Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Μαΐου 2013


περ. Ουτοπία, τευχ. 102/2013, σελ. 7-11

Η Λατινική Αμερική είναι, δίχως αμφιβολία, μια ξεχωριστή ήπειρος. Οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι αναπτυγμένες αλλά συνυπάρχουν με υπολείμματα προηγούμενων τρόπων παραγωγής. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει αναμιχθεί με ένα ιδιόμορφο τρόπο με τον πολιτισμό των αυτοχθόνων και των αφρικανών. Οι λαοί της ηπείρου μιλούν όλοι σχεδόν την ίδια γλώσσα ενώ το αίσθημα ότι ανήκουν στο ίδιο έθνος είναι αρκετά ισχυρό.
Η πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική ήταν πάντοτε ευαίσθητη στις διεθνείς ανακατατάξεις. Είχε όμως και τη δική της, αυτοτελή δυναμική. Το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου, τα ισχυρό αντιφασιστικό κύμα που χαρακτήρισε την εποχή, η εμφάνιση των Λαϊκών Δημοκρατιών στην ανατολική Ευρώπη, βρήκαν την αντανάκλασή τους στη Λ. Αμερική. Έτσι, την περίοδο 1944-1946 επτά δικτατορίες στην περιοχή έδωσαν τη θέση τους σε αστικοδημοκρατικά καθεστώτα.
Η μεταβολή δεν κράτησε πολύ. Με δεδομένο το φόβο των κυρίαρχων τάξεων και των ΗΠΑ ότι το επαναστατικό κύμα που φαινόταν να εδραιώνεται σε ένα μέρος της Ευρώπης πρόκειται να εξαπλωθεί στη Λ. Αμερική αλλά και σε άλλες ηπείρους, παρατηρήθηκε μια αντιστροφή της κατάστασης. Στο διάστημα 1948-1955 μια σειρά πραξικοπήματα ανέτρεψαν έξι από τις αστικές δημοκρατίες της ηποηπείρου[1]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 όλα σχεδόν τα καθεστώτα στη Λ. Αμερική ήταν είτε ανοιχτές δικτατορίες είτε ψευδοδημοκρατίες όπου η τήρηση των στοιχειωδών κανόνων της αστικής δημοκρατίας ήταν απολύτως προσχηματική. Στη Βενεζουέλα το 1948 επιβλήθηκε δικτατορικό καθεστώς το οποίο διάρκεσε μια δεκαετία.
Η βαθιά εκμετάλλευση και καταπίεση των λαών οδήγησε στο κύμα που σηματοδοτήθηκε από τη νίκη της επανάστασης στην Κούβα το 1959. Μια σειρά ένοπλα επαναστατικά κινήματα (Κολομβία, Βενεζουέλα, Γουατεμάλα, Βολιβία, Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Αργεντινή, Βραζιλία) συγκλόνισαν τις επόμενες δεκαετίες του 1960 και 1970. Παράλληλα, εγχειρήματα όπως η κυβέρνηση Αλλιέντε στη Χιλή[2] ή ακόμη εφήμερα στρατιωτικά καθεστώτα που είχαν εθνικοανεξαρτησιακό προσανατολισμό (Περού, Εκουαδόρ, Παναμάς)[3] συμπλήρωσαν την εικόνα. Ήταν η περίοδος των μεγάλων επαναστατικών κινημάτων αντιαποικιακού, εθνικοαπελευθερωτικού και αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα σε όλο τον λεγόμενο τρίτο κόσμο.
Το κύμα αυτό του ριζοσπαστισμού στη Λ. Αμερική αντιμετωπίστηκε με μια σειρά νέων πραξικοπημάτων που άνθισαν τη δεκαετία του 1960 αλλά και με άμεσες επεμβάσεις των ΗΠΑ όπως στη Δομινικανή Δημοκρατία και στη Γρενάδα. Η περίοδος αυτή έκλεισε με τη νίκη της επανάστασης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα το 1979[4].
Τα επαναστατικά κινήματα των δεκαετιών αυτών είχαν κατά κανόνα δημοκρατικό, αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο που έτεινε να μετατραπεί σε σοσιαλιστική επανάσταση, όπως συνέβη στην Κούβα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η επαναστατική ορμή περιορίστηκε δραστικά. Εξαιτίας αυτού, υποχώρησαν τα δικτατορικά καθεστώτα για να δώσουν τη θέση τους σε   σιδερόφραχτες, συνήθως, αστικές δημοκρατίες.


