικτατορίας του 1967-1974. Το “σύντομο καλοκαίρι της σοσιαλδημοκρατίας” διάρκεσε για λίγο: 1981-1985. Στην τελευταία αυτή ημερομηνία άρχισε η βαθμιαία προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης.
Μετά την κρίση του 2008 η ταύτιση της Κεντροαριστεράς με τις σκληρές πολιτικές λιτότητας την οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη αναξιοπιστία. Απόδειξη είναι η πάγια πλέον δυσκολία του ΠΑΣΟΚ να επανέλθει στα παλαιότερα επίπεδα εκλογικής επιρροής του αλλά και η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς.
Η κακοδαιμονία που μαστίζει το χώρο οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές του προτάσεις και η πολιτική του πρακτική (ιδίως η κυβερνητική) δεν τον διαφοροποιούν αισθητά από την παραδοσιακή, νεοφιλελεύθερη παράταξη. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς δεν αμφισβητούν τη Μνημονιακή νομοθεσία, που ισχύει και θα εξακολουθήσει να ισχύει στο μέλλον κατακρημνίζοντας κάθε λαϊκή προσδοκία για ανάταξη του βιοτικού επιπέδου. Αποδέχονται την εποπτεία της ΕΕ η οποία με τη σειρά της όχι μόνο καθηλώνει τα λαϊκά εισοδήματα αλλά τα ωθεί διαρκώς προς τα κάτω.
Έτσι στην πραγματικότητα, παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις, δεν έχουν να προτείνουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό για μια σειρά ζέοντα ζητήματα. Δεν μπορούν να προτείνουν (και κυρίως να εφαρμόσουν) γενναίες αυξήσεις μισθών, δεν μπορούν να προτείνουν ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, δεν τολμούν να προτείνουν και να εφαρμόσουν τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου (ελαφρύνοντας τους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους).
Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτκής είναι επίσης δέσμια του κυρίαρχου πολιτικού πλαισίου. Δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό, από την πολιτική στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, ούτε από από τη στήριξη του Ισραήλ στο γενοκτονικό του πόλεμο, έστω και αν στα αντιπολιτευτικά λόγια διαφοροποιούνται λίγο.
Εντός αυτού του ασφυκτικού πλαισίου οι δυνατότητες διαφοροποίησης είναι μηδαμινές, όπως απέδειξε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Για το λόγο αυτό η ατζέντα της Κεντροαριστεράς δυσκολεύεται να γίνει πειστική. Για τον ιδιο λόγο, οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι της παραδοσιακής δεξιάς δεν στρέφονται προς αυτήν αλλά προτιμούν την αποχή ή τη στροφή στην ακροδεξιά, πολύ περισσότερο που η τελευταία προωθείται πανευρωπαϊκά από τμήμα του μεγάλου κεφαλαίου και από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Νομίζω πως με αυτά τα δεδομένα στην παρούσα ιστορική περίοδο της κρίσης ο ρόλος της Κεντροαριστεράς θα παραμείνει αναιμικός. Δεν αποκλείεται βέβαια κάποια στιγμή να κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί και να ανακάμψει σχετικά, κάτω από το βάρος της δυσαρέσκειας του λαού από τον παραδοσιακό συντηρητικό χώρο. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση, η εμπειρία της διακυβέρνησης θα οδηγήσει πάλι τους ψηφοφόρους της στη διάψευση και στην απογοήτευση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.