Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Latest Posts


 

Εφημερίδα των Συντακτών, 3/10/2024


Ας γνωρίσουμε τη σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ας έρθουμε σε επαφή μαζί της και, αν χρειαστεί να ξαναέρθουμε σε επαφή, να εμβαθύνουμε. Είναι χρήσιμο να πράξουμε κάτι τέτοιο μια και οι αρχές του 21ου αιώνα βρίσκουν τους λαούς σε χειρότερες συνθήκες ζωής σε σύγκριση με το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι σημερινοί νέοι ζουν χειρότερα από τους γονείς τους και οι προοπτικές για τις επόμενες γενιές είναι μάλλον δυσοίωνες. Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει υπαρξιακών διαστάσεων προκλήσεις. Το οικοσύστημα καταστρέφεται συστηματικά από την ασυδοσία λίγων εκατοντάδων πολυεθνικών εταιρειών, ενώ οι κυβερνήσεις στέκονται υποκριτικά απέναντι στο τεράστιο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν και φουντώνουν οι πόλεμοι υποδούλωσης και καταλήστευσης των λαών, αναδιανομής των σφαιρών επιρροής.

Γι’ αυτό σήμερα είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ να μελετήσουμε ξανά τη σκέψη του Τσε. Πρώτα απ’όλα επειδή υπήρξε ένας άνθρωπος που διακρινόταν για την απόλυτη συνέπεια και αρμονία ανάμεσα στα λόγια και στην πράξη. Ήταν ένας άνθρωπος που διακρίθηκε επίσης για την ανιδιοτέλειά του, το ήθος, την απλότητά του. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε να εγκαταλείψει θέσεις και βολικές επιλογές για χάρη των πεποιθήσεών του.

Ήταν επίσης ένας άνθρωπος που ξεχώριζε για την ευαισθησία του. Λάτρευε τη γνώση, ήθελε να κατανοήσει βαθιά τον κόσμο μας, την κοινωνία, τον άνθρωπο, τη φύση. Για τούτο διάβαζε ακατάπαυστα και στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Διάβαζε τα πάντα, απροκατάληπτα, με σύστημα και μέθοδο επιστημονική. Αγαπούσε τον άνθρωπο, παθιαζόταν για τα ταξίδια και τις φωτογραφίες. Απαθανάτιζε την ομορφιά αλλά και τον ανθρώπινο πόνο.

Κα μόνο τα παραπάνω είναι αρκετά για να μας ωθήσουν να γνωρίσουμε τη σκέψη του Τσε. Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα για να μας παροτρύνουν στην ίδια προσπάθεια. Ο Τσε ήταν άνθρωπος της δράσης, μαχητής της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ήταν επαναστάτης, ένας μαρξιστής λενινιστής αντάρτης.

Υπήρξε ταυτόχρονα πολιτικός στοχαστής. Παράλληλα με τη δράση και τη μελέτη προβληματιζόταν, σκεφτόταν, αναζητούσε λύσεις στα προβλήματα. Και το έκανε αυτό με ειλικρίνεια και θάρρος. Έχει γι’ αυτό ξεχωριστό ενδιαφέρον να συναντηθεί κανείς με τη σκέψη του Τσε για την αστική δημοκρατία, για την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Έχει σημασία να μελετήσουμε ξανά τη σκέψη του για την επανάσταση, για τις μορφές της, για την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Έχει ακόμη πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσουμε το όραμα και τη σκέψη του για το σοσιαλισμό. Τα χειρόγραφά του, που δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά στην Αβάνα τη δεκαετία του 2000, μπορεί να τροφοδοτήσουν πολύ γόνιμες αναζητήσεις σε θέματα όπως η δημοκρατία στο σοσιαλισμό, ο άνθρωπος στο σοσιαλισμό, η τέχνη στη σοσιαλιστική κοινωνία. Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι προβληματισμοί του για τη σοσιαλιστική οικονομία, τα προβλήματα της οικονομικής διαχείρισης και αποτελεσματικότητας, τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας.

Πολλά μας άφησε λοιπόν ως πολύτιμη παρακαταθήκη ο Τσε, θεμελιωμένα στην αγάπη και στο σεβασμό για τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, τον άνθρωπο του λαού. Έχουμε εξίσου πολλά να μάθουμε, όχι για να μιμηθούμε μηχανιστικά, ούτε για να αντιγράψουμε δογματικά αλλά για να αναλύσουμε τα σημερινά δεδομένα με τρόπο επιστημονικό, δημιουργικό, όπως προσπάθησε να κάνει κι εκείνος.

Είμαι γι’ αυτό ιδιαίτερα χαρούμενος που το βιβλίο μου Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση, επανεκδίδεται στις 5 Οκτωβρίου με την πολύτιμη συνεργασία της Εφημερίδας των Συντακτών, 57 μετά τη δολοφονία του και 12 μετά την πρώτη του έκδοση από τις εκδόσεις Τόπος. Ελπίζω πως θα ξεναγήσει τον αναγνώστη στη σκέψη του εμβληματικού επαναστάτη και θα δώσει μια μικρή ώθηση για να την κατανοήσουμε βαθύτερα στο φως του 21ου αιώνα.


 

Εφημερίδα των Συντακτών (στο ένθετο Η μεταπολίτευση των “κάτω”, τ.B), 28-29/9/2024


Το φιλειρηνικό κίνημα στη χώρα μας εμφανίστηκε πολύ πριν τη μεταπολίτευση και αντιμετώπισε σκληρές διώξεις. Το 1951 ο Νίκος Νικηφορίδης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα επειδή συγκέντρωνε υπογραφές κάτω από την Έκκληση της Στοκχόλμης για την απαγόρευση και κατάργηση των πυρηνικών όπλων.

Ο βασικός οργανωτικός φορέας του κινήματος υπήρξε η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ) που ιδρύθηκε το 1955. Ο πυρήνας του φιλειρηνικού κινήματος υπήρξε ο κόσμος της Αριστεράς, της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ. Παράλληλα η ΕΕΔΥΕ επιδίωκε τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων. Για το λόγο αυτό εξάλλου πρώτος πρόεδρός της υπήρξε ο Ανδρέας Ζάκας, υφυπουργός Εργασίας τη δύσκολη εμφυλιοπολεμική περίοδο 1945-1946.

