Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο Οπαδική βία, εκδ. Νόβολι, 2010, σελ. 109-121 και στο περ. Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2008, σ. 785-792
Πρόσφατα ψηφίστηκε ο νέος νόμος 3708/2008 για την «Καταπολέμηση της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και άλλες διατάξεις». Η ουσία των διατάξεων για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό μπορεί να γίνει περισσότερο ευκρινής, αν τις θεωρήσουμε ενταγμένες στις γενικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η λογική που διαπερνά τα σχετικά νομοθετήματα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες και προφανείς αναλογίες. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση των δύο κατηγοριών προβλημάτων.
Όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, από διαφορετικές κυβερνήσεις, για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα ιδίως με τους ν. 2725/1999, ν. 3057/2002, ν. 3262/2004, ν. 3372/2005 αλλά και ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος διαπνέονται κατά βάση από την ίδια λογική αντιμετώπισης του προβλήματος. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι αλλαγές που επέρχονται με το νέο νόμο δεν καταργούν τις προηγούμενες διατάξεις αλλά τις συμπληρώνουν και τροποποιούν στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση.
Εμφανής και λανθάνουσα λειτουργία του ποινικού νόμου
Το δίκαιο γενικά, και το ποινικό δίκαιο ειδικότερα, ως μέσο επίδρασης στις κοινωνικές σχέσεις(1) περιλαμβάνει τόσο διακηρυγμένους από το νομοθέτη στόχους όσο και μη διακηρυγμένους(2). Γι’ αυτό γίνεται λόγος για εμφανή και λανθάνουσα λειτουργία του νόμου. Αυτό συμβαίνει και με τη νομοθεσία για τη βία στα γήπεδα, το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία(3).
Ο διακηρυγμένος στόχος της νομοθεσίας αυτής είναι η καταπολέμηση των συγκεκριμένων μορφών εγκλήματος. Ο στόχος όμως αυτός δεν μπορεί να εκπληρωθεί, ή πάντως δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς η καταπολέμηση του εγκλήματος και ο δραστικός περιορισμός του μπορεί να γίνει μόνο με τη λήψη κατάλληλων κοινωνικών και οικονομικών μέτρων(4). Φαινόμενα όπως η εγκληματικότητα, το οργανωμένο έγκλημα έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές αιτίες(5). Η καταπολέμηση των κοινωνικών και οικονομικών αιτιών αποτελεί την ασφαλέστερη οδό δραστικού περιορισμού του εγκλήματος(6). Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν απαιτούνται νομικά μέσα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.
Η λανθάνουσα λειτουργία του νόμου περιλαμβάνει μη διακηρυγμένες στοχεύσεις τις οποίες δεν ομολογεί ανοιχτά ο νομοθέτης καθώς ο συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων δεν το επιτρέπει. Τέτοιος είναι ο περιορισμός, με το πρόσχημα της καταπολέμησης των κοινωνικών αυτών φαινομένων, της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άποψη αυτή είναι ο ν. 2928/2001 αλλά και η νομοθεσία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος δια των οποίων κάμπτονται θεμελιώδεις εγγυητικές αρχές του ποινικού δικαίου και τίθενται στο στόχαστρο το φρόνημα και οι δικονομικές εγγυήσεις(7).
Τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Εκεί οι μη διακηρυγμένοι στόχοι ή τα τυχόν παράπλευρα, μη ηθελημένα αποτελέσματα του νόμου, μετατρέπονται ανοιχτά σε επίσημους στόχους της νομοθεσίας. Ο τρόπος που ορίζονται τα τρομοκρατικά αδικήματα στην ελληνική νομοθεσία, στις σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και στη νομοθεσία άλλων κρατών βάλλουν άμεσα ενάντια σε μορφές της κοινωνικής διαμαρτυρίας(8).
Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σειρά νομοθετικές αλλαγές μετέβαλαν το τοπίο των δημοκρατικών ελευθεριών, όπως αυτό τουλάχιστον είχε διαμορφωθεί σε πολλές αστικές δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο ως συνέπεια της ισχυρής παρουσίας στην Ευρώπη και διεθνώς του εργατικού κινήματος(9).