Το νέο κύμα ριζοσπαστισμού

Παρόλα αυτά, η Λ. Αμερική παρέμεινε η πλέον ταραγμένη και ανήσυχη ήπειρος. Οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνθηκαν τις δεκαετίες 1980 και 1990. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκε ένα νέο κύμα κοινωνικών αγώνων που εκτεινόταν από τους Ζαπατίστας στο Μεξικό μέχρι τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Το λαϊκό κίνημα της Βενεζουέλας και ο ηγέτης του Ούγκο Τσάβες αποτέλεσαν την πιο αυθεντική και προωθημένη έκφραση αυτού του κύματος.
Πρόκειται για ριζοσπαστικά λαϊκά κινήματα και όχι ακόμη για επαναστάσεις[5]. Η βασική τους αιχμή ήταν η κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, πολιτικής και οικονομικής, έναντι των ΗΠΑ. Είχαν έτσι, αντικειμενικά τουλάχιστον, στον ένα ή άλλο βαθμό, αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο. Το βάθος του όμως ποικίλει ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ηγήθηκαν της διαδικασίας. Όπου επικεφαλής βρέθηκαν τα ριζοσπαστικοποιημένα μικροαστικά στρώματα της πόλης ή και της υπαίθρου (πχ. Βενεζουέλα, Βολιβία), εκεί το αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο υπήρξε σχετικά πιο συνεπές. Όπου επικεφαλής ήταν τμήμα της αστικής τάξης (πχ. Βραζιλία, Αργεντινή) που διεκδικούσε καλύτερη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, η αντιιμπεριαλιστική ρητορεία ήταν ρηχή και γρήγορα εξαντλήθηκε. Ακόμη και στην πρώτη περίπτωση ήταν εμφανής η υστέρηση του εργατικού κινήματος το οποίο θα μπορούσε να γονιμοποιήσει, να προωθήσει και να μετεξελίξει τη διαδικασία αυτή στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης.


Τα ειδικά χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτικής Τσάβες

Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε το πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης  του Ούγκο Τσάβες που διακήρυσσε μια «ειρηνική επανάσταση», μία «άλλου τύπου δημοκρατία» και όχι τη «δικτατορία του άγριου καπιταλισμού», μια δημοκρατία με «ισχυρό κοινωνικό περιεχόμενο». Υποστήριζε τη μετάβαση «από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε μία συμμετοχική, άμεση δημοκρατία. με τη μεγαλύτερη παρέμβαση του λαού σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας, για να αντισταθούμε καλύτερα σε κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», όπως τόνιζε ο ίδιος.
Στη διάρκεια της πολυετούς διακυβέρνησης ο προγραμματικός λόγος του προέδρου Τσάβες σταδιακά έδειχνε να ριζοσπαστικοποιείται. Οι διακηρύξεις περί ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, του βασικού εθνικού πλούτου, του πετρελαίου δηλαδή, περί ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και ίδρυσης μιας νέου τύπου δημοκρατίας, άρχισαν να συμπληρώνονται με αναφορές σε κάποιου είδους σοσιαλισμό («σοσιαλισμός του 21ου αιώνα») ο οποίος όμως δεν ταυτίστηκε με το μαρξιστικό επιστημονικό σοσιαλισμό[6].
Οι πολιτικές των κυβερνήσεων Τσάβες, με αιχμή το νέο, δημοκρατικό Σύνταγμα του 1999, που υιοθετήθηκε μετά από σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης και λαϊκό δημοψήφισμα, άλλαξαν σημαντικά το τοπίο. Το άρθρο 12 διακήρυξε ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα και ο ορυκτός πλούτος που βρίσκεται στον εθνικό χώρο και στην ΑΟΖ αποτελούν δημόσια περιουσία. Με τα άρθρα 302-303 δόθηκε η δυνατότητα εθνικοποίησης της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν ή να συνεργαστούν με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, με άλλους όρους πλέον. Με βάση το άρθρο 302 εθνικοποιήθηκαν μερικές ακόμη πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Το άρθρο 13 του Συντάγματος απαγόρευσε την εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων στη χώρα. Βάσει αυτού, κόπηκαν τα δεσμά της στρατιωτικο-πολιτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Η χώρα απέκτησε ανεξάρτητη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Με λίγα λόγια, αξιοποιώντας την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και τον ορυκτό πλούτο της, η κυβέρνηση μείωσε τη φτώχεια από το 85% στο 33%. Δημιουργήθηκε δημόσιο σύστημα υγείας. Ελήφθησαν δραστικά μέτρα εξάλειψης του αναλφαβητισμού.
Σημεία καμπής της προεδρίας Τσάβες υπήρξαν το πραξικόπημα του Απριλίου 2002 και η ανατροπή των πραξικοπηματιών από το λαό και τμήμα των ενόπλων δυνάμεων μετά από τρεις μέρες διαδηλώσεων, η νίκη του προέδρου Τσάβες στις εκλογές που προκάλεσε η αντιπολίτευση για την ανάκλησή του τον Αύγουστο του 2004, η δεύτερη επικράτησή του στις προεδρικές εκλογές του 2006.
            Σημείο καμπής υπήρξε επίσης η υποβολή πρότασης για αναθεώρηση του μπολιβαριανού Συντάγματος το 2007 η οποία απορρίφθηκε, με μικρή πλειοψηφία, στο σχετικό δημοψήφισμα. Η πρόταση αυτή εξέφραζε μια τάση ριζοσπαστικοποίησης και εμβάθυνσης των επιδιωκόμενων κοινωνικών αλλαγών. Ωστόσο, δεν υπήρξαν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την υιοθέτησή της. Οι πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, που υποστήριζαν με τον ένα ή άλλο τρόπο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την αλλαγή της δομής της κρατικής εξουσίας, δεν κατάφεραν να δώσουν την αναγκαία ώθηση. Εκ των πραγμάτων επήλθε κάποια στασιμότητα, ίσως και οπισθοδρόμηση[7].


            Όρια και προοπτικές

Τα όρια των παρεμβάσεων των κυβερνήσεων Τσάβες έτειναν να εξαντληθούν ήδη πριν το θάνατό του. Για να μειωθούν παραπέρα η φτώχεια και οι ανισότητες απαιτούνται πιο ριζοσπαστικές πολιτικές από αυτές του Συντάγματος του 1999. Απαιτείται μια ευρύτερη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων με την εφαρμογή ενός διευρυμένου και πιο συνεκτικού προγράμματος εθνικοποιήσεων. Χρήσιμη θα ήταν στην κατεύθυνση αυτή η επιβολή εργατικού ελέγχου όλων των επιχειρήσεων, δημόσιων και ιδιωτικών. Ωστόσο, η σχετική πρόταση νόμου του συγκυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος δεν υιοθετήθηκε ποτέ[8].
Απαιτείται επίσης να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν νέοι θεσμοί λαϊκής εξουσίας, όπως η παλλαϊκή άμυνα και πολιτοφυλακή.  Η ριζοσπαστικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων μέσω της εισαγωγής του θεσμού της παλλαϊκής πολιτοφυλακής και άμυνας, που είχε εξαγγελθεί το 2007, υπήρξε τελικά άτολμη και παρέμεινε ημιτελής. Η κρατική γραφειοκρατία παραμένει πηγή προβλημάτων και υπονόμευσης των μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Οι θεσμοί των λαϊκών συνελεύσεων, οι αρχές της ανακλητότητας και της εναλλαγής των αιρετών εκπροσώπων δεν έχουν καθολική εφαρμογή. Κατά συνέπεια, ο παλιός, αστικός κρατικός μηχανισμός, παραμένει στη θέση του, εμπόδιο για πιο βαθιές αλλαγές.
            Αν στα προηγούμενα δεν σημειωθούν τομές, το «πείραμα Τσάβες» θα εκφυλιστεί και οι λαϊκές κατακτήσεις θα εξανεμιστούν. Το βήμα σημειωτόν δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρο.
            Δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος ριζοσπαστισμού στη Βενεζουέλα και γενικότερα στη Λατινική Αμερική όπου ο ρόλος της εργατικής τάξης, κοινωνικά και πολιτικά θα είναι πιο αποφασιστικός και όπου η αντιιμπεριαλιστική πάλη θα δεθεί διαλεκτικά με την ανάγκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή η προοπτική μπορεί να γεννηθεί ως αποτέλεσμα μιας νέας επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού μια και τα περιθώρια των μεταρρυθμίσεων στενεύουν και η καπιταλιστική κρίση θα αγκαλιάσει αργά ή γρήγορα και το τμήμα αυτό του πλανήτη. Παράλληλα, η εργατική τάξη και οι λαοί της περιοχής έχουν συσσωρεύσει τις δεκαετίες αυτές κοινωνική και πολιτική εμπειρία που μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη.






[1]               Βλ. Ol. Dabene, La region Amerique Latine, Paris, Presses de sciences Po, 1997, σελ. 83-84.
[2]               Βλ. Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, ηλεκτρονική έκδοση, Εργατικός Αγώνας, 2012.
[3]               Βλ. Γ. Ντολκοπόλοφ, Ο στρατός και ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, Αθήνα, εκδ. Οδηγητής, 1984, σελ. 67-68.
[4]               Βλ. Μπ. Άρσε, Νικαράγουα: η λαϊκή επανάσταση των Σαντινίστας, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1989.
[5]               Για την άμεση ή έμμεση αντανάκλασή τους στα Συντάγματα των χωρών βλ. J. Gonzalez Quevedo, «Empoderamiento, democracia directa y Nuevo constitucionalismo en America Latina», περ. Temas, 2012 και R. Uprimy, Las transformaciones constitucionales recientes en America Latina: tendencias y desafios, www.pensamientopenal.com.ar, edicion 122 – 16/4/2011 και S. Marti y Puig - S. Mabel Villalba, «Pocos pero guerreros? Multiculturalismo constitucional en cinco paises con poblacion indigena minoritaria», Revista Uruguaya de Ciencia Politica, Vol. 21, No 2, σελ. 77-96.
[6]               Βλ. Α. Ροδρίγες Αράκε – Α. Μούγερ Ρόχας, Ο σοσιαλισμός της Βενεζουέλας και το κόμμα που θα τον προωθήσει, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ.
[7]               Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 206 επ.
[8]               Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας, οπ.π., σελ. 144 επ.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION