Tις τελευταίες δεκαετίες έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα του κράτους και του δικαίου τόσο στη χώρα μας όσο και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον κόσμο. Στις σύγχρονες κοινωνίες η παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις μπορεί να διακριθεί με βάση το αντικείμενο σε αντίστοιχες λειτουργίες: στην πολιτική λειτουργία που περιλαμβάνει στον σκληρό πυρήνα της την καταστολή, στην οικονομική λειτουργία, στην κοινωνική λειτουργία, στην ιδεολογική λειτουργία(1).
Εδώ θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μονάχα ένα περίγραμμα της κίνησης της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους που παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά στα κράτη της ΕΕ.
I. Οι αλλαγές στον πυρήνα του κράτους
Αλλαγές παρατηρούνται στον πυρήνα του μηχανισμού καταστολής που διαθέτει κάθε κράτος, στις ένοπλες δυνάμεις. Με νομοθετικές παρεμβάσεις προωθείται η ταχύτατη μετατροπή των στρατών από ένοπλες δυνάμεις κληρωτών (δηλαδή λαϊκής συμμετοχής) και επαγγελματιών αξιωματικών σε δυνάμεις αποκλειστικά επαγγελματικές(2).
Στη χώρα μας, έχουν ψηφιστεί για παράδειγμα αρκετοί νόμοι τα τελευταία χρόνια: άρθρο 16 του ν. 2913/2001 («Ρυθμίσεις θεμάτων Μετοχικών Ταμείων Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και άλλες διατάξεις») που εισήγαγε τους εθελοντές πενταετούς υπηρεσίας, ν. 2936/2001 («Επαγγελματίες οπλίτες και άλλες διατάξεις»), άρθρα 6-11 του ν. 3036/2002 («Τροποποίηση διατάξεων στρατολογικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις»), ν. 3366/2005 που καθιέρωσε το θεσμό των Εφέδρων Υψηλής Ετοιμότητας και, πρόσφατα, το άρθρο 35 του νόμου «Ρυθμίσεις θεμάτων αναπήρων πολέμου, προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και άλλες διατάξεις» που ανέβασε τον αριθμό των επαγγελματιών οπλιτών από 25 σε 40 χιλιάδες. Με τον τρόπο αυτό οι ένοπλες δυνάμεις στεγανοποιούνται απέναντι στις επιδράσεις των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων(3).
Πραγματοποιείται η προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων για να επιτελέσουν μελλοντικά αστυνομικά καθήκοντα. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η τρέχουσα καταστολή και τήρηση της δημόσιας τάξης ανατίθεται, σε περιόδους κατά τις οποίες οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν είναι ιδιαίτερα οξυμένες στις αστυνομικές δυνάμεις. Έτσι, παραδοσιακά, οι ένοπλες δυνάμεις, με τον βαρύτερο οπλισμό τους χρησιμοποιούνται μόνο όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις ξεφεύγουν από τα συνήθη όρια και η ένταση απειλεί τη σταθερότητα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό εξάλλου υπάρχουν τέτοιες προβλέψεις όπως αυτή του άρθρου 48 του Συντάγματος και του ν. 566/1977(4). Παράλληλα, βέβαια, υφίστανται πάντοτε και οι μη θεσμοθετημένοι, παράνομοι, μηχανισμοί καταστολής στους οποίους οι ένοπλες δυνάμεις ή ειδικά τμήματά τους καλούνται να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο σε περιπτώσεις έσχατης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Τέτοια είναι η περίπτωση του σχεδίου “stay behind” που αφορούσε τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ(5).
Το νέο στοιχείο των τελευταίων δεκαετιών είναι ο εντονότερος προσανατολισμός προς την προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων για επιχειρήσεις τήρησης της δημόσιας τάξης, για εσωτερική δηλαδή καταστολή. Η επίταση αυτής της προσπάθειας εδράζεται στην εκτίμηση ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις πρόκειται να ενταθούν(6). Για το λόγο αυτό οι ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται υλικοτεχνικά, οργανωτικά, ιδεολογικά αλλά και νομικά ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο καθήκον αυτό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αλλαγής του αμυντικού δόγματος το οποίο, αναφερόμενο πλέον σε ασύμμετρες απειλές, περιλαμβάνει και την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού(7).
Προσαρμόζεται η συγκρότηση, η λειτουργία, η δομή και η εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων με βάση τις νέες ανάγκες για εσωτερική και εξωτερική καταστολή. Για το σκοπό αυτό τα τελευταία χρόνια κυρώθηκαν με νόμο και στη χώρα μας δεκάδες συμβάσεις που επιτρέπουν τις διεθνείς στρατιωτικές αποστολές όπως στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Αλβανία, στο Κόσοβο κλπ.
Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονται εξάλλου τα άρθρα της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης που υιοθετούν το δόγμα του προληπτικού πολέμου. Το άρθρο 28 παρ. 1 ορίζει ότι «Οι αποστολές του άρθρου 27, παράγραφος 1, κατά τις οποίες η Ένωση μπορεί να κάνει χρήση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων, περιλαμβάνουν τις κοινές δράσεις αφοπλισμού, τις ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης, τις αποστολές με στόχο την παροχή συμβουλών και αρωγής επί στρατιωτικών θεμάτων, τις αποστολές πρόληψης των συγκρούσεων και διατήρησης της ειρήνης, (υπογρ. δική μας) τις αποστολές μαχίμων δυνάμεων που αναλαμβάνονται για τη διαχείριση των κρίσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι αποστολές αποκατάστασης της ειρήνης και οι επιχειρήσεις σταθεροποίησης μετά το πέρας των συγκρούσεων. Όλες οι αποστολές αυτές μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με τη στήριξη τρίτων χωρών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο έδαφός τους»(υπογρ. δική μας)(8).
Παράλληλα, προβλέπεται στο άρθρο 188 ΙΗ παρ. 1 στοιχ. α’ (η λεγόμενη «ρήτρα αλληλεγγύης») η δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης στο εσωτερικό των κρατών μελών για «την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατών μελών», «την προστασία των δημοκρατιών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης» (υπογρ. δική μας). Το γεγονός ότι η διατύπωση αναφέρεται σε πρόληψη απειλής και σε ενδεχόμενη επίθεση είναι εύγλωττη για το εύρος των δυνατοτήτων δράσης που παρέχεται(9).
ΙΙ. Ο σκληρός πυρήνας του κράτους – το παράδειγμα του νόμου περί ΕΥΠ
Διευρύνεται η δυνατότητα δράσης του σκληρού πυρήνα του πυρήνα του κράτους, δηλαδή οι μυστικές υπηρεσίες. Παρά το γεγονός ότι, όπως έχει αποδείξει επανειλημμένα η πραγματικότητα, τέτοιες δραστηριότητες κινούνται στα όρια της νομιμότητας, διευρύνεται και νομικά το πεδίο δράσης του σκληρού πυρήνα. Στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο για την «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών», η αποστολή της υπηρεσίας διευρύνεται σημαντικά σε σύγκριση με το ν. 1645/1986.
Στη θέση τής ήδη εξαιρετικά αόριστης έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» την οποία υπηρετεί με τη συλλογή πληροφοριών η Υπηρεσία, τίθεται τώρα η προστασία και «προώθηση των πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και εν γένει εθνικών στρατηγικών συμφερόντων της Χώρας» (εδ. α του άρθρου 2 παρ. 1), την «πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων που συνιστούν απειλή» ακόμη και κατά «του εθνικού πλούτου της Χώρας» (εδ. β), την «πρόληψη και αντιμετώπιση δραστηριοτήτων τρομοκρατικών οργανώσεων καθώς και άλλων ομάδων οργανωμένου εγκλήματος» (εδ. γ). Η εισηγητική έκθεση του νόμου αναφέρεται ρητά στην «αντιμετώπιση του κινδύνου των ασύμμετρων απειλών» και στην «απειλή του οργανωμένου εγκλήματος». Αυτές είναι οι σύγχρονες απαιτήσεις προς τις οποίες ο νόμος προσαρμόζει την αποστολή και τις δράσεις της ΕΥΠ. Το άρθρο 2 του ν. 1645/1986 οριοθετούσε την αρμοδιότητα της ΕΥΠ σε σχέση με την εθνική ασφάλεια, την αντιμετώπιση της κατασκοπευτικής δραστηριότητας ξένων υπηρεσιών και οποιαδήποτε άλλη συναφή δραστηριότητα ανέθετε ο πρωθυπουργός ή το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.
Εντύπωση προκαλεί το άρθρο 6 του νέου νόμου που ορίζει στην παρ. 1 ότι όχι μόνο οι δημόσιες υπηρεσίες αλλά και τα ελεγχόμενα ή εποπτευόμενα από το Δημόσιο νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η τοπική αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού και οι σχετικές επιχειρήσεις της υποχρεούνται να παρέχουν στην ΕΥΠ κάθε πληροφορία, στοιχείο ή συνδρομή.
IIΙ. Η ενδυνάμωση των μηχανισμών τρέχουσας καταστολής
Γιγαντώνονται γενικότερα οι μηχανισμοί τρέχουσας καταστολής, δηλαδή εκείνοι που χρησιμοποιούνται συχνότερα, για την αντιμετώπιση ήσσονος σημασίας κρίσεων, όπως είναι η αστυνομία σε αντίθεση με το στρατό. Αυτό διαφαίνεται τόσο από τη δημιουργία τα τελευταία χρόνια νέων εξειδικευμένων σωμάτων ασφαλείας όπως είναι στη χώρα μας οι «ειδικοί φρουροί», οι «συνοριοφύλακες», η «αγροφυλακή» (ν. 3585/2007 «Προστασία του περιβάλλοντος, αγροτική ασφάλεια και άλλες διατάξεις»). Σε αυτή την κατηγορία μπορεί να προστεθούν η δημοτική αστυνομία ακόμη και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας(10). Σταδιακά αυξάνεται και ο συνολικός αριθμός των υπηρετούντων στα σχετικά αστυνομικά σώματα(11).