Οι νομοθετικές αυτές αλλαγές, που συνοδεύτηκαν και από αντίστοιχες πρακτικές μεταβολές στην οργάνωση και λειτουργία του κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους(10), έγιναν με την επίκληση της αντιμετώπισης των οξυμμένων προβλημάτων της εγκληματικότητας και ιδιαίτερα κάποιων μορφών της. Οι τελευταίες απαιτούσαν, κατά τους εμπνευστές των νομοθετικών αλλαγών, παρεμβάσεις που θα περιόριζαν σημαντικά το πεδίο των ελευθεριών με σκοπό την αποτελεσματική δίωξη του εγκλήματος(11).
Η νομοθεσία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και η νομοθεσία για την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα παρουσιάζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά αλλά, τελικά, και την ίδια παθολογία. Θα ασχοληθούμε με τέσσερα από τα βασικότερα κοινά σημεία: την καθιέρωση του καθεστώτος του υπόπτου, τη γενικευμένη παρακολούθηση, την καταγραφή των υπόπτων, την ισχυροποίηση των αστυνομικών εξουσιών.
Το καθεστώς του υπόπτου
Η λογική που διαπνέει τις νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος χαρακτηρίζεται από την επιβολή του καθεστώτος του υπόπτου. Στο πνεύμα ακριβώς αυτό βρίσκεται και η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3708/2008 «Καταπολέμηση της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και άλλες διατάξεις» η οποία καθιστά όλους τους φιλάθλους ύποπτους καθιερώνοντας το γενικό προληπτικό έλεγχο.
Εφαρμόζεται δηλαδή και εδώ το μοντέλο που έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται συνολικά στην κοινωνία. Το δικαιολογητικό σχήμα της επιβολής του καθεστώτος του υπόπτου είναι: στην κοινωνία υπάρχει έξαρση του εγκληματικού φαινομένου, είτε πρόκειται για το κοινό έγκλημα είτε πολύ περισσότερο για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, το κράτος είναι αναγκασμένο να λάβει εξαιρετικά μέτρα και να θεωρεί εκ των προτέρων όλους ύποπτους.
Η στροφή αυτή άρχισε στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση περί τις αρχές –μέσα της δεκαετίας του 1990(12). Μέχρι το χρονικό αυτό σημείο, σε αρκετά αστικοδημοκρατικά κράτη είχε επικρατήσει ένα ηπιότερο και δημοκρατικότερο ποινικό μοντέλο. Αυτό ήταν αποτέλεσμα σκληρών ταξικών συγκρούσεων σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Το ποινικό αυτό μοντέλο του λεγόμενου «δυτικοευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού» αποτελούσε καρπό του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που προέκυψε από τις σοσιαλιστικές και άλλες αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις που γνώρισε η ανθρωπότητα από το 1917 καθώς και υπό την ισχυρή επίδραση της αντιφασιστικής νίκης των λαών το 1945 και της ισχυροποίησης του εργατικού κινήματος(13).
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται όμως η επέκταση του καθεστώτος του υπόπτου μέσω σειράς νομοθετικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και διεθνών συμφωνιών όπως η Συνθήκη Σένγκεν, η σύμβαση για την Europol, οι συμφωνίες ΗΠΑ –Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση και τη δικαστική συνδρομή(14).
Η διάταξη του άρθρου 4 του νόμου αντανακλά από τη μια πλευρά τη γενικότερη αυτή τάση και από την άλλη, αντικειμενικά τουλάχιστον, συμβάλλει στην επέκτασή της. Ο φίλαθλος, ο θεατής μιας αθλητικής διοργάνωσης, θεωρείται εκ προοιμίου ύποπτος ότι θα τελέσει κάποιο αδίκημα και υποβάλλεται σε έλεγχο πριν εισέλθει στον αθλητικό χώρο. Με τη δικαιολογία του εντοπισμού των οργανωμένων μειοψηφιών, που πράγματι προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις, το σύνολο των προσερχομένων σε μια αθλητική εκδήλωση θεωρείται ύποπτο. Εθίζεται έτσι η κοινωνία γενικότερα, και η νεολαία ειδικότερα, στον έλεγχο, στις αστυνομικές πρακτικές που συχνά λαμβάνουν εξευτελιστικές για την προσωπικότητα μορφές. Από την άλλη, οι πραγματικοί ένοχοι, που δρουν υπό τη σκέπη των διάφορων ανώνυμων εταιρειών και των σχετικών ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, μπορούν να μετατοπίζουν το επίκεντρο των παράνομων δραστηριοτήτων τους εκτός γηπέδου.