Τα βασικά αιτήματα της εποχής ήταν η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων και των πυρηνικών, η δημιουργία στα Βαλκάνια μιας αποπυρηνικοποιημένης ζώνης ειρήνης. Ήδη τη δεκαετία του 1960 το φιλειρηνικό κίνημα είχε αποκτήσει μαζικό χαρακτήτα παρά την αστυνομική καταστολή και τις απαγορεύσεις. Ιστορική έμεινε η 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Παρότι απαγορεύθηκε, συνελήφθησαν 2000 διαδηλωτές και τραυματίστηκαν άλλοι 300, πραγματοποιήθηκε τελικά στις 21 Απριλίου 1963 από τους Γρηγόρη Λαμπράκη, Ανδρέα Μαμμωνά, Παντελή Γούτη και Μπάμπη Παπαδόπουλο. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, αντιπρόεδρος της ΕΕΔΥΕ και συνεργαζόμενος βουλευτής με την ΕΔΑ δολοφονήθηκε, όπως είναι γνωστό, ένα μήνα αργότερα.



Η πρώτη περίοδος (1974-1981)


Το φιλειρηνικό κίνημα επανήλθε πιο μαζικό και μαχητικό μετά την πτώση της δικτατορίας. Διακρίνεται εδώ μια πρώτη φάση ανάπτυξης του φιλειρηνικού κινήματος κατά την οποία συστρατεύθηκαν χιλιάδες λαού από ευρύτερο ιδεολογικο-πολιτικό φάσμα. Συμμετείχαν με τον ένα ή άλλο τρόπο και σημαντικές προσωπικότητες της επιστήμης και του πολιτισμού ανάμεσά τους ο Μίκης Θεοδωράκης, ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο Γιάννης Ρίτσος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αθηνά Παναγούλη και πολλοί άλλοι. Την περίοδο 1976-78 ξετυλίχθηκε η παγκόσμια καμπάνια για τη συγκέντρωση υπογραφών κάτω από τη «Νέα Έκκληση της Στοκχόλμης», που έγινε με την ευκαιρία της Α΄ Συνόδου του ΟΗΕ για τον Αφοπλισμό. Συγκεντρώθηκαν 1.500.000 υπογραφές στην Ελλάδα και 700 εκατ. σε όλο τον κόσμο.

Πιο έντονα από κάθε άλλη φορά ετέθη το ζήτημα της απομάκρυνσης των ξένων βάσεων και των πυρηνικών από τη χώρα καθώς και το αίτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Αυτή υπήρξε η βασική διεκδίκηση της περιόδου. Η εμπειρία της επτάχρονης δικτατορίας και η τραγωδία της Κύπρου, ο σχετικός ρόλος των βάσεων και του ΝΑΤΟ στην επιβολή της χούντας και στην προδοσία της Κύπρου, είχαν καταδείξει με πολύ ξεκάθαρο τρόπο την ανάγκη αυτή.

Ήταν τέτοια η δυναμική του κινήματος που ακόμη και κεντρώοι πολιτικοί, όπως ο Ι. Ζίγδης, δήλωναν περιστασιακά ότι τάσσονταν υπέρ της απομάκρυνσης από το ΝΑΤΟ καθώς “δια της στρατιωτικής αποστολής, ως γνωστόν, εξησφαλίσθη ο άμεσος έλεγχος των ελληνικών μονάδων υπό των Αμερικανών, η διαφθορά συνειδήσεων και η κατασκευή πρακτόρων”. Ήταν τόσο έντονα τα αισθήματα του ελληνικού λαού που η κυβέρνηση Καραμανλή το 1974, προκειμένου να εκτονώσει τη λαϊκή οργή, αναγκάστηκε να δηλώσει ότι η Ελλάδα αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμη και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παραδέχθηκε αυτοκριτικά στη Βουλή λίγα χρόνια αργότερα: “Δεν θεωρώ πια αναγκαία την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές βάσεις δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο από Ανατολάς. Αν σημειωθεί μια παγκόσμια σύρραξη, το μόνο που θα κάνουν είναι να μας εκθέτουν σε καταστροφή1.

Το αίτημα της εξόδου από το ΝΑΤΟ ήταν σημαντικό όχι μόνο για τις εσωτερικές εξελίξεις αλλά και για τη διεθνή ειρήνη. Οι βάσεις είχαν επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί για επιθετικές ενέργειες σε βάρος των Αραβικών λαών στη Μεσόγειο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή (Ιράν, Λίβανος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία κά.) και βέβαια συντελούσαν στη διατήρηση της επικίνδυνης (και πυρηνικής) αντιπαράθεσης με τις σοσιαλιστικές χώρες.

Παράλληλα το φιλειρηνικό κίνημα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα για να καλλιεργήσει τη φιλία ανάμεσα στον ελληνικό και τουρκικό λαό. Η ελληνοτουρκική φιλία γινόταν αντιληπτή, και ορθά, ως σημαντικός μοχλός για την ειρήνη στο Αιγαίο αλλά και για την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Η φιλία των δύο λαών και η ανάπτυξη της συνεργασίας ανάμεσα στα συνδικάτα, σε άλλες συνδικαλιστικές ενώσεις, επιστημονικούς φορείς, προοδευτικές δημοτικές αρχές, καλλιτέχνες, διανούμενους υπήρξε πολύ σημαντική και συνέβαλε στην αναχαίτιση της επιθετικότητας του αντιδραστικού καθεστώτος της Αγκυρας.



Η δεύτερη περίοδος (1981-1990)


Μια δεύτερη περίοδος άνοιξε για το φιλειρηνικό κίνημα τη δεκαετία του 1980. Αυτή σημαδεύτηκε από τη στροφή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως κυβέρνηση πια εγκατέλειψε το στόχο της απομάκρυνσης των ξένων βάσεων και της εξόδου της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση υπέγραψε τη συμφωνία παραμονής των βάσεων και αρνήθηκε ακόμη και την πρόταση του ΚΚΕ για δημοψήφισμα. Υποστήριζε υποκριτικά ότι με το πέρας της πενταετίας οι βάσεις δήθεν θα απομακρύνονταν. Η πολιτική αυτή στροφή, παρότι προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, επέδρασε σε ένα τμήμα της κοινωνίας προσανατολίζοντάς το σε αντίστοιχες πολιτικές αντιλήψεις συμβιβασμού.

Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι και σε οργανωτικό επίπεδο υπήρξαν δυο διασπαστικές κινήσεις. Το 1981 δημιουργήθηκαν η Αδέσμευτη Κίνηση ειρήνης (ΑΚΕ), με πρωτοβουλία στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού και η Κίνηση για την Ειρήνη, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εθνική Ανεξαρτησία (ΚΕΑΔΕΑ), με πρωτοβουλία στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Η ΑΚΕ προσανατολίστηκε σε μια αντίληψη ίσων αποστάσεων από ΗΠΑ και ΕΣΣΔ υποβαθμίζοντας αντικειμενικά την επιθετικότητα του ΝΑΤΟ, που εκφράστηκε τη δεκαετία του 1980 και με την εγκατάσταση σύγχρονων πυρηνικών πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ στην Ευρώπη. Η ΚΕΑΔΕΑ από την άλλη, υιοθέτησε την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ότι δήθεν οι βάσεις θα απομακρυνθούν μετά την πενταετία από την υπογραφή της συμφωνίας.

Μοιραία το φιλειρηνικό κίνημα σε ένα βαθμό αποδυναμώθηκε. Παρά τις δυσκολίες συνέχισε τη δράση του στις τρεις κατευθύνσεις: απομάκρυνση των βάσεων και έξοδος από το ΝΑΤΟ, ελληνοτουρκική φιλία, ειρηνικά Βαλκάνια χωρίς πυρηνικά. Οι διαδηλώσεις έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ και τις διάφορες στρατιωτικές βάσεις τους συνεχίστηκαν.



Η τρίτη περίοδος (1990 και μετά)


Η τρίτη, σύγχρονη περίοδος ξεκίνησε περί το 1990 μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Ο ψυχρός πόλεμος έληξε και τη θέση του διαδέχθηκε μια περίοδος μονοκρατορίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Παρά το γεγονός ότι καλλιεργήθηκαν παντοιοτρόπως αυταπάτες ότι δήθεν η ανθρωπότητα εισήλθε σε μια περίοδο ειρήνης και δημοκρατίας, η πραγματικότητα έδειξε το ακριβώς αντίθετο. Η επιθετικότητα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πρωτίστως των ΗΠΑ, αυξήθηκε καθώς πλέον δεν υπήρχε αντίπαλο δέος. Πόλεμοι και επεμβάσεις ξέσπασαν ανά τον κόσμο: Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία, Παλαιστίνη αλλά και στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο και τη γειτονιά μας με την υπόθαλψη των εθνικισμών στη Γιουγκοσλαβία που κορυφώθηκε με τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση για τη δημιουργία προτεκτοράτου στο Κόσοβο το 1999. Οι ποικιλόμορφες αντιδράσεις του φιλειρηνικού κινήματος υπήρξαν συνεχείς. Ιστορική υπήρξε η διαδήλωση πολλών χιλιάδων ανθρώπων που οργάνωσε η ΕΕΔΥΕ αλλά και άλλοι φορείς κατά την επίσκεψη Κλίντον στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1999.

Σε όλες αυτές τις στρατιωτικές επεμβάσεις ο ρόλος των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος διαδραμάτισε και πάλι σημαντικό ρόλο. Ειδικά στην περίπτωση του Κοσόβου, η διέλευση ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το έδαφος της Ελλάδας, που έγινε μάλιστα κατά παραβίαση του άρθρου 27 παρ. 2 του Συντάγματος (καθώς δεν ψηφίστηκε ειδικός νόμος), προκάλεσε μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις.



Οι σημερινές προκλήσεις


Στην παρούσα ιστορική συγκυρία το φιλειρηνικό κίνημα είναι πιο αναγκαίο από κάθε άλλη φορά. Αναδύεται η ανάγκη της ισχυροποίησής του και των ενωτικών ποικιλόμορφων δράσεων. Τα αιτήματα της μη εμπλοκής της χώρας μας στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του ΝΑΤΟ και της γοργά στρατιωτικοποιούμενης ΕΕ, η κατάργηση των βάσεων και κάθε είδους διευκολύνσεων γίνονται κάθε μέρα ολοένα και πιο ζωτικής σημασίας για την ειρήνη στην περιοχή μας.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο που διεξάγει το ΝΑΤΟ με τη Ρωσία στην Ουκρανία μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική τόσο για τον ελληνικό λαό όσο και για την ανθρωπότητα σε περίπτωση που η αντιπαράθεση κλιμακωθεί. Εξίσου απαράδεκτη και ανήθικη είναι η στήριξη που παρέχει η κυβέρνηση στη γενοκτονία που διαπράττει η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ στην Παλαιστίνη με τάσεις γεωγραφικής επέκτασης του πολέμου. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτές τις συρράξεις εκθέτει τον ελληνικό λαό σε μεγάλους κινδύνους και τον φορτώνει με νέα δυσβάσταχα οικονομικά βάρη για τα εξοπλιστικά προγράμματα του ΝΑΤΟ.

Σε αντιπαράθεση με τις πολεμικές συγκρούσεις, είναι απαραίτητη η καλλιέργεια σχέσεων φιλίας, αλληλεγγύης και κοινού αγώνα με το λαό της Τουρκίας όσο και με τους άλλους λαούς των Βαλκανίων, η αντιπαράθεση με όλους τους εθνικισμούς που υποθάλπονται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. To αμετάθετο των συνόρων και η τήρηση του διεθνούς δικαίου εξακολουθούν να αποτελούν γραμμές άμυνας, όπως συνέβαινε όλα αυτά τα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης.

Η διεκδίκηση από το αντιπολεμικό κίνημα μιας ανεξάρτητης, φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής εκτός στρατιωτικών συνασπισμών παραμένει επίκαιρη και ζωντανή, όπως ήταν καθόλη τη μεταπολίτευση2.


1Βλ. Κ. Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1990, σελ. 235, 340.

2Βλ. περισσότερα Δ. Καλτσώνης – Κ. Ήσυχος, Πόλεμος ή ειρήνη, Αθήνα, εκδ. Τόπος 2020, σελ. 101 επ .