Αναπτύσσονται νέες τεχνικές όπως αυτή της «μηδενικής ανοχής», ή νέοι θεσμοί όπως αυτός του αστυνομικού της γειτονιάς και της εθελοντικής αστυνόμευσης. Ο διακηρυγμένος στόχος όλων αυτών είναι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Στην πραγματικότητα τα αποτελέσματα είναι κατά κανόνα πενιχρά και περιορίζονται μόνο στην πάταξη κάποιων μόνο μορφών της ελαφράς εγκληματικότητας(12). Αντίθετα, παραμένει άθικτη η σοβαρή εγκληματικότητα αφού δεν θίγονται οι οικονομικές και κοινωνικές δομές και αιτίες της. Σοβαρές είναι οι επιπτώσεις όμως αυτών των θεσμών και πρακτικών καθώς δημιουργούν ένα γενικότερο κλίμα de facto περιορισμού των ελευθεριών.
Παράλληλα, παρατηρείται ενίσχυση των υλικών μέσων που διαθέτουν τα αστυνομικά σώματα. Τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα από την ελληνική πραγματικότητα είναι το προεδρικό διάταγμα που προβλέπει τον εξοπλισμό της ΕΛ.ΑΣ. με κινητά φράγματα, χρωμοσφαιρίδια και πλαστικές σφαίρες. Δεν λείπουν γενικότερα οι εξειδικευμένοι εξοπλισμοί όπως φανερώνει η διάδοση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης που τοποθετούνται σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
Α. Η ενίσχυση των νόμιμων δυνατοτήτων των κατασταλτικών μηχανισμών
Το πλέον σημαντικό είναι ότι ενισχύονται οι δυνατότητες νόμιμης δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών. Ενδεικτικά: η γενίκευση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης υπόπτου (ν. 2928/2001), η παρακολούθηση και καταγραφή συναθροίσεων μέσω του συστήματος C4I και της αποδυνάμωσης των όποιων ελεγκτικών μηχανισμών όπως έγινε το άρθρο όγδοο του ν. 3625/2007, η γενίκευση της αστυνομικής διείσδυσης, η διεύρυνση του πεδίου δράσης της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας βάσει του π.δ. 107/2007. Γενικότερα, εμφανίζεται και εδραιώνεται σταδιακά στην Ευρωπαϊκή Ένωση το φαινόμενο της ενίσχυσης των εξουσιών της αστυνομίας ακόμη και σε βάρος της δικαστικής – εισαγγελικής δικαιοδοσίας(13).
Στην κατηγορία αυτή πρέπει να προστεθεί η εντατικοποίηση της χρήσης των αστυνομικών δυνατοτήτων με δράσεις οι οποίες κινούνται στα όρια της νομιμότητας και του Συντάγματος. Τέτοιο παράδειγμα είναι η αστυνομική παρουσία στις δημόσιες συναθροίσεις. Η δυσανάλογη ποσότητα και η εγγύτητά της προς τους διαδηλωτές, ο εξοπλισμός της και η εμφανής ετοιμότητα χρήσης της λειτουργούν, κατά τρόπο αντισυνταγματικό, αποτρεπτικά ως προς την άσκηση του δικαιώματος στη συνάθροιση(14). Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι η υπερβολική και αλόγιστη χρήση βίας και χημικών ουσιών για την καταστολή διαδηλώσεων, η οποία δεν αποτελεί ελληνικό μόνο φαινόμενο(15). Αντίστοιχα, η νομοθεσία για την οπλοχρησία των αστυνομικών (ιδίως το άρθρο 3 του ν. 3169/2003) παρέχει ευχέρειες για καταχρηστική άσκηση των σχετικών δυνατοτήτων(16).
Σε άλλες περιπτώσεις, η αστυνομική καταστολή βασίζεται στην ενεργοποίηση δρακόντειων νόμων οι οποίοι ψηφίστηκαν σε άλλες κοινωνικές συνθήκες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ενεργοποίησης τον Νοέμβριο του 2005 στη Γαλλία του νόμου της 3ης Απριλίου 1955, ο οποίος όμως είχε ψηφιστεί για να αντιμετωπιστεί με τη λογική της «σιδηράς πυγμής» η κατάσταση που είχε προκύψει λόγω του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Αλγερινών(17).
Στο πλαίσιο της ενεργοποίησης των αμφισβητούμενης, τουλάχιστον, συνταγματικότητας διατάξεων εντάσσεται η προσπάθεια ενεργοποίησης ανενεργών διατάξεων του ν.δ.791/1971 μέσω της εγκυκλίου της 29ης Δεκεμβρίου 2006 του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Οι αυξημένες αυτές νόμιμες δυνατότητες συμπληρώνονται από την εκτεταμένη, σε σχέση με το παρελθόν, χρήση παράνομων πρακτικών από την πλευρά των δυνάμεων καταστολής του κράτους. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών στη χώρα μας αλλά και οι μυστικές πτήσεις της CIA στις οποίες ενεπλάκησαν παράνομα πολλά κράτη μέλη της ΕΕ(18).