Γενικευμένη παρακολούθηση
Το μοντέλο του καθεστώτος του υπόπτου συνοδεύεται από τη γενικευμένη παρακολούθηση. Και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο το οποίο γνωρίζει έξαρση τα τελευταία ιδίως χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη χώρα μας, η εγκαθίδρυση του συστήματος C4I έγινε αρχικά με την επίκληση της ασφάλειας ενός αθλητικού γεγονότος, των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε ραγδαία επέκταση της ηλεκτρονικής εποπτείας, τόσο των δημόσιων χώρων όσο και των εργασιακών(15). Αντίστοιχη είναι η κατάσταση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη χώρα μας σημειώθηκε γενίκευση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης υπόπτου (ν. 2928/2001 και ν. 3251/2004), παράνομη παρακολούθηση και καταγραφή συναθροίσεων μέσω του συστήματος C4I και, πρόσφατα, νομιμοποίηση των παράνομων αυτών πρακτικών και αποδυνάμωση των όποιων ελεγκτικών μηχανισμών με το άρθρο όγδοο του ν. 3625/2007.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση έγινε στο πνεύμα της Οδηγίας 95/46/ΕΚ η οποία ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 2 περίοδος πρώτη ότι η όποια προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν αφορά σε ζητήματα που σχετίζονται «με τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου».
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι προετοιμάζεται η εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων παρακολούθησης στα μαζικά μέσα μεταφοράς των πόλεων αλλά και στα σχολεία και πανεπιστήμια. Στη χώρα μας ειδικά, η εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης στα σχολεία και πανεπιστήμια έγινε στην αρχή σποραδικά, παρά και ενάντια στην ισχύουσα νομοθεσία και στις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για να λάβει στη συνέχεια μεγαλύτερες διαστάσεις. Είναι φανερό ότι η ελληνική πραγματικότητα με το χαμηλό επίπεδο εγκληματικότητας (σε σύγκριση πχ. με τις ΗΠΑ) δεν μπορεί να δικαιολογήσει με κανένα επιχείρημα την ύπαρξη τέτοιων συστημάτων. Ωστόσο, η εγκατάστασή τους προωθείται και γενικεύεται με ταχείς ρυθμούς. Αυτό οφείλεται αφενός στην προώθηση των οικονομικών συμφερόντων παραγωγής και εμπορίας τέτοιων συστημάτων αλλά και στον εθισμό κατόπτευσης που δημιουργούν.
Με το άρθρο 8 του νόμου «Καταπολέμηση της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις» διευρύνεται η λειτουργία των συστημάτων παρακολούθησης και καταγραφής μέσω καμερών στα γήπεδα. Στο εν λόγω άρθρο ορίζεται ότι «1. Στις αθλητικές εγκαταστάσεις που προορίζονται είτε για τη διεξαγωγή των αγώνων των εθνικών πρωταθλημάτων, καθώς και των Κυπέλλων Ελλάδος, όπου μετέχουν ΑΑΕ ή ΤΑΑ, είτε για τη διεξαγωγή διεθνών αγώνων οποιασδήποτε διοργάνωσης των αθλημάτων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης και πετοσφαίρισης, ως και των Εθνικών ομάδων αυτών τοποθετούνται και λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα εποπτείας των χώρων και των προσώπων που ευρίσκονται σε αυτές».
Προστίθενται δηλαδή, σε σχέση με τον προϋπάρχοντα νόμο, οι αθλητικές εγκαταστάσεις όπου διεξάγονται διεθνείς αγώνες οποιασδήποτε διοργάνωσης ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης, πετοσφαίρισης καθώς και των αντίστοιχων εθνικών ομάδων.
Επεκτείνεται έτσι και σε χώρους που διεξάγονται και άλλα αθλήματα και διοργανώσεις πέρα των όσων ίσχυαν με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3372/2005.
Είναι προφανές ότι η εγκατάσταση και επέκταση τέτοιων συστημάτων παρακολούθησης στα γήπεδα δεν επιλύει το πρόβλημα της εγκληματικότητας και της βίας. Μετατοπίζει απλώς το χώρο εκδήλωσης τέτοιων φαινομένων. Αντίστοιχα, η εγκατάσταση συστημάτων παρακολούθησης στους δρόμους του Λονδίνου δεν επέλυσε βέβαια το πρόβλημα της εγκληματικότητας(16). Απλά η τελευταία μετατοπίστηκε χωρικά και άλλαξε μορφές(17).