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 25/9/2024


Η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο αλλά και στην ανατολική Ευρώπη γίνεται κάθε μέρα ολοένα και πιο κρίσιμη. Η εξάπλωση του πολέμου και ο αρμαγεδώνας που μας απειλεί είτε με αφορμή το Ουκρανικό είτε τη Μέση Ανατολή είναι ορατά. Σε αυτές τις συνθήκες η συντήρηση του κλίματος των εθιμοτυπικών συναντήσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν συμβάλλει ούτε στην διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας ούτε στην ειρήνη στην περιοχή.

Αυτό που απαιτείται είναι μια θαρραλέα στροφή. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναλάβει μια διπλωματική πρωτοβουλία για την ειρήνη και την τήρηση του διεθνούς δικαίου στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, κυρίαρχο θέμα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα είναι η εισβολή στη Γάζα και στο Λίβανο. Η επίκληση τήρησης του διεθνούς δικαίου είναι σημαντική καθώς το διεθνές δίκαιο είναι ένα από τα όπλα των αδύναμων χωρών και τέτοια είναι η Ελλάδα. Η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων, της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, της αυτοδιάθεσης των λαών, της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων χωρών, της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, της μη παραβίασης των Συνθηκών της Γενεύης είναι θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να τις υπερασπιστούμε.

Στο βαθμό που αποκατασταθεί η τήρησή τους, θα επέλθει η ειρήνη, θα προστατευθούν η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα και της χώρας μας. Στον ίδιο βαθμό το τουρκικό αντιδραστικό καθεστώς θα δυσκολεύεται να τις αμφισβητεί και να ασκεί πιέσεις. Ας το διατυπώσω διαφορετικά: όσο το Ισραήλ θα παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου στην Παλαιστίνη και στο Λίβανο, και όσο ο Ερντογάν θα παρουσιάζεται ως δήθεν υποστηρικτής του διεθνούς δικαίου, τόσο η θέση της χώρας μας θα καθίσταται δυσχερέστερη.

Επείγει επομένως από πολλές απόψεις να πρωτοστατήσει η Ελλάδα στην καταδίκη της ισραηλινής επιθετικότητας. Αυτό απαιτεί έμπρακτα μέτρα όπως διακοπή κάθε είδους βοήθειας και συνεργασίας, στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής. Επιβάλλει επίσης την προσφυγή της χώρας μας, μαζί με τις άλλες χώρες που έχουν ήδη πράξει το ίδιο, στο Διεθνές Δικαστήριο.

Η διπλωματική πρωτοβουλία της Ελλάδας θα μπορούσε να βρει πολλούς συμμάχους. Ας μην ξεχνάμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών εκφράστηκε μια ακόμη φορά πρόσφατα απαιτώντας την εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό και τον τερματισμό της γενοκτονίας στη Γάζα. Σε αυτή την προσπάθεια μάλιστα θα μπορούσε να προσκληθεί να συμμετέχει και η Τουρκία, η οποία -θεωρητικά- στηρίζει τους Παλαιστινίους.

Δυστυχώς, τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν πρόκειται να πράξει η ελληνική κυβέρνηση. Σέρνεται στην ουρά της πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ. Συμπαρατάσσεται με την υπόλογη για γενοκτονία και εγκλήματα πολέμου ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου. Στιγματίζει τη χώρα μας ως υποστηρικτή των βιαστών του διεθνούς δικαίου με ό,τι συνέπειες θα έχει αυτό.


 

Εφημερίδα των Συντακτών (στο ένθετο Η μεταπολίτευση των “κάτω”, τ.Α), 21-22/9/2024


Το αίτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας και άρα της απαλλαγής από τις παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων εγγράφηκε με τον πλέον ηχηρό τρόπο στη συνείδηση του ελληνικού λαού την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν καθοριστική συμβολή σε αυτό. Στο ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ αναφερόταν ως στόχος όχι μόνο η απελευθέρωση από τους κατακτητές αλλά και η επίτευξη “πλήρους ανεξαρτησίας” της Ελλάδας.

Η ανάλυση που βρισκόταν πίσω από την επιδίωξη αυτή βασιζόταν στην πραγματικότητα του νεοελληνικού κράτους από την ίδρυσή του. Οι μεγάλες δυνάμεις κάθε περιόδου παρενέβαιναν οικονομικά, πολιτικά ακόμη και στρατιωτικά στα ελληνικά πράγματα, πάντοτε σε συνεργασία με την εγχώρια οικονομική και πολιτική ελίτ. Οι παρεμβάσεις αυτές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είχαν ως αποτέλεσμα την ένταση της εκμετάλλευσης και φτωχοποίησης του λαού ενώ παράλληλα συντηρούσαν τη χώρα σε μια κατάσταση σχετικής υπανάπτυξης, σε έναν δευτερεύοντα ρόλο, σε μια κατηγορία μέσου επιπέδου ανάπτυξης.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κόκκινη γραμμή διακρίνεται σε όλες τις φάσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Διακρίνεται πρωτίστως στην ιδρυτική πράξη του νεοελληνικού κράτους, όταν ματαιώθηκαν οι πόθοι του λαού για ανεξάρτητο κράτος με δημοκρατικό Σύνταγμα. Στη θέση του δημιουργήθηκε το “Βασίλειο της Ελλάδος” με δοτό μονάρχη – τοποτηρητή των ξένων δυνάμεων, χωρίς Σύνταγμα και Βουλή.

Το ίδιο συνέβαινε σε κάθε κομβική στιγμή. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η παρουσία του βρετανικού στόλου στο Φάληρο την περίοδο του κινήματος του 1909. Υπενθύμιζε ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν θα έπρεπε να υπερβεί κάποια όρια και κυρίως να μη θίξει τη μοναρχία που επιτελούσε το ρόλο του τοποτηρητή αλλά και την προσωποποίηση της συμμαχίας ανάμεσα στην εγχώρια ολιγαρχία και τον ξένο παράγοντα.