Συναφής είναι η αύξηση των κρουσμάτων βίας και βασανιστηρίων σε βάρος κρατουμένων από τις αστυνομικές δυνάμεις(19). Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αλλά παρατηρείται σε ολόκληρη την Ευρώπη και ευρύτερα. Για τη χώρα μας τα επίσημα στοιχεία του Συνήγορου του Πολίτη είναι αποκαλυπτικά(20).
Β. Μεταβολές των χαρακτηριστικών του ποινικού δικαίου
Η κατασταλτική λειτουργία του κράτους περνά, κατά κύριο λόγο, μέσα από νομικές ρυθμίσεις και, κυρίως, μέσα από το ποινικό δίκαιο. Το τελευταίο επιτελεί δύο βασικές λειτουργίες: εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των γενικών όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας από τη μια πλευρά, και, από την άλλη, τα θεμελιώδη συστατικά του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συστήματος.
Τα χαρακτηριστικά του ποινικού δικαίου δεν παραμένουν, όπως γνωρίζουμε, αναλλοίωτα. Μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες(21). Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια τάση απώλειας ορισμένων χαρακτηριστικών που λειτουργούσαν ως ένας σχετικός φραγμός της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους και τα οποία αποτέλεσαν προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων που προέκυψε μετά την αντιφασιστική νίκη των λαών του 1945(22).
Παρατηρείται σχετικά: κάμψη του τεκμηρίου αθωότητας, αοριστία των ποινικών νόμων, παραβίαση της αρχής της αναλογίας, παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, παραβίαση της αρχής της αντικειμενικής ποινικής ευθύνης, η ποινικοποίηση της σκέψης και των ιδεών(23).
Συχνά είναι επίσης τα φαινόμενα ανενέργειας διατάξεων εγγυητικού χαρακτήρα για τον κατηγορούμενο ή τον κρατούμενο όπως, για παράδειγμα, τα άρθρα 137Αεπ. ΠΚ. Πληθαίνουν οι περιπτώσεις ψήφισης ποινικών διατάξεων που βρίσκονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα όπως είναι διατάξεις των πρόσφατων ν. 2928/2001 και ν. 3251/2004(24).
ΙV. Διεθνής αστυνομική και στρατιωτική συνεργασία
Παράλληλα, εντείνεται η διεθνής στρατιωτική και αστυνομική συνεργασία των κρατών σε επιχειρησιακό επίπεδο, σε επίπεδο πληροφοριών κλπ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρατηρείται η τάση της ολοένα στενότερης συνεργασίας των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών μελών(25). Η τάση αυτή αντανακλάται στη διαδικασία οικοδόμησης του «Χώρου Ασφάλειας, Ελευθερίας και Δικαιοσύνης». Πλευρές της αποτελούν ο ευρωστρατός, η Europol, η Eurojust, ο Frontex και η διαδικασία βαθμιαίας ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων και εξουσιών τους.
Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η από κοινού παραχώρηση από τα κράτη μέλη κάποιων κατασταλτικών λειτουργιών με στόχο τον καλύτερο συντονισμό και την επίτευξη βέβαια της μέγιστης αποτελεσματικότητας. Παράλληλα όμως σημειώνεται, εκ μέρους των ισχυρότερων κρατών, η τάση διαφύλαξης της κρατικής κυριαρχίας σε ζητήματα που θεωρούν ότι έχουν αποφασιστική σημασία(26). Αυτό είναι εμφανές τόσο στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών όσο και στη μη εφαρμογή άλλων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αυτές μπορούν να θίξουν την κυριαρχία των ισχυρών κρατών. Τούτο, για παράδειγμα, συνέβη με την άρνηση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να θεωρήσει σύμφωνη με το Σύνταγμα της χώρας την έκδοση Γερμανών πολιτών με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και παράδοσης(27).
Διευρύνεται επίσης η συνεργασία και ο συντονισμός των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρίτα κράτη. Η τάση αυτή είναι περισσότερο εμφανής σε σχέση με τις ΗΠΑ όπως αυτό φαίνεται και από την πληθώρα αντιτρομοκρατικών συμφωνιών ΕΕ – ΗΠΑ(28). Αυτός ο συντονισμός αλλού έχει μεγαλύτερο και αλλού μικρότερο βάθος, ενώ η εφαρμογή στην πράξη των διαφόρων συμφωνιών εξαρτάται από γεωπολιτικούς παράγοντες και το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα μέρη.
Εκτός αυτών όμως, κάθε κράτος χωριστά προχωρεί σε συντονισμό των κατασταλτικών μηχανισμών με τρίτα κράτη. Τέτοια ενδεικτικά παραδείγματα είναι ο ν. 2926/2001 (αστυνομική και αντιτρομοκρατική συνεργασία Ελλάδας - Τουρκίας), ο ν. 2383/1996 (αστυνομική συνεργασία Ελλάδας με Ισραήλ), το «Σύμφωνο για την Πολυεθνική Ερμηνευτική Δύναμη Νοτιοανατολικής Ευρώπης», η «Συμφωνία περί συνεργασίας για την πρόληψη και καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος και του προσαρτημένου σε αυτήν Καταστατικού Χάρτη οργάνωσης και λειτουργίας του Περιφερειακού Κέντρου της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Κέντρο S.E.C.I.) για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος».