Καταγραφή των υπόπτων
Το καθεστώς του υπόπτου και η γενικευμένη παρακολούθηση έχουν σαν αναγκαία συνέπεια την καταγραφή των υπόπτων. Χωρίς την καταγραφή οι ύποπτοι δεν μπορούν ελεγχθούν.
H σημερινή, τρίτη γενιά ευρωπαϊκών νομοθετημάτων σχετικών με τα προσωπικά δεδομένα θέτει τους λιγότερους περιορισμούς στην προστασία των προσωπικών δεδομένων(18). Η πρώτη γενιά ήταν σαφέστατα περισσότερο αυστηρή καθώς ήταν έντονες ακόμη οι επιδράσεις του γενικότερου πολιτικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα του β’ παγκοσμίου πολέμου και του διεθνούς και ευρωπαϊκού συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτός διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960(19).
Στην κατεύθυνση καταγραφής των υπόπτων κινείται το άρθρο 7 του νέου νόμου για τη βία στα γήπεδα το οποίο παραδίδει στη διοργανώτρια αρχή μιας αθλητικής εκδήλωσης (σε ιδιωτικό φορέα δηλαδή, για την ακρίβεια σε ανώνυμη εταιρεία) το δικαίωμα να τηρεί αρχείο, ως να επρόκειτο για κρατική αρχή.
Το σχετικό αρχείο περιλαμβάνει τα στοιχεία των προσώπων που σε βάρος τους έχουν επιβληθεί όχι μόνο ποινικές αλλά και πειθαρχικές κυρώσεις και μάλιστα «για παραπτώματα ή παραβάσεις και αξιόποινες πράξεις σχετικές με την εκδήλωση αντιαθλητικής ή βίαιης συμπεριφοράς εντός ή εκτός γηπέδων με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις» (οι υπογραμμίσεις με τα πλάγια στοιχεία δικές μας - Δ.Κ.). Επεκτείνεται έτσι το φακέλωμα που είχε ήδη καθιερωθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3372/2005 το οποίο περιελάμβανε τη «δημιουργία κεντρικής βάσης δεδομένων φιλάθλων».
Αντιμετωπίζοντας με ενιαίο τρόπο τόσο τις αθλητικές εκδηλώσεις όσο και τις συναθροίσεις κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε πρόσφατα μια επιπλέον ώθηση στη γενίκευση της καταγραφής των υπόπτων. Στη Σύμβαση του Proum (Σένγκεν ΙΙΙ) στο άρθρο 14 «Μεταβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» προβλέπεται ότι «1. Για να προλαμβάνονται οι ποινικές παραβάσεις και να διατηρείται η δημόσια τάξη και η ασφάλεια κατά τη διάρκεια μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεων, με διασυνοριακή διάσταση, κυρίως στον αθλητικό τομέα ή σε σχέση με συγκεντρώσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα συμβαλλόμενα Μέρη μεταβιβάζουν μεταξύ τους δεδομένα σχετικά με πρόσωπα, τόσο μετά από αίτηση καθώς και με δική τους πρωτοβουλία, όταν υπάρχουν οριστικές καταδίκες ή άλλες πράξεις που δικαιολογούν την υποψία ότι αυτά τα πρόσωπα πρόκειται να διαπράξουν ποινικές παραβάσεις στα πλαίσια αυτών των γεγονότων ή ότι παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, στο μέτρο που η μεταβίβαση αυτών των δεδομένων επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο του συμβαλλομένου Μέρους που μεταβιβάζει τα δεδομένα. 2. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να τύχουν επεξεργασίας, παρά μόνο για τους λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και για το γεγονός που περιγράφεται ακριβώς και για το οποίο ανακοινώθηκαν»(20).