Η μεταπολεμική περίοδος

Η μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από την επέμβαση της Βρετανίας το Δεκέμβριο του 1944 και τις μετέπειτα παρεμβάσεις των ΗΠΑ στον εμφύλιο αλλά και στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αυτές έλαβαν και θεσμική κατοχύρωση μέσα από ένα πλέγμα συμβάσεων οικονομικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα. Κορωνίδα όλων αυτών ήταν η συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και η δημιουργία των αμερικανικών βάσεων. Το ίδιο το άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952 κατοχύρωνε απαράδεκτα φορολογικά και άλλα προνόμια για το ξένο κεφάλαιο. Συμπληρωματική προς τα προηγούμενα ήταν η συφωνία σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ το 1961. Ο Νίκος Κιτσίκης, που υπήρξε πρύτανης του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου την περίοδο της κατοχής, έγραφε προφητικά: “Σήμερα ακόμη πολλοί δεν γνωρίζουν ότι η θύελλα της Κοινής Αγοράς θα ξερριζώση τα αγροτικά νοικοκυριά, θα παρασύρη και θα εξαφανίση βιομηχανίες, θα συντρίψη βιοτεχνίες, θα πλήξη θανάσιμα τα μεσαία στρώματα, θα δημιουργήση εξοντωτικόν ανταγωνισμόν των Ελλήνων επαγγελματιών με τούς ξένους στους οποίους θ’ ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες, θα σκλαβώση τη χώρα μας στο ξένον κεφάλαιον μέ απροσμέτρητες συνέπειες, θ’ αυξήση ακόμη περισσότερον το μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού μας Ισοζυγίου, θα μεταβάλη την μετανάστευσιν σέ ασταμάτητη αιμορραγίαν του εργατικού μας δυναμικού, σε πανικόν φυγής από τήν πατρίδα μας, πού θά γίνεται ημέρα με την ημέρα πτωχότερη γιατί θα παράγη λιγώτερα, άφού δεν θα μπορεί νά ανθέξη στον γεωργικόν και βιομηχανικόν ανταγωνισμόν, αλλά θά κατακλυσθή από τά ξένα προϊόντα»1.

Ενδεικτική της στρατηγικής συμφωνίας του ξένου κεφαλαίου με την ελληνική άρχουσα τάξη ήταν η αντίδραση τμήματος του ΣΕΒ την περίοδο εκείνη. Ενώ εξέφρασε αρχικά ανησυχία για τις επιπτώσεις της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, έθετε κάποιους όρους, γρήγορα τα παραμέρισε ευχαρίστως ενώπιον μιας συμφωνίας που του παρείχε άλλες διεξόδους σε άλλους κερδοφόρους τομείς.


Ο αντιαμερικανισμός της μεταπολίτευσης


Ο ρόλος του ξένου παράγοντα είχε υπάρξει εμφανέστατος τόσο στην επιβολή της δικτατορίας το 1967, όσο και κατοπινά στην άσκηση της πολιτικής της. Γι’ αυτό, διόλου τυχαία, η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τα συνθήματα που αναγράφησαν στην πύλη εκείνες τις ημέρες: “Έξω αι ΗΠΑ”, “Έξω το ΝΑΤΟ”. Η αποκορύφωση του αντιαμερικανισμού ήρθε ως συνέπεια της προδοσίας της Κύπρου το 1974.

Η πτώση της δικτατορίας 30 μόλις χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά και μόνο 25 από το τέλος του εμφυλίου αναπόφευκτα πυροδότησε το κλίμα της εναντίωσης στον ξένο παράγοντα. Οι ιστορικές μνήμες έδεσαν με την παρούσα συγκυρία και δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κλίμα.

Οι ιθύνοντες των ΗΠΑ είχαν επίγνωση των πολιτικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν με την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1974, στην οποία συμμετείχαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, δονούνταν από το σύνθημα “δολοφόνε Κίσινγκερ”. Ο Χ. Κίσινγκερ ήταν εξάλλου εκείνος που όχι μόνο ενορχήστρωσε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο αλλά και διέγνωσε έγκαιρα ότι έπρεπε να υπάρξει οργανωμένη μετάβαση από τη χούντα σε μια πολιτική κυβέρνηση.

Ενδεικτικό της κατάστασης ήταν ότι η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή αναγκάστηκε να οδηγήσει για ένα διάστημα τη χώρα εκτός του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ προκειμένου να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ακόμη και οι φιλικές προς τη ΝΔ εφημερίδες της εποχής δυσκολεύονταν να τιθασεύσουν τα αντιαμερικανικά αισθήματα, που αγκάλιαζαν ακόμη και ψηφοφόρους της δεξιάς. Γίνονταν διαρκείς παρεμβάσεις τόσο των διευθυντών όσο και της ίδιας της κυβέρνησης για να μη βγαίνει προς τα έξω το κλίμα αυτό. “Επεμβαίνωμεν εντόνως εις τον τύπον για να προστατεύσωμεν την φιλίαν μας” έλεγε ο Ε. Αβέρωφ στους Αμερικανούς2.

Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975 καταγράφηκαν τα αισθήματα αυτά της κοινής γνώμης. Οι προτάσεις της αντιπολίτευσης, από την Ένωση Κέντρου μέχρι το ΠΑΣΟΚ κινούνταν στη λογική του περιορισμού των δυνατοτήτων παραχώρησης στο ΝΑΤΟ και μελλοντικά στην ΕΟΚ. Πρότειναν για παράδειγμα να χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία 2/3 της Βουλής για τέτοιες αποφάσεις. Από την πλευρά του το ΚΚΕ κατέθεσε προτάσεις που απαγόρευαν την ύπαρξη ξένων βάσεων στη χώρα3.

Σε όλη την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης (μέχρι το 1981 περίπου) κυριάρχησε το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”, το οποίο προωθούσαν οι δυο βασικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, το ΚΚΕ με μεγαλύτερη συνέπεια και το ΠΑΣΟΚ λιγότερο.

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το αντιΕΟΚικό αίσθημα του ελληνικού λαού ήταν λιγότερο ισχυρό από το αντιΝΑΤΟϊκό. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι η ΕΟΚ δεν ήταν τόσο άμεσα ταυτισμένη με τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (εμφύλιος, δικτατορία κλπ). Αντίθετα, καλλιεργούνταν η αίσθηση ότι πρόκειται για μια οικονομική συμμαχία δημοκρατικών κρατών και ότι θα προέκυπταν οικονομικά οφέλη από τη συμμετοχή σε αυτήν.