Πιο πρόσφατα κυρώθηκε με νόμο η Συμφωνία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Πακιστάν για συνεργασία στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η τελευταία προβλέπει συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια της χώρας μας με το δικτατορικό καθεστώς του Πακιστάν στους τομείς της καταπολέμησης της «διεθνούς τρομοκρατίας» (άρθρο 2 στ. α), στη «βελτίωση μεθόδων και μέσων τήρησης και αποκατάστασης της δημόσιας τάξης» (άρθρο 2 στ. ιγ.). Τα μέρη θα ανταλλάσσουν πληροφορίες και εμπειρίες σε θέματα που αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη και καταστολή των πράξεων τρομοκρατίας (άρθρο 3 στ. ε).
Τελικά, ενισχύεται η πολύμορφη, πολύπλευρη και πολυεπίπεδη συνεργασία των κατασταλτικών μηχανισμών των διαφόρων κρατών. Η ενδυνάμωση αυτής της συνεργασίας δεν αναιρεί τον ανισότιμο χαρακτήρα των σχέσεων των κρατών, ανάλογα με την ισχύ (οικονομική, στρατιωτική, πολιτική) κάθε κράτους και τη θέση του στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Δεν αναιρεί επίσης τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδυναμώνεται γενικά η κατασταλτική λειτουργία του κράτους σε όφελος υπερκρατικών αντίστοιχων μηχανισμών, αφού οι τελευταίοι αντλούν τόσο την ισχύ όσο και τη νομιμοποίησή τους από τα κράτη. Ο ευρωστρατός δεν θα υπήρχε αν δεν συνέβαλαν στη δημιουργία του οι ένοπλες δυνάμεις των διαφόρων κρατών(29).
Τα παραπάνω ισχύουν και για το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαφαινόμενη, με βάση τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, κατάργηση της ομοφωνίας για τα ζητήματα του «Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» εκφράζει όχι μόνο την ενίσχυση της συνεργασίας των κατασταλτικών μηχανισμών των κρατών μελών, αλλά και την ενίσχυση της θέσης των ισχυρότερων κρατών(30).
V. Το ιδεολογικό σχήμα αιτιολόγησης των μεταβολών
Η ιδεολογική μορφή με την οποία δικαιολογείται το όλο εγχείρημα είναι αυτή της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της διατήρησης της ασφάλειας. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την ακόλουθη μετατόπιση. Αρχικά, οι αλλαγές στο ποινικό δίκαιο και η σκλήρυνση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους ξεκίνησαν με την επίκληση της εξασφάλισης των γενικών όρων αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού ο οποίος απειλείτο από εγκλήματα που θεωρήθηκαν, ή και πράγματι ήταν, σημαντικά.
Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1970, όταν ο διεθνής και εσωτερικός συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων δεν επέτρεπε, τουλάχιστον στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, να προσφύγουν σε έκτακτη νομοθεσία όπως ήταν η αντικομμουνιστική νομοθεσία της δεκαετίας του 1950 στη χώρα μας(31).
Έτσι, χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχήν η απειλή των ναρκωτικών. Στη συνέχεια, οι αλλαγές στο ποινικό δίκαιο προωθήθηκαν μέσω της επίκλησης του κινδύνου του οργανωμένου εγκλήματος. Το οργανωμένο έγκλημα έλαβε όντως μεγαλύτερες από το σύνηθες διαστάσεις. Αυτό όμως συνέβη εξαιτίας των μεταβολών της οικονομικής λειτουργίας του κράτους, το οποίο, ακολουθώντας νεοφιλελεύθερες μορφές διαχείρισης, περιόρισε δραστικά τα λεγόμενα οικονομικά σύνορα.
Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος, με βάση τα επίσημα στοιχεία, δεν είναι τόσο σημαντικός όσο τουλάχιστον διατείνονται οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους και οι ιδιωτικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με την κυρίαρχη τάξη(32).
Ακολούθως, η εντατικοποίηση των αλλαγών έγινε με αιτιολογία την καταπολέμηση της τρομοκρατίας(33). Εδώ σημειώνεται μια μετάβαση. Ενώ μέχρι πρότινος η αιτιολόγηση των μεταβολών γινόταν με βάση κινδύνους που σχετίζονταν με την ασφάλεια των γενικών όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας, η τρομοκρατία μετατόπισε το πεδίο στην ασφάλεια του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συστήματος(34).
Πρόσφατα, σημειώθηκε μια ακόμη σημαντική μετατόπιση, πρώτα σε πολιτικό επίπεδο και στη συνέχεια σε νομικό. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, στη συνέχεια στην ΕΕ, γίνεται επίκληση της ανάγκης καταπολέμησης των αιτιών που οδηγούν στην τρομοκρατία, συγκεκριμένα του «ριζοσπαστισμού» και «των ακραίων πεποιθήσεων»(35).
Καρπός αυτής της πολιτικής ανάλυσης είναι ο «Νόμος για την πρόληψη του βίαιου ριζοσπαστισμού και της εγχώριας τρομοκρατίας» που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ το 2007 αλλά και η απόφαση – πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2007 «σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης – πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας» που εισάγει την έννοια της «δημόσιας πρόκλησης για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος»(36).
Έτσι, το κυρίαρχο ιδεολογικό σχήμα που καθοδήγησε τις αλλαγές στο κράτος και στο δίκαιο εξελίχθηκε ως εξής: οργανωμένο έγκλημα - τρομοκρατία – ριζοσπαστισμός – ακραίες πεποιθήσεις, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό τη σκλήρυνση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους, εσωτερικής και εξωτερικής: Από την επίκληση της ασφάλειας των γενικών όρων αναπαραγωγής στην ασφάλεια του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατασταλτική λειτουργία του κράτους δεν παραμένει αναλλοίωτη. Αντίθετα, μεταβάλλεται, κινείται, αλλάζει, μαζί με αυτή και το δίκαιο και, ειδικά, το ποινικό. Παρά το γεγονός ότι τα θεμελιώδη κοινωνικά χαρακτηριστικά παραμένουν ίδια, οι λειτουργίες του κράτους μεταβάλλονται ανάλογα με τις φάσεις ανάπτυξης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970 και πολύ εντονότερα από τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται η αλλαγή της μορφής της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας. H αλλαγή αυτή είναι παράλληλη και αλληλοτροφοδοτούμενη με την αλλαγή της μορφής της οικονομικής λειτουργίας του κράτους και τη σταδιακή στροφή από την κεϋνσιανή διαχείριση στη νεοφιλελεύθερη. Συμβαδίζει με τη ραγδαία συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και την όξυνση της διαπάλης για την κυριαρχία στις διεθνείς αγορές. Η μεταβολή αυτή ακολουθεί και εκφράζει, παράλληλα, τις διακυμάνσεις του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων τον οποίο με αυτό τον τρόπο καταγράφει αλλά και συνδιαμορφώνει.
Υποσημειώσεις
1 Βλ. Ν. Κοτζιάς, Κράτος και πολιτική (η διαλεκτική του κράτους), Νέα Σύνορα-Α. Λιβάνης, σελ. 222 επ.
2 Βλ. J.-S. Mongrenier, “L’ armée britannique, projection de puissance et géopolitique euratlantique”, Hérodote, 116/2005, www.univ-paris8.fr/geopo/herodote_site
3 Βλ. E.-J. Duval, Aspects de la professionalisation des armées, περ. Défense Nationale, Mars 1998, σελ. 95 επ.
4 Βλ. την ενδιαφέρουσα όσο και αποκαλυπτική συζήτηση στη Βουλή, Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση 14 Μαρτίου 1977, σελ. 3901-3919 και Συνεδρίαση 16 Μαρτίου 1977, σελ. 3975-4012.
5 Βλ. Κ. Γρίβας, Αντι-φάκελος 17Ν, Κάκτος, 2003, σελ. 21 επ., 26 επ. και R.L.Bardají – D. Keohane, Θα πρέπει η εσωτερική ασφάλεια να είναι μια θεμελιώδης αποστολή του ΝΑΤΟ; Δελτίο ΝΑΤΟ, καλοκαίρι 2006, www.nato.int/docu/review/2006.
6 Βλ. H. Kissinger, ΗΠΑ: αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; Α. Λιβάνης, 2002, σελ. 71, 121 επ. και J. Nye, Το παράδοξο της αμερικανικής δύναμης, Παπαζήσης, 2003, σελ. 128 ο οποίος προβλέπει μαζικές ταραχές στις πόλεις και ο Z. Brzezinski, Η επιλογή (παγκόσμια κυριαρχία ή παγκόσμια ηγεσία), Α. Λιβάνης, 2005, σελ. 89-90, 322-323, 338 που συμπεραίνει ότι «Σήμερα οι λαοί έχουν αφυπνιστεί πολιτικά όσον αφορά την ανθρώπινη ανισότητα. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η μεγάλη πλειοψηφία του ανθρωπίνου γένους αποδεχόταν μοιρολατρικά την κοινωνική αδικία» και ότι «Οι υπάρχουσες παγκόσμιες ανισότητες … θ’ αποκτήσουν μια απόλυτα ορατή διάσταση. Και παρόμοια εξέλιξη, μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τόσο το ρόλο της Αμερικής ως ηγετικής δημοκρατίας στον κόσμο, όσο και το νόημα της ίδιας της δημοκρατίας». Ο Z. Brzezinski θεωρεί ακόμη ότι «η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει τόσο η Αμερική όσο και ολόκληρος ο κόσμος είναι οι ολοένα και πιο βίαιες πολιτικές ταραχές που μπορούν να καταλήξουν σε παγκόσμια αναρχία».
7 Βλ. Γ. Πάσχος, Η επιστροφή των λύκων (πολιτικές του τρόμου στον 21ο αιώνα), Σαββάλας, 2005, σελ. 117, 119, 120, σύμφωνα με τον οποίο «με τα νέα, ασύμμετρα, ανορθόδοξα και αντιφατικά χαρακτηριστικά τους, οι ένοπλες συγκρούσεις υπονομεύουν –όπως προαναφέραμε- την οροθέτηση ανάμεσα στον πόλεμο, στην τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα».