Η όλη διάταξη διευρύνει εντυπωσιακά τη λογική της καταγραφής. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η μεταβίβαση των προσωπικών δεδομένων γίνεται και για πρόσωπα των οποίων πράξεις δικαιολογούν την υποψία στις διωκτικές αρχές ότι πρόκειται να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις στο πλαίσιο αθλητικών ή πολιτικών εκδηλώσεων. Ακόμη περισσότερο, τα συμβαλλόμενα κράτη δεν σταματούν εκεί. Μεταβιβάζουν δεδομένα προσώπων που οι πράξεις τους δικαιολογούν την υποψία ότι αυτά παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Επιπλέον, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, μπορούν να τύχουν επεξεργασίας για τους σκοπούς του άρθρου αυτού. Είναι προφανές ότι πρόκειται για διατάξεις που, με το πρόσχημα της καταπολέμησης της βίας, παρέχουν απεριόριστες εξουσίες δράσης στους κατασταλτικούς μηχανισμούς των κρατών.
Διεύρυνση των αστυνομικών εξουσιών
Η παρακολούθηση και καταγραφή των υπόπτων δεν αρκεί για τους σκοπούς της καταστολής της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Απαιτείται περαιτέρω η διεύρυνση των εξουσιών της αστυνομίας. Η επέκταση αυτή γίνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι μέσω της διεύρυνσης των περιστατικών παραβίασης της ισχύουσας νομοθεσίας και των δικαιωμάτων των πολιτών από την πλευρά των αστυνομικών οργάνων(21). Οι παραβιάσεις αυτές μένουν στη συνέχεια κατ’ ουσία ατιμώρητες. Ο δεύτερος είναι μέσω της παροχής νέων εξουσιών δια της ψήφισης νόμων. Οι τελευταίοι μάλιστα έχουν την ιδιαιτερότητα ότι διακρίνονται από αοριστίες οι οποίες στην πράξη αποδεικνύονται καθοριστικές για την περαιτέρω de facto ενίσχυση των εξουσιών των κατασταλτικών μηχανισμών. Για παράδειγμα, με τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος επεκτάθηκε, ουσιαστικά απεριόριστα και ανεξέλεγκτα, ο θεσμός της αστυνομικής διείσδυσης(22).
Στο νέο νόμο για την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα, κατ’ αναλογία, το άρθρο 4 ορίζει ότι
«12. Ο έλεγχος, για λόγους ασφαλείας, των προσερχομένων φιλάθλων στην αθλητική εγκατάσταση εν όψει αθλητικής εκδήλωσης μπορεί, κατόπιν συναίνεσης του προσερχόμενου φιλάθλου, να γίνει και με σωματική έρευνα από μέλος του προσωπικού ασφαλείας του ιδίου φύλου με τον φίλαθλο. Υποχρεωτικός σωματικός έλεγχος πραγματοποιείται από την Ελληνική Αστυνομία, όργανα της οποίας μπορεί να παρίστανται στις θύρες εισόδου της αθλητικής εγκατάστασης ή να καλούνται ειδικά προς τούτο. Σε περίπτωση που προσερχόμενος φίλαθλος αρνηθεί το σωματικό έλεγχο, η αστυνομική αρχή ή το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ελέγχου του από την αστυνομική αρχή κατά περίπτωση, δικαιούται να απαγορεύσει την είσοδό του στην αθλητική εγκατάσταση.
13. Στα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας περιλαμβάνεται και το προβλεπόμενο από την παράγραφο 1 του άρθρου 275 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικαίωμα να συλλαμβάνουν τους δράστες πράξεων βίας στις περιπτώσεις αυτόφωρων αδικημάτων και να τους παραδίδουν αμέσως στην παριστάμενη Αστυνομική Αρχή.»
Η διάταξη αυτή προβλέπει σωματική έρευνα από ιδιωτικό φορέα, το προσωπικό ασφαλείας του γηπέδου, έστω και αν επιχειρεί να εξωραϊσει την επικίνδυνη, αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική διάταξη, με την απαίτηση τάχα της συναίνεσης του φιλάθλου. Η απόσπαση της συναίνεσης στις συγκεκριμένες συνθήκες του ελέγχου πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Επιπλέον, με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 επέρχεται μια διεύρυνση του πεδίου του 275 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ταυτόχρονα μια ιδιόμορφη αλλοίωση του πνεύματος της διάταξης αυτής του ΚΠΔ. Το τελευταίο προβλέπει ότι στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράση με την τήρηση βέβαια των διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων και να προσάγει άμεσα το δράση στον εισαγγελέα(23). Μόνο για τους ανακριτικούς υπαλλήλους του άρθρου 33 ΚΠΔ και για κάθε αστυνομικό όργανο θεσπίζει τέτοια υποχρέωση.
Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 του νόμου απονέμει την εξουσία – υποχρέωση του προσωπικού ασφαλείας να συλλαμβάνει τους δράστες πράξεων βίας σε περιπτώσεις αυτόφωρων αδικημάτων και να τους παραδίδει στην αστυνομία. Η διάταξη μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική, αν συνυπολογίσει κανείς ότι ο νέος νόμος 3707/2008 για τη «Ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών» δίνει τη δυνατότητα της οπλοφορίας στο προσωπικό των εταιρειών αυτών (ιδίως άρθρο 5)(24).
Οι διατάξεις αυτές βρίσκονται σε αρμονία με την τάση παροχής αστυνομικών καθηκόντων και εξουσιών σε ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας(25). Πρόκειται για ένα πεδίο κρατικής εξουσίας το οποίο παρέχεται σε ιδιωτικές εταιρείες. Με τον τρόπο αυτό η κρατική εξουσία εκπληρώνει δύο λειτουργίες. Διευρύνει το πεδίο της εξουσίας με την αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών, έστω και αν αυτοί δεν ανήκουν στην κρατική σφαίρα με τη στενή έννοια. Παράλληλα, παρέχει στο κεφάλαιο νέα πεδία κερδοφορίας αλλά και παραχωρεί σε αυτό άμεσα την άσκηση δημόσιας εξουσίας ενδυναμώνοντας έτσι παραπέρα την κοινωνική του θέση(26).
Αστυνομική συνεργασία
Η διεύρυνση των αστυνομικών εξουσιών έχει και μια άλλη διάσταση η οποία συναντιέται όχι μόνο στα νομοθετήματα που σχετίζονται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας αλλά και στις δράσεις τις σχετικές με την καταπολέμηση της βίας στα αθλητικά γεγονότα. Πρόκειται για την επιχειρησιακή συνεργασία ανάμεσα στα αστυνομικά όργανα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(27).
Στην κατεύθυνση αυτή έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά βήματα. Ήδη η Συνθήκη Σένγκεν προέβλεπε στα άρθρα 40 και 41 την υπό όρους συνέχιση της παρακολούθησης ή της καταδίωξης προσώπων από τις διωκτικές αρχές ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Από τότε έγιναν πολλά βήματα στην κατεύθυνση αυτή είτε με την Europol, είτε με την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ της 13ης Ιουνίου 2002 για τις ομάδες κοινής έρευνας, είτε με τη Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2000. Στο πλαίσιο αυτό ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή ο ν. 3663/2008 «Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST), Κοινές Ομάδες Έρευνας και λοιπές διατάξεις». Κοινές ομάδες έρευνας προβλέπονται επίσης από τις συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνδρομής που υπέγραψε η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις ΗΠΑ(28).
Είναι επίσης υπαρκτή η τάση διεύρυνσης της εξουσίας τέτοιων μηχανισμών. Στη Συνθήκη του Proum, για την αντιμετώπιση κοινωνικο-πολιτικών ή αθλητικών εκδηλώσεων, προβλέπεται ότι «Για να ενδυναμώσουν την αστυνομική συνεργασία, οι αρμόδιες Αρχές που ορίζονται από τα συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν, για να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη και δημόσια ασφάλεια καθώς και για να προλάβουν τις ποινικές παραβάσεις, να συγκροτούν κοινές περιπολίες καθώς και άλλους τύπους κοινής επέμβασης, στα πλαίσια των οποίων οι αστυνομικοί ή οι άλλοι υπάλληλοι της δημόσιας αρχής, που ορίζονται από τα συμβαλλόμενα Μέρη, (που στο εξής θα αποκαλούνται «υπάλληλοι») να συμμετάσχουν σ’ επεμβάσεις στο έδαφος ενός άλλους συμβαλλόμενου Μέρους» (άρθρο 24 παρ. 1).
Στο πνεύμα αυτό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε, με αφορμή τη διοργάνωση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, το νομοθετικό ψήφισμα της 31ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας για την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου για τη βελτίωση της συνεργασίας σε καταστάσεις κρίσης. Στο ψήφισμα αυτό εμπεδώνεται περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ των ειδικών μονάδων επέμβασης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρόσχημα «ανθρωπογενείς καταστάσεις» που εγείρουν βάσιμες υπόνοιες ότι είτε έχουν διαπραχθεί είτε πρόκειται να διαπραχθούν πράξεις εγκληματικές που συνιστούν απειλή κατά προσώπων, ιδιοκτησίας ή υποδομών του κράτους.