Η τομή του 1983


Η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ το 1981 δεν σηματοδότησε τη στροφή που ανέμενε μέρος τουλάχιστον της κοινωνίας. Το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” εγκαταλείφθηκε. Οι ελιγμοί του κυβερνώντος κόμματος και η στροφή του σε σχέση με την προεκλογική του ρητορεία επέδρασαν σε ένα βαθμό καθώς αποδυνάμωσαν το κίνημα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και το γεγονός ότι την πρώτη τουλάχιστον τετραετία διακυβέρνησης το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε κάποιες μεταρρυθίσεις, οι οποίες παρά τον αναιμικό τους χαρακτήρα, έφεραν μια πνοή εκδημοκρατισμού και ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο του λαού, ενώ παράλληλα, οικοδομήθηκαν νέα δίκτυα πελατειακών σχέσεων. Όλα αυτά αδυνάτισαν σταδιακά την υποστήριξη των αντιΝΑΤΟϊκών και αντιΕΟΚικών συνθημάτων σε τμήμα της κοινωνίας.

Ο πρώτος σταθμός ήταν η ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις του 1983. Από τη μια ο Α. Παπανδρέου παρουσιαζόταν με διάφορες ευκαιρίες ως “το άτακτο παιδί της ΝΑΤΟϊκής αδελφότητας” ενώ από την άλλη υπέγραφε την παραμονή των βάσεων με το επιχείρημα ότι αυτές θα φύγουν μελλοντικά4.

Δεύτερος σταθμός υπήρξε η προσυπογραφή της κυβέρνησης στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1985, γεγονός που όχι μόνο υποδήλωνε την εγκατάλειψη του αιτήματος της εξόδου από την ΕΟΚ αλλά επιπλέον συνεργούσε στην απαρχή επιβολής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε επίπεδο ΕΟΚ αλλά και εγχώριο5.


Η καμπή της δεκαετίας του 1990


Ο τρίτος και σημαντικότερος σταθμός ήταν η δεκαετία του 1990. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη αποδυνάμωσε γενικότερα τα επαναστατικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα παντού στον κόσμο. Δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε η αίσθηση της παντοδυναμίας των ΗΠΑ και του μονόδρομου του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ/ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992 έγινε σε πανηγυρικούς τόνους. Με ακόμη πιο διθυραμβικό τρόπο έγινε η προσχώρηση της Ελλάδας στην ΟΝΕ και η συνταγματική κατοχύρωση της προσχώρησης με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Η αναθεώρηση ονομάστηκε μάλιστα συναινετική καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα του πανίσχυρου τότε δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) ψήφισαν από κοινού τις σχετικές διατάξεις καλλιεργώντας μια ψευδαίσθηση ευφορίας που γρήγορα έμελλε να διαψευστεί.


Η θύελλα της κρίσης


Ως συνέχεια όλων των παραπάνω ξέσπασε η θύελλα της οικονομικής κρίσης, των Μνημονίων, της ραγδαίας φτωχοποίησης των εργαζομένων. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε χώρα τουρισμού, με εξαιρετικά αναιμική βιομηχανική, τεχνολογική βάση, με αδύναμη αγροτική οικονομία.

Η κυρίαρχη τάξη παραμένει σταθερή στη στρατηγική της συμμαχία με τις ΗΠΑ και την ΕΕ αποκομίζοντας, εν μέσω της κρίσης, τεράστια υπερκέρδη. Κανένα τμήμα της αστικής τάξης δεν διανοήθηκε ποτέ να διαφοροποιηθεί από αυτή την κεντρική επιλογή. Το σύμπλεγμα των συμφερόντων διασφαλίζει την κερδοφορία τους παρά τις όποιες επιμέρους αντιθέσεις μπορεί καμιά φορά να προκύπτουν. Η Ελλάδα δεν διαθέτει μια κραταιά αυτοδύναμη αστική τάξη, όπως για παράδειγμα η Βρετανία, της οποίας τμήμα προώθησε το BREXIT.

Για το λόγο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι όλα ανεξαιρέτως τα συστημικά πολιτικά κόμματα στη χώρα μας υπερασπίζονται, το καθένα με τον τρόπο του, αυτή τη δομική σχέση. Κανένα δεν αμφισβητεί την ένταξη της Ελλάδας στη “Δύση”. Η συναίνεση για παραμονή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ καλύπτει από τα κόμματα της ακροδεξιάς μέχρι τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ (και τη “Νέα Αριστερά”), ανεξάρτητα από τις όποιες φραστικές παραλλαγές.

Από την άλλη, η εμπειρία των Μνημονίων, της εποπτείας από ΕΕ και ΔΝΤ, η συμμετοχή στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του ΝΑΤΟ προκαλούν προβληματισμούς στην κοινή γνώμη. Υπάρχουν διάφορες έρευνες που, ανεξάρτητα από τις φυσιολογικές διακυμάνσεις, δείχνουν ότι τουλάχιστον ένα 25% του πληθυσμού θα ήθελε την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, ενώ το 60% έχει αρνητική γνώμη γι’ αυτόν τον οργανισμό. Παράλληλα, πάνω από το 31% θα προτιμούσε μια πορεία της χώρας εκτός ΕΕ, ενώ έρευνα της Pew Research λίγο πριν τις ευρωεκλογές έδειχνε πως το 53% των Ελλήνων έχει αρνητική γνώμη για την ΕΕ6.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι τα αιτήματα της ανεξαρτησίας παραμένουν ζωντανά. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.

Το είδος της σχέσης της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και η ένταξή της στην ΕΕ εξυπηρετούν την ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε βάρος των λαού. Εντείνουν και παροξύνουν στο έπακρο την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού της χώρας μας, την καταλήστευση των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Ωθούν συστηματικά τη χώρα μας σε έναν υποδεέστερο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας καθιστώντας τη δορυφόρο, παρία των οικονομικών εξελίξεων στον κόσμο. Κερδισμένοι από τη διαδικασία αυτή αποτελούν το πολυεθνικό κεφάλαιο των ΗΠΑ και των ισχυρών κρατών της ΕΕ μαζί με το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο.

Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το πλαίσιο, στην παρούσα ιστορική φάση της κρίσης, καμιά σοβαρή βελτίωση της ζωής του λαού δεν μπορεί να επιτευχθεί. Το απέδειξε περίτρανα η εμπειρία της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ. ΗΠΑ και ΕΕ υπονομεύουν ακόμη και τις πλέον στοιχειώδεις αλλαγές υπέρ των εργαζομένων. Κατά συνέπεια η μόνη διέξοδος είναι η αναζήτηση, με τόλμη και ευθύνη, λύσεων εκτός αυτού του πλαισίου. Η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας με την απελευθέρωση από τα δεσμά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στο πλαίσιο μιας άλλης πολιτικής ριζικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων τάξεων προβάλλει πιο αναγκαία από ποτέ7.



1 Βλ. Ν. Κιτσίκης (επιμ.), Η θύελλα της Κοινής Αγοράς, Αθήνα, εκδ. Οικονομία-Πολιτική, 1962, σελ. 5-6.

2Βλ. Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 495.

3Βλ. Δ. Καλτσώνης, Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2017, σελ. 258 επ.

4Βλ. Κ. Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίκτυα των βάσεων, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1992, σελ. 294 επ.

5Βλ. Γ. Κουζής, Η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2022, σελ. 35.

6Βλ. ενδεικτικά https://www.liberal.gr/apopsi/ti-pisteyoyme-gia-eyro-tin-ee-nato-kai-ton-eayto-mas και https://www.koutipandoras.gr/article/ereyna-arnitiko-sto-nato-paramenei-60-ton-ellinon/. Βλ. επίσης Β. Λιόσης, Μισός αιώνας από τη Μεταπολίτευση, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2024, σελ. 340 επ.

7Βλ. ενδεικτικά Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζή, 2017 και Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 19/8/2024


Η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί με διάφορους τρόπους να αναγορευτεί σε προστάτη των Παλαιστινίων και ευρύτερα του αραβικού κόσμου. Παρουσιάζεται ως υποστηρικτής του διεθνούς δικαίου, έκανε παρέμβαση ακόμη και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για το ζήτημα της γενοκτονίας των Παλαιστινίων. Η στάση της στο Παλαιστινιακό φαίνεται να είναι στάση υποστήριξης του διεθνούς δικαίου, των δεκάδων αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που καταδικάζουν τη συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ, τη γενοκτονία που διεξάγεται εδώ και μήνες στη Γάζα με 40 χιλιάδες νεκρούς, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι άμαχοι και παιδιά. Η Τουρκία εμφανίζεται ως δήθεν υποστηρικτής των αποφάσεων της διεθνούς κοινότητας που απαιτούν τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους στα όρια του 1967, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Δεν χρειάζεται βέβαια να είναι κανείς ειδικός για να κατανοήσει πόσο επίπλαστη και υποκριτική είναι αυτή η στάση. Η Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη που επιδιώκει να εδραιώσει και επεκτείνει την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή. Είναι μια δύναμη που παρεμβαίνει στρατιωτικά ή πάντως έχει στρατιωτική παρουσία στην Αφρική, στη Συρία και, κυρίως, ας μην το ξεχνάμε, κατέχει εδώ και 50 χρόνια το 40% σχεδόν της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η θέση της για το Παλαιστινιακό εξυπηρετεί και θεμελιώνει παρακαταθήκες για την παραπέρα επεκτατικότητά της στην ευρύτερη περιοχή.

Στον αντίποδα, η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει, συμμετέχει, εμπλέκεται φανερά, ολοένα και πιο ενεργά στο πλευρό της ακροδεξιάς, γενοκτονικής κυβέρνησης του Ισραήλ. Σε αντίθεση με τα αισθήματα του λαού εκθέτει ανεπανόρθωτα, ηθικά και πολιτικά, τη χώρα στηρίζοντας το βιασμό του διεθνούς δικαίου.

Παράλληλα με αιχμή όσα τραγικά συμβαίνουν στη Γάζα, μεγαλώνει μέρα με τη μέρα ο κίνδυνος γενικότερης ανάφλεξης, περιφερειακής ή και παγκόσμιας. Αν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι συνυπεύθυνη για το μακελειό στο οποίο θα οδηγηθεί ο ελληνικός αλλά και οι άλλοι λαοί. Είναι επίσης καιρός να αναλογιστούμε ότι και χωρίς γενικότερη ανάφλεξη, ο κίνδυνος να δεχτεί η Ελλάδα αντίποινα ειναι υπαρκτός, όπως δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σε μια γενικότερη ανάφλεξη, η τουρκική κυβέρνηση να αρπάξει την ευκαιρία να στραφεί εναντίον της Ελλάδας.

Γι’ αυτό η χώρα μας πρέπει να αλλάξει πορεία. Οφείλει να ταχθεί με την πλευρά του διεθνούς δικαίου, της ειρήνης, της ηθικής, της ανθρωπιάς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακόψει κάθε είδους διευκόλυνση και συναλλαγή με το Ισραήλ (στρατιωτική, οικονομική κά.), να καταδικάσει σε όλα τα διεθνή fora τις αποτρόπαιες πρακτικές του, να προσφύγει εναντίον του στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, να αποκαταστήσει τις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας με τον Παλαιστινιακό λαό και τους άλλους Αραβικούς λαούς, να αποκαταστήσει σχέσεις συνεργασίας στη βάση του διεθνούς δικαίου με όλες τις κυβερνήσεις της περιοχής, πρώτα από όλα με τη Συρία. Η συνέργεια στα εγκλήματα σε βάρος των Παλαιστινίων πρέπει να σταματήσει. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, ο ελληνικός λαός δεν αποδέχεται τον όλεθρο.


 

εφημ. Το Βήμα, 4/8/2024


Πενήντα χρόνια από τη μεταπολίτευση, η δημοκρατία σημειώνει ραγδαία και επικίνδυνη οπισθοχώρηση. Ξεχωρίζω εδώ τέσσερεις μόνο πλευρές.

Πρώτη είναι οι ατιμώρητες παράνομες πρακτικές των κρατικών λειτουργών και των κρατικών μηχανισμών. Οι παράνομες υποκλοπές και η παράνομη αστυνομική βία είναι δυο από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του φαινομένου.

Δεύτερη είναι η ολοένα και συχνότερη παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος. Αυτό συνέβη ήδη με τα Μνημόνια, τα οποία βρίσκονται ακόμη σε ισχύ. Συμβαίνει επίσης με την ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων όπως ο πρόσφατος για τα ιδιωτικά “πανεπιστήμια”. Θυμίζω ότι το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει ρητά και ξεκάθαρα πως “η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδοίκηση” και η παρ. 8 του ίδιου άρθρου ότι “η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται”. Η παραβίασή του αποτέλεσε μια ακραία αντισυνταγματική, αντιδημοκρατική επιλογή που προμηνύει ότι θα ακολουθήσουν άλλες, ακόμη σοβαρότερες παραβιάσεις.