8 Βλ. Ol. Corten, Le retour des guerres préventives : le droit international menacé, Bruxelles, Labor, 2003, σελ. 29 επ., 47 επ. και Κ. Χατζηκωνσταντίνου, ο προληπτικός πόλεμος ή η παραχάραξη της λογικής, Παπαζήσης, 2005, σελ. 17 επ., 25 επ. και Z. Brezinski, Η επιλογή (παγκόσμια κυριαρχία ή παγκόσμια ηγεσία), ό.π., σελ.79 επ.
9 Βλ. Γ. Κατρούγκαλος, Η 11η Σεπτεμβρίου: δίκαιο και ιδεολογία, στον τόμο Α. Μανιτάκης – Α. Τάκης (επιμ.), Τρομοκρατία και δικαιώματα, Σαββάλας, 2003, 213 επ.
10 Βλ. Ζ. Παπαϊωάννου, Περιεχόμενο και όρια της αστυνομικής εξουσίας, Σάκκουλα, σελ. 38 επ.
11 Για τη σχέση ανάμεσα στην αριθμητική αύξηση των σωμάτων ασφαλείας και των κοινωνικών εντάσεων βλ. J.-L. Loubet del Bayle, La police: approche socio-politique, Montchrestien, 1992, σελ. 53 και E. Hobsbawm, Παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και τρομοκρατία, Αθήνα, Θεμέλιο, 2008, σελ. 167, 170.
12 Βλ. Ph. Mary, Insécurité et pénalisation du social, Bruxelles, éd. Labor, σελ. 47 επ. και Ε. Στεργιούλης, Κοινωνιολογία της αστυνομίας, Παπαζήσης, 2008, σελ. 38 επ.
13 Βλ. Ε. Φυτράκης, Η Ευρώπη των συνόρων και της καταστολής: περισσότερη ασφάλεια αλλά λιγότερη δικαιοσύνη, στον τόμο Στ. Περράκης (επιμ.), Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (πρακτικά ημερίδας), Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 255 επ., 262 και Ν. Παρασκευόπουλος, Ο εισαγγελέας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εφημ. Ελευθεροτυπία, 19 Μαρτίου 2008, σελ. 9.
14 Βλ. Α. Δημητρόπουλος, Ζητήματα Συνταγματικού δικαίου, Αθήνα, 1997, σελ. 641 και Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2002, σελ. 454 ενώ ο Π. Δαγτόγλου αναφέρεται μόνο στο ότι η αστυνομική παρουσία περιορίζεται σε εύλογο εκ των περιστάσεων αριθμό» βλ. Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο – Ατομικά δικαιώματα, τ. Β, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991, σελ. 748.
15 Εδώ πρέπει να επισημανθεί το παράδοξο του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 2991/2002 ο οποίος κύρωσε την «Εφαρμογή της Σύμβασης για την απαγόρευση ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και την καταστροφή τους». Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, «σκοποί που δεν απαγορεύονται από τη Σύμβαση είναι: …δ. Σκοποί διατήρησης της δημόσιας τάξης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η καταστολή στάσης στο εσωτερικό του Κράτους». Γενικότερα για την τάση περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι βλ. Δ. Καλτσώνης, Πολιτικοί και κοινωνικοί περιορισμοί του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, περ. Ουτοπία, τευχ. 75. Μαϊος-Ιούνιος 2007, σελ. 53 επ.
16 Βλ. Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Έκθεση 2002, Κρίσεις για το σχέδιο νόμου για την «οπλοφορία, τη χρήση όπλων από αστυνομικούς και την εκπαίδευσή του σ’ αυτά», σελ. 225 επ.
17 Βλ. Ε. Μαριάς, Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, στον τόμο Στ. Περράκης (επιμ.), Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (πρακτικά ημερίδας), Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 143 επ., 209 επ.
18 βλ. σχετικό Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
19 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Αστυνομική βία και ανθρώπινα δικαιώματα, περ. Νομικά χρονικά, Σεπτ-Οκτ 2003 και Ν. Παρασκευόπουλος, Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο: τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα, Πατάκης, 2003, ιδίως σελ. 119 επ., 123 επ., 172 επ., 176 επ.
20 Βλ. τις σχετικές εκθέσεις στο www.synhgoros.gr.
21 Βλ. Δ. Μπελαντής, Αναζητώντας τον «εσωτερικό εχθρό» (διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής), Προσκήνιο – Αγγ. Σιδεράτος, 2004, ιδίως σελ. 163-171.
22 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Παγκόσμια εξουσία και νομικός πολιτισμός, Σάκκουλα, 2005, σελ. 4, 71 επ.
23 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, «Παγκοσμιοποίηση» και ποινικό δίκαιο, στον τόμο του 2ου Συνεδρίου Ελληνικών Νομικών Σχολών, Το δίκαιο μπροστά στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, Σάκκουλα, 2002, σελ. 279 επ., 283-286.
24 Βλ. ενδεικτικά μεταξύ πολλών άλλων Γ.-Α. Μαγκάκης, Σκέψεις για την διαστολή της τρομοκρατίας από το πολιτικό έγκλημα, περ. Νομικό Βήμα, Νοέμβριος 2002, σελ. 1813-1818 και Ι. Μανωλεδάκης, Ασφάλεια κράτους ή ελευθερία;, στον τόμο Α. Μανιτάκης – Α. Τάκης (επιμ.), Τρομοκρατία και δικαιώματα, Σαββάλας, 2003, σελ. 23 επ. και Ν. Παρασκευόπουλος, Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου, στο ίδιο, σελ. 42 επ. και Δ. Μπελαντής, Η τρομοκρατία ως πολιτικό έγκλημα, περ. Νομικό Βήμα, 2003, σελ. 965-974 και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, «Το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και οι προκλήσεις για το ποινικό δίκαιο στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα», περ. Ποινική Δικαιοσύνη, τευχ. 5/2004, σελ. 567-581 και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Σάκκουλα, 2005, ιδίως σελ. 36 επ., 116 επ., 152 επ. και G. Jakobs, Το ποινικό δίκαιο του πολίτη και το ποινικό δίκαιο του εχθρού, περ. Ποινική Δικαιοσύνη 7/2005, σελ. 868-877 και Ι. Μανωλεδάκης, Η απονομή δικαιοσύνης σε περίοδο κρίσης, Σάκκουλα, 2006, σελ. 23 επ. και Στ. Παύλου, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣΔΑ, περ. Ποινικά Χρονικά, ΝΗ/2008, σελ. 97-111.
25 Βλ. J. Cimbalo, Saving NATO from Europe, περ. Foreign Affairs, Nov-Dec 2004, σελ. 111-120 και K. Nicolaidis, “We the Peoples of Europe…”, περ. Foreign Affairs, Nov-Dec 2004, σ. 97-110.
26 Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Παπαζήσης 2002, σελ. 27 επ. και Α. Μανιτάκης, το «Σύνταγμα» της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Παπαζήσης, 2002, σελ. 31 επ., 34 επ. και Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και ευρωπαϊκή ενοποίηση, Θεμέλιο, 2005, σελ. 97 επ. και Α. Μανιτάκης, Τι είναι κράτος, Σαββάλας, 2007, σελ. 60 επ. και Π.Κ. Ιωακειμίδης, Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, Θεμέλιο, 2008, σελ. 101 επ.
27 Βλ. Ε. Φυτράκης, Η Ευρώπη των συνόρων και της καταστολής: περισσότερη ασφάλεια αλλά λιγότερη δικαιοσύνη, στον τόμο Στ. Περράκης (επιμ.), Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (πρακτικά ημερίδας), ό.π., σελ. 267 επ.
28 Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Το ποινικό δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σάκκουλα, 2003, σελ. 239 επ. και Ι. Μανωλεδάκης, Παγκόσμια εξουσία και νομικός πολιτισμός, ό.π. σελ. 81 επ.
29 Βλ. Π.Κ. Ιωακειμίδης, Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σελ. 111.
30 Βλ. Π.Κ. Ιωακειμίδης, Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σελ. 120-121.
31 Βλ. Γ. Τασόπουλος, Ο κανόνας και οι εξαιρέσεις του: το Σύνταγμα του 1952 και η (α)συνέχεια της συνταγματικής μας παράδοσης, στον τόμο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003, Καστανιώτης, 2004, σελ. 28 επ. και Δ. Μπελαντής, Από τον αντικομμουνισμό στην «αντιτρομοκρατία»: μεταλλλαγές του εσωτερικού εχθρού και μέσα καταστολής 1975-2003, στο ίδιο, σελ. 372 επ.
32 Βλ. E. Hobsbawm, Παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και τρομοκρατία, ό.π., σελ. 161.
33 Βλ. Δ. Σαραφιανός - Χ. Τσαϊτουρίδης, Η υπεράσπιση της δημοκρατίας από τρομοκρατικά αδικήματα και η προάσπιση της ελευθερίας από αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα, στον τόμο Α. Μανιτάκης – Α. Τάκης (επιμ.), Τρομοκρατία και δικαιώματα, Σαββάλας, 2003, σελ. 159 επ., 171 επ. και Α. Παπαϊωάννου, Οι αμερικανοί δικαστές και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2004, σελ. 14-19 και του ίδιου, Οι βρετανοί δικαστές και η τρομοκρατία, Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2005, σελ. 42 επ., 143-144, 150.
34 Βλ. R. Pape, The strategic logic of suicide terrorism, American Political Science Review, vol. 97, No 3, August 2003, σελ. 343 επ., 349-350.
35 Bλ. ενδεικτικά τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Μάρτιος 2004 και τα Συμπεράσματα της Προεδρίας τον Δεκέμβριο 2004 και Μ. Κανελλοπούλου, Το πρόγραμμα της Χάγης: δέκα προτεραιότητες για την προσεχή πενταετία, στον τόμο Στ. Περράκης (επιμ.), Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (πρακτικά ημερίδας), ό.π., σελ. 23 επ.
36 Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις όπως διατυπώθηκαν στο Parlement Européen, Direction Générale Politiques Internes de l’ Union, Département Thématique C, Droits des Citoyens et Affaires Constitutionnelles, Préoccupations en matiere de droits de l’ homme par rapport a une législation au térrorisme et aux délits connexes (briefing paper), Mars 2008, PE 393.283.