Αναποτελεσματικότητα του διακηρυγμένου στόχου – αποτελεσματικότητα των μη διακηρυγμένων
Η νομική αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και στις αθλητικές εκδηλώσεις μπορεί με ασφάλεια να αξιολογηθεί αν μελετηθούν οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προσεγγίσεις του αθλητισμού από τους έχοντες τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία αλλά και οι ίδιες οι νομοθετικές παρεμβάσεις, το γενικότερο νομικό και πολιτικό πλαίσιο, ο τρόπος εφαρμογής των νομοθετικών παρεμβάσεων. Το σύνολο των παρεμβάσεων των κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια αλλά και οι σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαγράφουν με σαφήνεια την οπτική γωνία των νομοθετικών και άλλων επιλογών.
Ο αθλητισμός αντιμετωπίζεται κύρια ως ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος τομέας της οικονομίας. Ακόμη και η κοινωνική διάσταση της άθλησης του πληθυσμού προσεγγίζεται από τη σκοπιά της μείωσης των εξόδων που βαρύνουν τον προϋπολογισμό για την υγεία και γενικότερα την οικονομία των κρατών μελών, εξαιτίας της έλλειψης σωματικής άσκησης σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και των αρνητικών συνεπειών που αυτό επιφέρει στην υγεία τους.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, «το κράτος θα πρέπει να θεσπίζει κίνητρα και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ακμή της «βιομηχανικής παραγωγής αθλητικού θεάματος» πάντοτε μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», να «στηρίζει συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού τομέα».
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στα τηλεοπτικά δικαιώματα τα οποία «αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων για τον επαγγελματικό αθλητισμό» αλλά και «καθοριστική πηγή περιεχομένου και εσόδων για πολλούς ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης».
Ακόμη και η αντιμετώπιση του ντόπινγκ γίνεται από τη σκοπιά ότι «υπονομεύει την αρχή του ανοικτού και δίκαιου ανταγωνισμού». Γενικότερα τα φαινόμενα διαφθοράς απασχολούν στο βαθμό που υπονομεύουν τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη καθώς θεωρείται ότι «τα αρνητικά φαινόμενα μέσα στον αθλητισμό είναι ελάχιστα σε σχέση με τα οφέλη»(29).
Με δεδομένη την προσέγγιση αυτή του αθλητισμού, είναι φυσικό το πρόβλημα της βίας να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχο τρόπο. Ο περιορισμός του προβλήματος δηλαδή, εντάσσεται στις επιδιώξεις βελτίωσης της κοινωνικής εικόνας του αθλητισμού και, κατά συνέπεια, στη λογική της παραπέρα εμπορευματοποίησής του.
Ο βασικός διακηρυγμένος στόχος είναι η αντιμετώπιση των φαινομένων βίας στα γήπεδα. Τα φαινόμενα αυτά αμαυρώνουν την εικόνα του αθλητισμού – εμπόρευμα και απομακρύνουν τους θεατές από τα γήπεδα, γεγονός που περιορίζει τη σχετική κερδοφορία. Ως προς το στοιχείο αυτό, η νομοθεσία μπορεί να αποδειχθεί εν μέρει αποτελεσματική μετατοπίζοντας το χώρο της βίας έξω από τα γήπεδα, όπως έδειξε το παράδειγμα της Βρετανίας(30).
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα, εφόσον δεν λαμβάνονται μέτρα καταπολέμησης των κοινωνικών και οικονομικών αιτιών της βίας στα γήπεδα που είναι η ίδια εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, η κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου στο χώρο, η αξιοποίηση του αθλητισμού για την ικανοποίηση πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων.
Μια έμμεση παραδοχή ότι η αιτία της βίας στα γήπεδα βρίσκεται στην κυριαρχία των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων υπάρχει στην εισηγητική έκθεση του νέου νόμου. Εκεί αναφέρεται ότι «η προϊούσα εμπέδωση του επαγγελματισμού εις βάρος του ερασιτεχνικού μη κερδοσκοπικού αθλητισμού, … υπήρξε διαχρονικά, με πρώτη εμφάνιση στην Αγγλία κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα, η κύρια αιτία για την εμφάνιση του φαινομένου».
Επομένως, για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα απαιτείται αναπροσανατολισμός στην πολιτική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων της ανεργίας, της φτώχειας, της ηθικής και πολιτιστικής κρίσης αξιών που χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και που οδηγούν με τη σειρά τους πολλούς νέους στην τυφλή βία. Απαιτείται μεταβολή του περιεχομένου και του προσανατολισμού του αθλητισμού.
Είναι προφανές ότι υπάρχει μια συνάφεια στη λογική που διέπει τη νομοθεσία για την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα από τη μια και στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα από την άλλη. Αυτή συνίσταται στην επέκταση του καθεστώτος του υπόπτου, στην παρακολούθηση και καταγραφή των υπόπτων, στη διεύρυνση των αστυνομικών εξουσιών, στην εντατικοποίηση της διακρατικής αστυνομικής συνεργασίας. Πρόκειται για ένα μοντέλο καταστολής που θίγει θεμελιώδεις ελευθερίες και κατακτήσεις και μέσω αυτού επιβάλλεται σταδιακά η πειθάρχηση της κοινωνίας και επιχειρείται η τιθάσευση των κοινωνικών αντιθέσεων(31).
Με αυτή την έννοια, η σχετική νομοθεσία για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα ίσως αποδειχθεί αποτελεσματική ως προς το σκέλος των μη διακηρυγμένων στόχων της: θέτει ένα ακόμη λίθο στο αντιδημοκρατικό οικοδόμημα που έχει με συστηματικό τρόπο δημιουργηθεί τα τελευταία ιδίως χρόνια με το πρόσχημα της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας(32). Επιχειρεί να εθίσει, ιδιαίτερα τη νεολαία, στη λογική του αστυνομικού ελέγχου, της παρακολούθησης και της καταστολής.
Υποσημειώσεις
Αρχικά, κατά τη δεκαετία του 1970 η δικαιολογία αυτών των αντιδημοκρατικών αλλαγών υπήρξε η καταπολέμηση ειδικών μορφών εγκληματικότητας όπως η διάδοση των ναρκωτικών και στη συνέχεια το οργανωμένο έγκλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όσο πιο τολμηρές γίνονται οι νομοθετικές παρεμβάσεις στη λογική του περιορισμού των ελευθεριών, άλλο τόσο εμφανίζονται να οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα που αποτέλεσαν την αιτία των νομοθετικών αυτών παρεμβάσεων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι πρώτες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες ψηφίστηκαν στη δυτική Ευρώπη τη δεκαετία του 1970. Η ΕΟΚ συζητούσε επίσης την ανάγκη λήψης μέτρων ήδη από το 1982 όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα για την τρομοκρατία. Μια δεκαετία αργότερα, η Συνθήκη Μάαστριχτ, ιδρυτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει στο άρθρο 29 τη νομική βάση για την πολιτική της ΕΕ στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Και, βέβαια, από τη δεκαετία του 1990 και μετά η σχετική προσπάθεια εντατικοποιήθηκε με γοργούς ρυθμούς. Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 67 επ.
Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Παγκόσμια εξουσία και νομικός πολιτισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. ιδίως σελ. 3 επ. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι στα περισσότερα αστικά κράτη, ιδίως σε εκείνα του τρίτου κόσμου, δεν εφαρμοζόταν ούτε αυτό το μοντέλο του «φιλελεύθερου ποινικού δικαίου». Αντίθετα, τα περισσότερα αστικά κράτη δεν είχαν αστικοδημοκρατική μορφή αλλά δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα. Αλλά και όσα είχαν αστικοδημοκρατικούς θεσμούς δεν ανάπτυξαν όλα στον ίδιο βαθμό αυτό το ποινικό μοντέλο.
Βλ. Δ. Μπελαντής, Αναζητώντας τον «εσωτερικό εχθρό» (διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής), Αθήνα, εκδ. Προσκήνιο – Αγγ. Σιδεράτος, 2004, σελ. 316 επ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, οπ.π., σελ. 55 επ.
27 Βλ. και Απόφαση 2007/125/JAI του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2007 για τη θέσπιση, κατά την περίοδο 2007-2013, του ειδικού προγράμματος «Πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας», ως μέρους του γενικού προγράμματος «Ασφάλεια και προστασία των ελευθεριών».