Τρίτη είναι η συστηματική συρρίκνωση των ελευθεριών μέσω της ψήφισης νόμων που συχνά περιλαμβάνουν διατάξεις αντισυνταγματικές. Ο νόμος για τις διαδηλώσεις (ν. 4703/2020), που προφανώς εισάγει περιορισμούς πέρα από εκείνους του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος, η συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών με τον ν. 4808/2021, ο νόμος για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ο νόμος για την πανεπιστημιακή αστυνομία, το δρακόντειο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές είναι μερικά μόνο παραδείγματα.

Τέταρτη είναι ο έλεγχος της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση που διασφαλίζεται μέσω του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή αποτελεί το βάθρο ενός θεσμικού πλαισίου αλλά και ενός άτυπου πλέγματος σχέσεων που στραγγαλίζει την όποια ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και διασφαλίζει τον έλεγχό της από την εκτελεστική εξουσία. Τούτο αποδείχθηκε “αναντίλεκτα” και με την πρόσφατη ανακοίνωση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τις υποκλοπές. Υπάρχουν βέβαια δικαστές που διακρίνονται για το δημοκρατικό τους σθένος, όπως δείχνουν συχνά οι ανακοινώσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν αλλάζει την ουσία του κυβερνητικού ελέγχου.

Μπορούμε με ασφάλεια να διαπιστώσουμε ότι οικοδομείται βαθμιαία αλλά συστηματικά μια “σιδερόφραχτη δημοκρατία”. Ο στόχος της είναι η επιβολή, χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις και αναταράξεις, μιας οικονομικής πολιτικής που αυξάνει τη φτώχεια για τους πολλούς, ανοίγει διαρκώς την ψαλίδα των κοινωνικών ανισοτήτων, καθιερώνει ένα ακόμη πιο στρεβλό “αναπτυξιακό” μοντέλο που καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον και υπονομεύει παραπέρα την εναπομένουσα βιομηχανική και αγροτική παραγωγική βάση της χώρας. Επιδίωξη των κρατούντων είναι η απαλλαγή από το σύνολο των κοινωνικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, η δημιουργία μιας ακραία άδικης, εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Σε τέτοιες συνθήκες χρήσιμη είναι η υπενθύμιση όσων ο Αριστόβουλος Μάνεσης είχε πει απευθυνόμενος στους νέους, λίγο πριν συλληφθεί από τη δικτατορία: “Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρείστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας”.


 

εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 26/7/2024


Το επεισόδιο στην Κάσο έληξε και η κυβέρνηση υπνωτίζει την κοινή γνώμη ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά πριν “αλέκτωρ φωνήσει τρις” η κυβέρνηση Ερντογάν ξανάθεσε θέμα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη ενώ νωπή είναι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την εισβολή στην Κύπρο.

Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση των “ήρεμων νερών”. Αν σκεφτεί κανείς, θα διαπιστώσει ότι αυτή ακριβώς είναι η πάγια επιδίωξη της υπερδύναμης στο Αιγαίο. Κατά την τουκρική εισβολή στην Κύπρο, την οποία όχι απλώς ανέχτηκε αλλά ευννόησε, η προσπάθεια του τότε Υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ήταν ακριβώς να μείνουν “ήρεμα τα νερά”, να μην αντιδράσει δηλαδή η Ελλάδα στην τουρκική επίθεση. Όπερ και εγένετο.

Παρόλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να αναζητούν προστασία και λύση στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό εμπεδώνεται βήμα προς βήμα, η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που είναι αναγκαία ενόψει της αντιπαράθεσής του με τη Ρωσία και την Κίνα. Ταυτόχρονα όμως εμπεδώνονται σε διπλωματικό επίπεδο οι αντίθετες στο διεθνές δίκαιο αξιώσεις και πρακτικές του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος.

Η πολιτική αυτή ρικανίσματος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας συμπληρώνεται ενίοτε από εθνικιστικές κορώνες τύπου Γεωργιάδη. Αναπαράγουν, ως φάρσα αυτή τη φορά, τις εθνικιστικές ιαχές του μακρινού παρελθόντος που οδήγησαν σε εθνικές ήττες, όπως το 1897.

Τα “ήρεμα νερά” είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη συνίσταται στη διεκδίκηση “ενός είδους στρατηγικής θέσης της χώρας στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ”, όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Τούτο σημαίνει ότι η κυβέρνηση επαναβεβαιώνει ότι θα είναι ο πιστός και πειθήνιος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή. Ως εκ τούτου αναζητά προστασία έναντι της Τουρκίας, την οποία δεν βρήκε ποτέ, αλλά και κάποια ανταλλάγματα. Τι είδους ανταλλάγματα, για ποιούς; σίγουρα όχι για τον ελληνικό λαό που στέλνει τα παιδιά του να κινδυνεύσουν στην Ερυθρά Θάλασσα.

Διπλός είναι επομένως ο κίνδυνος αυτών των επιλογών. Υπονομεύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας αλλά και εκθέτουν τον ελληνικό λαό στον κίνδυνο να συμπαρασυρθεί σε περιπέτειες είτε μέσω της εμπλοκής του πολέμου που διεξάγει το ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία στην Ουκρανία είτε μεσω της στήριξης του πολέμου γενοκτονίας που διεξάγει το Ισραήλ. Και στις δυο περιπτώσεις η πιθανότητα κλιμάκωσης και γενίκευσης του πολέμου είναι πλέον ορατή.

Και εντούτοις η κυβέρνηση επιμένει να παρέχει βάσεις και διευκολύνσεις. Αλλά όπως είχε δηλώσει σε μια αυτοκριτική στιγμή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη Βουλή αρχές δεκαετίας του 1980, “Δεν θεωρώ πια αναγκαία την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές βάσεις δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο από Ανατολάς. Αν σημειωθεί μια παγκόσμια σύρραξη, το μόνο που θα κάνουν είναι να μας εκθέτουν σε καταστροφή”.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION